ࣸ chapter 21 ࣷ
Το επόμενο πρωί ξύπνησα πλάι στην Κατερίνα. Είχε μείνει μαζί μου γιατί κατάλαβε ότι δεν ήμουν καθόλου καλά.
Σηκώθηκε νωρίς νωρίς και πήγε στο σούπερ μάρκετ. Γέμισε το ψυγείο μου και μας έφτιαξε πρωινό. Κάνει υπέροχες τηγανίτες και τις απόλαυσα στο έπακρο. Μου έκανε καφέ για να ξυπνήσω και μου πρότεινε να πάμε μαζί στο γυμναστήριο.
«Μισείς το γυμναστήριο!» της είπα και γέλασε.
«Έχεις δίκαιο σε αυτό αλλά για σένα μπορώ να το αντέξω για λίγο.» είπε και προσπάθησε να μου χαμογελάσει γλυκά.
«Συγγνώμη αν σε έχω ανησυχήσει πολύ.» είπα και ήπια ακόμη μια γουλιά από τον καφέ μου.
«Μπορώ να σε συγχωρήσω αρκεί να είσαι καλά.» είπε και με κοίταξε στα μάτια. «Θέλω να είσαι καλά Έλλα. Μπορείς να μου λες τα πάντα.» συνέχισε. Πριν φύγουμε για το γυμναστήριο η Κατερίνα καθάρισε όλο το σπίτι για να φύγει η μυρωδιά από το ποτό.
Στο γυμναστήριο δεν είχα και πολλή δύναμη για τις ασκήσεις μου αλλά λογικό με τόση αποχή που έκανα και τόσο ποτό που κατανάλωσα τις τελευταίες μέρες.
«Θα ξανά βρεις την φόρμα σου Έλλα μην ανησυχείς. Αλλά μην μας ξεχάσεις πάλι για πολύ.» είπε ο γυμναστής μου καθώς έφευγα από το γυμναστήριο.
Η Κατερίνα με πήρε στο σπίτι και είπε πως θα ερχόταν πάλι το βράδυ να δει αν είμαι καλά. Θα έφερνε και τα αγόρια και αν είχαμε όρεξη θα βγαίναμε για καμιά βόλτα στο κέντρο.
Θα προτιμούσα να βγούμε για ποτό. Η Κατερίνα πήρε όλα τα ποτά από το σπίτι μου και δεν είχα κάτι για να πιώ. Σκέφτηκα να κατέβω στην κάβα κάτω από το σπίτι μου και να αγοράσω κάποιο ποτό αλλά σκέφτηκα πως αν το μάθαινε η Κατερίνα θα νεύριαζε και τα στεναχωριόταν πολύ. Έκανα ένα κρύο μπάνιο και κάθισα στον καναπέ κοιτώντας το κενό.
Έβαλα λίγη μουσική να ακούσω. Από αυτές τις μουσικές που ακούς και ξεκινάς να κλαις μόλις στο δεύτερο τραγούδι. Και έτσι και έγινε λοιπόν. Ξεκίνησα να κλαίω να βγάλω ότι έχω μέσα μου. Ότι είχα και δεν είχα έβγαινε με αυτά τα δάκρυα. Ξέρετε τώρα πως είναι αυτά. Όλοι κάπου εδώ κάποτε κλάψαμε λες και μας σκότωσαν την μάνα για ένα θέμα λίγο πιο ασήμαντο αλλά κλάψαμε και αυτό μας έκανα καλό. Με τα δάκρυα φεύγουν κάποια συναισθήματα από μέσα μας για λίγο.
Σκέφτηκα για ακόμη μια φορά της Ρία.
Όχι δεν μπορούσα να ξανά κάνω το ίδιο πράγμα στον εαυτό μου. Δεν μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου μόνο του με τις σκέψεις μου. Πήρα ένα παλιό μπλοκ ζωγραφικής που έχω και το μολύβι μου. Ξεκίνησα να ζωγραφίζω. Να αποτυπώνω την μιζέρια μου στο χαρτί.
Έκανα μια θάλασσα σε τρικυμία. Μεγάλα και ογκώδη κύματα. Ένα καράβι κρυμμένο πίσω από αυτά. Έβρεχε. Έκανα πολλά σύννεφα και βροχές. Τα πανιά του καραβιού ήταν σκισμένα και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να σωθούν. Τα πανιά θα άλλαζαν, το τραύμα των ανθρώπων ποτέ. Θα έμενε αυτή η σκέψη για πάντα στα μυαλά τους. Αυτοί οι άνθρωποι όμως ήταν γενναίοι. Τα έβαζαν με την ίδια την θάλασσα. Δεν θα τους ένοιαζε μια απλή ανάμνηση μιας φουρτούνας. Θα ήταν δυνατοί και τίποτα δεν θα τους σταματούσε από το να ξανά μπουν στο καράβι.
Πόσο θα ήθελα να ξανά μπω στο καράβι.
Στο δικό μου καράβι.
Με τα παιδιά το βράδυ τελικά βγήκαμε για βόλτα. Η Κατερίνα δεν είχε πει τίποτα για το πρόβλημα μου αλλά όταν πρότειναν ποτό οι υπόλοιποι αυτή αρνήθηκε κατηγορηματικά. Με κοίταξε και μου χαμογέλασε γλυκά. Δεν θα με άφηνε να ξανά πιώ. Είδε πόσο χάλια ήμουν. Είδε το πρόσωπο μου, τα μάτια μου δεν είδε όμως την ψυχή μου. Το χάος στο μυαλό μου. Αυτά δεν μπορούσε να τα δει. Δεν θα την άφηνα εγώ έτσι κι αλλιώς να τα δει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro