9. Κρίση πανικού.
«Κέισι, με ακούς;»
«Αδελφούλα;»
«Ίαν, κάνε κάτι, δεν ανοίγει τα μάτια της!» μια τσιριχτή φωνή τρυπάει τα τύμπανα μου, και ύστερα από μερικές στιγμές νιώθω ένα ζευγάρι χέρια να γραπώνουν τους ώμους μου και να με ταρακουνάνε.
Ανοίγω τα μάτια μου σιγά σιγά, προσπαθώντας να προσαρμοστώ στην φωτεινότητα του δωματίου.
Κοιτάζω σαστισμένη το πρώτο πρόσωπο που αντικρίζω μπροστά μου -τον Ιαν. Τα φρύδια μου σμίγουν από απορία κοιτώντας τα χαρακτηριστικά του που μαρτυρούν ανησυχία, μα το βλέμμα μου χωρίς άλλη καθυστέρηση φεύγει από πάνω του.
Κοιτάζω τον χώρο τριγύρω μου μόνο και μόνο για να ανακαλύψω πως βρίσκομαι ξαπλωμένη στο πάτωμα του μπάνιου. Το κεφάλι μου όμως αντί να ακουμπάει στο κρύο δάπεδο, βρίσκεται ακουμπισμένο πάνω σε κάτι μαλακό.
Όταν η ματιά μου πέφτει πάνω στην Κιμ, καταλαβαίνω ότι αυτό το 'κάτι μαλακό' είναι τα πόδια της, καθώς βρίσκεται γονατισμένη στο πάτωμα δίπλα μου κοιτώντας με με βλέμμα ανήσυχο και συνάμα τρομοκρατημένο.
Τους κοιτάζω και εγώ περίεργα, με την σειρά μου. Τα μάτια μου τους ρωτάνε ξεκάθαρα αυτό που το στόμα μου δεν μπορεί να προφέρει: "Γιατί στο καλό με κοιτάζετε και οι δυο σας λες και περιμένετε να γεννήσω τον σατανά από στιγμή σε στιγμή;"
Νιώθω ένα τρυφερό χάδι στο μάγουλο μου, το οποίο με κάνει να τσιτωθώ, όμως γρήγορα χαλαρώνω όταν καταλαβαίνω πως αυτή είναι η Κιμ.
Αυτή η απλή κίνηση που κρύβει όμως τόση τρυφερότητα, μου επαναφέρει στην μνήμη τον λόγο για τον οποίο βρίσκομαι σε αυτή τη θέση αυτή τη στιγμή.
Είχα κρίση πανικού.
Γαμώτο. Όχι πάλι. Νόμιζα ότι αυτές οι ηλιθιότητες είχαν σταματήσει καιρό τώρα!
Προφανώς όμως έκανα λάθος. Ο μόνος λόγος που δεν είχα κάποιο παρόμοιο συμβάν τώρα τελευταία είναι απλά και μόνο επειδή δεν είχα φέρει στο μυαλό μου ούτε μια φορά αυτή την ανάμνηση. Τα λόγια της μητέρας μου. Την αποθήκη.
Δεν είναι κάτι που θέλω να θυμάμαι, με ταράζει περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Για να είμαι ειλικρινής, μου ραγίζει την καρδιά. Κάθε φορά ο πόνος είναι και χειρότερος, γίνεται όλο και πιο αβάσταχτος.
Οι κρίσεις πανικού είναι ο τρόπος που αντιδράει ο οργανισμός μου όταν εισβάλει ξανά στην μνήμη μου αυτή η καταραμένη μέρα. Δεν το παθαίνω με τίποτα άλλο, μόνο με αυτό.
Είναι η πρώτη φορά όμως που η Κιμ είναι παρούσα σε κάτι τέτοιο. Δεν ξέρει ότι περνάω κάτι τέτοιες στιγμές που και που, και δεν είχα σκοπό να το μάθει τώρα σύντομα. Αλλά τα σχέδια μου, όπως πάντα, καταστράφηκαν.
Δεν πρόκειται να της πω τον λόγο που έχω αυτές τις κρίσεις όμως. Δεν ξέρει ότι ξέρω, και σκοπεύω να το κρατήσω έτσι.
Ο λόγος είναι πολύ απλός. Επειδή ξέρω πολύ καλά πως εάν μάθει πως τόσο καιρό γνωρίζω, θα κατηγορήσει τον εαυτό της που δεν το κατάλαβε νωρίτερα και δεν ήταν εκεί να μου συμπαρασταθεί. Την ξέρω την αδελφή μου, και ξέρω πόσο ευαίσθητη μπορεί να γίνει.
Ίσως να το κάνω λίγο και γιατί θέλω να δω πότε θα μου το πουν. Έχουν περάσει τρία χρόνια από εκείνη τους την συζήτηση και ακόμα να μάθω τι έγινε από το στόμα τους.
Φυσικά εκείνη την νύχτα που είδα εκείνες τις φωτογραφίες που μου ράγισαν την καρδιά, όλα άλλαξαν. Δεν ήθελα πια να μένω σε αυτό το σπίτι, ήθελα να αρχίσω μια καινούργια ζωή. Την δικιά μου ζωή, μακριά από τα μυστικά.
Οπότε ουσιαστικά δεν τους έδωσα και την ευκαιρία να μου μιλήσουν. Αλλά από την άλλη, δύο μήνες έκανα να βρω δικό μου διαμέρισμα. Θα μπορούσαν να μου είχαν μιλήσει τότε.
Τόσες φορές τους επισκέφθηκα σε αυτά τα τρία χρόνια, θα μπορούσαν να μου είχαν αναφέρει κάτι.
Άλλες τόσες φορές με επισκέφθηκαν αυτοί. Αλλά ούτε μια κουβέντα που να αφορά αυτό το θέμα δεν βγήκε από το στόμα τους.
Τώρα που το ξανασκέφτομαι, τους έδωσα ευκαιρίες, και με το παραπάνω. Άλλο που αυτοί δεν το εκμεταλλεύτηκαν.
Δεν τους κατηγορώ, εννοείται. Τους καταλαβαίνω εν μέρει, δεν είναι και εύκολο θέμα για συζήτηση. Ανοίγει πληγές, -πληγές που προσπαθούν ακόμα να επουλωθούν. Αλλά εκτός από κατανόηση, και το αίσθημα της ανυπομονησίας έχει φωλιάσει μέσα μου.
Θέλω να μάθω τα πάντα για τότε, πότε, πώς, πού, γιατί;
Υπάρχουν τόσα πολλά που θέλω να ρωτήσω, αρκεί να μου δωθεί η κατάλληλη ευκαιρία.
«Είμαι καλά..» λέω για να την ηρεμήσω, καθώς βρίσκεται σε κατάσταση απόλυτης υστερίας.
«Ω, Κέισι! Δεν ξέρεις πόσο τρόμαξα!» ελευθερώνει έναν λυγμό.
Γουρλώνω τα μάτια μου βλέποντας την έτσι ευάλωτη. Δεν την έχω συνηθίσει έτσι.
«Είμαι καλά Κιμ, όλα είναι είναι καλά» την καθησυχάζω.
«Όχι, δεν είναι. Έπαθες κρίση πανικού Κέισι! Τι το προκάλεσε;» απορεί, με τα δάκρυα να αυξάνονται όλο και περισσότερο καθώς περνάνε τα δευτερόλεπτα.
Γαμώτο.
Σιχαίνομαι που αυτή τη στιγμή δεν βρίσκομαι καν στο δίλημμα να της πω την αλήθεια ή όχι. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου για αυτό το ψέμα που πρόκειται να βγει από τα χείλη μου σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Δεν μπορώ να της πω την αλήθεια ακόμη. Απλά δεν μπορώ.
«Μην είναι χαζή, Κιμ! Μια απλή αδιαθεσία ήταν μόνο» λέω ενώ ταυτόχρονα ελευθερώνω ένα χαχανιτό.
Το δύσπιστο βλέμμα που μου ρίχνει είναι αρκετό για να με κάνει να καταλάβω πως πρέπει να προσπαθήσω περισσότερο για να την πείσω.
«Αλήθεια. Δεν... δεν τρώω καλά τον τελευταίο καιρό και... το μαγαζί έχει πολύ δουλειά αυτόν τον καιρό -κουράζομαι να πηγαίνω πέρα δώθε σε τραπέζια όλη μέρα» λέω, ενώ παίρνω την πιο πειστική έκφραση αγανάκτησης που μπορώ.
Δεν είναι και ακριβώς ψέματα, εδώ που τα λέμε. Η δουλειά στην καφετέρια έχει αυξηθεί κατά πολύ τώρα τελευταία, και είναι όντως πολύ κουραστικό να πηγαινοέρχομαι με έναν δίσκο στο χέρι τόσες ώρες. Από αυτή τη βδομάδα δε, θα υπάρχουν και μέρες που θα δουλεύω βράδυ. Έτσι είπε το αφεντικό.
Το μαγαζί λειτουργεί και ως καφετέρια και ως μπαρ-ρεστοράν. Η καφετέρια στις οκτώ και μισή το απόγευμα κλείνει, και τότε δεχόμαστε μόνο παραγγελίες με ποτά,φαγητά και τέτοια πράγματα.
Προφανώς αυτοί που εργάζονταν όλη την μέρα δεν είναι δυνατόν να εκτελούν καθήκοντα σερβιτόρων και το βράδυ, οπότε οι βάρδιες αλλάζουν την ώρα που κλείνει και η καφετέρια.
Και μόνο στην σκέψη πως θα χρειαστεί να ξενυχτήσω εξυπηρετώντας αλαζόνες πελάτες που ψάχνουν διάφορες γυναίκες για να χώσουν τα νύχια τους αηδιάζω. Όχι ότι τα πρωινά δεν έχουμε τέτοια περιστατικά, αλλά το βράδυ είναι σαφώς περισσότερα -απο ότι έχω ακούσει σε διάφορες συζητήσεις με τα κορίτσια που δουλεύουμε μαζί.
«Λυπάμαι τόσο πολύ Κέισι! Δεν το ήξερα ότι κουράζεσαι τόσο -πραγματικά, αν το γνώριζα θα σε βοηθούσα όσο το δυνατόν περισσότερο. Θα βγω να ψάξω για δουλειά σήμερα κιόλας!» λέει αναστατωμένη.
Γουρλώνω τα μάτια μου στο άκουσμα των λέξεων που μόλις βγήκαν από το στόμα της, ενώ μένω να την κοιτάζω δύσπιστη για μερικές στιγμές.
Είπε αυτό το πράγμα η αδελφή μου;
Άκουσα καλά;
Θεέ μου, θα με τρελάνει αυτό το κορίτσι στο τέλος! Τέτοια πράγματα δεν τα λέμε έτσι απότομα.
«Κιμ...; Σοβαρολογείς;» λέω με λίγο περισσότερο ενθουσιασμό από ότι θα ήθελα, ενώ αρχίζω σιγά σιγά να σηκώνω το σώμα μου από το πάτωμα, ώσπου να ανακαθίσω.
Δεν το πιστεύω πως η αδελφή επρόκειτο να πάρει την ζωή της στα χέρια της. Μετά από τόσα χρόνια που την παρακαλάω, επιτέλους θα το κάνει. Θα ψάξει να βρει δουλειά. Θα φέρνει και αυτή εισόδημα στο σπίτι. Θεέ μου, μου ακούγεται σαν όνειρο!
Οι μικροσκοπικές της παλάμες τυλίγονται απαλά γύρω από τις δικές μου, και την νιώθω να με σφίγγει ενθαρρυντικά. «Το εννοώ, αδελφούλα. Δεν θα είσαι μόνη σου πλέον. Ξέρω πως ίσως να είσαι δύσπιστη τώρα, και το καταλαβαίνω, αλλά στο υπόσχομαι. Μπορεί να χρειάστηκε να τρομάξω μέχρι θανάτου, όμως το πήρα απόφαση. Βλέποντας σε έτσι, αναίσθητη, με το πρόσωπο σου τόσο χλωμό, όλοι μου οι φόβοι ζωντάνεψαν, Κέισι. Ήρθε η ώρα να φερθώ σαν μεγάλη αδελφή» λέει, και ύστερα μου χαρίζει ένα λαμπερό χαμόγελο.
«Δεν ξέρεις πόσο το εκτιμώ Κιμ!» αναφωνώ, ενώ γέρνω το σώμα μου μπροστά έτσι ώστε να την αγκαλιάσω.
Αυτή η τεράστια ανακούφιση που νιώθω αυτά τα τελευταία λεπτά είναι ότι καλύτερο έχω αισθανθεί εδώ και δεν ξέρω και εγώ πόσα χρόνια.
Επιτέλους, η ελπίδα αποφάσισε να μου χτυπήσει και εμένα την πόρτα. Πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι είχε ξεχάσει την ύπαρξη μου. Μετά από τόσο καιρό ελπίζω και πάλι. Θα τα καταφέρουμε. Δεν θα είναι τόσο δύσκολη η συμβίωση από εδώ και πέρα.
Τα χέρια της Κιμ ακουμπάνε το στερνό μου, σπρώχνοντας με απαλά για να απομακρυνθώ. Όταν αντικρίζω το πρόσωπο της, το συνοφρύωμά της με μπερδεύει.
«Αυτό είναι το θέμα, Κέισι. Δεν θα έπρεπε να εκτιμάς κάτι τέτοιο. Θέματα σαν και αυτό θα έπρεπε να τα έχεις για αυτονόητα. Θέλω να πω... ποια μεγάλη αδελφή ζει επί χρόνια στηριζόμενη στην μικρή της αδελφή; Το αντίθετο θα έπρεπε να συμβαίνει. Εσύ θα έπρεπε να έρχεσαι σε εμένα για να μου ζητάς χαρτζιλίκι έτσι ώστε να βγεις να διασκεδάσεις με τις φίλες σου, όχι εγώ. Λυπάμαι τόσο πολύ» λέει, και ο τόνος της φωνής της με αφοπλίζει εντελώς.
Δείχνει τόσο ευάλωτη, τόσο... μετανιωμένη. Πονάει η καρδιά μου να την βλέπω έτσι. Δεν λέω, χαίρομαι που ακούω επιτέλους αυτά τα λόγια να βγαίνουν από το στόμα της, αλλά πονάω παράλληλα.
«Κιμ; Σε παρακαλώ, μην λυπάσαι. Μου αρκεί που αποφάσισες επιτέλους να πάρεις την ζωή στα χέρια σου. Το παρελθόν δεν με νοιάζει πια» της χαμογελάω παρηγορητικά, ενώ τώρα εγώ είμαι αυτή που σφίγγω τις παλάμες της με τις δικές μου.
«Ευχαριστώ... για όλα. Που μου στάθηκες έτσι όπως ούτε οι γονείς μας δεν μπόρεσαν»
λέει, και αυτό ίσως είναι το πιο γλυκό πράγμα που μου έχει πει ποτέ.
* * *
Μετά από αυτή την προσωπική στιγμή που πέρασα με την αδελφή μου -και τον Ιαν, τους έδιωξα άρον άρον από το μπάνιο, καθώς είδα ότι η ώρα είχε πάει κιόλας οκτώ και είκοσι. Είχα δέκα λεπτά προθεσμία για να φτάσω στην καφετέρια, και δεν είχα καν πλύνει το πρόσωπο μου ακόμα.
Προφανώς και δεν ήταν δυνατόν να έφτανα στην ώρα μου, αλλά αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι είχα και την πολυτέλεια να αργήσω και πολύ.
Αν και η καφετέρια δεν ανοίγει ποτέ πριν τις εννιά, κάθε πρωί υπάρχουν αρκετές ετοιμασίες που πρέπει να κάνουμε πριν ανοίξουμε. Δεν μας παίρνει να αργούμε.
Έβαλα γρήγορα τα ρούχα που είχα αφήσει από χθες σε μια κρεμάστρα στο μπάνιο έτσι ώστε μην τα ψάχνω το πρωί, και έσπευσα να χτενίσω το ατίθασο μου μαλλί.
Εφόσον έκανα το λάθος και κοιμήθηκα με λυμένο το μαλλί, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην τα δέσω για να πάω στην δουλειά. Αν και προσπάθησα, το θέαμα δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο. Χρόνο για καμιά γαλλική πλεξούδα δεν είχα, οπότε ένας σφιχτός κότσος μου έκανε και με το παραπάνω.
Όταν τελειώνω, ρίχνω μια βιαστική ματιά στο είδωλο μου στον ολόσωμο καθρέφτη δίπλα μου. Το αγαπημένο μου σκούρο μπλε τζιν εφαρμόζει όμορφα πάνω μου, κάνοντας τα πόδια μου να φαίνονται κατά την γνώμη μου πιο ωραία από ότι συνήθως. Πολυτέλειες για εντυπωσιακά παπούτσια δεν έχω, καθώς με το ζόρι μπορώ να περπατήσω το χτυπημένο μου πόδι, οπότε τα άσπρα αθλητικά μου φαντάζουν περισσότερο από ιδανικά στην προκειμένη περίπτωση. Και, εφόσον ταιριάζουν και με το λαδί τιραντάκι που επέλεξα να φορέσω, δεν πιστεύω να υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα όσον αφορά το... υπερβολικά καθημερινό μου ντύσιμο.
Προφανώς δεν είμαι τρελή για να φορέσω μόνο τιραντάκι Φλεβάρη μήνα, οπότε με το που βγαίνω από το μπάνιο, μπαίνω στο δωμάτιο μου και αρπάζω το πουλοβεράκι μου στο χρώμα βανίλιας.
Το θέμα με την καφετέρια στην οποία δουλεύω είναι πως ορισμένες φορές κάνει υπερβολική ζέστη λόγω της θέρμανσης. Προφανώς, τους πελάτες δεν τους χαλάει καθόλου να μπαίνουν μέσα σε έναν ζεστό χώρο καθώς βρισκόντουσαν έξω στο κρύο πριν, όμως για εμάς τους εργαζόμενους πολλές φορές είναι θάνατος. Λόγω των πολλών ωρών που περνάμε εκεί μέσα, σχεδόν πάντα καταλήγουμε να μένουμε με τα φανελάκια πριν τα μέσα της ημέρας. Οπότε ένα φανελάκι ή οτιδήποτε μέσα από τις μπλούζες μας επιβάλλεται.
«Κιμ! Φεύγω!» φωνάζω μέσα από το δωμάτιο για να με ακούσει, καθώς βάζω το μπουφάν μου.
Κοιτάζω για μια τελευταία φορά τον εαυτό μου στον καθρέφτη του δωματίου μου, για να σιγουρευτώ πως όλα είναι όπως πρέπει, και αρπάζω την τσάντα μου πριν βγω έξω.
Όταν φτάνω στην εξώπορτα, βλέπω παραδίπλα τον Ιαν να κάθεται σε μια από τις καρέκλες της τραπεζαρίας διαβάζοντας απορροφημένος μια εφημερίδα, και την Κιμ λίγο πιο μακριά να κρατάει δύο άδειες κούπες καφέ.
«Φεύγω» επαναλαμβάνω, καθώς δεν πήρα καμία απάντηση προηγουμένως.
«Τα λέμε αργότερα Κέι» ακούω την φωνή της Κιμ καθώς ξεκλειδώνω την πόρτα. «Α και θυμήσου μετά να πας στο σουπερμάρκετ να πάρεις καφέ, έχει σχεδόν τελειώσει!»
«Εντάξει, αν προλάβω θα περάσω» λέω πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου.
Παίρνω μία βαθιά ανάσα κοιτώντας τις σκάλες μπροστά μου. Πώς στο καλό θα κατέβω τρεις ορόφους με τις σκάλες χωρίς να αργήσω περισσότερο στην δουλειά μου; Με το πόδι μου σε αυτή την κατάσταση θα μου πάρει αιώνες, γαμώτο.
Έλα, Κέισι. Ο χρόνος είναι χρήμα. Όσο γρηγορότερα αρχίσεις να κατεβαίνεις, τόσο πιο γρήγορα θα φτάσεις και στην δουλειά σου, σκέφτομαι. Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο αρχίζω σιγά σιγά να κατεβαίνω τις σκάλες με προσοχή, και ύστερα από αρκετές στιγμές -που μου φάνηκαν αιώνες- φτάνω επιτέλους στο τέλος της σκάλας, λίγα εκατοστά μακριά από την είσοδο της πολυκατοικίας.
Όταν βγαίνω έξω ο κρύος αέρας του Φεβρουαρίου με χτυπάει, κάνοντας με να ανατριχιάσω, και να σφίξω περισσότερο το μπουφάν μου πάνω μου. Σε τρεις μέρες μπαίνει Μάρτιος, γαμώτο, και το κρύο ακόμα να υποχωρήσει.
Με τέτοιες σκέψεις να απασχολούν το μυαλό μου, και με μερικές βρισιές να ξεφεύγουν από το στόμα μου που και που λόγω του κρύου -και του πόνου, διανύω την συνήθως δεκάλεπτη διαδρομή ως την καφετέρια σε δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά.
Όταν φτάνω στην δουλειά μου, η ώρα είχε πάει κιόλας εννιά παρά τέταρτο. Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο!
Δεν περνάνε ούτε δύο δευτερόλεπτα από την στιγμή που περνάω την είσοδο, όταν ακούω την φωνή του αφεντικού μου.
«Μπα, μπα, μπα. Μας κάνατε επιτέλους την τιμή με την παρουσία σας δεσποινίς Σαντ;»
Σκατά.
Τι κάνει αυτός εδώ; Όταν έρχεται, αυτές τις σπάνιες φορές, ποτέ δεν πατάει το πόδι του εδώ πριν τις εννιά. Σήμερα, την μια και μοναδική μέρα που άργησα λίγο βρήκε να έρθει;
«Εμμ... κ-κύριε Χάρολντς δ-δεν...εεε» τραυλίζω, ανήμπορη να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά.
«Δεν; Τι δεν; Αυτά κάνετε εδώ τις μέρες που λείπω όλοι σας;» ρωτάει, ενώ είναι εμφανές από την φωνή του πως είναι θυμωμένος.
«Ο-οχι. Αυτή είναι η πρώτη φορά κύριε Χάρολντς, σας το ορκίζομαι. Κ-κάτι συνέβη σπίτι και... και...» προσπαθώ να τον κάνω να καταλάβει, ενώ νιώθω τα μάγουλα μου να κοκκινίζουν.
«Τέλος πάντων. Δεν έχω χρόνο για να ακούσω τις δικαιολογίες σου. Σήμερα ήρθα με σκοπό να σας ανακοινώσω κάτι, οπότε τώρα που ήρθες και εσύ μπορώ επιτέλους να ξεκινήσω».
Νεύω στα λόγια του, και όταν μου κάνει νόημα με το χέρι του πηγαίνω προς τα εκεί που βρίσκονται και ο Τράβις με την Αμάντα και την Σερένα -τα παιδιά με τα οποία δουλεύουμε συνήθως μαζί.
Τους χαρίζω ένα μικρό χαμόγελο πριν γυρίσω και πάλι την προσοχή μου στον κύριο Χάρολντς.
«Όπως είπα και στα παιδιά χθες που δούλευαν το βράδυ, θα μπω κατευθείαν στο ψητό, χωρίς προλόγους και τα λοιπά» αρχίζει.
«Απο σήμερα και στο εξής, δεν θα είμαι εγώ πλέον το 'αφεντικό' σας. Μου έγινε μια πολύ καλή προσφορά πριν από λίγες βδομάδες, μετά από πολλή σκέψη, δέχτηκα την πρόταση» λέει κοφτά, ενώ εγώ -όπως και όλοι οι υπόλοιποι- γουρλώνω τα μάτια μου.
Δεν περίμενα με τίποτα κάτι τέτοιο να βγει από το στόμα αυτού του συγκεκριμένου ανθρώπου.
Ξέροντας την αγάπη του για τα χρήματα, και το πόσα πολλά του προσφέρει αυτό εδώ το μαγαζί, η πρόταση που θα του έγινε θα ήταν μάλλον πολύ δελεαστική για να τον κάνει να δεχτεί.
Εκείνη την στιγμή παρατηρώ πως δεν είμαστε μόνοι μας. Λίγο πιο πίσω από τον κύριο Χάρολντς στέκεται, ακουμπισμένος χαλαρά σε έναν τοίχο, ένας άνδρας του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν μπορώ να διακρίνω ακόμη καθαρά, λόγω του σκοτεινού σημείου στο οποίο στέκεται.
***
Hey loves! Καταρχάς, χίλια συγγνώμη για την τόσο μεγάλη καθυστέρηση. Είχα σκοπό να ανεβάσω πολύ νωρίτερα σήμερα, αλλά το wattpad δεν μου έκανε την χάρη.
Ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο, περιμένω σχόλια και αστεράκια!:*
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro