iv. friends tell lies
Κεφάλαιο τέσσερα
«Οι φίλοι ψεύδονται»
━━━━━━
𝟧 : 𝟥𝟢 PM
Το απομεσήμερο της ημέρας εθελοντισμού, η Φράνι Γκρέτσεν─Τέιλορ ήταν στην κουζίνα της. Ολομόναχη στο σπίτι, έχοντας επιστρέψει νωρίτερα από τα αγόρια της, σκέφτηκε να ετοιμάσει το μεσημεριανό ή το βραδινό για να ταυτίζεται το γεύμα με την ώρα.
Τα παιδιά ήταν ακόμη έξω με τους φίλους τους ενώ ο άντρας της από λεπτό σε λεπτό θα χτυπούσε το κουδούνι της εξώπορτας. «Συγγνώμη αγάπη μου, πάλι τα ξέχασα τα άτιμα» θα έλεγε, έπειτα θα έβρισκε τα κλειδιά του πάνω στο τραπεζάκι, δίπλα από την ντουλάπα με τα παπούτσια.
Με ελικοειδής κινήσεις, η γυναίκα μεταφερόταν από την εστία, στον πάγκο, στο ψυγείο και ανάποδα. Η κουζίνα ήταν ο χώρος όπου η Φράνι δημιουργούσε αρμονίες χωρίς μουσικό όργανο, αλλά με μια ξύλινη σπάτουλα.
Ανυπομονούσε να ξεκινήσει η ανοιξιάτικη σεζόν για να συμμετάσχει στο φεστιβάλ «Καλό Φαγητό» δοκιμάζοντας νέες συνταγές και συνδυασμούς.
Το νερό στην κατσαρόλα κοχλάζει, τα κρεμμύδια στο τηγάνι από δίπλα τσιγαρίζονται αποκτώντας μια ζουμερή χρυσαφένια απόχρωση.
Βυθίζει τα σπιτικά φτιαγμένα ζυμαρικά στην κατσαρόλα με το νερό, προσθέτει αλάτι και σβήνει την φωτιά στα κρεμμύδια. Εκτελεί μια πιρουέτα στις μύτες των ποδιών της ως τον φούρνο, όπου έψηνε τα συνοδευτικά σκορδόψωμα. Δεν υπήρχε δείπνο στην οικία Τέιλορ που να μην περιλάμβανε τα λαχταριστά, αφράτα σκορδόψωμα της Φράνι.
Φόρεσε το γάντι της κουζίνας και με μια κίνηση μετέφερε το ταψί με τα κοκκινισμένα ψωμιά στον πάγκο να κρυώσουν. Η ποδιά χαλάρωσε πάνω στη μέση της όταν ο κόμπος στο πίσω μέρος λύθηκε. Κάθε τόσο σταματούσε τον τρελό χορό της και έδενε σφιχτά τα σχοινιά, μόνο για να ξανά λυθούν στα ξαφνικά.
Την ώρα που έσφιγγε το κόμπο, χτύπησε το κουδούνι διακόπτοντας τις κινήσεις των δαχτύλων της. Παράτησε την ποδιά σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας που βρισκόταν κοντά της αγανακτισμένη και προχώρησε να ανοίξει την πόρτα.
Ο Ρόλαντ Τέιλορ, όπως πάντα με ένα απολογητικό χαμόγελο─γιατί ξέχασε τα κλειδιά του σπιτιού στο τραπεζάκι, στεκόταν στο κούφωμα της πόρτας περιμένοντας την γυναίκα του να τον δεχτεί μέσα. «Την επόμενη φορά δεν θα ανοίξω την πόρτα να δω πως θα μπεις» του είπε η Φράνι και απέφυγε το φιλί που ήθελε να της δώσει ως συγγνώμη, αντικαθιστώντας το με μια αγκαλιά που διήρκεσε λίγα δευτερόλεπτα.
Χαμογέλασε πονηρά όταν είδε πως εκείνος κατσούφιασε και έκανε να επιστρέψει στην κουζίνα, αφήνοντας τον να βγάλει το παλτό και να το κρεμάσει στον καλόγερο.
Έγερνε σαν τον πύργο της Πίζας από το βάρος των μπουφάν και των παλτό, τα οποία κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να κουβαλήσει ως τις ντουλάπες τους.
Ο Ρόλαντ ακολούθησε την γλυκιά μυρωδιά του φαγητού που του «έσπασε» τα ρουθούνια από όταν μπήκε και έφτασε στην κουζίνα.
Στάθηκε πίσω από την γυναίκα του και τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση της. Το κεφάλι του χώθηκε στον ζεστό λαιμό της, όπου και άφησε ένα ηχηρό φιλί.
«Πεινάω σαν λύκος!»
«Θα περιμένεις να έρθουν και τα παιδιά να φάμε όλοι μαζί, δεν θα στρώνω εγώ δέκα φορές τραπέζι Ρόλαντ»
«Όταν είπα πεινάω, δεν εννοούσα για φαγητό...»
Η Φράνι κοκκίνισε και ένα μειδίαμα απλώθηκε στα λεπτά χείλη της. «Ρόλαντ μη, θα μας δουν τα παιδιά και θα τρέχουμε σε παιδοψυχολόγους αργότερα» εκείνος όμως την έκανε να πάψει με ένα πεταχτο φιλί.
«Είναι αρκετά μεγάλα για να καταλάβουν Φράνι, ένα τώρα» συνέχισε τις προσπάθειες του να την δελεάσει, ψιθυρίζοντας τα πιο ανάρμοστα ερωτόλογα στο αφτί της.
«Ρε Ρόλαντ─»
Ο ήχος ενός μπρελόκ γεμάτο κλειδιά αντήχησε στο χολ. Η εξώπορτα ανοίγει για δεύτερη φορά. Ο Ρόλαντ απελευθερώνει την Φράνι και στηρίζει το βάρος του στον πάγκο, τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στέρνο του.
«Σκοτ; Ντον;» φώναξε από την κουζίνα η μητέρα του.
Ο Σκοτ βγάζει τα αρβυλάκια του και μένει με τις κάλτσες. Εξουθενωμένος από την δουλειά που προσέφερε σήμερα για την ημέρα εθελοντισμού, παράτησε το μπουφάν του άτσαλα πάνω στον καλόγερο. Η ξύλινη κατασκευή ταλαντεύεται και σταθεροποιείται σχεδόν αμέσως.
«Ο Ντον δεν γύρισε ακόμα;» ρώτησε ο Σκοτ μπαίνοντας στην κουζίνα. Κάθισε στην καρέκλα του στο τραπέζι, η θέση δίπλα του άδεια.
Ο μπαμπάς του καθόταν απέναντι του περιμένοντας κι εκείνος υπομονετικά την κυρία Γκρέτσεν─Τέιλορ να σερβίρει το φαγητό στο τραπέζι. Οι πολλαπλές μυρωδιές των φαγητών ενώνονταν μαζί σαν ένα νέφος που πλανάται πάνω από τα κεφάλια τους και αγκαλιάζει όλο το δωμάτιο.
«Ήταν με τους φίλους του. Δεν τον είδες σήμερα;» η Φράνι σαν να ανησυχεί.
Με τρεμάμενα χέρια σέρβιρε μικρές ποσότητες από τις διάφορες γεύσεις σε τρία πιάτα και τα τοποθέτησε μπροστά τους. «Τι είναι αυτό;» το πιάτο των λαχανικών δεν έκανε εντύπωση. Ο Σκοτ απλώς το κοίταξε αηδιασμένος, αλλά δεν εκφώνησε καμιά από τις σκέψεις του όταν παρατήρησε το ύφος της μαμάς του.
«Σκέφτηκα πως θα τρώγαμε υγιεινά από εδώ και πέρα, η ποσότητα λίπους που βάζουμε στον οργανισμό μας με κάθε γεύμα είναι απαράδεκτη.»
«Ποσότητα λίπους... Απαράδεκτη...» επανέλαβε κοροϊδευτικά ο κύριος Τέιλορ ψιθυρίζοντας.
Η Φράνι δεν του έδωσε σημασία και σέρβιρε τέλος τα ζυμαρικά, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι πριν καθίσει και αυτή στο τραπέζι. 𝟢𝟨 : 𝟧𝟥 , κανένα σημάδι του μικρότερου γιού της.
«Θα πάρω τηλέφωνο την Άντζελα» έχοντας πάρει την απόφασή της, σηκώθηκε, τελειώνοντας το βραδινό της. Ο μικρός κατεργάρης πιθανόν να ξέχασε την κατεύθυνση του σπιτιού του καθώς πηγαινοερχόταν συχνά σε εκείνα των τριών φίλων του.
Οι δύο στο τραπέζι ελέγχουν τις κινήσεις της, καθώς εκείνη πλησιάζει το σταθερό τηλέφωνο στον τοίχο και σηκώνει το ακουστικό στο αφτί της. Με το νύχι του δείκτη της κύλησε το καντράν με τους αριθμούς στο τηλέφωνο για να σχηματίσει το νούμερο της Άντζελα, την μητέρα του Ελίας.
Η τηλεφωνική γραμμή χτυπούσε ρυθμικά και εν τέλει κάποιος το σήκωσε, βγάζοντας την από τον βούρκο των αρνητικών σκέψεων της.
«Παρακαλώ;» η φωνή του Ελίας ήταν αυτή που δεν περίμενε να ακούσει.
«Ελίας; Η Φράνι είμαι»
«Να πω την μαμά να έρθει κυρία Τέιλορ;» την διακόπτει, νομίζοντας για μια στιγμή πως ενδιαφερόταν για την μητέρα του, η οποία ροχάλιζε μπροστά από ένα αστυνομικό θρίλερ που έπαιζε στην τηλεόραση εκείνο το βράδυ.
«Όχι αγόρι μου δεν χρειάζεται. Μήπως είναι ο Ντον εκεί μαζί σου, δεν ήρθε σπίτι και είναι αργά!»
Μια παρατεταμένη σιγή ακολούθησε, το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν τον ήχο μιας αλληλουχίας βαθιών αναπνοών συνοδευόμενο με παράσιτα.
Ο Ελίας αναστέναξε. «Ναι ναι, εδώ είναι. Θα κοιμηθεί σε μας αν δεν σας πειράζει, ξεχάσαμε να πάρουμε να ειδοποιήσουμε!» είπε ψέματα με μια τρομακτική ευκολία. Η φωνή του έτρεμε αλλά η λεπτομέρεια αυτή της διέφυγε. «Όλα καλά Ελίας, να προσέχετε εντάξει; Να του πεις να έρθει αύριο το πρωί αμέσως μόλις ξυπνήσει»
«Ναι κυρία Τέιλορ!»
Τερμάτισε την κλήση και έβαλε το ακουστικό στην θέση του. Η Φράνι ανακουφισμένη τώρα, επέστρεψε στο τραπέζι να συμμαζέψει τα πιάτα που Τοποθέτησε τα αποφάγια σε ταπεράκια, αποθηκεύοντας τα για την επόμενη μέρα, και τα έβαλε στο ψυγείο.
«Ο Ντον είναι στου Ελίας;» Η γυναίκα ένευσε θετικά.
Ο Σκοτ την φίλησε στο μάγουλο πριν φύγει. «Εντάξει τότε, εγώ θα είμαι πάνω, αν χρειαστείς οτιδήποτε βάλε μια φωνή» της είπε.
Κατευθύνθηκε προς τις σκάλες για τον δεύτερο όροφο όπου βρισκόταν το υπνοδωμάτιο του.
[...]
𝟧 : 𝟧𝟫 PM
Τα παλιά ξύλινα σκαλοπάτια τρίζουν κάτω από το βάρος του. Ο Σκοτ Τέιλορ ανεβαίνει στο επάνω πάτωμα και προχωράει στο τέλος του διαδρόμου.
Περνάει δίπλα από την μισάνοιχτη πόρτα του υπνοδωματίου του Ντον και για μια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε το όνομά του από μέσα. «Ο Ντον θα περάσει την νύχτα στους ΜακΚίνεϋ», θυμήθηκε και έκλεισε καλά την πόρτα για να μην κάνει ρεύμα. Το δωμάτιο του Ντον είναι στενόχωρο, έτσι η Φράνι αφήνει το παραθυρόφυλλο ανοιχτό, για να αερίζεται τακτικά ο χώρος.
Μπαίνοντας στο δικό του δωμάτιο, ο Σκοτ μένει ακίνητος να χάσκει το ανοιχτό παράθυρο. «Ποτέ δεν αφήνω ανοιχτό το παράθυρο μου» σκέφτηκε.
Ολόκληρο το σώμα του πάγωσε, το μέτωπο του λουσμένο στον κρύο ιδρώτα. Το υπνοδωμάτιο ήταν άδειο, πού θα κρυβόταν ένας διαρρήκτης; ─ήταν επίσης το χειρότερο μέρος για κρυφτό στο σπίτι, σύμφωνα με τον Ντον.
Το βλέμμα του πέφτει πάνω στην λάμπα, τοποθετημένη στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι ─ στα δεξιά της πόρτας.
Αρπάζει το όπλο άμυνας του και σκύβει διστακτικά να ελέγξει κάτω από το κρεβάτι· κρυψώνα πρώτη.
Τίποτα.
Κρυψώνα δεύτερη, η δίφυλλη ντουλάπα στον τοίχο απέναντι από το ανοιχτό παράθυρο. Οι γαλαζοπράσινες κουρτίνες ανέμιζαν ναζιάρικα, ανατρίχιασε.
Την στιγμή που, με την λάμπα πάνω από το κεφάλι του, διέσχιζε τα τρία βήματα για να φτάσει στην ντουλάπα ... η πόρτα του δωματίου του σφράγισε με έναν εκκωφαντικό κρότο και μια κραυγή σαν μοιρολόι, εκσφενδόνισε την καρδιά του έξω από το παράθυρο.
Η λάμπα έπεσε με έναν γδούπο στην μοκέτα πάνω στα πόδια του. Ο Σκοτ με τρεμάμενο σώμα στράφηκε απότομα προς την πόρτα. Η εικόνα ανακατεύει το οξύ στο στομάχι του και το ένιωθε να καίει στην άκρη της γλώσσας του.
Η Μάργκαρετ είχε διπλωθεί στα δύο, χέρια στα γόνατα, και γελούσε με όλη της την ψυχή στα μούτρα του.
«Το έχεις χάσει τελείως κορίτσι μου, τι είναι αυτά που κάνεις;»
Ο Σκοτ δεν ήταν εντυπωσιασμένος από την πλάκα της. Κόντεψε να πάθει καρδιακή προσβολή, ένιωθε την καρδιά του να σφυροκοπά αδυσώπητα στα κόκαλα του θώρακα που την φυλάκιζαν.
«Σκοτ ... ε-ε-έλα, ήταν αστεί-οοο»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της όταν άρχισε πάλι να γελάει ασταμάτητα.
«Σκοτ τι συμβαίνει εκεί πάνω; Άκουσα έναν γδούπο» μια ανήσυχη Φράνι κρατιόταν από την κουπαστή της σκάλας φωνάζοντας.
Ο νεαρός Τέιλορ γύρισε απότομα αντικρίζοντας την κλειστή πόρτα. Τα μάτια του ορθάνοιχτα, γουρλωμένα, έψαχναν μια δικαιολογία στο παιχνιδιάρικο βλέμμα της Μάργκαρετ.
«Ω... Εμ, γλίστρησα στο χαλί και έπεσα»
Η Φράνι δεν συνέχισε τις ερωτήσεις και το αγόρι ήταν ευγνώμων. Στα μάτια της Μάρτζι διέκρινε μια έκφραση έκπληξης, η κοπέλα προχώρησε λίγα βήματα μπροστά και βρέθηκε απέναντι του σε απόσταση αναπνοής.
«Είσαι απαίσιος ψεύτης, απορώ πως αυτή η γυναίκα πιστεύει τις διάτρητες δικαιολογίες σου»
«Χρησιμοποιούμε μεγάλες λέξεις τώρα Μάρτζι;» ψιθύρισε προκλητικά, τα χείλη του ακουμπούσαν την ράχη της μύτης της λόγω της μικρής διαφοράς ύψους.
Η Μάργκαρετ ξυπνά από την ελαφρώς υπνωτισμένη στάση της, ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών της και αφήνει ένα πεταχτό φιλί στην άκρη των χειλιών του.
«Σκεφτόμουν αν μπορούσες να με βοηθήσεις με την άλγεβρα» αποκαλύπτει τον λόγο επίσκεψης της.
«Εκτός αν ξέχασες την υπόσχεση που μου έδωσες το Σάββατο»
Σαστισμένος ακόμη από το φιλί της κουνάει αφηρημένα το κεφάλι του. «Ήρθες ως εδώ για να σε βοηθήσω στην άλγεβρα;»
«Ξέρεις πολύ καλά πως αν ο Φερν δεν μου βάλει πάνω από δεκαέξι αυτό το τρίμηνο δεν θα μπορέσω να μπω στην ομάδα της Νεολαίας του Σάουθ Γκρέης»
«Είσαι σίγουρη πως αυτό είναι που θέλεις;» την ρωτάει.
Η Μάργκαρετ έχει καθίσει στην περιστρεφόμενη καρέκλα γραφείου του και στριφογυρίζει ανέμελα.
«Αφού ξέρεις ότι είναι. Απλώς με νευριάζει το γεγονός πως για να κάνω αυτό που θέλω χρειάζομαι καλό βαθμό, δεν θα έπρεπε να με χαρακτηρίζει αυτό το δεκαπέντε»
«Ξέρω είναι άδικο, θα σε βοηθήσω. Υπόσχεση ή χωρίς»
«Άντε τότε τι κάθεσαι;»
[...]
𝟣𝟣 : 𝟧𝟦 PM
Η νύχτα επιφύλασσε διαφορετικά σχέδια για τον Ελίας ΜακΚίνεϋ. Τα δάχτυλά του ήταν γαντζωμένα στα σεντόνια με τον Σπάιντερμαν, τα μάγουλα του νοτισμένα από την πικρή αρμύρα των δακρύων του. Το στέρνο του ανεβοκατεβαίνει ασταθές, προσπαθεί να ανασάνει φυσιολογικά, αποτυγχάνει.
Τα αφτιά του βουίζουν, κοπανάει το κεφάλι του στο μαξιλάρι. Κλαψουρίζει ασύνειδα στον ύπνο του, ψιθυρίζει επανειλημμένα μια φράση: «Μη, σε παρακαλώ»
Τρομαγμένος, να πολεμάει το ψύχος που είχε κατακλύσει την μικρή καρδιά του, ο Ελίας τρέχει μακριά από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Οι παλμοί του εκκωφαντικοί στα αφτιά του, σαν να του κρατούν το περίστροφο στον κρόταφο. Δεν έχει άλλη επιλογή.
«Μη, σε παρακαλώ»
«Δεν έφταιγα εγώ μη...»
Τα μάτια του άνοιξαν απότομα, το σώμα του άργησε να ξυπνήσει, οι κρόταφοι του πάλλονται. Ένιωθε τις σταγόνες ιδρώτα να δροσίζουν το καυτό σβέρκο του.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο Ελίας ήταν καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου του. Το δωμάτιο σκοτεινό, να ταυτίζεται με τις σκέψεις του.
Η ανάμνηση αυτής της ημέρας τον στοιχειώνει δίχως έλεός. Η πρώτη νύχτα ξεκινάει με εφιάλτες, ο Ντον να εξαφανίζεται ξανά και ξανά χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι για να τον σώσει. «Ήμουν απαίσιος φίλος».
«Ένας δειλός», σκέφτεται.
Φοβήθηκε και τον παράτησε εκεί στην πλατφόρμα, μόνο του. Έσωσε τον εαυτούλη του και άφησε τον καλύτερο του φίλο να γίνει τροφή για δαίμονες.
Μετάνιωσε που δεν τον τράβηξε δια της βίας μακριά από εκείνο το κολασμένο μέρος.
Οι ενοχές τον έτρωγαν ζωντανό και το γεγονός πως είπε ψέματα, για να καλύψει το λάθος του, στην μητέρα του φίλου, τον τρόμαζε ακόμη περισσότερο. Ακόμη δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του με πόση ευκολία το έκανε, χωρίς να τραυλίζει ή να τρέμει η φωνή του.
Μια μικρή δεσμίδα φωτός εισέβαλε στο δωμάτιο του από τους φανοστάτες στον δρόμο. Το αχνό κιτρινωπό χρώμα εισήλθε μέσα από τις ανοιχτές κουρτίνες. Έλαμψε το πρόσωπο του ξεχωρίζοντας το από τις σκιές που απλώθηκαν σαν γλοιώδη φύκια στο δέρμα του.
Τα χέρια του μπλεγμένα και ακουμπισμένα στα πόδια του. Έμοιαζε με πάνινη κούκλα, ώμοι πεσμένοι και βλέμμα παγωμένο. Καθόταν στην χαμηλή καρέκλα χωρίς να κινείται σαν να είχε παραλύσει ολόκληρος.
Βουητά, οι ράγες τρίζουν και τρέμουν σαν λεπτά φυλλαράκια το φθινόπωρο. Οι αναμνήσεις του έπαιρναν υλική μορφή, σαν να τα άκουγε ζωντανά για μια ακόμη φορά.
Ανατρίχιασε.
Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκκαλιά του και τραντάχτηκε σαν άκουσε το κουδούνισμα. Μπορούσε να μυρίσει τον καπνό από το φουγάρο και το αισθάνεται να εισβάλλει βίαια στα πνευμόνια του. Ασφυκτιά.
Ανασάνει βαριά, κάθε εισπνοή μελετημένη, κάθε εκπνοή σουβλίζει τα σωθικά του.
Είδε την λάμψη, τον Ντον να πλησιάζει ... Μετά τίποτα.
Η γη σείεται και ανοίγει στα δύο. Τον κατάπιε. Δεν το ξαναείδε, δεν τον ξαναείδε.
Αν έλεγε την αλήθεια στην κύρια Τέιλορ, ή μήπως στον αδερφό του Ντον, είχε περισσότερες πιθανότητες να ακουστεί και να μην πέσουν τα λόγια του σε κωφά αυτιά. Θα τον πίστευαν;
«Θα με κατηγορήσουν για την εξαφάνιση του ... για τον θάνατο του;»
«Δεν έφταιγα εγώ»
Πετάχτηκε από την καρέκλα και στάθηκε τρεμάμενος στην μέση του δωματίου. Οι κουρτίνες ανέμιζαν άσκοπες, οι φανοστάτες δεν φώτιζαν πλέον το δωμάτιο του.
Το πυκνό σκοτάδι επέστρεψε και η νύχτα ήταν πιο σιωπηλή από ποτέ. Είχε βαφτεί κόκκινη. Τα δάχτυλα του έσταζαν κόκκινο, ζεστό αίμα. Φρέσκο. Το στομάχι του αναδεύεται, θέλει να κάνει εμετό. Το αίμα έχει λερώσει τα αθώα χέρια του και συνεχίζει να ρέει από κάποια ανεξάντλητη πηγή.
Προσπαθεί να σκουπίσει τις παλάμες του πάνω στο κάρο παντελόνι της πιτζάμας του. Παραμένουν αιματοβαμμένα, κολλώδη. Οι σταγόνες στα ακροδάχτυλα του τρεμοπαίζουν, ταλαντεύονται, πριν βουτήξουν στο αέναο κενό. Τα φέρνει κοντά στο πρόσωπο του για να τα ελέγξει. Η χολή στο πεπτικό του σύστημα επανεμφανίζεται στο λαρύγγι του και η αίσθηση τον καίει. Απειλεί να ανέβει.
Το αίμα του Ντον.
«Ο Ντον είναι νεκρός»
«Τον σκότωσα»
Ένιωσε ξαφνικά να τον πλημμυρίζει ένα τσουνάμι πένθους. Δεν αναλογίστηκε τις συνέπειες των πράξεών τους, το μυαλό του δεν είχε πραγματικά αντιληφθεί την σοβαρότητα της κατάστασης.
«Οι άλλοι νιώθουν τύψεις; Τι είπαν άραγε στους γονείς τους;»
Αναρωτιέται. «Είπαν ψέματα;»
Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω, το φεγγάρι δεν ήταν φωτεινό αλλά γκρίζο, δίχως σημάδι ζωής. Αναδίδει ένα βρώμικο λευκό φως στην ψυχρή και σκοτεινή κομητεία του Σάουθ Γκρέης.
Ακούμπησε τις παλάμες του στο περβάζι. Άφησε λερωμένα ίχνη στο γκρίζο μάρμαρο. Παρατήρησε την ηρεμία στους δρόμους. Πυκνή ομίχλη απλώθηκε σαν θόλος πάνω από την πόλη, εγκλωβίζοντας τους πολίτες στα σπίτια τους.
𝟣𝟤 : 𝟥𝟨 AM
«Ποιος να κυκλοφορούσε τέτοια ώρα στα σκοτεινά δρομάκια του Σάουθ Γκρέης; Αυτής της πόλης φάντασμα»
Τότε ήταν που το μύρισε, το καμένο κάρβουνο τυλιγμένο με την μυρωδιά μια επικείμενης βροχής. Σύννεφα μαζεύονταν απειλητικά στον ουρανό. Να το πάλι το κουδούνισμα, ο ήχος ενός βαριού τρένου να τρέχει πάνω στις ράγες.
Γκραγκ γκραγκ γκραγκ
Οπισθοχώρησε έντρομος και σκόνταψε στην καρέκλα πίσω του, ρίχνοντας την με έναν γδούπο στο πάτωμα. Το σώμα του ακολούθησε, η βαρύτητα ο αιώνιος αντίπαλος του.
Παρ' ολίγον να χτυπήσει το κεφάλι του στην άκρη του κρεβατιού.
Ζαλίζεται.
Μάχεται να σηκωθεί αλλά δεν αντέχει να στηρίξει το βάρος του στα γόνατα του. Ακούει ψιθύρους, η φωνή του Ντον κουδουνίζει στα αφτιά του και να τον τρελαίνει.
Ακούμπησε την πλάτη του στο κρεβάτι και κοιτάζει έκπληκτος το ανοιχτό ακόμη παράθυρο. Τα παραθυρόφυλλα του χτυπούσαν στον τοίχο πίσω τους από την ξαφνική ένταση του αέρα.
Έμεινε σιωπηλός, οι σκέψεις του επίσης. Φοβόταν μην τον ακούσει το τρένο, νιώσει την γλυκιά μυρωδιά του φόβου, και έρθει και για εκείνον.
Εκείνο το βράδυ η μητέρα του Ελίας θα ξυπνούσε από την φασαρία στο υπνοδωματίου του γιού της. Θα πήγαινε στο δωμάτιο να τον ελέγξει.
Το κρεβάτι του θα ήταν άδειο.
[...]
Ο Ελίας νιώθει τύψεις ωστόσο δεν μίλησε, γιατί άραγε να επέλεξε να κρατήσει την εξαφάνιση κρυφή; Θα μεγαλώσουν τα ψέματα του ή θα ομολογήσει;
Μείνετε συντονισμένοι βάζοντας το βιβλίο στην βιβλιοθήκη σας για την επόμενη ενημέρωση.
─tatiana
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro