Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

viii. death on the blue whale

Κεφάλαιο οκτώ
«Θάνατος στην Γαλάζια Φάλαινα»

━━━━━━

Τετάρτη
𝟣𝟤 : 𝟢𝟥 AM

   «Εδώ Ντάκι Τέιλορ, ακούει κανείς; Όβερ»

   Η Φράνι σωριάστηκε στο πάτωμα, μπουσουλώντας προς το κομοδίνο. Πιάνει το ραδιόφωνο στα χέρια της, η μικρή οθόνη, στην οποία συνήθως αναγράφονται οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, είναι τώρα γεμάτη παράσιτα. Ένα λεπτό, φωτεινό, πράσινο κορδόνι αναπαριστά τις διακυμάνσεις του ήχου σαν ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Η ευθεία δεν διαταράσσεται για κάμποσα λεπτά.

   «Ντον;»
Καμία απάντηση.

   Ο Σκοτ δεν είχε αντιληφθεί ακόμη την παραδοξότητα της κατάστασης. Το ραδιόφωνο ήταν μονάχα ένας μικρός συνδετικός κρίκος, ωστόσο η πιθανότητα να είναι όλα αυτά μια ομαδική ψευδαίσθηση του πέρασε σαν αστραπιαία σκέψη.

   «Προσπαθεί να μας μιλήσει ...»

   Η ψιθυριστή ηχώ του μηνύματος ακουγόταν απόκοσμη, παραμορφωμένη, σαν να μην ταίριαζε στην συχνότητα του πραγματικού κόσμου. Την γλυκιά φωνή του γιου της όμως θα την αναγνώριζε χωρίς καμία αμφιβολία.

   «Μήπως να το πάμε στον σερίφη Μπάουερς;» αναρωτήθηκε.

   «Μαμά αυτό είναι τρελό. Δεν θα πιστέψει τίποτα από όσα θα του πεις. Άφησε τον να λύσει μόνος του την υπόθεση της εξαφάνισης».
Η προσπάθεια του να λογικεύσει την απελπισμένη μάνα είναι επίσης και μια προσπάθεια να διατηρήσει ανέπαφα τα κομμάτια της ραγισμένης του εχεφροσύνης.

   «Μας χρειάζεται...» ψέλλισε αβέβαιη για το αν αυτό που άκουσε ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Αν το υποσυνείδητό της προσπαθούσε απεγνωσμένα να προφυλάξει την ψυχική της ακεραιότητα από το να διαλυθεί ανεπανόρθωτα, προβάλλοντας φρούδες ελπίδες για να καθησυχάσει την σκέψη μήπως...

   «Είναι ζωντανός. Το παιδί μου με χρειάζεται. Ο αδερφός σου κινδυνεύει Σκοτ»

   Γνώριζε πολύ καλά πως ο Ντον, το μικρότερο από τα δύο αγόρια της, αντιμετώπιζε αφόρητο πόνο. Η φωνή του τρεμούλιαζε στην προφορά της λέξης όβερ. Δεν είναι εκείνο το είδος του πόνου που μπορείς να γιατρέψεις με ένα βαμβάκι μπεταντίν και να περάσει με τον καιρό αφήνοντας πίσω μια μελανιά ή μια ουλή, αλλά είναι ο πόνος που κρύβεται από το ανθρώπινο μάτι, εκείνος που αναβλύζει στα έγκατα της ψυχής του ανθρώπου σαν τη καυτή λάβα ενός ενεργού ηφαιστείου, αναμένοντας την αναπόφευκτη έκρηξη.

   «Πρέπει να ξαπλώσεις, είναι αργά»

   «Εσύ να ξαπλώσεις, έχεις σχολείο αύριο»

   Ο Σκοτ Τέιλορ δεν θεώρησε αναγκαίο να συνεχίσει την συζήτηση. Ήταν ανούσια. Αν η Φράνι έθετε κάποιον στόχο, δεν υποχωρούσε ακόμη κι αν η ίδια αντιλαμβανόταν την ματαιότητα του.
   Χωρίς να της πει κάτι άλλο, έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο. Το νερό που θέλησε προηγουμένως να πιει, μια μακρινή ανάμνηση στο πίσω μέρος του μυαλού του.

[...]

𝟣 : 𝟢𝟢 PM

   Η Φράνι Γκρέτσεν─Τέιλορ ήταν αποφασισμένη. Αποφασισμένη να διαλευκάνει την υπόθεση· θα αναλάμβανε εκείνη τα ηνία.
Το ραδιόφωνο του Ντόναλντ ήταν τοποθετημένο τώρα στο κομοδίνο, στο υπνοδωμάτιο της Φράνι.

   Η φωνή δεν ξανά ακούστηκε. Οι ψίθυροι δεν επέστρεψαν, τυλιγμένοι καθώς ήταν με τα ενοχλητικά παράσιτα της άγνωστης συχνότητας.

   «𝐆𝐢𝐆𝐢'𝐬 𝐏𝐫𝐢𝐧𝐭𝐢𝐧𝐠 𝐒𝐡𝐨𝐩»
Η αντικέ επιγραφή στο επάνω μέρος του καταστήματος ήταν παραδόξως ευχάριστη· οικεία, θα σχολίαζε η Φράνι.

   Η κυρία Τέιλορ πέρασε τον δρόμο απέναντι, τα μαύρα δερμάτινα μποτάκια της αντηχούν στην άδεια, ασφαλτοστρωμένη οδό Μπάρλεϊ. Το μαύρο φόρεμα της ανεμίζει γαργαλώντας τους αστραγάλους της.
Το γούνινο παλτό της σφιχτά αγκαλιάζει το σώμα της. Πιθανόν να της διέφυγε· αργότερα η Φράνι Γκρέτσεν─Τέιλορ θα ορκιζόταν πως το ντύσιμο της ήταν για κηδεία. Την κηδεία του.

   Το χρυσό καμπανάκι στην είσοδο αρνούνταν να χτυπήσει. Η άφιξη της πελάτισσας παρέμεινε απαρατήρητη από την ιδιοκτήτρια του GiGi's Printing Shop.
   Η ηλικιωμένη γυναίκα ήταν σκυμμένη πάνω από την πρόσφατη παράδοση προμηθειών για το μαγαζί. Νωρίς το πρωί, παρέλαβε δεκάδες κουτιά τυπωμένου χαρτιού, μελανιού για εκτύπωση και σχολικά είδη. Ο υπάλληλος που προσέλαβε το προηγούμενο τρίμηνο είχε αργήσει να εμφανιστεί εκείνο το πρωινό.
   Η Τζίνα στεκόταν σε δύο παραβρασμένα μακαρόνια παρά πόδια. Η πλάτη της την ταλαιπωρούσε από τα εξηκοστά πέμπτα γενέθλια της.
«Αχ Τζέικομπ που'σαι να μ'έβλεπες τώρα...» σιγομουρμουρίζει.

   «Κυρία Τζέικομπς;» η νεανική φωνή που ερχόταν από μπροστά την τρόμαξε.

   «Άι στο καλό!» αναφώνησε έκπληκτη.

   Η κυρία Τζίνα σηκώθηκε από την καμπουριασμένη στάση της στην αποθήκη. Ξεσκόνισε με τις παλάμες της την φούστα της και στερέωσε το πράσινο σκουφάκι στο κεφάλι της.
«Πρέπει να θυμίσω στον Τζερεμάια να φτιάξει την αναθεματισμένη θέρμανση του παλιομάγαζου»

   «Δεν σ' άκουσα να μπαίνεις καλή μου»

   «Ναι δεν χτύπησε το καμπανάκι...»

   «Το άχρηστο. Πάλι χάλασε» μουγκρίζει δυσαρεστημένη η ηλικιωμένη γυναίκα, περπατώντας προς την πόρτα.

   Σηκώνει το βλέμμα της στο βρώμικο χρυσό καμπανάκι και γέρνει απορημένη το κεφάλι της στο πλάι. «Τσκ... Και του είπα να μην αγοράζει τις φτηνιάρικες μαλακίες από το παζάρι. Να τα μας τώρα».
   Η Φράνι χαμογέλασε αμυδρά. «Με συγχωρείς Φράνι μου, πως μπορώ να σε βοηθήσω σήμερα;» της είπε η κυρία Τζίνα, στρέφοντας την προσοχή της στην πελάτισσα.

   «Συγγνώμη που άργησα!» λαχανιασμένος, με τα γυαλιά του σε περίεργη κλίση πάνω στην μύτη του, ο νεαρός υπάλληλος της κυρίας Τζίνα εισήλθε φουριόζος στο μαγαζί.

   «Καλώς τον κι ας άργησε. Τζέι, θέλω να κατέβεις στο μαγαζί του Καλ και να αγοράσεις ένα καμπανάκι» η κυρία Τζίνα δεν χάνει λεπτό. Το γερακίσιο βλέμμα της στυλωμένο στον αφηρημένο νεαρό.
   Ένας μπερδεμένος Τζερεμάια γύρισε απότομα προς την πόρτα, συγκεκριμένα επάνω από την πόρτα.

   «Λέω και εγώ, κάτι δεν είναι σωστό...» κουνώντας το κεφάλι του, στερέωσε την τσάντα πλάτης στον ώμο του και ξαναβγήκε έξω. «Δεν θα αργήσω!» φώναξε στην κυρία Τζίνα.

   «Ναι ναι»

   Η προσοχή της στράφηκε και πάλι στην υπομονετική γυναίκα.

   «Πες μου Φράνι μου»

   Η Φράνι δεν μίλησε. Άνοιξε την τσάντα της, ψαχούλεψε κάμποσα λεπτά τα περιεχόμενα μέχρι που τα ακροδάχτυλα της χάιδεψαν την άκρη ενός τσαλακωμένου χαρτιού.
Το ξεδίπλωσε και το άπλωσε πάνω στον πάγκο ανάμεσα τους. Με τα τρεμάμενα δάχτυλα της προσπάθησε να ισιώσει το τσάκισμα στην μέση.

   «Μπορείτε να μου το βγάλεις τριάντα φωτοτυπίες;»
   «Μπορώ, αμέ!»

   Το χαμογελαστό πρόσωπο του Ντόναλντ στοιχειώνει την σιωπή ανάμεσα τους.
   Η Φράνι αποστρέφει το βλέμμα της στην γυάλινη βιτρίνα με τα συλλεκτικά γραμματόσημα, βρίσκοντας παρηγοριά σε κάτι απρόσωπο, ανώνυμο.

   «Κάνε κουράγιο Φράνι. Θα βρεθεί»

   Το φωτοτυπικό μηχάνημα έφτυνε το καυτό χαρτί από την εσοχή στο πλάι. Σαν να μην άντεχε να είναι τόσο κοντά σε ένα τόσο τραγικό πρόσωπο, ένα πρόσωπο χαμογελαστό, απαθανατισμένο αιώνια σε αυτήν την polaroid φωτογραφία την ημέρα των γενεθλίων του πέρυσι.

   «Εδώ Ντάκι Τέιλορ, ακούει κανείς; Όβερ». Δεν σταματούσε να τριβελίζει το μυαλό της. Μια πρόταση, έξι λέξεις, μια φωνή που θα στοιχειώνει τα όνειρα της.

   Οι τριάντα, ζεστές, φωτοτυπημένες αγγελίες πέρασαν στα χέρια της Φράνι: «Σας ευχαριστώ κυρία Τζίνα» της είπε. Ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. Ήλπιζε να ήταν θερμό και καθησυχαστικό.
Το βλέμμα οίκτου, με το οποίο την κάρφωνε η κυρία Τζίνα, την έκανε να νιώθω άβολα. Σαν να την εξέταζε με την ενδελεχή ματιά της κάτω από το μικροσκόπιο.
   Την αγαπούσε όμως την κυρία Τζίνα. Είχε αφήσει τον Ντόναλντ, όπως επίσης και τον Σκοτ, χιλιάδες φορές στο σπίτι της όταν δεν έβρισκε διαθέσιμη την μπέιμπι-σίτερ της.

   Η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε. Το άηχο, ωχροκίτρινο καμπανάκι απέτυχε για ακόμη μια φορά να ειδοποιήσει τις δύο γυναίκες για τον απρόσμενο πελάτη. Ίσως όχι και τόσο απρόσμενο.
   «Βρήκα καμπανάκι κυρία Τζίνα! Παίρνω την σκάλα από την αποθήκη και θα το έχω έτοιμο πριν πείτε κύμινο» η λαχανιασμένη φωνή του Τζερεμάια διέκοψε την άβολη ─για την Φράνι─ στιγμή.

   «Κύμινο. Ακόμα εδώ είσαι; ΑΝΤΕ!»

   Αμέσως μετά, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, η Φράνι αποχαιρέτησε την ηλικιωμένη γυναίκα: «Σωστά, να πηγαίνω και εγώ. Έχω πολλά να κάνω»

   Η Τζίνα, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το μπούστο της κάρφωνε με το επικριτικό της βλέμμα τον νεαρό να σκοντάφτει στον αέρα. «Θα μου διαλύσει το μαγαζί μια μέρα αυτό το παιδί»

   «Καλή σας μέρα κυρία Τζίνα»

   «Τζίνα, αγαπητή μου, έχουμε και μια ηλικία»

[...]

𝟥 : 𝟢𝟫 PM

𝘚𝘰𝘶𝘵𝘩 𝘎𝘳𝘦𝘺𝘴 𝘗𝘰𝘭𝘪𝘤𝘦 𝘋𝘦𝘱𝘢𝘳𝘵𝘮𝘦𝘯𝘵

Τα κουτιά με τα έγγραφα στοιβάζονταν ως το λαιμό του. Το γραφείο του ήταν σκοτεινό, παρά το φως της ημέρας έξω από το μικρό παράθυρο. Οι πλαστικές περσίδες ήταν κλειστές.
Ένας μακρόσυρτος στεναγμός διαπέρασε τα λεπτά χείλη του. Το ατημέλητο πρόσωπο του προμήνυε την εμφάνιση γενειάδας, γεγονός που αποκάλυπτε την πρόσφατη εγκατάλειψη της προσωπικής του υγιεινής.
Ήταν η δεύτερη─ ή τρίτη μέρα την οποία πέρασε κλεισμένος στο γραφείο του. Οι ομάδες έρευνας δεν έφεραν αποτελέσματα. Τα φυλλάδια ήταν άχρηστα.

Ένα κουτί έρευνας βρισκόταν τοποθετημένο μπροστά του. Ανέγγιχτο.

𝟣𝟫𝟨𝟫 ─ 𝟣𝟫𝟩𝟫

Η δεκαετία αυτή ήταν η χρυσή εποχή των εξαφανισμένων.

Ο σερίφης Λάρι Μπάουερς δεν έβρισκε την δύναμη να ανοίξει το πιθάρι της Πανδώρας. Τα δεινά και οι αρρώστιες που θα αποδεσμεύσει θα έσπερναν τον όλεθρο στην μικρή τους πόλη.

Σήκωσε τα πόδια του στην άκρη του γραφείου. Οι σκούρες αγροτικές μπότες του ακουμπούσαν πάνω σε παλιές αναφορές εγκλημάτων.
Από την τσέπη στο στέρνο του έβγαλε την μεταλλική θήκη των τσιγάρων του. Τοποθέτησε έναν στριφτό κύλινδρο ανάμεσα στα χείλια του.
Άναψε το τσιγάρο με ένα σπίρτο, η φλόγα του ζεστή, πορτοκαλιά με χρυσές σπίθες. Την έπνιξε στην κούπα με τον χθεσινό καφέ του.

«Κύριε Μπάουερς;» ακούστηκε μια φωνή από την άλλη μεριά της πόρτας. Μια γυναικεία φωνή. Η Σάρα Κλέμονς.

«Πέρασε μέσα Σάρα»

Η γυναίκα δυσκολεύτηκε να γυρίσει το πόμολο. Στο ένα της χέρι κρατούσε μια σακούλα από ένα κοντινό εστιατόριο, με το μεσημεριανό του σερίφη Μπάουερς. Στο άλλο χέρι κούρνιαζε ένας ολόφρεσκος, ζεστός καφές και κάτω από την μασχάλη της μια καθαρή στολή.
«Ορίστε ο καφές» ο τόνος της φωνής της ήταν τραγουδιστός, ακούμπησε την καυτή κούπα σε ένα άδειο μέρος πάνω στο γραφείο.

Ο Λάρι κατέβασε αμέσως τα πόδια του από το έπιπλο και κάθισε αναπαυτικά στην πλάτη της καρέκλας.
«Δεν ήταν ανάγκη...». Παρατήρησε την φρέσκια αλλαξιά και το μεσημεριανό του στην αγκαλιά της βοηθού του.

Η Σάρα Κλέμονς κούνησε αδιάφορα την παλάμη της. «Ανοησίες, δεν έχεις βγει από εδώ μέσα εδώ και τρεις μέρες. Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να κάνω»

«Ευχαριστώ» και το εννοούσε. Δεν ήταν συχνή αυτή η λέξη στο καθημερινό του λεξιλόγιο. Η Σάρα φάνηκε ικανοποιημένη.

«Η Φράνι Τέιλορ έφυγε αναστατωμένη από εδώ δεν νομίζετε;» ρώτησε εν τέλει η γραμματέας του σερίφη. Αφού κάθισε απέναντι του σε μια από τις σκληρές μπεζ πολυθρόνες, βρήκε το κουράγιο να ξεκινήσει μια συζήτηση.

Ο Λάρι Μπάουερς λούφαξε στο άκουσμα του ονόματος της. Του θύμιζε μονάχα την αποτυχία του να ανακαλύψει τι συνέβη με τον νεαρό Ντόναλντ Τέιλορ την ημέρα του εθελοντισμού.
«Είναι δύσκολοι καιροί για εκείνην και την οικογένειά της Σάρα, αναμενόμενο να είναι αναστατωμένη. Ο γιος της εξαφανίστηκε που να πάρει»

«Να σας αφήσω κύριε Μπάουερς, φαίνεστε εξουθενωμένος» είχε κάτι πολύ καθησυχαστικό το βλέμμα της, ο Μπάουερς ένιωθε να χαλαρώνει κάτω από την ματιά της.
«Μην ξεχάσετε να φάτε!» του υπενθύμισε. Μάζεψε την κούπα με τον κρύο, χθεσινό, μισοτελειωμένο καφέ και τον άφησε μόνο του.

Ο σερίφης αναστέναξε μια τελευταία φορά και έσβησε το τσιγάρο που έκαιγε ανέγγιχτο στην σταχτοθήκη.

[...]

𝟨 : 𝟢𝟢 PM

   «Θα είσαι φρόνιμος;» ρώτησε η Άντζελα το γιό της.
   Ο Ελίας ήταν καθισμένος στον καναπέ παρακολουθώντας μια σειρά κινουμένων σχεδίων. Δεν απάντησε, το βλέμμα του ήταν στυλωμένο στο γυαλί της οθόνης, το πρόσωπο του ανέκφραστο. Μονάχα ένα νεύμα του κεφαλιού του εκλαμβάνεται ως απάντηση στο ερώτημα της.

   Οι γονείς του στέκονταν στον διάδρομο του σαλονιού παρατηρώντας τον προσεκτικά. Η σιωπή του τους βασάνιζε. Αντάλλαξαν ένα μια ανησυχητική μάτια. «Μήπως να μην πήγαινα;» σκέφτηκε η Άντζελα. «Είναι μονάχα μια ενημέρωση γονέων και κηδεμόνων»

   Εκείνη την στιγμή, ο Τρίσταν διέσχιζε τον δρόμο απέναντι πλησιάζοντας την οικία των ΜακΚίνεϋ. Χτύπησε το κουδούνι και έριξε μια ματιά στο παράθυρο, όπου διέκρινε αμυδρά τρεις φιγούρες στο σαλόνι, οι σκουρόχρωμες κουρτίνες τον εμπόδιζαν να δει καθαρά.

   «Καλησπέρα!»

   Η κυρία ΜακΚίνεϋ είχε ανοίξει την πόρτα. «Καλοσύνη σου που θα μείνεις εδώ μαζί του Τρίσταν, σε ευχαριστώ που ήρθες!»

   Της χαμογέλασε ευγενικά και πέρασε μέσα. Ανέκαθεν ήταν εξαιρετικά άβολο να συναντά τους καθηγητές του εκτός σχολείου, πόσο μάλλον την διευθύντρια του─ η οποία είναι και γειτόνισσα παρακαλώ. Το ζευγάρι ΜακΚίνεϋ φαινόταν να βιάζεται να φύγει. Ο χρόνος περνούσε και η ενημέρωση ήταν στις εξήμιση.

   «Λοιπόν, δεν θα αργήσουμε να επιστρέψουμε. Έχει φαγητό στο ψυγείο αν πεινάσετε. Ευχαριστώ και πάλι που τον προσέχεις Τρίσταν!»

   «Δεν κάνει τίποτα πηγαίνετε μην αργήσετε, ο μικρός θα είναι μια χαρά μαζί μου» έκλεισε την πόρτα αφού η ανήσυχη μάνα έστειλε ένα τελευταίο βλέμμα στο βουβό παιδί.

   Ο Ελίας καθόταν στην ίδια θέση όταν ξαναμπήκε στο δωμάτιο, έκατσε δίπλα του και με φιλική κουβέντα προσπάθησε να τον κάνει να μιλήσει.

   Προσφέρθηκε να παίξουν βιντεοπαιχνίδια. «Τι λες να δοκιμάσουμε εκείνο το νέο βιντεοπαιχνίδι που πήρες;»
Ο νεαρός έφηβος συγκρατούσε το χαμόγελο του, όταν ο Τρίσταν άρχισε να κάνει περίεργες γκριμάτσες για να τον κάνει να αντιδράσει.
   «Είσαι ηλίθιος. Πόσο χρόνων είσαι; Πέντε;» μουρμούρισε συνοφρυωμένος στον μεγαλύτερο φίλο του.

   «Για κοίτα μιλάει! Για να με προσβάλλει βέβαια... οκ φίλε, οκ»

   «Χαριτωμένο!» ο Ελίας χαμογέλασε ειρωνικά, φανερώνοντας μετά από μέρες ένα στιγμιαίο ίχνος χαράς. Σαν να του αποκαλύφθηκε ένα αχνό φως στο τέλος ενός αβυσσαλέου τούνελ.

   «Με κάνεις να αισθάνομαι η χειρότερη μπέιμπι-σίτερ στον κόσμο. Μια άχρηστη μπέιμπι-σίτερ την οποία όμως δεν μπορείς να νικήσεις στο Mario kart»

   Ο Ελίας στριφογύρισε τα μάτια του και κοίταξε πάλι την τηλεόραση. Αμέσως μετά σηκώθηκε και έτρεξε στο δωμάτιο του να κατεβάσει το CD με το παιχνίδι που προαναφέρθηκε.
Κοιτάζοντας το εξώφυλλο του κουτιού, το χαμόγελο του σβήστηκε απότομα. «Θα το δοκίμαζα με τα παιδιά μετά την ημέρα του εθελοντισμού»
   Προσπάθησε να επαναφέρει το χαμόγελο στα χείλη του για να μην προσέξει την αλλαγή στην διάθεση του ο Τρίσταν. «Προσπαθεί»

   Συνέδεσε το βιντεοπαιχνίδι στην τηλεόραση και πέταξε μια από τις ασύρματες κονσόλες στον Τρίσταν που είχε απλωθεί στον καναπέ σαν χταπόδι. Ο Ελίας έκατσε δίπλα του κλωτσώντας ένα από τα πόδια του αγοριού στο πάτωμα.

   «Θα σε τσακίσω» σχολίασε ο Τρίσταν πατώντας κουμπιά για να τρέξει ο χαρακτήρας του προς εκείνους που έπρεπε να σκοτώσει, την αντίπαλη ομάδα στην οποία βρισκόταν ο Ελίας. «Κάνε όνειρα!» του αντιγύρισε αποφασισμένος.
   Αυτή η αλλαγή δραστηριοτήτων τον έκανε να ξεχαστεί λίγο από τα προβλήματα του. Ακόμα κι αν στο βάθος του μυαλού του ένιωθε απαίσια, είχε τέτοιες στιγμές να απολαμβάνει για να ξεφεύγει από τα δίχτυα των ενοχών του.

   «Πες μου τώρα δεν είμαι η καλύτερη μπέιμπι-σίτερ που είχες ποτέ!»

   «Μην το πάρεις στραβά αλλά...» ψέλλισε κοιτώντας προσηλωμένος την οθόνη ενώ πατούσε επίμονα τα κουμπιά. Παρατήρησε τον χαρακτήρα του Τρίσταν να παγώνει ενώ εκείνος τον κοιτούσε αποσβολωμένος.

   «Εννοώ... ναι φυσικά και είσαι» διόρθωσε τον εαυτό του χαμογελώντας πλατιά. Με ένα πάτημα ενός κουμπιού ο χαρακτήρας του Τρίσταν βρέθηκε σκοτωμένος στο έδαφος από την ομάδα του μικρού. Με μια σφαίρα στο μέτωπο.

   «Χωρίς να πληγώσω το τεράστιο εγώ σου, σε τσάκισα ολοκληρωτικά!» σχολίασε με ένα μειδίαμα ο Ελίας επαναλαμβάνοτας τις λέξεις του αγοριού και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια, όταν αντίκρισε το ηττημένο βλέμμα του Τρίσταν, ο οποίος αρνιόταν να πιστέψει ότι ο μικρός νίκησε δίκαια.

   «Τον άφησα να νικήσει...» σκέφτηκε.

[...]

𝟨 : 𝟥𝟨 PM

𝘉𝘭𝘶𝘦 𝘞𝘩𝘢𝘭𝘦 𝘊𝘰𝘷𝘦

   Κάτω από το αχνό φως του λυκόφωτος το νερό της λίμνης κελαρύζει ανενόχλητο.
   Η αντανάκλαση του δύοντος ηλίου αποκαλύπτει τα πραγματικά χρώματα του νερού. Πράσινες, κίτρινες και πορτοκαλί δέσμες χορεύουν στην ατάραχη λίμνη Clearwater.
Τα καΐκια κυματίζουν ελαφρά με τον ρυθμό που καθορίζει η λίμνη.

   Ένας από τους φύλακες του Λιμανιού της Γαλάζιας Φάλαινας μόλις ξεκίνησε την νυχτερινή του βάρδια. Σφυρίζει αμέριμνος, φορώντας το χοντρό μπουφάν του με το λογότυπο της εταιρίας Pennobscott· κάτω από το όνομα βρίσκεται κεντημένη μια μικρή γαλάζια φάλαινα.

   Περπατούσε κατά μήκος της αποβάθρας 2, ο φακός στην ζώνη του δεν χρειαζόταν ακόμα. Το αχνό φως του καθαρού ουρανού έκανε ορατή την ξυλόστρωτη επιφάνεια.

   «Μπίλι όλα καλά στην αποβάθρα 2;» η φωνή από τον ασύρματο ήχησε στην κρύα νύχτα.

   Ο Μπίλι Όουεν έβγαλε τα χέρια του από την ζέστη των τσεπών του και απάντησε μονότονα: «Όλα καλά». Η θερμοκρασία έπεφτε χαμηλότερα όσο περνούσε η ώρα στο λιμάνι.
Τα χέρια του έτσουζαν από το κρύο. «Τα γάντια να μην ξεχάσεις Μπίλι» του θύμιζε επανειλημμένα η γυναίκα του. Μάταια όμως, γιατί τα χέρια του τώρα ήταν μουδιασμένα, πότε πότε φυσούσε την ζεστή ανάσα του στην χούφτα του μα ήξερε πως δεν θα κρατούσε για πολύ.

   Περνώντας δίπλα από τα καΐκια, ο Μπίλι Όουεν έλεγξε ενδελεχώς με το ψυχρό φως του φακού κάθε κατάστρωμα ξεχωριστά. Τα λευκά βαρκάκια ήταν αγκυροβολημένα, δεμένα σε πασσάλους στην αποβάθρα. Κλυδωνίζονται χάρη σε ένα ανεπαίσθητο αεράκι. Το ίδιο αεράκι που εισχωρούσε μουλωχτά στα κόκαλα του Μπίλι.

   Στερέωσε τον φακό στην ζώνη του ακόμη μια φορά, για να σηκώσει τον γιακιά του μπουφάν γύρω από τον λαιμό του. «Ανάθεμα με έπρεπε να πάρω και κασκόλ» μουρμουράει αγανακτισμένος από το κρύο.
«Άντε να έρθει η άνοιξη να ηρεμήσουμε λίγο»

   Η πελώρια, λευκή σημαία ανεμίζει μανιωδώς. Η Γαλάζια Φάλαινα στην μέση διπλώνεται, ξανά ανοίγει. Η κίνηση θυμίζει κολύμπι. Με μια πιο ενδελεχή ματιά μπορούσες πραγματικά να την δεις να κολυμπά στα λευκά αυτά νερά.
   «𝐁𝐥𝐮𝐞 𝐖𝐡𝐚𝐥𝐞 𝐂𝐨𝐯𝐞» έγραφε κάτω από την φάλαινα.

   Ο φύλακας Μπίλι Όουεν πλησίασε τον παχύ λευκό στύλο όπου βρισκόταν δεμένη η σημαία. Τα σκοινιά ήταν τυλιγμένα γύρω από ένα γάντζο.
   Τα νερά της λευκής σημαίας λικνίζονται επικίνδυνα, μανιασμένα. Η φάλαινα κρυβόταν μέσα στα ανεμοδαρμένα, αφρισμένα, κύματα της.

   Μια σταγόνα κύλησε στο μάγουλο του Μπίλι όταν έσκυψε να λύσει τα σκοινιά. Η παλάμη του ανέβηκε στο πρόσωπο του και σκούπισε το υγρό.
Το έγχρωμο χέρι του γυάλιζε κάτω από το γαλάζιο φως που έπεφτε πάνω στην αποβάθρα.
   «Δεν είπαν τίποτα για βροχή σήμερα» σκέφτηκε.

   Σήκωσε το κεφάλι του. Τα φώτα της αποβάθρας 2 έσβησαν. Ο τόπος βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο Μπίλι έβγαλε με βιαστικές κινήσεις τον φακό από την ζώνη.
   «Ποιός είναι εκεί;» φώναξε. Η σιωπή τον υποδέχτηκε. «Α σκατά!» ο φακός δεν άναβε. Το φως τρεμοπαίζει, κοροϊδεύοντας τον.
   «Θα πεθάνεις απόψε Μπίλι» του λέει.

   Κατάφερε με ένα χτύπημα να τον κάνει να δουλέψει. Φώτισε αμέσως μπροστά του, τα καΐκια συνέχιζαν τον κλυδωνισμό τους ανενόχλητα, μες την σιωπή, στο πυκνό σκοτάδι.
«Δεν θα ξαναδώ ταινίες τρόμου, αυτό ήταν» μουρμούρισε. «Μαλακίες»

   Μια ακόμη σταγόνα προσγειώθηκε στο πρόσωπο του. Πάνω στο μάτι του. Το υγρό ήταν πηχτό. «Τι στο καλό...» σκούπισε το μάτι του και δυσκολεύτηκε να το ανοίξει. Έτσουξε όταν το έτριψε με τον δείκτη του αριστερού του χεριού, ο πόνος όμως εξαφανίστηκε αμέσως μόλις κατάφερε να επαναφέρει την όραση του.

   Το δάχτυλο του ήταν βαμμένο κόκκινο. «Διάολε» ψέλλισε τρομαγμένος.

   Το βλέμμα του στράφηκε επάνω, στον ουρανό. Στην αιχμηρή άκρη του στύλου, πάνω στον χρυσό σταυρό, ήταν καρφωμένο ένα σώμα. Ένα μικρό σώμα.
   Η Γαλάζια Φάλαινα του φάνηκε να δακρύζει. Τα λευκά νερά στα οποία έκανε παιχνίδια πριν από λίγο, τώρα ήταν ένα θανάσιμο κόκκινο.
Το αίμα αναβλύζει από την τρύπα στην κοιλιά του σώματος. Η ποτισμένη με αίμα σημαία βάρυνε, έσταζε μπροστά στα πόδια του.

   Χάρη στο φως του φακού, κατάφερε να αναγνωρίσει το θύμα. Ήταν εκείνο το αγόρι. Εκείνο που εξαφανίστηκε την 18η του μηνός, μετά την ημέρα εθελοντισμού. Το πρόσωπο του ήταν ολόιδιο με αυτό στις αφίσες εξαφανισμένων παιδιών. Τα άψυχα μάτια του ορθάνοιχτα, το κεφάλι του γυρισμένο στο πλάι. Τον κάρφωνε με το βλέμμα του. Όπως σε εκείνη την φωτογραφία.

   «Ο Χριστός και όλοι οι Απόστολοι» αναφώνησε ο Μπίλι Όουεν την στιγμή που επανήλθε η μιλιά του.

   Άρπαξε τον ασύρματο και ψέλλισε αναστατωμένος: «Ντόναχιου λαμβάνεις; Έχουμε ένα πρόβλημα. Όβερ»

   «Ντόναχιου λαμβάνεις; Ένα πτώμα βρέθηκε στην αποβάθρα 2. Όβερ»

   «Μπίλι; ... Τι συμβαίνει;... Δεν σε ακούω...» ο Τζορτζ Ντόναχιου απάντησε ανάμεσα στις παύσεις. Το σήμα ήταν αδύναμο.

   «ΝΤΟΝΑΧΙΟΥ ΚΑΛΕΣΕ ΤΟΝ ΣΕΡΙΦΗ!»

   Ο Ντόναχιου, πίσω στον πύργο παρακολούθησης, αντιμετώπιζε ένα πρόβλημα με τις κάμερες. Ήταν όλες κλειστές, εκτός από μια.

   Η κάμερα στην άλλη μεριά του Λιμεναρχείου μετέδιδε ολοκάθαρα την εικόνα. Πάνω στον τοίχο, με κεφάλαια αιματηρά γράμματα έλεγε:

ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΙ ΒΛΕΠΕΙ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΗ

   Στο αφτί του κρατούσε το τηλέφωνο, καλούσε...

   «Αστυνομικό Τμήμα Σάουθ Γκρέης, ποιό είναι το πρόβλημα σας;»

   «Βρέθηκε ένα πτώμα σε μια από τις αποβάθρες της Γαλάζιας Φάλαινας»


[...]

𝐘𝐈𝐊𝐄𝐒!
Πολλά έχουν γίνει από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε.

Να είστε όλοι καλά και να διαβάσετε με ευχαρίστηση ένα ακόμη κεφάλαιο του Τρένου.

Οποιαδήποτε απορία, σκέψη ή γνώμη είναι καλοδεχούμενη κάτω στα σχόλια. Be polite and respectful.

─tatiana

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro