Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

v. nightmare on west manor

Κεφάλαιο πέντε
«Εφιάλτης στην έπαυλη Γουέστ»

━━━━━━


Τρίτη

𝟥 : 𝟧𝟨 AM

   Ξημερώματα Τρίτης. Τέσσερις παρά. Έξω στους δρόμους επικρατούσε ακόμα μια νύχτα φονική, αρνούμενη να του τάξει τον ήλιο να ανέλθει για κάμποσα δευτερόλεπτα στην ζέστη αγκαλιά του φωτός.
   Το πάπλωμα έπεφτε βαρύ πάνω του, τον πίεζε στο στέρνο, ασφυκτιούσε. Προσπάθησε να κοιμηθεί, αλήθεια. Αλλά για έναν δειλό ή τιμωρία ήταν χειρότερη από την αϋπνία.

«Πάρε εμένα ... Πάρε εμένα ...»

   Ανασάνει με ανωμαλίες, γρήγορες εισπνοές, τρεμάμενες εκπνοές. Υπενθυμίζει στον οργανισμό του πως το οξυγόνο ήταν αναγκαίο για την ζωή.

   «Τι ήταν αυτό

   Ένας χτύπος, όχι, δύο χτύποι στην ξύλινη λευκή πόρτα του δωματίου του. Τρόμαξε. Κοίταξε πάλι το παράθυρο, τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Οι κουρτίνες ακίνητες.
   Δεν έδωσε απάντηση, μάλλον, υπέθεσε, πως το φαντάστηκε.

   Σηκώθηκε από το κρεβάτι. Οι πιτζάμες του ήταν καθαρές, κανένα ψεγάδι που να τον ενοχοποιούσε. Κανένας κόκκινος λεκές.

   «Ελίας;» η απαλή, στοργική φωνή της μητέρας του τον ηρεμεί.

   «Αγάπη μου όλα καλά;» συνέχισε. Ο γδούπος και τα κλαψουρίσματα στις δύο τα ξημερώματα της φάνηκαν ανησυχητικά.

   Τράβηξε την μεταξένια ρόμπα σφιχτά γύρω από την μέση της.

   Ο Ελίας πλησίασε το παράθυρο με προσεκτικές κινήσεις.

   Η Άντζελα δεν ήθελε να μπει μέσα αν ο Ελίας δεν το επέτρεπε, ήταν υποστηρίκτρια της ελεύθερης ανατροφής των παιδιών. Σεβόταν το δικαίωμα της ιδιωτικότητας και του χώρου και προσπάθησε να μεγαλώσει τον Ελίας με τις αρχές αυτές.

Αθόρυβα και χωρίς να αργεί τις κινήσεις του, ανοίγει το παράθυρο.

   Γνώριζε πως χρειαζόταν τον χώρο του και αν ζητούσε βοήθεια θα την προσέφερε. Η Άντζελα ΜακΚίνεϋ φιλοδοξούσε να μεγαλώσει ο Ελίας ένας ανεξάρτητος νεαρός και σίγουρος για τις αποφάσεις του. Ωστόσο δεν έλαβε καμιά απάντηση.

   Ελευθέρωσε ένα χέρι και χτύπησε ελαφρά την πόρτα με τις κλειδώσεις των δαχτύλων της. Τόσο σιγανά που σχεδόν δεν το άκουσε ούτε η ίδια. Η γνώριμη σιγή απλώθηκε στην μονομερή συζήτηση τους και αποφάσισε να γυρίσει το πόμολο της πόρτας και να μπει μέσα.

Διστακτικά, βγάζει το δεξί του πόδι έξω και πατά στο περβάζι.

   «Ελίας μπαίνω μέσα» τον προειδοποιεί.

Προσγειώνεται ομαλά στους θάμνους της αυλής. Το παραθυρόφυλλο χτυπάει με δύναμη στο τοίχο.

   «Ελίας;» ρώτησε ανησυχητικά, αντικρίζοντας το άδειο, ακατάστατο κρεβάτι.

   Περιεργάστηκε όλο το δωμάτιο με τα γουρλωμένα κατάμαυρα μάτια της. Η σχολική του τσάντα ήταν πεταμένη άτσαλα στο πάτωμα δίπλα από τα βιβλία του. Το γραφείο γεμάτο χαρτιά και φωτοτυπίες, κάποιες τσαλακωμένες άλλες τέλειες χωρίς ζάρες. Μολύβια σκορπισμένα στο γκρίζο χαλί, το οποίο είχε διαλέξει ο ίδιος. Είχε την στάμπα ενός αγαπημένου του σούπερ ήρωα (του Σπάιντερμαν) στην μιαν άκρη.

   Περπάτησε λίγο πιο μέσα και σήκωσε ένα─ένα τα μολύβια και τα στυλό, βάζοντας τα στο μικρό βαζάκι πάνω στο ράφι του γραφείου. Το δωμάτιο του Ελίας είχε ένα μικρό μπάνιο, στην θέση όπου θα χτιζόταν το δωμάτιο─ντουλάπα. Του αρκούσε μόνο ένα μικρό κομοδίνο για τα λιγοστά, αλλά καλά, ρούχα του. Άδικα αγχωνόταν τόση ώρα. Πιθανόν να είναι στο μπάνιο.

   «Είσαι μέσα;» ρώτησε φωναχτά χτυπώντας ακόμη μια πόρτα με την ελπίδα να ακούσει την φωνή του γιού της.

   Περίμενε να ακούσει τον Ελίας να ωρύεται και να φωνάζει πως «Ούτε να χέσει κάποιος με την ησυχία του δεν μπορεί σε αυτό το σπίτι» και εκείνη θα απαντούσε με : «Πρόσεχε πως μιλάς νεαρέ». Το είχε προβάρει στο μυαλό της.

   Όταν για δεύτερη συνεχή φορά δεν έλαβε καμία απάντηση, ούτε κάποιο χυδαίο σχόλιο από τον Ελίας, η ανησυχία της εντείνεται μαζί με την σιωπή. Ήταν αποπνικτική, σχεδόν φονική.
   Κρύος ιδρώτας την έλουσε όταν η πόρτα του μικρού μπάνιου άνοιξε μόνη της, ξεκλείδωτη. Έτριξε στο άνοιγμα της από την ταλαιπωρία του χρόνου, χρειαζόταν επισκευή. Ανατρίχιασε με τον τσιριχτό ήχο, όμως δεν έδωσε σημασία. Το μπάνιο ήταν άδειο, κανένα ίχνος του Ελίας πουθενά στο δωμάτιο του.

   Πανικοβλημένη έτρεξε στο παράθυρο το οποίο βρήκε ανοιχτό, οι ανοιχτόχρωμες κουρτίνες να ανεμίζουν σαν φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της. Σάρωσε με το βλέμμα της την αυλή, το φως από το λαμπάκι με ανιχνευτή κίνησης στην βεράντα, ήταν αναμμένο.

   Αναστέναξε φοβισμένη. Ο Ελίας τριγυρνούσε μες στην άγρια νύχτα στους δρόμους.
   Έκλεισε το παραθυρόφυλλο νιώθοντας την ψύχρα να τρυπάει βαθιά ως το κόκαλο. Εξήλθε από το δωμάτιο τρέμοντας και προχώρησε προς την κρεβατοκάμαρα. Ο σύζυγος της κοιμόταν ανενόχλητος, βυθισμένος στην άγνοια ενώ εκείνη κόντευε να χάσει το μυαλό της.

   Έκατσε στην μεριά του κρεβατιού του και τον τράνταξε έντονα από τον ώμο να ξυπνήσει. «Ντρέηκ» ψέλλισε αδύναμα, η φωνή της λύγισε και αισθάνθηκε τα μάτια της να υγραίνονται με ζεστά δάκρυα. «Ξύπνα, ο Ελίας δεν είναι σπίτι!» άρχισε να φωνάζει υστερικά. «Ντρέηκ ξυπνά, έφυγε!» Οι κραυγές της τον ξύπνησαν, τα αναφιλητά της έκαναν την καρδιά του να τρέμει.

   «Άντζι; Ποιός δεν είναι σπίτι;» ρώτησε σαστισμένος, ο ύπνος βαρύς ακόμη στα βλέφαρά του, αδυνατούσε να την δει καθαρά. Σηκώθηκε από την ξαπλωμένη στάση του και άρπαξε τα στρογγυλά γυαλιά οράσεως από το κομοδίνο δίπλα στο προσκεφάλι του.

   Έχοντας μια πιο διαυγή εικόνα, ο Ντρέηκ ΜακΚίνεϋ πρόσεξε τα ρυάκια δακρύων στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα της συζύγου του.

   «Ο Ελίας ... το έσκασε, δεν είναι στο δωμάτιο του»

   Αγκάλιασε την γυναίκα που έκλαιγε δίχως αύριο, προσπαθώντας να επαναφέρει την αναπνοή της στο φυσιολογικό. Τσέκαρε το ρολόι στο κομοδίνο. Διάβασε την ώρα μέσα από τα έντονα, φωτεινά, κόκκινα νούμερα.

𝟢𝟦 : 𝟤𝟢

   «Πρέπει να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον, οποιονδήποτε, την αστυνομία. Γιατί έφυγε, πού πήγε;» παραμιλούσε άθελά της ενώ βρισκόταν εσώκλειστη στα χέρια του συζύγου της ψάχνοντας συμπαράσταση, να ηρεμήσει τις σκέψεις της και τον τρελό χτύπο της καρδιάς της.

   «Άντζι, θέλω πρώτα να ηρεμήσεις. Μπορεί να μην είναι τόσο σοβαρό όσο φαίνεται. Είναι δεκατρία που θα μπορούσε να πάει;»

   Σοκαρισμένη γύρισε να τον κοιτάξει. «Πώς μπορείς να το λες αυτό, δεν το γνωρίζεις μην μου λες να ηρεμήσω αν δεν είσαι σίγουρος Ντρέηκ!»

   Τον μικρό άσκοπο καυγά τους διέκοψε το σταθερό τηλέφωνο που χτυπούσε κάτω στην κουζίνα. Το ασύρματο τηλέφωνο συνδεδεμένο με εκείνο κάτω, βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην μεριά του κρεβατιού της Άντζελα. Σηκώθηκε αμέσως να το σηκώσει.
   «Παρακαλώ;» απάντησε ρουφώντας την μύτη της. Σκούπισε τα δάκρυα της με την παλάμη του χεριού της, σαν να ντρεπόταν μην την δει αυτός που συνομιλούσε, αν και παράλογο, δηλαδή αδύνατον μέσα από μια γραμμή τηλεφώνου.

   «Άντζελα; Η Φράνι είμαι ... Μπορείς να πεις στον Ντον να αρχίσει να ετοιμάζεται για το σπίτι, ξέρω είναι νωρίς. Συγγνώμη για την αναστάτωση» τα λόγια της καλής της φίλης Φράνι Γκρέτσεν─Τέιλορ άνοιξαν το ασκί απελευθερώνοντας περισσότερες ερωτήσεις.

   Έχοντας ξεπεράσει το αρχικό σοκ, η Άντζελα απαντάει: «Λυπάμαι, αλλά ο Ντον δεν πέρασε την νύχτα εδώ, ο Ελίας γύρισε μόνος. Δεν ανέφερε τον Ντον»

   Μπορούσε να νιώσει την απότομη αλλαγή στην διάθεση της Φράνι. Το οξυγόνο έπηξε στα πνευμόνια της και ένιωθε να πνίγεται. Αναρωτήθηκε αν ήταν δυνατόν να σταματήσει εντελώς η καρδιά κάποιου στο άκουσμα δυσάρεστων ειδήσεων.
   «Τι εννοείς δεν πέρασε την νύχτα; Ο Ελίας μου είπε πως ήταν εκεί χθες βράδυ όταν τηλεφώνησα στο σπίτι»

   Το ανήσυχο βλέμμα της Άντζελα συνάντησε εκείνο του άντρα της. Ο Ντρέηκ καθόταν σε απόσταση αναπνοής από την σύζυγό του στο τηλέφωνο και άκουγε καθαρά την συζήτηση. Και οι δύο φαίνονταν εξίσου μπερδεμένοι με την κατάσταση.

   Η εξαφάνιση του Ντον δεν ήταν συμπτωματική με αυτή του Ελίας, κάτι έπρεπε να σχεδιάζουν αυτοί οι δύο στα κρυφά και άφησαν τους γονείς του στο σκοτάδι, να ανησυχούν σαν τρελοί. «Φράνι ούτε ο Ελίας είναι σπίτι ... λες να σκαρώνουν κάτι; Δεν σου ανέφερε τίποτα;»

   «Δεν γύρισε καν σπίτι αυτό είναι το πρόβλημα, έχω να τον δω από χθες το πρωί, όταν χωριστήκαμε στο κοινοτικό κέντρο!» αναστέναξε εξουθενωμένα.

   «Εντάξει, θα βρω κάτι μην ανησυχείς. Ίσως ο σερίφης βοηθήσει να τους βρούμε. Είναι πολύ πιθανόν να είναι μαζί τώρα και να μην αντιλαμβάνονται την σύγχυση που έχουν προκαλέσει» τελειώνοντας, η Άντζελα καληνυχτίζει την Φράνι. Η τηλεφωνική γραμμή διακόπηκε.

   Η επόμενη κλήση θα γινόταν στο αστυνομικό τμήμα από μια έξαλλη μητέρα.

[...]

𝟦 : 𝟧𝟩 AM

   «Που θα μπορούσε να πήγε; Γιατί κάνει τέτοια πράγματα;» η Φράνι κατέρρευσε στον καναπέ, κρατώντας το μέτωπο της με την παλάμη του χεριού της.
   «Αυτό το παιδί θα με πεθάνει αν συνεχίσει έτσι»

   Ο σύζυγος της, Ρόλαντ, καθόταν δίπλα της και της έκανε αέρα. Η Φράνι σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ. «Σηκωθείτε, πάμε να τον βρούμε» τους είπε.

   Προχώρησε στην κουζίνα, έπιασε στα τρεμάμενα χέρια της το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε τον αριθμό του τοπικού αστυνομικού τμήματος στο καντράν.

  «Αστυνομικό Τμήμα Σάουθ Γκρέης, πώς μπορώ να σας βοηθήσωη απαλή φωνή της γραμματέως του σερίφη Μπάουερς σήκωσε το τηλέφωνο.

   «Σάρα;»

   «Φράνι; Τι συμβαίνει, γιατί τηλεφωνείς στο τμήμα

   «Δόξα το Θεό είσαι εσύ, ο Μπάουερς είναι εκεί;»

   Μια ολιγόλεπτη σιωπή ακολούθησε την ερώτηση της ανήσυχης μητέρας.
   Η Σάρα Κλέμονς φαινόταν να συνομιλεί με κάποιον από το τμήμα, η φωνή της απόμακρη, αχνοί ψίθυροι στην τηλεφωνική γραμμή.

   «Ο σερίφης Μπάουερς δεν έχει έρθει ακόμα στο τμήμα. Φράνι τι συμβαίνει

   Η μητέρα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Απογοητευμένη. Δάγκωσε δυνατά το κάτω χείλος της για να σταματήσει το τρέμουλο.

   «Πες του να κατέβει στο τμήμα, ο γιος μου εξαφανίστηκε, δεν ήρθε σπίτι χθες βράδυ. Νόμιζα πως έμενε σε έναν φίλο του αλλά...» τα λόγια της κόπηκαν απότομα. Ένας λυγμός ξέφυγε από το λαιμό της, η σοβαρότητα της κατάστασης εμφάνιζε το πραγματικό της βάρος πάνω στους ώμους της.

   «Χριστέ μου, θα τον ενημερώσω Φράνι. Όλα θα πάνε καλά σε παρακαλώ, μην ανησυχείς»

   Η Φράνι ακούμπησε το ακουστικό στην θέση του, το χέρι της ήρθε και κάλυψε το στόμα της. Εξαναγκάζει τον εαυτό της να πάψει να καταρρέει, να βγει έξω, να αναλάβει τα ηνία και να ψάξει για τον γιο της.

   «Πού να πήγε; Πού να πήγε σιγομουρμουρίζει.

   Ο Σκοτ και ο Ρόλαντ φόρεσαν τα μπουφάν τους και περίμεναν στην πόρτα.

   Η Φράνι πήρε το καφέ παλτό της από τον καλόγερο και φόρεσε το μάλλινο σκουφάκι της.

   «Πάρτε τα κινητά σας τηλέφωνα, σε περίπτωση που χρειαστεί να χωριστούμε».

[...]


𝟧 : 𝟣𝟦 AM

   Το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο αέρας ένιωθε με παγερή σφαλιάρα στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα του. Στον πανικό και την βιασύνη του δεν φόρεσε παπούτσια προτού πηδήξει από το παράθυρο.
   Ξυπόλητος, φορώντας μονάχα μια λεπτή, άσπρη αμάνικη φανέλα και το κάρο παντελόνι της πιτζάμας του, γυροφέρνει τους δρόμους του Σάουθ Γκρέης ελπίζοντας πως θα εξαγνίσει από το μυαλό του τις μοχθηρές σκέψεις, συναισθήματα απέχθειας, μίσους για την δειλία του. Ο Ντον πέθανε εξαιτίας του.

   «Γιατί ο κόσμος να είναι τόσο γαμημένα άδικος;»

   «Γιατί να συμβαίνει κάτι τόσο απαίσιο στους πιο καλοσυνάτους ανθρώπους;»

   «Γιατί είσαι τόσο χέστης που άφησες τον κολλητό σου να πεθάνει για να σώσεις το τομάρι σου

   Βασανίζει αδιαλείπτως τον εαυτό του με σκέψεις παρόμοιου περιεχομένου, καθώς βαδίζει ασύνειδα σε μια κατεύθυνση που τον οδηγούν τα γυμνά πέλματα του.

   Τα χαλίκια από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο καρφώνονται στην λεία επιφάνεια του ποδιού του, ο πόνος ένα μούδιασμα στο πίσω μέρος του μυαλού του.

   Έφτασε στην διασταύρωση της Κόρμπι Στριτ με την Λέην, αν συνέχιζε ευθεία ο δρόμος εν τέλει θα κατέληγε στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό.

   Το υποσυνείδητο του τον οδηγεί σε ένα οικείο μέρος. Ένα μέρος για εκείνον και τους καλύτερους του φίλους. Η έπαυλη Γουέστ βρισκόταν στα σύνορα της μικρής γειτονικής κομητείας του Σάουθ Γκρέης ─το Γουέστ Χηλ. Η επαρχιακή κομητεία ήταν χτισμένη σε μια σειρά από λόφους· πάνω σε έναν από αυτούς κατασκευάστηκε ένα πελώριο κτίσμα, η οικεία της οικογένειας Γουέστ, στις αρχές του 19ου αιώνα.

   Ο Γιόνας ─φανατικός οπαδός της ιστορίας του Σάουθ Γκρέης και των γειτονικών επαρχιών─ πρότεινε το μέρος μετά από μία επίσκεψη του στην δημοτική βιβλιοθήκη του Γυμνασίου.

   Οι Γουέστ ήταν μια παντοδύναμη, οικονομικά, οικογένεια. Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στρατολόγησαν τους άντρες της οικογένειας στο πρώτο μέτωπο. Ο θάνατος τους ήταν ολέθριος, τιμήθηκαν σαν ήρωες.

    Η έπαυλη υπήρξε χρόνια εγκαταλειμμένη από τους νόμιμους κληρονόμους της. Κανένας ποτέ δεν επέστρεψε να το διεκδικήσει, οι γυναίκες της οικογένειας κατέφυγαν στην Ευρώπη.
   Η μεσιτική εταιρεία των Γκούντγουιν και Μαρς, έκριναν την οικεία ακατάλληλη για κατοίκηση. Τα χρόνια υγρασίας και μούχλας απλώθηκαν μουλωχτά στους λεπτούς τοίχους, μια βόλτα μέσα στο κτίσμα σου προκαλούσε αναπνευστικά προβλήματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.
   Ξεφτισμένες ριγέ ταπετσαρίες. Παλιά βικτοριανά έπιπλα, δάδες στους διαδρόμους. Πολλοί το δήλωσαν στοιχειωμένο, η επιβλητική πρόσοψη του κτιρίου ήταν τρομακτική σε κάποιους.
   Μαρμάρινα αγαλματίδια τα οποία παρίσταναν αγγέλους που έκλαιγαν περιτριγύριζαν τον μπροστινό κήπο. Ένας ακόμη λόγος που προκαλούσε ανατριχίλα στους παραβάτες.
   Βέβαια, εξίσου πολλά ήταν και τα άτομα που θαύμαζαν την αρχιτεκτονική της έπαυλης Γουέστ, την διακόσμηση, την τέχνη που κοσμούσε τους τοίχους και τις αυλές.

   Ίσως ήταν χαζή ιδέα να το επισκεφθούν. Για πλάκα.
   Όλα ξεκίνησαν από μία πρόκληση θάρρους που έκανε ο Ελίας στον Ντον. Ο μικρός Τέιλορ φυσικά δεν μπόρεσε να αρνηθεί. Η ιδέα είχε εξάψει την φαντασία του.

   «Στοίχημα τα τέτοια σου, δεν τολμάς να πατήσεις πόδι εκεί μέσα» προκάλεσε ο Ελίας.

   Η παρέα των τεσσάρων παιδιών είχε μαζευτεί στο υπόγειο του σπιτιού του Ντον, ένα επιτραπέζιο παιχνίδι Ναυμαχίας στρωμένο στο τραπέζι στην μέση του δωματίου.
   Οι ομάδες ήταν δύο─το απόρθητο Θωρηκτό και οι Κόκκινη Μάστιγα─ ο Ελίας μαζί με τον Ζίγκι ενάντια στον Γιόνας και τον Ντον.

   «Έτσι νομίζεις; Στοίχημα τα δικά σου πως τολμώ και παρατολμώ» απάντησε αλαζονικά ο Ντον, απαριθμώντας μια θέση στον πίνακα.
   Το πλοίο του Ελίας και του Ζίγκι βυθίστηκε.

   «Φίλε, το μέρος είναι στοιχειωμένο. Γιατί να θέλεις να μπλέξεις με πνεύματα και στοιχειά» ο Ζίγκι κούνησε το κεφάλι του, απαξιώνοντας την ιδέα.

   «Ζίγκι φοβάσαι μήπως;» αντιγύρισε ο Ελίας.

   Ο Γιόνας δεν μίλησε, σκεφτόταν τακτικές να ρίξει και τα υπόλοιπα πλοία των δύο χαμένων μπροστά του. «C5 Ντάκι, τους έχουμε» του ψιθυρίζει.
   «Όχι, F4 είμαι σίγουρος. Ο Ελίας φρικάρει αν δεν υπάρχει συμμετρία πίστεψε με»

   Ο Ζίγκι προχωρά και τους λέει τον συνδυασμό της κάθετης και οριζόντιας σειράς, χάνει, δεν βρίσκει κομμάτι του πλοίου τους.

   Ο Ντον κοιτά τον Ελίας, έπειτα στρέφει το βλέμμα του σε αυτό του συμπαίκτη του με νόημα, σαν να λέει «Παρακολούθα».

   «F4 χαμένα κορμιά»

   Ο Ελίας χτυπάει το τραπέζι με την γροθιά του. Τα κομμάτια του παιχνιδιού τραντάζονται. «Γαμώτο Ντάκι! Μας κλέβεις παλιοτσούχτρα»

   «Ή είσαι απλώς προβλέψιμος Ελ, παραδέξου την ήττα σου σαν άντραςφωνάζει ο Γιόνας.

   Ο Ντον είχε δίκιο.

   Ο Ελίας δεν τα παράτησε όμως. Ο χαμένος θα πήγαινε στην έπαυλη Γουέστ και θα έμπαινε μέσα μόνος του. Ήταν σίγουρος πως θα κέρδιζε αυτήν την παρτίδα.

   «Σάββατο απόγευμα λοιπόν, στην διασταύρωση της Κόρμπι με την Λέην» έδωσαν υπόσχεση να συναντηθούν την επόμενη εβδομάδα.

   Δεν άφησαν τον Ελίας και τον Ζίγκι να εισέλθουν στην έπαυλη μονάχοι τους. Η παρέα, με τα κεφάλια ψηλά, έκανε το πρώτο βήμα μαζί.

   Βρέθηκε μπροστά στην σιδερένια καγκελόπορτα. Τα περίτεχνα σχέδια στο πάνω μέρος έδιναν αριστοκρατική αύρα που ταίριαζε με το υπόλοιπο κτίσμα.
   Ήταν ακόμη σκοτεινά έξω. Η εποχή δεν επέτρεπε στον ήλιο να κάνει την εμφάνισή του στην κορυφή του ουρανού πριν τις οχτώ το πρωί.
   Το όνομα της έπαυλης ήταν σκαλισμένο πάνω στην καγκελόπορτα.

𝖂𝖊𝖘𝖙 𝕸𝖆𝖓𝖔𝖗

   Ήταν αρκετά ψηλή, μπορούσε όμως να την σκαρφαλώσει. Ωστόσο ήταν πολύ κουρασμένος για να κοπιάσει να ανέβει τα κάγκελα σήμερα. Ήταν και ξυπόλυτος.
   Έτσι, κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος της έπαυλης, κρυμμένη ανάμεσα σε ψηλά αειθαλή δέντρα. Τα κάγκελα πίσω ήταν λίγο χαμηλότερα. Το ένα από αυτά μάλιστα είχε ξεχαρβαλωθεί από τα υπόλοιπα, το έσπασαν για να χωρέσουν τα κορμιά τους από την εσοχή.

   Διέσχισε την μεγάλη αυλή, το σκούρο πράσινο γρασίδι έμπαινε ανάμεσα στα γυμνά δάχτυλα των ποδιών του. Το νοτισμένο από την υγρασία χορτάρι σκόρπισε ένα κύμα ανατριχίλας σε όλο του το κορμί.
   Βρεγμένα, ξερά, φύλλα κολλούσαν στις πατούσες του αλλά δεν έδωσε σημασία. Συνέχισε την μεγάλη διαδρομή που τον οδήγησε στο μπροστινό μέρος της έπαυλης. Ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά, παρατηρώντας τις βαθιές αμυχές στο μάρμαρο κάτω από τα πόδια του.
   Έφτασε στην βαριά πόρτα του κτίσματος, μια εβένινη ─σκαλιστή στο χέρι─ ξύλινη πόρτα, σχέδια ζώων και δαιμόνων ζωγραφισμένα επάνω. Προσδίδει μια μεσαιωνική αύρα στην οικία παρόλο που χτίστηκε αιώνες αργότερα.

   Έσυρε προς τα μέσα την πόρτα. Ουσιαστικά αυτό θεωρείται καταπάτηση ιδιωτικής περιουσίας αλλά κανένας δεν ασχολούνταν με αυτό το μέρος της πόλης τώρα πια.

   Το σπίτι ήταν νεκρό εσωτερικά όσο νεκρό φαινόταν και εξωτερικά. Σκοτεινό, γεμάτο σκόνη που κατακάθεται σαν παχιά κουβέρτα σε κάθε επιφάνεια ή πλανάται σε μικροσκοπικά σωματίδια στον αέρα.
   Το ξύλινο πάτωμα έτριζε με κάθε του βήμα. Πλησίασε αργά την κεντρική σκάλα και ανέβηκε στον δεύτερο όροφο όπου βρίσκονταν τα αμέτρητα υπνοδωμάτια. Στον τρίτο όροφο, στο πλατύσκαλο, σταμάτησε και κοντοστάθηκε μπροστά από μια μεγάλη μπαλκονόπορτα.

   Ένα πυκνό, αιώνιο δάσος απλωνόταν από την πίσω μεριά του κτήματος Γουέστ για μίλια.

   Μια βραχνή φωνή, από το πουθενά, τον φώναξε. Το αίμα του πάγωσε. Η γλώσσα του δέθηκε κόμπο, παρ' όλα αυτά το βλέμμα του παραμείνει στυλωμένο στο παράθυρο.

«Ελίας!»


[...]

   Η παράνοια αυτής της νέας πραγματικότητας έχει φέρει τα πάνω κάτω στο μυαλό του Ντον.
   Μόλις λίγα λεπτά πριν, λογομαχούσε με τον Ελίας χωρίς να λογικεύεται απαραίτητα μέσα από την συζήτηση τους. Θυμάται να κατεβαίνουν στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Ήταν η ημέρα εθελοντισμού και έπρεπε υποχρεωτικά να συμμετάσχει, ακόμη κι αν προτιμούσε να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό με τους φίλους.

   Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ακριβώς πόσο καιρό βρισκόταν κλεισμένος σε αυτό το βαγόνι. Ο χρόνος σε αυτόν τον τόπο κυλούσε διαφορετικά. Αυτό το κατάλαβε.
   Η ημέρα βυθιζόταν μέσα στην νύχτα και η νύχτα στην ημέρα, οι γραμμές του πρωινού και του βραδινού κάπου άρχισαν να ξεθωριάζουν.

Δεν είδε φεγγάρι όσο ήταν εδώ, πάρα μόνο εκείνη την φλεγόμενη σφαίρα στον ορίζοντα. Τον ήλιο.

   Τα πάντα έμοιαζαν με το προϊόν ενός ονείρου, ενός πολύ άσχημου όνειρου, ένας ατελείωτος εφιάλτης.
Το τρένο στο οποίο επιβιβάστηκε πάρα την θέλησή του τον ξεγέλασε, του έπαιξε μια γλυκιά μελωδία και τον έμπλεξε στα παχιά, μαύρα, δίχτυα του.
   Άκουγε μέχρι και τώρα την μελωδική μουσική, τον υπνωτίζει και μέσα του νιώθει να ηρεμεί. Κάθε κύτταρο πάλλεται στον ρυθμό, κάθε χτύπος της καρδιάς του υπόκρουση.

   Το συναίσθημα το οποίο βίωνε ήταν ένα παράδοξο. Αντικρουόμενα στρατόπεδα έδιναν μάχη καθημερινά για την θέση στην εξουσία. Το μυαλό του πάλευε με νύχια και με δόντια να διατηρήσει τα κομμάτια της λογικής, της ψυχικής δύναμης. Το σώμα του όμως ήταν αδύναμο, παραδινόταν αμαχητί.

   «Σκοτ» ψέλλισε αδύναμα και φοβισμένα. Άπλωσε το χέρι του σαν να τον είδε μια στιγμή, ήθελε τόσο πολύ να αγγίξει κάτι οικείο και φυσιολογικό. Κάτι, οτιδήποτε, να τον αγκυρώσει στην πραγματικότητα, να του προσφέρει εγγύηση της λύτρωσης, να ηρεμήσει η ψυχή του.

   Η όψη του φύλακα που τον οδήγησε εδώ ήταν αποκρουστική, η σακατεμένη, καμένη σάρκα του μύριζε σαν καψαλισμένο κοτόπουλο. «Όντως μύριζε»

Θα είσαι ασφαλής εδώ, του είπε. Τον άφησε στο πρώτο βαγόνι και πέταξε μακριά.

   Κυρίευσε τις αισθήσεις του και τον ζάλισε σαν ένα άρωμα τόσο έντονο που σου προκαλούσε γλυκό πονοκέφαλο. Έπιασε τους κροτάφους του, τσίριξε, άρχισε να κοπανάει τα χέρια του δεξιά─αριστερά σαν μανιακός. Ο πόνος ο ψυχικός ήταν δέκα φορές χειρότερος από οποιοδήποτε σωματικό τραύμα υπέστη ποτέ στην ζωή του.
   Ένας συνεχής ψίθυρος ηχούσε στον κλειστό χώρο, ένιωθε σαν εγκλωβισμένο λιοντάρι σε στενόχωρο κλουβί. Τα μαλλιά του, ιδρωμένα, κολλούσαν στο μέτωπο του. Τα μάτια του κλειστά σφιχτά, αρνούμενος να τα ανοίξει μήπως ξανά αντικρίσει εκείνο το πλάσμα.

   Δεν του έδωσε όνομα, δεν ήξερε τι ήταν και τι ήθελε. Ήταν μόνο ένα παιδί και δεν το άξιζε αυτό, εκείνον όμως δεν τον ένοιαζε. Προσπάθησε να μπλοκάρει την φρίκη που τον περιέβαλε μήπως και αλήθεια ονειρευόταν. Προσπάθησε να ξυπνήσει, να φανταστεί τον εαυτό του σε μια άλλη κατάσταση και ίσως το μυαλό του τον οδηγούσε εκεί. Τσίμπησε το χέρι του αμέτρητες φορές, κόκκινα σημάδια γέμισαν την επιφάνεια από τον αγκώνα ως το καρπό.

   Δεν ξανά άνοιξε τα μάτια του για το υπόλοιπο της ημέρας (νύχτας;) , γιατί αν τα άνοιγε, ήταν σίγουρος πως δεν θα έμοιαζε πλέον με εφιάλτη αλλά με την νέα , σκληρή, πραγματικότητα.


[...]

notes :

Ο Ελίας και οι επιδράσεις που βιώνει από το συμβάν της 18ης του μηνός στην Ημέρα Εθελοντισμού.

Η προσπάθεια του να ξεφύγει μακριά από την παράνοια της κατάστασης. Οι ενοχές τον προφτάνουν και η αποκάλυψη της αλήθειας δεν αργεί.

Η πρώτη εμφάνιση του Ντον «Ντάκι» Τέιλορ, μετά την απαγωγή του από το τρένο. Πού είναι; Πώς θα γυρίσει πίσω;

Μείνετε συντονισμένοι για το Κεφάλαιο 6, ακόμα να προσθέσετε Το Τρένο στην βιβλιοθήκη σας;

─tatiana

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro