Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

vi. the missing case of donald taylor

Κεφάλαιο έξι
«Η εξαφάνιση του Ντόναλντ Τέιλορ»

━━━━━━


𝟧 : 𝟧𝟫 AM

   Το τηλεφώνημα της Σάρα Κλέμονς έφθασε στο φτωχικό του σερίφη Μπάουερς, στις έξι τα ξημερώματα. Στο έκτο κουδούνισμα, η φωνή του μεσήλικα άντρα είπε νυσταγμένα: «Σάρα, ξέρεις πως δεν έρχομαι στο τμήμα πριν τις εννιά»

«Γ─Γνωρίζω κ─κύριε Μπάουερς, μα─»

«Σάρα, για όνομα, μίλα επιτέλους ή κλείσε το τηλέφωνο»

   Η γυναίκα, αναστατωμένη, πέρασε το μανικιουρισμένο χέρι της στις ατημέλητες μπούκλες της. «Η Φράνι Τέιλορ έχει έρθει στο τμήμα, λέει πως ο γιος της και το παιδί των ΜακΚίνεϋ αγνοούνται»

   Ο Λάρι Μπάουερς σηκώνεται νωχελικά από το κρεβάτι του. Αφήνει τις καλτσοφορεμένες του πατούσες να ακουμπήσουν το παγωμένο παρκέ του δωματίου του. Κουρασμένος ακόμη από τον τρίωρο ύπνο, τρίβει την παλάμη του δεξιού του χεριού κατά μήκος του προσώπου του. Ένα χασμουρητό απειλεί να κάνει την εμφάνισή του.
«Είναι εκεί η Φράνι Τέιλορ τώρα;»

   Ο σερίφης χωρίς να περιμένει απάντηση, στερεώνει το ασύρματο σταθερό τηλέφωνο ανάμεσα στο αφτί και στον ώμο του. Το χακί παντελόνι της δουλειάς του είναι πεταμένο στο πάτωμα, το αρπάζει και το φοράει βιαστικά. Η μεταλλική αγκράφα της ζώνης του κλυδωνίζεται και χτυπάει την άκρη του χεριού του.

«Εδώ είναι κύριε Μπάουερς, περιμένει στο γραφείο σας»

«Σκατά» μουρμούρισε.

   Με γρήγορες κινήσεις ανεβάζει το φερμουάρ και κουμπώνει το παντελόνι του, βάζοντας την φανέλα από μεσα. Σφίγγει την ζώνη γύρω από την μέση του.

«Ωραία κλείσε, θα είμαι εκεί σε είκοσι λεπτά»

Η κλήση τερματίζεται, ο Λάρι Μπάουερς φοράει το ασορτί χακί σακάκι του ─με το σήμα του σερίφη─ πάνω από την φανέλα. Τα χέρια του τρέμουν από την χαμηλή θερμοκρασία της μικρής καλύβας, ψάχνει στις τσέπες του. Βρίσκει ένα τελευταίο τσιγάρο και το βάζει ανάμεσα στα χείλια του. Το ανάβει.

   «Γαμώτο» ψιθύρισε στο κενό, ξεφυσώντας ένα σύννεφο καπνού από μια σχισμή στο στόμα του.

Παίρνει το χοντρό μάλλινο παλτό του από την κρεμάστρα στο χολ, τα κλειδιά και το καπέλο του και βγαίνει έξω.

Ούτε ο ήλιος δεν ξυπνάει αυτήν την ώρα, ο Λάρι Μπάουερς κατευθύνεται προς το κόκκινο φορτηγάκι του παρκαρισμένο δίπλα από την καλύβα─ σε έναν χωματόδρομο.


[...]


𝟨 : 𝟤𝟣 AM

   «Είναι ακόμα στο γραφείο»
Η Σάρα Κλέμονς ─γραμματέας του σερίφη Λάρι Μπάουερς─ τον υποδέχεται στην ρεσεψιόν.

Ο άντρας την χαιρετάει με ένα νεύμα, χωρίς να χάσει λεπτό, προχωράει προς το γραφείο του στο πίσω μέρος του κτιρίου.

𝐒𝐇𝐄𝐑𝐈𝐅𝐅 𝐁𝐎𝐖𝐄𝐑𝐒

Ανοίγει την πόρτα.

   Η Φράνι Γκρέτσεν─Τέιλορ έχει γυρισμένη την πλάτη.

Ο σερίφης περπατά προς την καρέκλα, αντικριστά από την επισκέπτρια του. Καπνός τον ακολουθεί σε κάθε του βήμα, σαν το φτηνό άρωμα της πιο πρόσφατης κατάκτησης του.

Συναντά το βλέμμα της αναστατωμένης μητέρας, μασουλούσε νευρικά την πέτσα γύρω από τον αντίχειρα της. Απομάκρυνε βιαστικά το κοκκινισμένο δάχτυλο από το στόμα της όταν τον είδε.

   «Κυρία Τέιλορ, πείτε μου τι συνέβη παρακαλώ» η φωνή του ήταν βραχνή, ένα μείγμα πρωινής─νυσταγμένης─ φωνής με υπολείμματα καπνού.

Το βλέμμα της στυλώθηκε στο τσιγάρο που κρεμόταν από τα χείλη του. Ένα λεπτό κορδόνι λευκού καπνού ανέβαινε από την φλεγόμενη άκρη. Ο σερίφης πρόσεξε το αόριστο βλέμμα της στην περιοχή του προσώπου του και έριξε μια ματιά στο αναμμένο τσιγάρο.

Μούγκρισε δυσαρεστημένος, ρούφηξε μια τελευταία φορά και απομάκρυνε το τσιγάρο από το στόμα του. Το έσβησε στην σταχτοθήκη, δίπλα στην μικρή λάμπα φθορίου πάνω στο γραφείο του.

Την κοίταξε με ένα βλέμμα που έλεγε: «Ευχαριστημένη κυρία Τέιλορ

   «Έχω να δω τον Ντον από την ημέρα εθελοντισμού. Δεν επέστρεψε σπίτι, έτσι τηλεφώνησα στους ΜακΚίνεϋ και ο Ελίας μου είπε πως θα περνούσε την νύχτα στο σπίτι τους»

Ο Λάρι Μπάουερς κουνούσε το κεφάλι του, ενθαρρύνοντας την να συνεχίσει.

«Όταν τηλεφώνησα ξανά σήμερα το πρωί, για να του πω να γυρίσει σπίτι να ετοιμαστεί για το σχολείο, η Άντζελα μου αποκάλυψε πως ο Ντον δεν κοιμήθηκε ποτέ σπίτι τους και πως ο Ελίας έλειπε επίσης»

Την άκουγε. Προσεκτικά. Ωστόσο δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί πως όλο αυτό ήταν ένα παιχνίδι δύο γυμνασιόπαιδων με ζωηρή φαντασία.

«Φράνι. Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου, τα παιδιά σας είναι σώα και αβλαβή και απλώς παίζουν εδώ τριγύρω»

«Σε παρακαλώ Μπάουερς, εμένα να μην με πατρονάρεις»

«Δεν το είχα σκοπό»

«Τότε οργάνωσε μια ομάδα έρευνας για τον Ντον και τον Ελίας το συντομότερο δυνατό. Τώρα κατά προτίμηση»

   Ο Λάρι Μπάουερς ξεφύσηξε, τρίβοντας το δεξί μάγουλο του με τον αντίχειρα του.

«Μόνο αυτό;»

«Μόνο αυτό.» επιβεβαιώνει αποφασισμένη η Φράνι Γκρέτσεν─Τέιλορ.

[...]


𝟨 : 𝟦𝟢 AM

   Δύο ομάδες είχαν μαζευτεί μπροστά από το Αστυνομικό Τμήμα Σάουθ Γκρέης.

Οι γονείς του Ντον Τέιλορ, οι ΜακΚίνεϋ και ο σερίφης Μπάουερς με δύο του αστυφύλακες.

   «Ακούστε! Είναι πιθανόν τα δύο αγόρια να παίζουν ένα παιχνίδι και τίποτα σοβαρό να μην συμβαίνει. Όμως θέλω να είστε προετοιμασμένοι για οτιδήποτε» είπε ο Λάρι Μπάουερς. Συνέχισε, προσθέτοντας επιπλέον οδηγίες για την έρευνα. «Θα ψάξουμε στο δάσος...»

Ο Σκοτ Τέιλορ είχε αποσυντονιστεί από την συζήτηση, το κινητό τηλέφωνο στην τσέπη του μπουφάν του δονήθηκε, ειδοποιώντας τον για ένα νέο μήνυμα.

Από τον Τρίσταν:
«Έκανα συχνά την μπέιμπι-σίτερ για τον Ελίας και τα παιδιά, καλό θα ήταν να ξεκινούσατε από την έπαυλη Γουέστ»

Προς τον Τρίσταν:
«Την έπαυλη Γουέστ; Γιατί

Από τον Τρίσταν:
«Η παρέα σύχναζε εκεί»

   «Γιατί να συχνάζουν σε εγκαταλειμμένο κτίριο, στο Γουέστ Χαμ; Και γιατί δεν είπε ποτέ τίποτα για αυτό ο Ντον;» αναρωτήθηκε.
   Ο Σκοτ ψιθύρισε στην μητέρα του, «Τα παιδιά σύχναζαν στην έπαυλη Γουέστ»

Σάστισε για μια στιγμή, η γνώση αυτή ήταν ένα χτύπημα που δεν περίμενε. «Θεέ μου θα με πεθάνει αυτό το παιδί»

   Την ώρα που ο σερίφης Μπάουερς ακόμη μιλούσε, η Φράνι τον πλησίασε με την καινούρια πληροφορία. Μίλησε χαμηλόφωνα. Λίγα λεπτά αργότερα το πρόσωπο του σερίφη έλαμψε. «Νέο σχέδιο, θα χωριστούμε οι μισοί σε αυτήν την πόλη, ενώ οι υπόλοιποι θα πάνε στο Γουέστ Χαμ»

«Στο Γουέστ Χαμ;» η Άντζελα ΜακΚίνεϋ ήταν άναυδη.

«Ναι κυρία ΜακΚίνεϋ, στο Γουέστ Χαμ!» απάντησε ένας από τους αστυφύλακες. Ο Όμαρ Σκίτλ, δεν είχε φίλτρο. Έλεγε τα πάντα με το όνομα τους. Απεχθανόταν να επαναλαμβάνεται, η κυρία ΜακΚίνεϋ τον εκνεύρισε λίγο με την στάση της απέναντι τους.

   «Έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως πιθανόν να βρίσκονται εκεί. Το στέκι τους ήταν το εγκαταλειμμένο κτίριο στα πρόθυρα της πόλης» απάντησε με ψυχραιμία και σταθερότητα ο σερίφης Λάρι Μπάουερς, ρίχνοντας ένα εχθρικό βλέμμα στον Όμαρ. «Ήρεμα» σαν του λέει τηλεπαθητικά.

«Ωραία, έρχομαι και εγώ στο Γουέστ Χαμ τότε» αποφάσισε η Άντζελα, κρατώντας σφιχτά το χέρι του συζύγου της.

𝟩 : 𝟢𝟢 am

   Τα πρώτα σημάδια ενός αυγερινού ήλιου έκαναν την εμφάνισή τους στον σκοτεινό─σχεδόν απόκοσμο─ ουρανό. Φωτεινές αχνές αχτίδες απλώνονται κατά μήκος του.

Πλησιάζουν την ταμπέλα εκτός ορίων της πόλης.

       𝙉𝙤𝙬 𝙡𝙚𝙖𝙫𝙞𝙣𝙜 𝙎𝙤𝙪𝙩𝙝 𝙂𝙧𝙚𝙮𝙨
             𝙬𝙚𝙡𝙘𝙤𝙢𝙚 𝙩𝙤 𝙒𝙚𝙨𝙩 𝙃𝙖𝙢

«Αυτά τα αλητάκια μας βγάζουν έξω, ξημερώματα, μέσα στο κρύο να τα ψάχνουμε» μουρμουράει αγανακτισμένα ο Όμαρ Σκίτλς στον συνάδελφό του Ρόντερικ. Εκείνος δεν δίνει σημασία, έχοντας συνηθίσει την απότομη συμπεριφορά και την γκρίνια του.

   «Είναι δουλειά μας Όμαρ, δεν έχεις επιλογή από το να ακούς τις εντολές του αρχηγού σου και να εκτελείς το καθήκον σου στην κοινωνία»

Ο Όμαρ μουγκρίζει δυσαρεστημένος.

«ΕΛΊΑΣ!»

Οι φωνές τους αντηχούν στην σιωπηλή νύχτα. Η έπαυλη Γουέστ ένα απειλητικό φρούριο ευθεία μπροστά.

«ΝΤΟΝ!»

   «Ελίας!» η φωνή ακουγόταν τρομερά οικεία, το όνομα που αντιστοιχούσε στο πρόσωπο εκείνου που τον φώναξε κρεμόταν στην άκρη της γλώσσας του, κι όμως για κάποιο λόγο δεν βρήκε την δύναμη να το εκφωνήσει.
   Παρέμεινε στραμμένος προς το παράθυρο. Τους είχε γυρισμένη την πλάτη.

   Έμεινε στάσιμος, πρόσωπο ανέκφραστο. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπο, φτάνοντας στην καμπύλη του σαγονιού του. Έπειτα χάνονταν κάτω από την λευκή─βρεγμένη─ φανέλα.
   Οι μαύρες μπούκλες πλαισίωναν το στρογγυλό πρόσωπο του, το αχνό φως του πρωινού ήλιου φώτιζε τα ζυγωματικά του, ενώ παράλληλα σκοτείνιαζε τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά.
   Φανέρωνε μονάχα τα φωτεινά του μάτια, δεν τα σκίαζε με τίποτε αδιάφορο ώστε η προσοχή να στρεφόταν πάνω στο στενάχωρο, χαμένο βλέμμα του.

Σύντομα ένιωσε μια παλάμη να τυλίγει μπροστά στο στέρνο του. Δεν γύρισε να δει σε ποιον ανήκει το άκρο ακουμπισμένο πάνω του. Έπειτα ένιωσε να τον τραβούν προς τα πίσω, δύο μακριά και στιβαρά χέρια τον κρατούν σφιχτά κοντά στο σώμα τους.

«Μην το ξανακάνεις αυτό, κόντεψες να τους τρελάνεις όλους!» ο Ντρέηκ και η Άντζελα έφτασαν πρώτοι στο πλατύσκαλο του τρίτου ορόφου.

   «Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ μόνος σου;» τον ρώτησε ανήσυχη η Άντζελα. Δεν πήρε απάντηση, μόνο ένα τράνταγμα των ώμων του μικρού παιδιού στα χέρια τους. Ένιωσε κάτι υγρό να πέφτει στην αναστροφή της παλάμης της, σαν σταγόνες βροχής όταν χτυπούν την άσφαλτο μια κρύα νύχτα του φθινοπώρου.
   Όταν άκουσε ένα πνιχτό κλάμα και τον λυγμό να ξεσκίζει τον λαιμό του Ελίας, συνειδητοποίησε πως οι βίαιοι σπασμοί που διαπερνούσαν το σώμα του μικρού προκάλεσαν και τα δάκρυα που κυλούσαν καταρρακτωδώς.

   Τα έντονα συναισθήματα που κράτησε μέσα του εκρήγνυνται σε μια αναπόφευκτη σύγκρουση μεταμέλειας, τρόμου για την ζωή του και την ζωή του καλύτερου του φίλου. Ο Ντρέηκ τον έσφιξε στην αγκαλιά του και ακούμπησε το πιγούνι του πάνω στα σγουρά μαλλιά του Ελίας.

   Λίγα λεπτά αργότερα, ανέβηκε στο πλατύσκαλο αναστατωμένη η Φράνι. Στεκόταν λίγο πιο πίσω σε ένα σκαλοπάτι. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, αθόρυβα δάκρυα έπεφταν από τα μισάνοιχτη μάτια της.

«Ο Ντον;»

   Το άηχο κλάμα του Ελίας μετατρέπεται σε ένα γοερό λυγμό. Το όνομα ακόμη φρέσκο, οι πληγές δεν έχουν καταφέρει να πήξουν.
   Οι καρδιές τους ράγισαν, ο πόνος εμφανής μέσα από τα μάτια του ενώ ο τρόπος που γύρισε στην αγκαλιά του πατέρα του και έπιασε σφιχτά στις γροθιές του την μπλούζα του έδειχνε πόσο πολύ χρειαζόταν κάποιον εκείνη την στιγμή. Να του πει πως όλα θα πάνε καλά και ο Ντον είναι κάπου εδώ σε αυτό το κτίριο, ασφαλής χωρίς να καταλαβαίνει πως κάποιοι ανησυχούν με αυτήν την πλάκα. Γιατί έτσι ήταν ευκολότερο να το χωρέσει ο νους του, έχοντας ως εικόνα τον φίλο του να βρίσκεται κάπου κρυμμένος και να γελάει με το αστείο που σκέφτηκε να σκαρώσει στην οικογένεια και τους φίλους του.

«Που είναι ο Ντον;» ξαναρωτάει η Φράνι, η φωνή της αντανακλά την ραγισμένη καρδιά της.

Η Άντζελα κούνησε το κεφάλι της, ο Ελίας τρομαγμένος, αρνείται να μιλήσει.

Ο σερίφης Λάρι Μπάουερς στέκεται δίπλα στην Φράνι Γκρέτσεν─Τέιλορ. Ο σύζυγος της από την άλλη μεριά κρατώντας την σφιχτά μην καταρρεύσει. Ο ίδιος κρατιόταν από μια κλωστή στην πραγματικότητα.

«Κύριε και κυρία ΜακΚίνεϋ, θα ήθελα να μεταφέρουμε τον Ελίας στο τμήμα αν γίνεται» είπε με επιτακτικό τόνο στην φωνή του. Η κατάσταση ήταν σοβαρή, απαιτούσε πλήρη υπακοή του πρωτοκόλλου.


[...]


𝟩 : 𝟥𝟢 AM

𝘚𝘰𝘶𝘵𝘩 𝘎𝘳𝘦𝘺𝘴 𝘗𝘰𝘭𝘪𝘤𝘦 𝘋𝘦𝘱𝘢𝘳𝘵𝘮𝘦𝘯𝘵

    Ο Ελίας ΜακΚίνεϋ στις επτά και μισή το πρωί της Τρίτης 19 Φεβρουαρίου, απουσιάζει από το μάθημα των αγγλικών.
   Βρίσκεται καθισμένος σε μια μεταλλική καρέκλα, στο δωμάτιο ανακρίσεων του Αστυνομικού Τμήματος Σάουθ Γκρέης. Η Άντζελα και ο Ντρέηκ ΜακΚίνεϋ στέκονται ακριβώς έξω από την αίθουσα.

   «Άντζι αγάπη μου πρέπει να πας στο σχολείο, θα μείνω εγώ εδώ με τον Ελίας» η πρόταση του συζύγου της την επαναφέρει στην πραγματικότητα.
   Το βλέμμα της κατευθύνθηκε προς την αναστατωμένη φίλη της, η οποία καθόταν σε μια από τις καρέκλες στον διάδρομο αναμονής. Η Φράνι φαινόταν να μασουλάει και πάλι νευρικά τον αντίχειρα της. Ο Ρόλαντ χάιδευε απαλά τον ώμο της με τα ακροδάχτυλα του ─ ελπίζοντας να την καθησυχάσει με την προσπάθεια του.

   Η Άντζελα γύρισε να κοιτάξει τον Ντρέηκ. Δεν διέκρινε τίποτα παρά μόνο συμπόνια στο βλέμμα του, αγάπη. «Πώς μπορώ να δουλέψω όταν το μυαλό μου θα είναι συνέχεια εδώ Ντρέηκ;»

«Έχω ρεπό αγάπη μου, θα είμαι εδώ και χρειαστεί και θα σε ενημερώνω κάθε δέκα λεπτά. Το υπόσχομαι» έσφιξε το χέρι της μέσα στο δικό του.

Η Άντζελα συμφώνησε διστακτικά. «Κάθε δέκα λεπτά, ναι;»

«Το υπόσχομαι» την φίλησε τρυφερά στο μάγουλο, ένα αμυδρό χαμόγελο στα λεπτά του χείλη.

   Ο σερίφης Λάρι Μπάουερς ανοίγει την πόρτα λίγα λεπτά αργότερα από την είσοδο του νεαρού ΜακΚίνεϋ, διακόπτοντας την συζήτηση του ζευγαριού.
   Τους έριξε μια ματιά πριν εισέλθει στο δωμάτιο και κλείσει την πόρτα πίσω του.

   Κάθισε απέναντι από το αγόρι.
«Ελίας, είμαι ο σερίφης Μπάουερς. Θα μπορούσα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις;»

Ο Ελίας έμεινε σιωπηλός, ακίνητος.

   «Πολύ καλά. Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες τον φίλο σου ─ τον Ντόναλντ Τέιλορ;»

Το τίναγμα των χειλιών του δεν περνά απαρατήρητο από το γερακίσιο μάτι του σερίφη. Το βλέμμα του Ελίας παραμείνει χαμηλωμένο στα πόδια του.

   «Είστε πολύ καλοί φίλοι να υποθέσω, πόσα χρόνια τον ξέρεις;»

Ο Ελίας τρέμει ─ από τον φόβο του ή από την χαμηλή θερμοκρασία στο δωμάτιο ανακρίσεων, δεν είναι σίγουρος. «Εδώ φέρνουν τους εγκληματίες, αυτούς που είναι ένοχοι για να ομολογήσουν τις πράξεις του» σκέφτεται.

«Είμαι εγκληματίας»

   «Ελίας!»

Σήκωσε το κεφάλι του με αργές κινήσεις, τα μάτια του δείχνουν τα πρώτα σημάδια μιας επικείμενης καταιγίδας δακρύων. «Δεν έφταιγα εγώ» του είπε.

   Ο σερίφης Μπάουερς απλώνει τους αγκώνες στο τραπέζι. «Για ποιο πράγμα δεν έφταιγες εσύ;»

«Δεν έπρεπε να τον αφήσω να κατέβει εκεί κάτω από την αρχή...»

«Κάτω που, Ελίας;»

Σιωπή.

«...Στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό».

   Ο σερίφης Λάρι Μπάουερς ακουμπά την πλάτη του πίσω στην καρέκλα. Φέρνει την παλάμη του στο πηγούνι του και τρίβει την λιγοστή τριχοφυΐα─ μια σκιά κάτω από τον φωτισμό της λάμπας φθορίου.

«Τι δουλειά είχατε να πάτε εκεί;» συνεχίζει την ανάκριση, το ένστικτο του τον προειδοποιεί πως αυτό δεν είναι το τέλος.

«Απλώς παίζαμε... απομακρυνθήκαμε μαζεύοντας σκουπίδια για την ημέρα εθελοντισμού. Την μια στιγμή ήταν εκεί. Την άλλη ήταν εξαφανισμένος»

«Πού πήγε;»

«Χάθηκε κύριε Μπάουερς»

«Ελίας...»

«Τον πήρε το τρένο»

   Ο σερίφης αρκετά ανέχτηκε αυτές τις παιδιάστικες μπούρδες. Συγκράτησε το κομμάτι της εξαφάνισης του Ντόναλντ Τέιλορ ─ αλλά μα το Θεό δεν θα πίστευε ποτέ την ιστορία με το τρένο. Ήταν η χιλιοστή φορά που κάποιος ερχόταν στο τμήμα και ανέφερε αυτό το παραμύθι στην κατάθεση του.

   Η καρέκλα έτριξε στο πάτωμα καθώς την τράβηξε πίσω, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

«Χάθηκε κύριε Μπάουερς... τον πήρε το τρένο»


[...]

   «Εδώ Ντάκι Τέιλορ, ακούει κανείς; Όβερ.» ο Ντον ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή στο γουόκι τόκι. Τα λόγια του αντήχησαν στο κενό χωρίς να φέρουν πίσω κάποια απάντηση.
   Ήταν καθισμένος σε μιαν άκρη στο πάτωμα του διαδρόμου─ χωμένος ανάμεσα σε δύο καθίσματα. Τα σκονισμένα, βρώμικα παράθυρα αντικριστά από την σειρά καθισμάτων στην οποία βρισκόταν, φανέρωναν ένα τοπίο παραμορφωμένο από έξω.

   Για μια στιγμή, νόμισε πως είδε μια πελώρια σκιά να παραμονεύει στον ορίζοντα. Μαζεύτηκε περισσότερο κάτω από το κάθισμα, τα γόνατα του ακουμπούσαν το στέρνο του. Το χέρι που κρατούσε το γουόκι τόκι ήταν τυλιγμένο γύρω τους.
   Στριγγλιές ακούγονταν από το διπλανό βαγόνι. Ένα έντονο πορφυρό φως τρυπώνει μουλωχτά και φωτίζει τους κατάμαυρους τοίχους που τον περιέβαλαν, λεπτές δεσμίδες φωτός απλώνονται μπροστά στα πόδια του. 
   Η βαριά σκουριασμένη πόρτα άνοιξε με δύναμη, η πύρινη φλόγα κατέκλυσε τις αισθήσεις του. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του να προστατευτεί από το εκτυφλωτικό φως.

   Δεν έβλεπε τι γινόταν, όμως ένιωθε την αφόρητη ζέστη να καίει το σώμα του, αισθάνθηκε σαν να αγκάλιαζε τον ήλιο. Φαντάστηκε να γίνεται καυτός μετεωρίτης─ ένας μετεωρίτης ο οποίος προοριζόταν για την καταστροφή του. Το κόκκινο φως αντικαταστάθηκε από ένα κατάλευκο, σαν πέπλο μεταξένιο που έλουσε ολόκληρο το βαγόνι με το θερμό του άγγιγμα.

   Η όψη του σκοτεινού χώρου μεταμορφώθηκε σε ένα πιο οικείο σκηνικό. Το καυτό βαγόνι, η μυρωδιά της σκουριάς και οι στριγγλιές εξαφανίστηκαν. Ο Ντον διστακτικά κατέβασε τα χέρια του από το πρόσωπο του, μπροστά του εμφανίστηκε το δωμάτιο του πίσω στο Σάουθ Γκρέης.

«Τι συμβαίνει

   Δεν μπόρεσε να αντισταθεί σε αυτήν την μικρή γεύση οικειότητας που του φανερώθηκε σαν άγιο όνειρο. Η εικόνα του δωματίου του τού έφερε ένα γαλήνιο συναίσθημα που καθησύχασε τα τρελά καρδιοχτύπια του.
   Σηκώθηκε από το πάτωμα και στα γυμνά του πόδια ένιωσε την χνουδωτή μοκέτα απλωμένη στο υπνοδωμάτιο του.

   Ήταν ντυμένος με φόρμες που μόνο μέσα στο σπίτι φορούσε. Ανήκαν στον μεγάλο του αδερφό, όμως ήταν αρκετά στενές για εκείνον. Τον Σκοτ δεν τον πείραζε που δανειζόταν ρούχα ο αδερφός του από την δική του ντουλάπα, αρκεί να ήταν αυτά που δεν συνήθιζε να φοράει ή δεν του χωρούσαν.

   Περπάτησε στο κρεβάτι του και άρπαξε ένα τετράδιο από το συρτάρι σκίζοντας ένα φύλλο, η πόρτα του δωματίου του άνοιξε και είδε την μαμά του να στέκεται στο κούφωμα της πόρτας με τα χέρια της σταυρωμένα κάτω από το στήθος της.  
   Περιεργάζεται τον χώρο πριν μιλήσει. «Πότε σκοπεύεις να συμμαζέψεις το δωμάτιο σου Ντον;» τον ρωτάει με το ένα φρύδι σηκωμένο.

«Μαμά... σε λίγο» γκρίνιαξε.

   Η Φράνι δεν είπε τίποτα παραπάνω και επιδεικτικά έστρεψε τον δείκτη της προς το μέρος του δίνοντας του μια άηχη προειδοποίηση. Εκείνος ένευσε καταφατικά και χαμογέλασε δείχνοντας περήφανος το χαριτωμένο χαμόγελο του Ντον Τέιλορ.  
   Στριφογύρισε τα μάτια της πριν φύγει, γνωρίζοντας πολύ καλά πως εάν καθόταν θα υπέκυπτε ολότελα στο αθώο βλέμμα του παιδιού της.

   Η πόρτα πίσω της έκλεισε, αφήνοντας τον μόνο του και πάλι να φτιάχνει χάρτινα καραβάκια για την επόμενη φορά που θα κατέβαιναν με την παρέα στην λίμνη να παίξουν ναυμαχία.

   Κάθε δίπλωμα του χαρτιού σκιζόταν κατά λάθος γιατί το έφτιαχνε με λανθασμένη τεχνική. Του είχε δείξει ο Ζίγκι πως τα έφτιαχνε εκείνος και έδειχναν πολύ πιο ωραία από τα κλασσικά καραβάκια. Το ξέχασε όμως το σχέδιο σχεδόν αμέσως.
   Σκέφτηκε να τα παρατήσει και να τα φτιάξουν μαζί με τον φίλο του αργότερα, αλλά πείσμωσε αρκετά εκείνη την στιγμή και έσκισε ένα ακόμη φύλλο από το τετράδιο.

«Άχρηστο καράβι!»

   Πέταξε όλα τα αποτυχημένα καραβάκια κάτω στο πάτωμα νευριασμένος και αποφάσισε να φτιάξει όπως ξέρει εκείνος. Ο Σκοτ, φουριόζος, μπήκε μέσα στο δωμάτιο και έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάτι στο γραφείο του μικρού του αδερφού.

   «Έη, τι κάνεις;» τον σταματάει. Η προσοχή του Σκοτ στράφηκε πάνω του. «Ψάχνω κάτι που έκρυψα στο δωμάτιο σου μήπως το είδες;»

   «Αφού είναι κρυμμένο πως περιμένεις να ξέρω τι είναι και που το έβαλες;» απάντησε γέρνοντας ελαφρώς στο πλάι το κεφάλι του. «Κάτσε, γιατί είναι στο δικό μου δωμάτιο;»

   Ο Σκοτ χαμογέλασε πλατιά και εξήγησε στον μικρό του αδερφό:
«Γιατί είναι το τελευταίο μέρος που θα έψαχνε η μαμά, γι' αυτό»

   Ο Ντον ένευσε θετικά σαν να καταλάβαινε, αλλά τον αγνόησε και συνέχισε να φτιάχνει καραβάκια. Όταν και εκείνο αποδείχθηκε αποτυχία, ξεφύσηξε αγανακτισμένος, το έκανε μπαλάκι, και το πέταξε στον κάδο δίπλα στο γραφείο χωρίς να αστοχήσει.
   Περήφανος ο Σκοτ κούνησε το κεφάλι του και γύρισε να κοιτάξει τι προβληματίζει τον μικρό. «Με βοηθάς;» ζήτησε κρατώντας στο χέρι του ένα καινούριο φύλλο χαρτί.

   «Γιατί καταστρέφεις τα τετράδια σου ρε Ντον; Η μαμά θα γίνει έξαλλη»

   «Ηρέμησε δεν είναι του σχολείου. Θέλω να φτιάξω εκείνα τα χάρτινα καραβάκια σαν αυτά που κάνει ο Ζίγκι, ξέρεις να φτιάχνεις;»

   Ο Σκοτ έκατσε δίπλα του και πήρε το κομμάτι χαρτιού από τα χέρια του. Με γρήγορες κινήσεις και εύκολα διπλώματα που ο Ντον δεν θυμόταν όταν του έδειξε ο Ζίγκι, είχε ήδη φτιάξει ένα καραβάκι που θα έπλεε αύριο την βροχερή ημέρα στα μικρά ποταμάκια των δρόμων.

   «Έτσι καλά είναι;» του παρέδωσε το τελειωμένο καραβάκι και ο μικρός Ντον χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του. «Ναι ευχαριστώ!» σηκώθηκε στα γόνατα του και έπεσε στην αγκαλιά του αδερφού του σφίγγοντας τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του, ενώ παράλληλα κρατούσε και το χάρτινο καραβάκι που του έφτιαξε. Έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο του Σκοτ όπως έκανε και πιο μικρός όταν νύσταζε. «Τώρα μένει μόνο να το αδιαβροχοποιήσεις με κερί»

   Ξαφνικά, το κράτημα που είχε ο μεγαλύτερος Τέιλορ χαλάρωσε και ο Ντον παραλίγο να πέσει. Χαμογέλασε όταν είδε τον Σκοτ να ξαπλώνει στο κρεβάτι τραβώντας τον μαζί με το βάρος του. Δεν κατάλαβε ότι σταμάτησε να κινείται όταν φώναξε το όνομα του.
   «Σκότ. Σκότι...σήκω!» είπε γελώντας από κάτω του. Ήταν βαρύς και τον έλιωνε στο πάπλωμα. Χτύπησε ελαφρά το στέρνο του αλλά δεν αντέδρασε.
   Το κεφάλι του ήταν πεσμένο στην άκρη του λαιμού του Ντον και δεν έβλεπε το πρόσωπο του. Με τα μικρά του χέρια το έστρεψε προς το μέρος του και τσίριξε τρομαγμένος όταν είδε τις κόκκινες ρυάκια να ξεκινούν από τα μάτια του και να κυλούν στα μάγουλα του. Εκεί όπου έβλεπε τα κάστανα μελί μάτια του αδερφού του τώρα αντίκρισε ένα σκοτεινό μαύρο, με μια σατανική αύρα να περιβάλλει την ήρεμη πρόσοψη του Σκοτ Τέιλορ.

   Προσπάθησε να τον πάρει από πάνω του αλλά το άψυχο σώμα του έμοιαζε δέκα φορές βαρύτερο πάνω στο δικό του. Το χάρτινο καραβάκι στο δεξί του χέρι άναψε φωτιά καίγοντας την παλάμη του. Το πέταξε άτσαλα στο πάτωμα και η φωτιά εξαπλώθηκε στο χαλί φωτίζοντας το δωμάτιο με ένα πορτοκαλοκόκκινο χρώμα.

   «Σκοτ!» φώναξε απελπισμένα.

Δεν απάντησε.

   Σηκώθηκε ξαφνικά σαν να επανήλθε στην ζωή, με φλεγόμενα δαιμονικά μάτια. Την κατάμαυρη κόρη των ματιών του περικλείουν δύο πύρινα δαχτυλίδια, οι φλόγες τους να καίνε ζωηρές μέσα του.

   Έπιασε τον μικρό λαιμό του στα χέρια του και έσφιξε με όλη του την δύναμη. Ο Ντον τρόμαξε και με τα νύχια του προσπάθησε να πληγώσει τα χέρια του Σκοτ ως αντανακλαστικό για να ελευθερωθεί από την σφιχτή λαβή του.

«Σκότ»

«Σκότι...»

«ΣΚΟΤ!»

[...]

will they find Don?
Νέο κεφάλαιο. Νέες εξελίξεις.

Αφήστε στα σχόλια τις εντυπώσεις σας, ή όχι I don't care ( με νοιάζει μην με ακούτε )

Καλήν ανάγνωση!

─tatiana

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro