ࣸ chapter 14 ࣷ
Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και σκέφτομαι πως μπορώ να χειριστώ την σχέση μου με ένα κορίτσι!
Δεν μπορώ! Είναι αδύνατον! Δεν θα μπορούσα να πω σε κανέναν ποτέ για εκείνη όσο και αν την αγαπώ. Δεν θα μπορέσει κάνεις ποτέ να ανεχτεί αυτό που εγώ και η Ρία έχουμε.
Θα μου ήταν πιο εύκολο να κάνω σεξ με άνδρες χωρίς σχέσεις πάρα να επενδύσω στην σχέση μου με μια γυναίκα.
Θα το σταματούσα όσο ήταν νωρίς.
Δεν είχα και άλλη επιλογή σωστά;
Κάλεσα την Κατερίνα, τον πιο κλειστόμυαλο άνθρωπο που μπορώ να σκεφτώ τώρα.
«Γειά φιλενάδα! Τι κάνεις;» την ρώτησα με πολύ ψεύτικη χαρά ζωγραφισμένη στην φωνή μου.
«Καλά δήθεν διαβάζω. Εσύ;» με ρώτησε.
«Καλά. Απόψε θα βγούμε πουθενά;» την ρώτησα. Θα διέγραφα ότι συναίσθημα είχα μέσα μου.
«Ε ναι αν θες!» μου είπε.
«Έκλεισε. Κάνε κράτηση στο Gatsby.» είπα και το έκλεισα. Ήμουνα θυμωμένη. Παρά πολύ θυμωμένη με την ζωή μου. Με τον κόσμο. Με τα μυαλά του κόσμου. Με την κοινωνία την γαμημένη όπου ζω.
Ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο.
Δεν ήταν εύκολο για μένα να κάνω σχέση με άνδρα πόσο μάλλον με μια γυναίκα που δεν ήξερα καν πως να την χειριστώ.
Ο επόμενος που κάλεσα στο τηλέφωνο ήταν ο Μάριος.
Θα ερχόταν μεθαύριο στην Αθήνα και του είπα ότι θα έβγαινα μαζί του. Θα έβαζα ένα τέλος στην bisexual πλευρά μου.
Θα γινόμουν ξανά... Όχι.. Όχι δεν θα γινόμουν ξανά. Θα γινόμουν κάτι άλλο. Αυτό που ήθελαν όλοι να είμαι. Αυτό ακριβώς θα γινόμουν.
Έστειλα μήνυμα στην Ρία.
Την χώρισα με μήνυμα. Πολύ σωστά κυρίες και κύριοι.
Χαμογέλασα στον εαυτό μου και σηκώθηκα να βρω τι θα βάλω απόψε.
Το απόψε δεν άργησε να έρθει και έβαλα το πιο κοντό μαύρο φόρεμα που μπορώ να βάλω. Έβαλα ψηλά τακούνια σε χρώμα μαύρο και τα μάτια μου τα μαύρισμα σαν πεθαμένη.
Κατέβηκα κάτω από το σπίτι μου. Εκεί με περίμενε η Κατερίνα με τον Γιώργο και ένα ακόμη παιδί.
«Έλλα είσαι υπέροχη!» είπε η Κατερίνα φανερά έκπληκτη.
«Από εδώ ο Λεωνίδας. Ξάδελφος μου. Ήρθε σήμερα.» είπε ο Γιώργος και μου έδειξε το αγόρι δίπλα του.
«Χάρηκα!» είπα και του έδωσα το χέρι μου. Νομίζω έχετε καταλάβει όλοι πως μόλις βρήκα το πρώτο μου θύμα. Του χαμογέλασα γλυκά και ξεκινήσαμε να περπατάμε προς το μετρό.
«Τι σπουδάζεις είπαμε;» με ρώτησε ο Λεωνίδας.
«Οδοντιατρική.» είπα απλά. Δεν είχα όρεξη να μιλήσω για σπουδές. Τις μισούσα. Μισούσα τους πάντες απόψε. Δεν γινόταν να ζήσω φυσιολογικά δεν μπορούσα να νιώθω και φυσιολογικά.
Όλο το βράδυ στο κλαμπ χόρευα προκλητικά μαζί με τον Λεωνίδα. Αυτό βέβαια ήταν αποτέλεσμα του πολύ ποτού που κατανάλωσα αλλά δεν με ένοιαζε. Το ήξερα ότι θα έκανα μαλακία απόψε και δεν με πείραζε.
Όλοι είχαν κουραστεί και ήθελαν να φύγουμε αλλά εγώ προφανώς δεν το ήθελα.
«Δεν θέλω να φύγω. Εκτός αν πάρουμε την διασκέδαση παρακάτω.» είπα στο αυτί του Λεωνίδα.
Δεν έδειξε να το σκέφτεται και πολύ. Μπήκαμε στο μετρό και μπήκα στο σπίτι ήδη φιλώντας ο ένας τον άλλον.
Τα υπόλοιπα πάνω τα ξέρετε. Όλο το βράδυ ήμασταν σαν άγρια ζώα που τα αμόλησαν έξω στην πόλη. Δεν θα πω ότι δεν μου άρεσε. Δεν σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο την Ρία μόνο όταν ξύπνησα πλάι στον Λεωνίδα.
Σηκώθηκα και έφτιαξα καφέ για να διώξω τον πονοκέφαλο που δεν μπορούσα να αντέξω.
Κοίταξα το κινητό μου και η Ρία δεν μου είχε απαντήσει. Κοίταξα όλα της τα κοινωνικά δίκτυα μήπως έδωσε κάποιο σημείο ζωής αλλά τίποτα.
Δεν ήξερα πως είχε πάρει τον χωρισμό μας. Εγώ πάντως δεν κατάλαβα τίποτα. Αυτό θα γινόμουν. Ένα αναίσθητο πλάσμα μπας και μπορέσω και αντέξω σε αυτό τον κόσμο που είμαι αναγκασμένη να ζήσω.
Άκουσα τον Λεωνίδα να ξύπνα αλλά λάθος έκανα. Σύμφωνα με το ποτό που ήπιε χθες θα κοιμόταν για πολύ ακόμα.
Άνοιξα τα βιβλία μου και προσπάθησα να διαβάσω. Δεν τα κατάφερα πονούσα απίστευτα το κεφάλι μου.
Άκουσα το κουδούνι μου να χτυπά. Σήκωσα το θυροτηλέφωνο να δω ποιος είναι.
«Η Ρία. Θέλω να μιλήσουμε.»
Γαμώτο.
Φόρεσα της παντόφλες μου και μια ζακέτα από πάνω και πήρα τα κλειδιά μου. Δεν θα την άφηνα να ανέβει πάνω. Θα έβλεπε τον Λεωνίδα και θα την έκανα χίλια κομμάτια.
«Τι θες εδώ;» της είπα μόλις βγήκα από την πόρτα της πολυκατοικίας.
«Δεν περίμενα να με χωρίσεις ποτέ με μήνυμα.» είπε.
«Ούτε εγώ αλλά δυστυχώς έγινε. Συγγνώμη.» είπα όσο πιο ψυχρά μπορούσα.
«Πως μπορείς να είσαι τόσο ψύχραιμη; Νόμιζα πως δεν παίζαμε απλά.»
«Μάλλον εγώ έπαιζα και εσύ δεν το πήρες χαμπάρι.» είπα ειρωνικά.
«Δεν μπορεί να το εννοείς.» είπε.
«Δεν ζω σε ένα μαγικό κόσμο όπως εσύ Ρία που όλοι είναι έτοιμοι να σε αποδεχθούν. Θέλω να ζήσω ελεύθερη και αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος αυτόν θα διαλέξω.» είπα και μπήκα ξανά στην πολυκατοικία. Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω μου.
Έπρεπε να τελειώσει τώρα που είναι νωρίς γιατί μετά δεν θα μπορούσα ούτε να αναπνεύσω.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro