❀ wish on a flower
Η Νάγια θυμόταν ότι η Μίο λάτρευε τα λουλούδια. Θυμόταν επίσης ότι ήθελε όσο τίποτα να επισκεφτεί το Tachikawa Sowa Kinen Park. Όταν πήρε τηλέφωνο για να ρωτήσει πόσο κοστίζει το εισιτήριο για το φεστιβάλ των λουλουδιών, ήταν σαν να άκουγε τη φωνή της γαλαζομάτας κοπέλας μέσα στο κεφάλι της.
«Αυτό το πάρκο είναι τόσο υπέροχο, Νάγια, αχ τόσο υπέροχο όμως, δηλαδή αν βρεθείς στο Τόκιο πρέπει να το επισκεφτείς. Είμαστε τόσο χαζές και άτυχες που μένουμε εδώ και δεν το έχουμε κάνει ακόμα.»
Οπότε η Νάγια είχε αποφασίσει να κάνει έκπληξη στη μικροκαμωμένη φίλη της, χαρίζοντάς της το καλύτερο δώρο για τα γενέθλιά της.
Το πρωί της έκτης Απριλίου, η Μίο καθόταν δίπλα στο παράθυρο και χάζευε τα yakatabune, τα παραδοσιακά ποταμόπλοια, όσο χτένιζε τα μακριά μαύρα της μαλλιά. Από το παράθυρό της είχε θέα στον ποταμό Taka και έτσι παρατηρούσε πολλές φορές τις κρουαζιέρες που πραγματοποιούνταν με τα yakatabune.
Αυτή τη φορά άφησε το βλέμμα της να πάει παραπέρα, προς τους λόφους στα προάστια του Τόκιο. Εκεί ήταν το Tachikawa Sowa Kinen Park. Από το Μάρτιο είχε ξεκινήσει το φεστιβάλ των λουλουδιών και η κοπέλα στεναχωριόταν που δε μπορούσε να πάει. Αναστενάζοντας άφησε τη βούρτσα της στο κομοδίνο, όταν η οθόνη του κινητού της φωτίστηκε. Η Νάγια της είχε μόλις στείλει μήνυμα.
Νάγια:
Ελπίζω να μην έχεις κανονίσει τίποτα σήμερα.
Μίο:
εμ όχι γιατί;
Νάγια:
Τέλεια. Θα περάσω να σε πάρω σε μισή ώρα, να είσαι έτοιμη!
Μίο:
νάααγιαα! πού θα πάμε;
Νάγια:
ΕΚΠΛΗΞΗ :)
Σε μισή ώρα από εκείνη τη στιγμή, η κοπέλα με τα κοντά ροζ μαλλιά ήταν κάτω από το σπίτι της Μίο.
«Γεια κοντούλα!» τη χαιρέτησε χαμογελώντας.
«Γεια σου και σένα ψηλή.» ανταπάντησε η Μίο.
«Λοιπόν, πού θα πάμε;»
«Α, δε μπορώ να σου πω! Είναι έκπληξη!» είπε η Νάγια με περιπαικτικό ύφος.
«Ωχ καλά, καλά.» μουρμούρισε η γαλαζομάτα κοπέλα καθώς άρχισαν να περπατάνε.
Προτίμησαν να κινηθούν κατά μήκος του ποταμού, έτσι ώστε να φτάσουν γρηγορότερα στον προορισμό τους. Τουλάχιστον αυτό είπε η Νάγια.
Η Μίο δεν έδινε πολλή σημασία στον περίγυρό της, σκεφτόταν τα λουλούδια που είχε στον κήπο της θείας της στο μικρό της σπιτάκι λίγο έξω από το Τόκιο. Είχε καιρό να την επισκεφθεί, όμως πάντα κάθε χρόνο στα γενέθλιά της, η θεία της έπαιρνε καινούρια λουλούδια για να τα φυτέψει.
Αναρωτήθηκε αν η Νάγια θυμόταν ότι είχε τα γενέθλιά της. Την πήγαινε συχνά σε διάφορα μέρη χωρίς να της το λέει, οπότε η Μίο δε μπορούσε να είναι σίγουρη. Μακάρι να τα θυμόταν όμως, σκέφτηκε.
Ένα σκούντημα από την ψηλή κοπέλα δίπλα της την έκανε να επανέλθει στην πραγματικότητα. Την κοίταξε ερωτηματικά, όμως η Νάγια κοιτούσε κάπου μπροστά. Η Μίο ακολούθησε το βλέμμα της και λίγο έλειψε να πέσει κάτω από την έκπληξη.
«Θεέ μου, Νάγια, πώς..» ψέλλισε πιάνοντας το χέρι της σφιχτά.
«Σ'αρέσει;» ρώτησε η κοπέλα χαμογελαστά.
Αντί να απαντήσει με λόγια, η Μίο έσφιξε τη Νάγια στην αγκαλιά της. Η κοπέλα με τα ροζ μαλλιά ξαφνιάστηκε αρχικά, όμως μετά ανταπέδωσε την αγκαλιά χαμογελώντας.
«Αυτό θα το εκλάβω ως ναι.» αποκρίθηκε ψιθυριστά στο αυτί της λίγο πριν την αφήσει.
Η Μίο την άρπαξε από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν μέχρι την είσοδο του πάρκου όπου και ξέσπασαν σε γέλια λαχανιασμένες.
Η Νάγια πλήρωσε τα εισιτήρια στον υπάλληλο και έκανε νόημα στη φίλη της να προχωρήσουν.
Παρατήρησε τη Μίο να περπατάει αργά, εξετάζοντας το καθετί γύρω της με προσήλωση. Με το που έμπαινε κανείς μέσα στο πάρκο, το πρώτο πράγμα που έβλεπε ήταν τα τεράστια παρτέρια με τις πολύχρωμες ανθισμένες τουλίπες. Η κοπέλα με μάτια που έλαμπαν έσκυψε και μύρισε μια πορτοκαλί τουλίπα. Ύστερα, έβγαλε το κινητό της από την τσέπη της και τη φωτογράφισε.
Η Νάγια την πλησίασε και κοίταξε την ίδια τουλίπα, ήταν όμορφη. Η Μίο της έπιασε το χέρι και μαζί περιπλανήθηκαν στα μονοπάτια του πάρκου, ώσπου μετά από πολλές στάσεις για να θαυμάσουν τα λουλούδια και να τα βγάλουν φωτογραφίες, έφτασαν σε μια λιμνούλα. Γύρω γύρω υπήρχαν πολλές ανθισμένες κερασιές που έδιναν ένα απαλό ροζ χρώμα στο τοπίο. Η
Μίο σκέφτηκε ότι αυτό το χρώμα έμοιαζε πολύ με τα μαλλιά της Νάγιας, με τη μόνη διαφορά ότι τα μαλλιά της πρασινομάτας κοπέλας ήταν πιο όμορφα. Χαμογέλασε στην ιδέα και κοίταξε τη φίλη της που κατευθυνόταν προς μια κερασιά. Την ακολούθησε και έκατσαν στο γρασίδι ακουμπώντας τις πλάτες τους δίπλα δίπλα στον κορμό του δέντρου.
Έμειναν ήσυχες για λίγη ώρα, χαζεύοντας το ονειρικό τοπίο μπροστά τους. Έπειτα, η Νάγια έσπασε τη σιωπή.
«Χρόνια πολλά Μίο.»
Η γαλαζομάτα κοπέλα την κοίταξε χαμογελαστή.
«Νόμιζα πως το ξέχασες.» αποκρίθηκε ντροπαλά.
«Ποτέ δε θα ξεχνούσα τα γενέθλιά σου Μίο.» απάντησε σοβαρά.
«Λοιπόν, είμαι 18 τώρα, φαίνεται τόσο περίεργο.» είπε.
«Ναι.» απάντησε σιγανά η κοπέλα με τα κοντά μαλλιά και έμπλεξε τα χέρια της μεταξύ τους. Κοίταξε τα γαλανά νερά της λίμνης και μετά τη Μίο. Τα μάτια της ήταν ένα υπέροχο απαλό μπλε, πιο όμορφο από τα νερά της καταγάλανης λίμνης. Κάτι τέτοιες στιγμές την έκαναν να απορεί πώς δεν το είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα. Αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια της, ευχόμενη η κοντή φίλη της να καταλάβαινε κάποια στιγμή.
Όταν τα άνοιξε, το τοπίο δεν είχε αλλάξει. Προφανώς. Σκέφτηκε πόσα πολλά λουλούδια είχε δει σήμερα και χαμογέλασε. Μπορούσε να καταλάβει γιατί τα λουλούδια άρεσαν τόσο στη Μίο. Προκαλούσαν ένα αίσθημα χαράς, ευφορίας, ζωντάνιας στην ψυχή. Η Νάγια μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Ω ναι, μπορούσε, γιατί το ίδιο ακριβώς έκανε και η Μίο στην ίδια. Ήταν το λουλούδι της ψυχής της.
Αργότερα την ίδια μέρα όταν τα κορίτσια έφευγαν από το πάρκο, η Μίο βρήκε τον εαυτό της να σκέφτεται τη μέρα που είχε περάσει. Η Νάγια την είχε φέρει στο φεστιβάλ των λουλουδιών, στο αγαπημένο της πάρκο που ήθελε τόσο να επισκεφθεί. Το είχε κάνει στ'αλήθεια αυτό για εκείνη. Και το είχε κάνει για τα γενέθλιά της, δεν τα είχε ξεχάσει. Όταν αγκαλιάστηκαν κάτω από το σπίτι της Μίο, εκείνη αισθάνθηκε ένα φτερούγισμα στην κοιλιά της, όμως μάλλον ανήκε στη φαντασία της. Κοίταξε τη Νάγια να απομακρύνεται περπατώντας, δείχνοντας τόσο αεράτη με το φαρδύ της τζην, την άσπρη της κοντομάνικη μπλούζα και την πράσινη ζακέτα δεμένη στη μέση. Ήταν κακό που αγαπούσε την καλύτερή της φίλη με διαφορετικό τρόπο από ότι θα έπρεπε;
Μπήκε στο σπίτι και έφτασε στο δωμάτιό της. Πλησίαζε βράδυ. Έκατσε δίπλα στο παράθυρο και παρατήρησε τα φώτα της πόλης να αλλάζουν και σιγά σιγά να ανάβουν οι φωτεινές πινακίδες των αμέτρητων νυχτερινών κέντρων και μπαρ. Το Τόκιο ήταν η ομορφότερη πόλη στον κόσμο σύμφωνα με την ίδια, όμως η Μίο δεν είχε πάει πουθενά αλλού, οπότε δε μπορούσε να είναι σίγουρη. Η ομορφιά της πόλης υπήρχε παντού, στις λεπτομέρειες. Τη μέρα υπήρχαν τα πάρκα με τα λουλούδια, ο ποταμός με τα ποταμόπλοια, οι πολυάσχολοι άνθρωποι, τα ψηλά κτίρια. Τη νύχτα υπήρχαν τα μπαρ, τα κέντρα διασκέδασης, οι φωτεινοί δρόμοι που προσέδιδαν ένα ολότελα διαφορετικό συναίσθημα. Και ανάμεσα σ'όλα αυτά, το πιο όμορφο πράγμα στο Τόκιο ήταν μια συγκεκριμένη δεκαεννιάχρονη κοπέλα με κοντά ίσια ροζ παστέλ μαλλιά και πράσινα μάτια που συνήθιζε να φοράει φαρδιά τζην και απλές μπλούζες, με την -κάθε φορά διαφορετικό χρώμα- ζακέτα δεμένη χαλαρά στη μέση της. Της άρεσε να γελάει, να πίνει bubble tea, να κάνει βόλτες στα πιο παράξενα μέρη και να πειράζει τη Μίο για το ύψος της. Το Τόκιο ήταν όντως μια πάρα πολύ όμορφη πόλη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro