If anything happens, I love you
Η ταινία μικρού μήκους, "If anything happens, I love you", είναι διαθέσιμη στο Netflix. Το παρακάτω κείμενο είναι βασισμένο σε αυτήν και περιέχει spoilers.
Δεν είχα καμία δουλειά σε εκείνη την περιοχή της Αμερικής, πόσο μάλλον σε ένα δημοτικό σχολείο. Με περίμεναν μερικοί ηλικιωμένοι στο κεντρικό νοσοκομείο, ο κύριος Γουόκερ που αποφάσισε να πιει για μεσημέρι και να γυρίσει σπίτι του οδηγώντας και η μικρότερη κόρη των Γουΐλιαμς που θεώρησε, όπως πολλοί άλλωστε, ότι το κατάλληλο μέρος για να φορέσεις μία ζώνη είναι ο λαιμός και όχι το παντελόνι.
Ξέρω την δουλειά μου –δεν έχω κάνει άλλη σε όλη μου την ζωή. Ξέρω πώς πρέπει να πιάνω τις ψυχές, πώς να τις ξεμπλέκω, όταν τυλίγονται στα δάχτυλά μου. Ξέρω πώς να σηκώνω κουβέρτες, όταν φεύγουν το βράδυ και πώς να τις τραβάω μαλακά μέσα από τις χαραμάδες, όταν χάνονται κάτω από συντρίμμια και τσαλακωμένα σίδερα.
Και παρ' όλα αυτά ποτέ μου δεν συνήθισα το βάρος μίας παιδικής ψυχής.
Δεν είχα καμία δουλειά σε εκείνο το δημοτικό, μέχρι ο Θίοντορ να αποφασίσει ότι το όπλο του πατέρα του και μερικές σβησμένες παιδικές ζωές –συμπεριλαμβανομένης της δικής του- θα έλυναν τα προβλήματα του.
Δεν είμαι αμερόληπτος κριτής, ούτε αντικειμενικός παρατηρητής. Εξάλλου, αυτοί είναι οι άνθρωποι που γεμίζουν τις μέρες μου. Με κρατάνε απασχολημένο, με κάνουν να τρέχω από σπίτι σε σπίτι και από ήπειρο σε ήπειρο, μαζεύοντας παρελθούσες ζωές, όπως ένας σκύλος συλλέγει κόκαλα. Ίσως θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων.
Αλλά μέχρι και ο θάνατος κρατάει την ανάσα του, όταν πρέπει να κλέψει ένα παιδί.
Όταν έφτασα μπροστά της, τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Η ψυχή της πάλευε ακόμα να χωρέσει ανάμεσα στα κόκαλα του θώρακά της, μα ήταν τόσο άγουρη, τόσο απότομα ξεριζωμένη από την θέση της, που αντί να γλιστρήσει σιωπηλά στα δάχτυλά μου, έμενε ανώφελα δεμένη στο σώμα που την ανέθρεψε.
Αν περνούσε από το χέρι μου, δεν θα χρειαζόταν να φύγει για πολλά χρόνια ακόμα. Αλλά, παρόλο που με κατηγορούν συχνά, δεν είναι ποτέ δική μου η απόφαση.
Πρώτα ακούστηκαν σειρήνες από περιπολικά και ασθενοφόρα. Μετά κλάματα των παιδιών που έτρεχαν να βρουν τους γονείς τους. Και τέλος, άκουσα την ηχώ μου να αναπηδά μέσα στα κουφάρια εκείνων των γονιών που δεν θα ξανακρατούσαν ποτέ το δικό τους παιδί στα χέρια τους.
Είναι σχεδόν ειρωνικό –τα παιδιά που πεθαίνουν, φεύγουν από τα χέρια των δικών τους, για να έρθουν στα δικά μου, λες και ψάχνουν από συνήθεια κάπου να κρατηθούν. Οι διαφορές, εξάλλου, δεν είναι μεγάλες – απλώς τα δικά μου χέρια είναι λίγο πιο κρύα.
Ένα αγόρι με ξανθά μαλλιά και μεγάλα γυαλιά, δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από το κορίτσι που κειτόταν στα πόδια μου. Ένα κορίτσι που έπαιζε ποδόσφαιρο καλύτερα από κάθε συμμαθητή του και που του χάρισε ένα άγαρμπο φιλί σε ένα πάρτι γενεθλίων. Αυτές οι εικόνες ήταν πολύχρωμες μακριά ακόμα από το αλύπητο χέρι του πένθους και έσβηναν την εικόνα του πτώματος, κάθε φορά που πήγαινε να αποτυπωθεί στο μυαλό του. Εξάλλου και το πένθος και εγώ, ήμασταν ακόμα έννοιες άγνωστες για εκείνον, ψίθυροι πίσω από κλειστές πόρτες, το σκοτάδι που θολά ντύνει το μυστήριο της γιαγιάς που δεν ξαναεμφανίστηκε σε οικογενειακό τραπέζι.
Και μετά τους άκουσα. Οι γονείς πάντα με κάνουν να θέλω να γυρίσω από την άλλη. Αλλά προσπαθώ να είμαι επαγγελματίας, οπότε τους κοιτάω στα μάτια.
Η ψυχή της έφτασε στα χέρια μου την στιγμή που η μητέρα της ούρλιαζε στον νοσοκόμο να την αφήσει να περάσει, γιατί ήταν δικό της το παιδί και μόνο εκείνη ήξερε να περιποιείται τις πληγές της. Πώς λες σε μία μητέρα ότι αυτή η πληγή δεν ήταν κόψιμο από χαρτί ή γδάρσιμο από την πτώση από ποδήλατο;
Ο πατέρας της ήταν σιωπηλός, ένας βράχος βαμμένος με το αίμα μίας ζωής τελειωμένης και ενός θανάτου διαφορετικού και χειρότερου από εμένα. Κοιτούσε την νεκρή κόρη του, σαν να ήθελε να πείσει τον εαυτό του ότι το δικό του παιδί δεν θα ήταν ένα ακόμα νούμερο στις ειδήσεις της ημέρας.
Δεν μπορούσα να κάτσω παραπάνω. Έφυγα, όπως φεύγω πάντα, σιωπηλά, χωρίς να απαντήσω σε ερωτήσεις, χωρίς να προσπαθήσω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, χωρίς να ψιθυρίσω στα αυτιά τους μερικά από τα ανείπωτα που δεν χωρούσαν στο τελευταίο μήνυμά της. Δεν ήμουν ποτέ καλός στο να παρηγορώ ανθρώπους, δεν ξέρω πώς να προσποιηθώ ότι κλείνω την πληγή, καθώς γυρίζω το μαχαίρι.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι η αγάπη όσων μένουν πίσω –αήττητη, αθάνατη, ενίοτε ανυπόμονη– με στοιχειώνει. Και μερικές φορές, όταν η μέρα μου τελειώσει και το μεγάλο αφεντικό κάνει τον απολογισμό, με κάνει να δακρύζω.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro