vii. ducky, do you copy?
Κεφάλαιο εφτά
«Ντάκι, λαμβάνεις;»
━━━━━━
Στην απόλυτη εκκωφαντική σιωπή που ακολούθησε, ξέσπασε σε τρανταχτά κλάματα. Η τρομακτικά παραμορφωμένη εκδοχή της πιο τρυφερής του ανάμνησης ήταν ένα πλήγμα για εκείνον, ράγιζε η καρδιά του και μόνο στην σκέψη ότι κάτι τόσο απάνθρωπο και απαίσιο θα συνέβαινε σε αυτόν και στον αδερφό του, σε μια στιγμή τόσο σημαντική για τον μικρό Ντον.
Στο κρύο πάτωμα του βαγονιού όπου είχε πέσει, κουλουριασμένος στην μέση του διαδρόμου, ο Ντον έκλεισε σφιχτά τα μάτια του προσπαθώντας να κρατήσει το κακό μακριά του.
Ήλπιζε πως θα ξεχνούσε ό,τι είδε, ό,τι σκέφτηκε και ό,τι ξαναέζησε.
Ένας πραγματικά άσπλαχνος άνθρωπος αποζητούσε την καταστροφή της παιδικής του αφέλειας, την αγάπη που είχε μαζεμένη στην καρδιά του να την σβήσει σαν μια φλογερή αχτίδα πυρός ενός κεριού που λιώνει από στεναχώρια και τελειώνοντας να συνθλίψει τα όνειρα του αφήνοντας μονάχα ένα άδειο κέλυφος στο διάβα αυτού του τυφώνα.
Οι λυγμοί μπερδεύονταν στον λαιμό του. Ο ένας μετά τον άλλον ξέσκιζαν τα πνευμόνια του αγοριού σαν βράχια από τα κύματα δαρμένα. Αγκάλιασε τα γόνατα του, πήρε μεγάλες και βαθιές ανάσες θέλοντας να αποσιωπήσει το ατέλειωτο κλάμα του.
Λίγο αργότερα ηρέμησε, στέρεψε από δάκρυα και σώπασε. Είχε σκοτεινιάσει, το ένιωθε σαν η ψύχρα γλίστρησε στις σχισμές της σπασμένης πόρτας στο πρώτο βαγόνι.
Ένα τρέμουλο αντικατέστησε το βίαιο κλάμα, ο παγερός άνεμος της νύχτας φαίνεται δεν είχε καλή διάθεση απόψε. Οι ανατριχιαστικές κραυγές στην άλλη μεριά όμως ήταν αρκετές να ανεβάσουν τα πνεύματα αυτή την νεκρή βραδιά. Πόσο καιρό βρισκόταν άραγε εκεί, τον έψαχνε κανένας; κατάλαβαν πως εξαφανίστηκε; δεν γύρισε ποτέ σπίτι;
Έντρομος από την τσιριχτή φωνή στο βαγόνι δύο, σταμάτησε και να τρέμει και να σκέφτεται.
Οι στριγγλιές ακολούθησαν, οι πονεμένες ψυχές ήταν οι πιο απόκοσμες φωνές που θα άκουγε κανείς ποτέ στην ζωή του. Πρόβαλε το κεφάλι του από τα γόνατα του και αφουγράστηκε μετά το λεπτό σιγής.
Ο ήχος της σάρκας να ξεσκίζεται, οι στριγγλιές και τα βογγητά που επακολουθούν, αντηχούν στα τοιχώματα του τρένου και επιστρέφουν ξανά πίσω.
Αναγούλιασε.
Κράτησε μια παλάμη πάνω από το στόμα του και έκλεισε ξανά τα βλέφαρα του. Οι ιαχές δεν σταμάτησαν, οι κραυγές πόνου δεν σώπασαν μα ούτε και ολοκλήρο το τρένο έπαψε να κινείται πέρα δώθε πάνω στις παλιές ράγες στο ψηλό φαράγγι που βρισκόταν σταματημένο.
Σηκώθηκε ξαφνικά από την διπλωμένη του στάση, τα πόδια του μουδιασμένα ενώ τα πρησμένα, δακρύβρεχτα μάτια του ήταν κατακόκκινα και το πρόσωπό του ταλαιπωρημένο.
Ένας απόμακρος ψίθυρος έφτασε στα αφτιά του, σαν βελόνα να πέφτει στο πάτωμα ακούστηκε. Εκείνη την στιγμή η υπερβολική ησυχία μετά από την κολαστική απελπισία στο δίπλα βαγόνι ήταν ανησυχητική. Φύσηξε δυνατός άνεμος.
Οι δύο συρτές, σκουριασμένες πόρτες ανοιγόκλειναν ρυθμικά ―καθώς κρέμονταν ελάχιστα από την θέση τους― ενώ παράλληλα έτριζαν με έναν τρόπο που ένιωθες τα αφτιά σου να αιμορραγούν από τον ήχο.
«Σςςς...»
«Φσςς...»
Σαν σύρσιμο ακούστηκε, σαν κάποιος να ψιθύρισε ένα μυστικό. Ο Ντον δεν κατάλαβε τίποτα, απομακρύνθηκε από την πόρτα η οποία τον χώριζε από την κόλαση δίπλα. Ένα φως από έξω, μάλλον το φεγγάρι υπέθεσε, ήταν αρκετό να φωτίσει τον χώρο μέσα στο δικό του βαγόνι την στιγμή που μια σκιά γλίστρησε κλεφτά στην δική του μεριά, σαν άνεμος κάτω από τα πόδια του.
Προσπάθησε να την αποφύγει, να μην την αγγίξει, μα πέρασε από κάτω του και στάθηκε από πίσω του. Ο ψίθυρος συνεχίστηκε, μια άλλη εμφανίστηκε κάτω από την πόρτα, ένα άλλο χέρι (πλοκάμι;) κόλλησε πάνω στο παραθυράκι της ίδιας πόρτας με νύχια μακριά και αιματωμένα.
Η πρώτη σκιά στεκόταν ακίνητη από πίσω του, ένα υγρό λέκιασε το σημείο που αιωρούνταν από την κενή πληγή που άφησαν τα νύχια εκείνης που κρυβόταν. Η δεύτερη όμως, κινήθηκε προς το μέρος του.
Μάτια λευκά σαν λαμπρά διαμάντια και χέρι μακρύ και μεγάλο απλώθηκε κατά πάνω του σαν να ήθελε να τον ακουμπήσει, να τον νιώσει.
Έκανε ένα βήμα πίσω, σκόνταψε στο πόδι της σκιάς και σωριάστηκε στο πάτωμα ενώ τώρα τον περιτριγύριζαν οι χαμένες ψυχές της αιώνιας αβύσσου. Του ερχόταν να ξαναβάλει τα κλάματα. Ήταν εφιάλτης, ένα φρικτό όνειρο, μια πλάνη, παιχνίδι του μυαλού.
«Άντε Ντον! ΞΥΠΝΑ!» φωνάζει το υποσυνείδητό του.
Η σκιά χίμηξε κατά πάνω του, ο μικρός Τέιλορ έσφιξε κλειστά τα μάτια του και ετοιμάστηκε για την σύγκρουση. Ωστόσο ο πόνος δεν ήρθε, μα ούτε και οι χαρακτηριστικές στριγγλιές ακούγονταν πια.
«Ντάκι;» άκουσε μια φωνή γεμάτη παράσιτα να τον καλεί.
Οι σκιές που τον απειλούσαν, κείτονταν νεκρές στο πάτωμα. Να ξεθωριάζουν στον κρυμμένο αυτό κόσμο ─τελευταίο τους προορισμό.
Το βλέμμα του στράφηκε στο γουόκι τόκι, παρατημένο σε ένα σκισμένο κάθισμα του τρένου.
«Ντάκι λαμβάνεις; Όβερ»
Μια κατάμαυρη φιγούρα βαθιά χωμένη στις σκιές της μηχανής 25, άπλωσε το χέρι της και γράπωσε την σκουριασμένη πόρτα, καμμένη σάρκα και οστά που προεξέχουν συνάντησαν την περίεργη ματιά του νεαρού.
Πρόσωπο κρυμμένο μα θεώρησε καλύτερα να μην αντικρίσει.
Ήθελε τόσο πολύ να αρπάξει το γουόκι τόκι και να πει: «Ναι γαμώτο λαμβάνω, πάρτε με από εδώ!»
Οι νεκρές σκιές μετατράπηκαν σε μαύρη στάχτη. Η φιγούρα έτεινε κι άλλο το χέρι της προς το μέρος του.
«Ποιός είσαι;» τη ρώτησε. Η φωνή του βραχνή, τρεμάμενη.
Οι ενδόμυχες σκέψεις του όμως διερωτώνται φοβισμένα: «Τι είσαι;»
[...]
Τρίτη
𝟫 : 𝟢𝟢 AM
Ο Ζίγκι συνάντησε το ανήσυχο βλέμμα του Γιόνας στο θρανίο αριστερά. Η καρέκλα ανάμεσα τους ήταν άδεια, ο κάτοχος της βαθιά τυλιγμένος στα μοχθηρά δίχτυα των ενόχων και της παράνοιας.
«Άκουσες τίποτα για τον Ελίας;» του ψιθύρισε ο Ζίγκι, ελέγχοντας με την περιφερειακή του όραση την κυρία Κερς της αγγλικής φιλολογίας. Τα πυκνά, λευκά μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω σε μια αλογοουρά, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της ελαφρώς τεντωμένα. Διάβαζεένα απόσπασμα από ένα βιβλίο που ο Ζίγκι δεν είχε το ενδιαφέρον να παρακολουθήσει.
«Ο ασύρματος του είναι κλειστός πάντως»
Η πληροφορία αυτή δεν ησύχασε τις ακατάπαυστες σκέψεις του Ζίγκι, «Κι αν τον πήρε και εκείνον;» του είπε.
«Υπάρχει κάτι που θέλετε να μοιραστείτε με την τάξη κύριε Άλγουιν, για την ψυχοσύνθεση μήπως της ηρωίδας μας;» η τσιριχτή φωνή της κυρίας Κερς διέκοψε την ροή της σύγχυσης τους.
Με γουρλωμένα μάτια, σαστισμένος σαν να τον έπιασε μόλις η μητέρα του με τα «απαγορευμένα περιοδικά» από το συρτάρι του γραφείου του πατέρα του, τα μάγουλα του Ζίγκι Άλγουιν κοκκίνισαν τόσο έντονα που ένιωθε τις φλόγες της θερμότητας να εξαπλωνονται και να γλύφουν στον σβέρκο του.
Ντροπιασμένος, με δεκάδες βλέμματα να έχουν στραφεί προς το μέρος του, ο Ζίγκι απαντάει: «Ο-Όχι κυρία Κ-Κ-Κερς», το τραύλισμα μια αναπόδραστη αντίδραση του οργανισμού του σε καταστάσεις υπό πίεση.
«Αν δεν έχετε τίποτα να συνεισφέρετε τότε παρακαλώ να μην ξανά μιλήσετε» αυτή τη φορά το βλέμμα της στυλώθηκε σε εκείνο του Γιόνας, ο οποίος προσπαθούσε απεγνωσμένα να το αποφύγει.
Χαχανητά απλώθηκαν σε ολόκληρη την αίθουσα, τα βλέμματα των δύο ενόχων κατεβασμένα από ντροπή.
«Θα τα πούμε αργότερα»
Τρεις χτύποι.
Η προσοχή στράφηκε στην πόρτα, μακριά από το κοκκινισμένο πρόσωπο (που θύμιζε παντζάρι) του Ζίγκι. Κάτι για το οποίο ήταν φοβερά ευγνώμων.
Ο διευθυντής Ρέιντμακερ άνοιξε την πόρτα, «Συγγνώμη για την ενόχληση Μάρτα. Θα μπορούσα να πάρω μαζί μου τον Ζίγκι Άλγουιν και τον Γιόνας Κλάους, παρακαλώ.»
Τα δύο αγόρια λούφαξαν φανερά, με ένα νεύμα η κυρία Κερς επέτρεψε την απαλλαγή τους από το σημερινό μάθημα.
Μόνο όταν βγήκαν από την αίθουσα και κοντοστάθηκαν στον διάδρομο, με τις τσάντες τους σφιχτά περασμένες στους ώμους τους, τον ιδρώτα να κυλάει από τον σβέρκο τους και να μουσκεύει την πλάτη τους, πρόσεξαν τον σερίφη Λάρι Μπάουερς δίπλα στον Ρέιντμακερ.
[...]
𝟤 : 𝟥𝟧 PM
«Ωπ─γνωστές φάτσες» η βαθιά, αγορίστικη φωνή του Άλφι Ντρίζλερ τους έκοψε την φορά.
Το κουδούνι συνεχίζει να αντηχεί ακάθεκτο στους διαδρόμους του Γυμνασίου Σάουθ Γκρέης, ενώ ταυτόχρονα ορδές μαθητών ξεχύνονται στο προαύλιο και εκτός των σιδερένιων πυλών.
Ο Γιόνας και ο Ζίγκι κοκκάλωσαν, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Το δέρμα τους κάτωχρο.
Ένα λεπτό απόλυτης σιγής.
Ο Άλφι Ντρίζλερ, ο Θίοντορ Κέκλαν και ο Νοξ Πίτερς τους πλησίαζαν με βήμα βαρύ, απειλητικό. Οι αλυσίδες στα μπλουτζίν τους κλυδωνίζονται, το μειδίαμα σε κάθε ζευγάρι χείλια γνώριμο.
Ο Ζίγκι και ο Γιόνας τράπηκαν σε φυγή, χωρίς να έχουν κάποιο συγκεκριμένο καταφύγιο υπ'όψιν. Τα πόδια τους τούς οδήγησαν μακριά, δημιουργώντας την μεγαλύτερη δυνατή απόσταση ανάμεσα σε αυτούς και στους αυτοαποκαλούμενους Τιμωρούς της Κοινωνίας.
«Είστε νεκροί σκατοκέφαλοι!» ο Άλφι ήταν ο πρώτος που πήρε μπρος και όρμησε προς το μέρος τους. Οι δύο καλύτεροι του φίλοι έτρεχαν από πίσω έτοιμοι να υπερασπιστούν τον «αρχηγό» τους.
«Θα πρέπει να μας πιάσεις πρώτα ανεγκέφαλη μαϊμού!» φώναξε ο Γιόνας με μια ιαχή πολέμου. Τα μαλλιά του ανέμιζαν σαν τρέλα πίσω του, οι ανάσες του κοφτές, γρήγορες.
«Σκάσε Γιόνας!» απάντησε ξέπνοος ο Ζίγκι.
Οι τσάντες τους χτυπούσαν πάνω στις πλάτες τους, το περιττό βάρος έκανε την καταδίωξη δυσκολότερη.
Τα αγόρια κατάφεραν τελικά να χάσουν τους τρεις τραμπούκους του Γυμνασίου Σάουθ Γκρέης σε μια δεξιά στροφή στο ζαχαροπλαστείο Rosemary's. Ένα σκοτεινό πλαϊνό σοκάκι τους προσέφερε καταφύγιο.
«Πού στο διάολο πήγαν;» βροντοφώναξε ο Άλφι Ντρίζλερ, η φωνή του ξεκάθαρη, σαν να στεκόταν δίπλα τους.
«Θα σας σκοτώσουμε σκατόφατσες» απείλησε ο Θίοντορ, περπατώντας κατά μήκος του πεζοδρομίου μπροστά από το ζαχαροπλαστείο Rosemary's.
«Σκατόφατσα είσαι και φαίνεσαι Ντρίζλερ» μουρμούρισε ο Γιόνας. Αμέσως η παλάμη του Ζίγκι κάλυψε το στόμα του.
Τα τρελά καρδιοχτύπια των δύο φυγάδων πάλλονται στους κροτάφους τους. Οι φωνές των Ντρίζλερ, Κέκλαν και Πίτερς απομακρύνονται. Οι απειλές τους αποκόμματα μακρινών ψιθύρων.
«Δεν θα μου κρυφτείτε την επόμενη φορά βλακόμουτρα» ήταν η τελευταία ανακοίνωση από τους Τιμωρούς της Κοινωνίας.
Ο Ζίγκι πρόβαλε το κεφάλι του από το χείλος του σκουπιδοτενεκέ, κρατώντας μια παλάμη στην οροφή του καπακιού και μια πάνω από το στόμα του Γιόνας.
Το πεδίο ήταν ελεύθερο.
«Χριστούλη μου» αναφώνησε ο Γιόνας παίρνοντας βαθιές ανάσες από το στόμα του.
«Εμένα μου λες;» σχολίασε ο Ζίγκι πατώντας πάνω σε μια σακούλα σκουπιδιών. Πιάνεται από το χείλος του πράσινου σκουπιδοτενεκέ ─προσπαθώντας να κρατήσει τα περιεχόμενα του στομαχιού του μέσα─ και σηκώνει το βάρος του πάνω, ακουμπώντας με την κοιλιά στην άκρη. Δεν υπολόγισε την πτώση, με μια τούμπα βρέθηκε φαρδύς πλατύς στο βρεγμένο πλακόστρωτο σοκάκι.
«Βλάκα» μουρμούρισε ο Γιόνας─ το ύψος του ένα επιπλέον βοήθημα─ βγήκε από τον κάδο απορριμμάτων με ένα σάλτο.
«Ιδέα σου ήταν να μπούμε εξαρχής στον βρωμοκάδο»
«Μας έσωσα από τα δόντια του λύκου δεν μας έσωσα; Τι παραπονιέσαι τέλος πάντων»
«Πφφ... βρωμάω απίστευτα» μόρφασε αηδιασμένος ο Ζίγκι. Το χέρι του τράβηξε το παντελόνι του που κολλούσε βρεγμένο στους γοφούς του.
«Φεύγουμε πριν αποφασίσουν να γυρίσουν οι Μπούφοι της Κοινωνίας;»
«Καλά λες»
Δεν άργησαν να τρέξουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Οι υγρές κάλτσες τους θυμίζουν κοάσματα μιας χορωδίας βατράχων κάτω στην λίμνη Clearwater. Ο κρύος αέρας του Φεβρουαρίου χαστούκιζε αλύπητα τα κάτασπρα μάγουλα τους, πήγαιναν κόντρα στον άνεμο με καμία πιθανότητα να σταματήσουν πριν μπουν στην ασφάλεια και την ζεστασιά των σπιτιών τους.
«Πάμε σπίτι μου, είναι πιο κοντά» πρότεινε ο Γιόνας, χωρίς να επιβραδύνει στο ελάχιστο την ταχύτητα με την οποία διέσχιζε τους δρόμους της νοτιοανατολικής συνοικίας του Σάουθ Γκρέης.
Ένας στεναγμός ανακούφισης διαπέρασε τα στεγνά χείλη του Γιόνας την στιγμή που το σπίτι του εμφανίστηκε στο οπτικό τους πεδίο.
«Δεν νιώθω τα πνευμόνια μου» η φωνή του Ζίγκι βγήκε σφυριχτή, «Θεέ μου! Νομίζω πως αυτή ήταν αρκετή γυμναστική για φέτος»
Ο Γιόνας ξεκλείδωσε την εξώπορτα του σπιτιού του αφήνοντας τους να περάσουν μέσα αλαφιασμένοι. Τα μάγουλα τους αναψοκοκκινισμένα, οι ανάσες τους άνισες και κοφτές.
«Τηλεφώνησε στον Ελίας, αμέσως!»
[...]
𝟤 : 𝟥𝟦 PM
Τα δάχτυλά του μπλεγμένα, τα χέρια του ακουμπισμένα στα πόδια του. Βλέμμα χαμηλωμένο, ένα ακατάπαυστο κνταπ κντουπ να ακούγεται από τον μετρονόμο του κυρίου Βάντερμπεργκ.
Τα λεπτά, κοκκαλιάρικα δάχτυλα του κυρίου Βάντερμπεργκ κρατούσαν σφιχτά ένα μαύρο στυλό. Το μικρό σημειωματάριο στα πόδια του έγραφε μονάχα:
Το αγόρι αρνείται να συνεργαστεί.
«Ελίας θέλω να γνωρίζεις πως, οτιδήποτε μοιραστείς μαζί μου δεν θα βγει παραέξω» του είπε.
Τα καταγάλανα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά οράσεως με τον παχύ, καφέ σκελετό, ήταν αναλυτικά. Η φωνή του απαλή σαν μετάξι, ήταν τόσο καθησυχαστικό να τον ακούει να μιλάει. Λίγο ακόμα και θα τον έπαιρνε ο ύπνος.
Ο Ελίας έριχνε κλεφτές ματιές στο τετράγωνο ρολόι πίσω από το κεφάλι του σχολικού ψυχολόγου, μετρώντας με κομμένη ανάσα το τελευταίο λεπτό. Ο αργοκίνητος λεπτοδείκτης κόλλησε ανάμεσα στο πέντε και το έξι.
Συνάντησε στιγμιαία το βλέμμα του Βάντερμπεργκ και του χαμογέλασε αμυδρά, ελπίζοντας πως το χαμόγελο του ήταν καθησυχαστικό, πως μέσω αυτού επιβεβαίωνε επανειλημμένα «Είμαι καλά» ... «Όλα είναι μια χαρά»
Ο κύριος Βάντερμπεργκ δεν φάνηκε να πείθεται, έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και ακούμπησε τους αγκώνες του στο γραφείο του. Άνοιξε το στόμα του, έτοιμος να μιλήσει, όταν ο Ελίας σηκώθηκε απότομα από την πολύχρωμη πολυθρόνα, σήκωσε την τσάντα του στον δεξί του ώμο και εξήλθε από την αίθουσα.
«Ελίας!»
Ο Ελίας όμως είχε ήδη περάσει τις μεγάλες πόρτες της εισόδου, ένας δυνατός κρότος ειδοποίησε την βιαστική αποχώρηση του.
Η ώρα ήταν 𝟤 : 𝟥𝟧 και το κουδούνι τρύπησε την πυκνή ομίχλη της στασιμότητας στο Γυμνάσιο του Σάουθ Γκρέης αμέσως μετά το κλείσιμο των σιδερένιων πορτών. Ο Βάντερμπεργκ ελευθέρωσε έναν μακρόσυρτο στεναγμό απογοήτευσης, οι μαθητές και οι μαθήτριες του γυμνασίου σπρώχνονται στον κεντρικό διάδρομο για να προλάβουν να φτάσουν σπίτι εγκαίρως για το μεσημεριανό τραπέζι.
Ένα σύννεφο μαύρου καπνού καραδοκεί το Σάουθ Γκρέης και πλανάται στην ατμόσφαιρα σαν πολεμικό αεροσκάφος, αναμένοντας την ώρα, την εντολή για ρίψη των θανάσιμων πυραύλων.
[...]
𝟤 : 𝟧𝟢 PM
«Μίκι καλεί Μίνι. Μίνι λαμβάνεις;»
Η φωνή στην ραδιοεπικοινωνία ήταν βραχνή, γεμάτη παράσιτα. Ο Ζίγκι σκούντηξε τον Γιόνας.
«Ξαναπροσπάθησε»
Ο Γιόνας κρατά πατημένο το κουμπί στον ασύρματο, τον τοποθετεί μπροστά στο στόμα του: «Επαναλαμβάνω, εδώ Μίκι, Μίνι λαμβάνεις; Όβερ»
Άργησε να έρθει απάντηση.
Ξαφνικά άκουσαν φωνές στην άλλη μεριά. Κραυγές, αλυχτίσματα. Τα δυο αγόρια ανταλλάσουν μια περίεργη ματιά, αναμένουν.
«Είναι κάνεις εκεί; Εδώ Μίκι Μάους. Όβερ»
Ο Γιόνας δεν έλαβε λεκτική απάντηση, η άλλη μεριά συνέχιζε να μεταδίδει ακατανόητες κραυγές, παράσιτα μπλόκαραν το σήμα και αδυνατούσαν να διακρίνουν κάτι παραπάνω.
«Εδώ Ντάκι Τέιλορ, άκου κάνεις; Όβερ» μια τρεμάμενη φωνή ψέλλισε στον ασύρματο.
«Ντάκι;»
Η φωνή δεν ξαναακουστηκε στην ραδιοεπικοινωνία.
«Ντάκι λαμβάνεις; Όβερ»
Τα δάχτυλα του Γιόνας έσφιξαν γύρω από το γουόκι τόκι. Ο Ζίγκι είχε μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο, το βλέμμα του στυλωμένο στην συσκευή επικοινωνίας που βούτηξε από την ντουλάπα του πατέρα του. «Ήταν στα αλήθεια ο Ντάκι;»
«Μήπως το φανταστήκαμε; Χριστέ μου!»
«Ίσως να τηλεφωνούσες τώρα στον Ελίας ... εννοώ κανονικά»
[...]
𝟤𝟢 : 𝟢𝟢 PM
Το πρόσωπο της ήταν συννεφιασμένο. Το τηλεφώνημα της Φράνι, η αποκάλυψη της Άντζελα, το ψέμα του Ελίας, η εξαφ─
Η εξαφάνιση του Ντον ήταν εκείνο που την τάραξε περισσότερο. Τα ξημερώματα της Τρίτης ήταν στο Γουέστ Χαμ, όλο το πρωινό το πέρασε στο αστυνομικό τμήμα του Σάουθ Γκρέης.
Ήταν εξουθενωμένη.
Βρίσκονταν καθισμένοι στο σαλόνι, τα φώτα ήταν κλειστά εκτός από τα μικρά φωτιστικά στον τοίχο. Οι σκιές των αδρανών σωμάτων τους είχαν ξεγλιστρήσει καθώς υψώνονταν απειλητικά στους χρυσαφένιους τοίχους.
Η απεγνωσμένη μητέρα βρισκόταν σε μια δίνη, οι σκέψεις της φρικτός σύνοδος της νύχτας. Ο μικρός Ντόναλντ της δεν θα έφευγε ποτέ έτσι ξαφνικά, χωρίς να ειδοποιήσει και χωρίς να αφήσει κανένα σημάδι πίσω του. Δεν μιλούσε ποτέ σε αγνώστους, τον έμαθε καλά.
Ένα παιδιάστικο παραμύθι, τέτοια που συνήθιζε να ακούει από την γιαγιά της όταν ακόμη βρισκόταν στην ζωή, ένα τρένο στοιχειωμένο κάτω στον παλαιό σιδηροδρομικό σταθμό ήταν εκείνο που άρπαξε το παιδί της παρασύροντας το μακριά, με την μελωδική μουσική η οποία χαρακτήριζε και τον ερχομό του. Ο Ελίας ήταν ένα παιδί που δεν καταλάβαινε τι είχε συμβεί, το μυαλό του κατασκεύασε μια εικόνα αρκετά αληθινή για να μασκαρέψει την σκληρότητα των καταστάσεων.
Δεν πίστευε μύθους και παλιές ιστορίες, δεν αντιλαμβανόταν πως ένα τρένο είναι στοιχειωμένο, πως μια ζώνη σκότους είναι κρυμμένη στον κόσμο τους· μια δεύτερη διάσταση.
«Όχι!» ψιθύρισε κουνώντας το κεφάλι της. Χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλα της στο πόδι της και η ματιά της γρήγορα άλλαζε από αντικείμενο σε αντικείμενο μην ξέροντας που να σταθεί.
Η τηλεόραση ήταν αναμμένη. Το Διεθνές κανάλι πρόβαλε μια παλιά αστυνομική ταινία. Οι διάλογοι ήταν παρασκήνια υπόκρουση, ένας ψίθυρος για να τους παρέχει συντροφιά─ κι ας ήταν δύο.
Σηκώθηκε όρθια και έπιασε την άκρη του μικρού τραπεζιού αναποδογυρίζοντας το στο πάτωμα ρίχνοντας μαζί του βάζα και τηλεκοντρόλ και κινητά. Ο γδούπος που προκάλεσε η πτώση αντήχησε στο δωμάτιο, το κεφάλι του Ρόλαντ στράφηκε απότομα προς το μέρος της με την ξαφνική αυτή κίνηση.
«Όχι!» φώναξε με τόση δύναμη θέλοντας να πείσει τον εαυτό της, πως όχι, δεν ήταν αληθινό.
«Δεν μπορεί».
Πηγαινοέρχεται στο πάτωμα πάνω κάτω και τραβάει τις ρίζες των μαλλιών της.
Ο Ρόλαντ ξαφνιασμένος από το βίαιο ξέσπασμα της, επανήλθε για μια στιγμή από την κατάσταση σοκ.
Την πλησίασε από πίσω και την τράβηξε στην αγκαλιά του, τα γόνατα της υπέκυψαν στο βάρος που έριχνε όλο της το σώμα στα πόδια της και άρχισε να χαμηλώνει σταδιακά στο πάτωμα.
Ακολουθώντας τις κινήσεις της έπεσε κι αυτός μαζί της κρατώντας την ακόμα σφιχτά ανάμεσα στα στιβαρά του χέρια, ελπίζοντας πως θα την προστάτευε από όλο τον κόσμο.
Πού να καταλάβαινε πως αν έπρεπε να την σώσει από κάποιον, αυτός ήταν ο ίδιος της ο εαυτός.
Τρυφερά ήταν τα χέρια του καθώς τα περνούσε μέσα από τα μαλλιά της, προσπαθώντας να την ηρεμήσει· το κλάμα της γοερό και τα δάκρυα τόσο χοντρά, μοιάζαν με γυάλινες χάντρες που κυλούσαν πάνω στα μάγουλα της─ σκάβοντας χαντάκια που κατέληγαν στα χείλη της· έκαναν αγώνες δρόμου για το ποιο αλμυρό δάκρυ θα γεφτεί εκείνη πρώτο.
Ο Σκοτ─ο οποίος καθόταν στο πιο ψηλό σκαλοπάτι─ ένιωθε και τα δικά του δάκρυα να προειδοποιούν την εμφάνιση τους. Μια επαναστατική σταγόνα κύλησε γοργά στο ροδαλό μάγουλο του και αμέσως το σκούπισε με την τραχιά επιφάνεια του αντίχειρα του σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Η πόρτα του υπνοδωματίου του έτριξε όταν την άνοιξε, χτύπησε ελαφρά στον τοίχο από πίσω και ξανά έκλεισε μόνη της από το ρεύμα του ανοιχτού παραθύρου. Το έκλεισε, το κλείδωσε και τράβηξε τις κουρτίνες.
Θέλησε να κάνει ένα ντους πριν ξαπλώσει αλλά η κούραση δεν τον οδήγησε ως την πόρτα του μπάνιου αντιθέτως έπεσε εξουθενωμένα στο στρώμα έχοντας αφαιρέσει τα ρούχα του πρωτύτερα ως το εσώρουχο. Η μικρή ηλεκτρική σόμπα θερμαίνει το μικρό δωμάτιο αρκετά για να γλιτώσει το κρυοπάγημα.
Κοιμήθηκε δύσκολα εκείνο το βράδυ, αγνόησε κάθε τηλεφώνημα και το έβαλε στο αθόρυβο. Ήταν νωρίς ακόμα, είχε τόση ησυχία που σχεδόν την άκουγες να ψιθυρίζει ζεστά δίπλα από το αφτί σου: «Δεν θα κοιμηθείς απόψε»
𝟣𝟣 : 𝟧𝟦
Ανασηκώθηκε απότομα στο κρεβάτι του. Ένιωσε μια απίστευτη ψύχρα να γαργαλάει όλο του το κορμί, νερό δροσερό να στάζει από το μέτωπο του. Οι καστανόξανθες τούφες του έπεφταν μπροστά στα μάτια του, υγρές καθώς ήταν κόλλησαν στο μέτωπο του. Τα μάζεψε όλα με μια κίνηση προς τα πίσω με την παλάμη του και σηκώθηκε όρθιος. Ανάσαινε βαριά, μετρώντας κάθε εισπνοή και κάθε εκπνοή και συγχρονίζοντας τες με το τικ τακ των δευτερολέπτων του ρολογιού.
Τικ ... εισπνοή ... τακ ... εκπνοή.
Αδυνατώντας να κυνηγήσει έναν ύπνο αήττητο, αποφάσισε να κατέβει στην κουζίνα για ένα ποτήρι νερό.
Περνώντας από το δωμάτιο του Ντον, άκουσε ψιθύρους. Στην αρχή το αγνόησε, θεωρώντας πως η Φράνι αποφάσισε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του και πως μιλούσε στον ύπνο της.
Άνοιξε περίεργος την πόρτα για να επιβεβαιώσει την εικασία του. Το κρεβάτι ωστόσο το βρήκε άδειο.
Ο τοίχος όμως όπου βρισκόταν το γραφείο, δίπλα από το παράθυρο, σείεται. Οι φωτογραφίες─κάποιες καρφωμένες με καρφίτσες στον πίνακα του γραφείου του, άλλες να κρέμονται από ένα καρφί στον τοίχο κουνιόνταν με μανία, πέρα δώθε―πέρα δώθε.
Το παράθυρο σε ανάκληση και ο κρύος χειμερινός άνεμος τον έκανε να ανατριχιάσει εφόσον δεν φορούσε πιτζάμες, αλλά στεκόταν ημίγυμνος στην μέση του σκοτεινού δωματίου.
«Ντον;» γνώριζε πως ήταν γελοίο να πιστέψει πως ο αδερφός του προκαλούσε τον σαματά. Ωστόσο η διστακτική του παράκληση δεν πέρασε απαρατήρητη από οτιδήποτε κι αν βρίσκεται εδώ μέσα. Ξάφνου κι άκουσε ένα σφύριγμα, μύρισε το καμένο κάρβουνο από τον καπνό ενός φουγάρου. Το τρίξιμο ακολούθησε και αναγνώρισε αμέσως την κλασική μελωδία που ήχησε την αποψινή βραδιά.
Οι τοίχοι έτρεμαν τόσο δυνατά που κουνήθηκαν και τα θεμέλια, η ένταση της μουσικής δυνάμωνε ενώ το ραδιόφωνο στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι του δούλευε με δική του βούληση. Άλλαζε σταθμούς, κανένας όμως δεν ανταποκρίνεται.
Κάποιος μιλάει. Τα παράσιτα δυναμώνουν.
«Εδώ Ντάκι Τέιλορ, ακούει κάνεις; Όβερ»
Απομακρύνθηκε τρομαγμένος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του διαμορφώθηκαν σε αυτά ενός πανικοβλημένου ανθρώπου και έπιασε την πόρτα να την ανοίξει να φύγει. «Τι σκατά συμβαίνει»
Δεν κατάλαβε πότε έκλεισε, όμως τώρα το πόμολο δεν υπάκουε στις επιθυμίες του. Κλώτσησε την πόρτα, γύρισε ξανά και ξανά το πόμολο, μα δεν άνοιγε, σαν κάποιος να την μπλόκαρε από έξω.
Το σφύριγμα στο ραδιόφωνο δυνάμωσε, ένιωθε την πλέον εκκωφαντική μουσική να τρυπάει τα τύμπανα των αφτιών του και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του να προστατευτεί.
«Ντον»
Πλησίασε το ραδιόφωνο.
«Είσαι εκεί;»
Εκείνη την στιγμή αισθάνθηκε ανόητος. Ζητούσε από ένα ραδιόφωνο να του μιλήσει νομίζοντας πως ο χαμένος του αδερφός θα απαντούσε από την άλλη πλευρά.
Ο Σκοτ πραγματικά πίστεψε την ιστορία του Ελίας. Το είδε το τρένο, του ξέφυγε.
Πολύ πιθανόν ο αδερφός του να έπεσε θύμα αυτής της παλιάς ιστορίας τρόμου, δεν άντεχε όμως να μην κατηγορήσει τον εαυτό του για την κατάληξη που είχε ο Ντον. Εάν δεν πατούσε πόδι σε εκείνον τον σιδηροδρομικό σταθμό κανένας δεν θα πάθαινε κακό. Η αίσθηση της περιπέτειας του έλειπε και τώρα η οικογένεια του αντιμετωπίζει τις συνέπειες.
Περίμενε υπομονετικά να απαντήσει το ραδιόφωνο με την φωνή του Ντον.
«Εδώ Ντάκι Τέιλορ, ακούει κανείς; Όβερ»
Εδώ Ντάκι Τέιλορ, ακούει κανείς; Όβερ.
Εδώ Ντάκι Τέιλορ, ακούει κανείς;
Εδώ Ντάκι Τέιλορ ...
... ακούει κανείς;
«Σκοτ τι κάνεις;» διέκοψε μια φωνή από την πόρτα. Το ραδιόφωνο σώπασε.
«Εε... τίποτα. Ξύπνησα από εφιάλτη και είπα να έρθω εδώ λίγο» προσπάθησε να δικαιολογήσει την παράξενη συμπεριφορά του.
«Και εμένα μου λείπει ο Ντον γλυκέ μου, δεν θα σταματήσουμε τις προσπάθειες να τον βρούμε» του εξήγησε η Φράνι με ένα θερμό χαμόγελο.
«Άντε, πήγαινε για ύπνο»
Σταμάτησε απότομα, το κεφάλι της έγειρε στο πλάι, η πλάτη της ακόμη γυρισμένη.
Το ραδιόφωνο επανήλθε στην ζωή.
Μια φωνή επακολούθησε, τα παράσιτα δυνάμωσαν και έπειτα τα ίδια λόγια ήχησαν από τα μικρά ηχεία στα πλαϊνά.
«Εδώ Ντάκι Τέιλορ, ακούει κανείς; Όβερ»
Τα άτομα στο δωμάτιο ξαφνιάστηκαν από την τρεμάμενη φωνή ─ιδίως η Φράνι─ και τα μυαλά τους αγωνίζονται να κατασκευάσουν μια λογική εξήγηση για αυτό που άκουσαν.
«Εδώ Ντάκι Τέιλορ...»
«...ακούει κανείς;»
[...]
Δεν λέω πολλά θα σας χαλάσω την ανάγνωση. Νέες εξελίξεις και νέα μυστήρια εμφανίζονται στην ιστορία.
Σύντομα θα μάθουμε περισσότερα για το τρένο!
Πώς σας φάνηκε; Ποια είναι η γνώμη σας για το νέο κεφάλαιο;
─tatiana
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro