iii. where is ducky?
Κεφάλαιο τρία
«Πού είναι ο Ντάκι;»
━━━━━━
Δευτέρα
𝟪 : 𝟢𝟤 AM
❛ ΗΜΕΡΑ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΥ ❜
Τα επιβλητικά, πράσινα γράμματα στο ενημερωτικό φυλλάδιο, της σχολικής εφημερίδας, ανακοινώνουν την ετήσια ημέρα εθελοντισμού του Σάουθ Γκρέης. Μια βδομάδα πριν, οι μαθητές και οι μαθήτριες του λυκείου Σάουθ Χάι είχαν αναλάβει να κολλήσουν τα φυλλάδια σε ολόκληρη την πόλη, σε οποιονδήποτε τοίχο και άδεια κολώνα της ΔΕΗ.
Η ημέρα αυτή ─𝟣𝟪 Φεβρουαρίου─ ήταν για όλους ένα νέο ξεκίνημα. Μετά την γιορτή των Χριστουγέννων, τον εορτασμό του νέου έτους στο Δημαρχείο του Σάουθ Γκρέης και τέλος το πανηγύρι, το οποίο κατ' επέκταση μετατράπηκε στο καρναβάλι της Ντολόρες Γιούγκεν, στην πλατεία του Αγίου Νικολάου· η πόλη βρισκόταν σε κατάσταση κρισιμότητας.
Το λυτρωτικό, φρέσκο ξεκίνημα μιας Δευτέρας δεν άργησε να σπεύσει σε βοήθεια.
Είναι οκτώ το πρωί και η κοινότητα του Σάουθ Γκρέης ήταν από νωρίς στο πόδι. Είχαν οργανώσει έξω στην μεγάλη αυλή του κοινοτικού κέντρου ένα κιόσκι με τρία άτομα τα οποία ήταν υπεύθυνα να καταγράφουν ονόματα και να διανέμουν εργασίες για τους εθελοντές.
Η παρέα των τεσσάρων εφήβων θα συμμετείχε ύστερα από παράκληση της Μάργκαρετ, να συνεισφέρουν με την σειρά τους και εκείνοι στην μικρή τους κοινωνία, με την δήλωση συμμετοχής τους στην ημέρα εθελοντισμού.
Οι πελώριες κιγκλιδωτές πόρτες ήταν ανοιχτές και το κιόσκι στημένο στην δεξιά πλευρά της εισόδου.
Οι πρώτοι εθελοντές άρχισαν να εμφανίζονται. Οι τρεις υπεύθυνοι τους καταχωρούν στον κατάλογο καθώς επίσης τους προτείνουν και κάποια προγράμματα από τα οποία μπορούσαν να ξεκινήσουν.
Παιδιά της ηλικίας τους κάθονταν κάτω από το ζωγραφισμένο πανό─ήταν μέλη της κοινότητας «Νεολαία του Σάουθ Γκρέης», ένα πρόγραμμα στο οποίο η Μάρτζι εγγράφηκε με το ξεκίνημα του νέου έτους.
Ήταν υπεύθυνοι για την οργάνωση διαφόρων εκδηλώσεων που αφορούσαν τους νέους εφήβους.
Επαγγελματικός προσανατολισμός, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για τις αλλαγές του περιβάλλοντος, ομιλίες για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. ( Μερικά από τα θέματα τα οποία η Μάρτζι ήθελε να ερευνήσει )
Όταν ο κύριος Φερν ─ο καθηγητής της άλγεβρας της ενδέκατης τάξης─ θα είχε την καλοσύνη να ανεβάσει τον εξευτελιστικό βαθμό των δεκαπέντε στα είκοσι σε δεκαοχτώ στα είκοσι, ίσως και να την άφηνε η διευθύντρια ΜακΚίνεϋ να συμμετάσχει πλήρως στην εξωσχολική δραστηριότητα.
«Είναι αλήθεια εθελοντισμός από μέρους μου, εφόσον συμμετέχω ενάντια στην θέλησή μου;» αναρωτήθηκε ο Σκοτ, περπατώντας μαζί με τους φίλους του σε μια οριζόντια παράταξη.
Η Μάργκαρετ τον σκούντηξε και έστειλε ένα προειδοποιητικό βλέμμα κατά πάνω του. «Δεν σε έχω αλυσοδεμένο από ότι βλέπεις, μπορείς να φύγεις αν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις»
«Μια ακόμη φορά η Μάργκαρετ Γκρέη καταφέρνει να βάλει στην θέση του τον ατίθασο αθλητή Σκοτ Τέιλορ!» ο Τρίσταν ζητωκραυγάζει, καθώς αμέσως μετά μιμείται το ξεσηκωμένο πλήθος σε αγώνα ποδοσφαίρου. Η Βάιολετ παραμένει αμέτοχη και εκτός εαυτού. Στυλώνει το βλέμμα της στις μύτες των παπουτσιών της. Οι καφετιές, δερμάτινες μπότες άρχισαν να ξεφτίζουν, τα γδαρσίματα στις μύτες ήταν πιο εμφανή τώρα που έριχνε μια πιο ενδελεχή ματιά.
Η σιωπή της σχεδόν αγνοήθηκε από το υπόλοιπο γκρουπ, ένιωσε το έντονο βλέμμα κάποιου αλλά δεν σήκωσε το κεφάλι της. Στοιχημάτιζε πως ήταν η Μάρτζι.
«Εντάξει με συγχωρείς ... θα κάνω την κοιναφελή εργασία» ο Σκοτ εν τέλει παρέδωσε λευκό σημαιάκι. Γνώριζε πολύ καλά πως εάν προσπαθούσε να ξεκινήσει πόλεμο ανάμεσα σε αυτόν και το δίδυμο Μάρτζι─Τρίσταν, θα έχανε παταγωδώς.
Η Μάργκαρετ έσφιξε τα χείλια της και ασυναίσθητα διόρθωσε το λάθος του. «Είναι κοινωφελής εργασία»
«Γιατί εγώ τι είπα;»
«Εσύ είπες κοιναφελής... Δεν υπάρχει τέτοιος όρος»
«Είσαι σίγουρη Μ; Ο όρος είναι κοιναφελής, αγάπη, ενημερώσου λίγο»
«Θα σε δείρω! Και τέλος πάντων τι σημαίνει «κοιναφελής» για εξήγησε μου»
«Κοιναφελής: Η κατάσταση στην οποία είσαι κοινωνικά αφελής»
«Κοίτα τον περηφανεύεται κιόλας» η Μάρτζι αγακτισμένη γυρνάει και χτυπάει το κούτελό της στο μπράτσο του Τρίσταν─ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος της.
Ο Τρίσταν έβρισκε την όλη σκηνή πολύτιμο υλικό για κωμικό ριάλιτι σόου και είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Μέχρι και η Βάιολετ κατάφερε να χαμογελάσει με την παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα, η οποία ακολουθεί το ζευγάρι παντού σαν το ανεπαίσθητο άρωμα μιας καλοκαιρινής σκανταλιάς.
Θαύμαζε την ικανότητα της Μάργκαρετ να συμβαδίζει με την πολυπλοκότητα ενός χαρακτήρα όπως ήταν ο Σκοτ Τέιλορ. Ήταν περήφανος που τον προέτρεπε να συμμετέχει με την βούληση του─ας καταχωρηθεί αυτή η λεπτομέρεια στα πρακτικά─ στην ετήσια ημέρα εθελοντισμού της πόλης. Περίμενε τουλάχιστον κάποια αντίδραση. Να πει αμέσως ένα κοφτό ΟΧΙ. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε είναι πως ο Σκοτ είναι διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε για την Μάργκαρετ, ακόμη και αν δεν το παραδέχεται παραέξω.
𝟪 : 𝟣𝟧
«Καλημέρα! Μάρτζι ... πώς είσαι;» Η κοπέλα πίσω από το ξύλινο τραπέζι στο κιόσκι προχώρησε να χαιρετήσει την φίλη της.
Μπροστά της ήταν τοποθετημένο ένα χοντρό τετράδιο σπιράλ, στο οποίο καταχωρούσε τα ονοματεπώνυμα των εθελοντών με μαύρο στυλό και το είδος της εργασίας που αναλάμβαναν με ένα φωσφοριζέ πράσινο.
«Καλημέρα Λίβι, προχωράει ομαλά η δουλειά;» την ρώτησε.
Η Μάργκαρετ ήταν πρώτη στην ευθεία που στάθηκαν οι τέσσερις τους και τους έβρισε ενδόμυχα όταν αντιλήφθηκε πως κανένας από τους τρεις δεν θα έπαιρνε την πρωτοβουλία να μιλήσει στην πρόεδρο της Νεολαίας του Σάουθ Γκρέης. Προδότες.
Η κοπέλα στο κιόσκι, η Ολίβια «Λίβι» Κάρσον, ήταν στο τμήμα βιολογίας για προχωρημένους. Η Βιολογία ΠΕ ήταν το μόνο μάθημα προχωρημένου επιπέδου που παρακολουθούσε η Μάργκαρετ και ήταν μια από τους λίγους μαθητές της ενδέκατης τάξης που διέπρεψαν σε τμήμα τελειόφοιτων. Η Ολίβια ήταν στην δέκατη τρίτη, τελευταία της χρονιά στο Λύκειο. Ήταν διατεθειμένη να αφήσει το σημάδι της σε αυτήν την τρύπα «πόλη στο χαντάκι» πριν την εγκαταλείψει για νέες ευκαιρίες στην φανταχτερή μεγαλούπολη.
Η Λίβι προχώρησε να μοιράσει στην παρέα τα διαφορετικά φυλλάδια στα δεξιά της, μέσα στα οποία αναγράφονταν όλων των ειδών οι εργασίες που θα μπορούσαν να επιλέξουν. Οι δύο εθελοντές στον πάγκο ήταν μέχρι τον λαιμό πνιγμένοι με έγγραφα.
«Πότε θα σε δούμε στις συναντήσεις της Νεολαίας του Σάουθ Γκρέης, Μάρτζι;» ρώτησε η Λίβι. Στο πρόσωπο της, η μικρότερη κατά δύο χρόνια κοπέλα, πρόσεξε αληθινή περιέργεια.
Στο ανεκπαίδευτο μάτι αυτό ήταν το μόνο συναίσθημα που κυλούσε στο βλέμμα της Λίβι Κάρσον. Η Μάργκαρετ όμως διέκρινε τον κομπασμό, σαν κρυφή έννοια. Ένα βρώμικο μυστικό. Η Λίβι νοιάζεται, δεν είναι ψυχρή σκύλα ανταγωνίστρια σε εφηβική ταινία. Όταν όμως πρόκειται για την εκπαίδευση και την μόρφωση της, απαιτεί να είναι η καλύτερη.
«Ξέρεις πως είναι αυτά... Ο Φερν δεν μου ανεβάζει τον βαθμό στην άλγεβρα.»
Δεν βλεφάρισε, ούτε δευτερόλεπτο. Τα μάτια της έκαιγαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί προσπαθούσε τόσο απεγνωσμένα να φτάσει τον πήχη της Λίβι. Τον λόγο για τον οποίο λαχταρούσε μια θέση δίπλα στην πιο έξυπνη κοπέλα του Σάουθ Γκρέης. «Είναι για να νιώθω σίγουρη στον εαυτό μου, να νιώθω πως αξίζω έχοντας την στάμπα εγκυρότητας της Ολίβια Κάρσον;»
«Ναι... Πρέπει να είναι δύσκολο, να παλεύεις να ξεφύγεις από αυτό το καταραμένο το δεκαπέντε έτσι;»
»Ήμουν και εγώ εκεί, είχα τον Φερν στην τριγωνομετρία»
Δεν της έδωσε απάντηση. Ένιωθε τα μάγουλα της να ζεματάνε· από ντροπή.
«Οπότε... συλλογή σκουπιδιών από τα πάρκα και ... καθαρισμός του γηπέδου;» η κατσαρομάλλα φίλη τους στράφηκε προς το μέρος τους και πάλι. Τα βλέμματα τους έντονα, άχνα δεν έβγαλαν.
«Σου φαίνομαι για σκουπιδιάρης;» διακόπτει την άβολη ένταση ο Σκοτ. Ακουμπά το στήθος του και χαμηλώνει το βλέμμα του στο επίπεδο της Μάργκαρετ.
«Μην κατακρίνεις καμιά εργασία Σκοτ»
«Μόνο αν πάρουμε μια εργασία μαζί, αγάπη»
Η Μάργκαρετ γέλασε με την πρόταση του φίλου της και κούνησε το κεφάλι της, σηκώνοντας περιπαικτικά ένα καλοσχηματισμένο φρύδι. «Για να μου αποσπάς την προσοχή με την «ακαταμάχητη γοητεία» σου;»
Ο Σκοτ μειδίασε στα εισαγωγικά που σχημάτισε η Μάργκαρετ με τα δάχτυλα της. «Δηλαδή δεν πιστεύεις ότι έχω ακαταμάχητη γοητεία!» ήταν περισσότερο δήλωση πάρα ερώτηση.
Έσπρωξε το φυλλάδιο με τον καθαρισμό του γηπέδου στο στέρνο του ξεφεύγοντας από τα χέρια του έγκαιρα. Προχώρησε να υπαγορεύσει στην Λίβι τα ονόματα τους και την εργασία που θα αναλάμβαναν.
Εκείνη θα πήγαινε με την Βάιολετ να μαζέψουν ό,τι πεταμένα σκουπίδια υπήρχαν στα πάρκα της περιοχής και γενικά ό,τι πεταμένο έβρισκαν καθώς περπατούσαν στην γενική οδό και γύρω από την πλατεία.
Ο Σκοτ και ο Τρίσταν πήραν το γήπεδο.
Οι δύο φίλες ξεκίνησαν από το πάρκο που ήταν ακριβώς δίπλα από την κοινότητα. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος στον χώρο γύρω από το κτίριο της κοινότητας.
Η Μάργκαρετ θεώρησε τώρα την κατάλληλη στιγμή να μιλήσει με την φίλη της. Δεν είχαν ανταλλάξει ούτε μισή κουβέντα από το βράδυ της Παρασκευής και η Βάιολετ δεν απαντούσε σε κανένα από τα μηνύματα ή τις κλήσεις της.
«Συγγνώμη...» ξεκινάει. Η φωνή της αδύναμη, δεν συμβάδιζε με την αποφασιστικότητα και την αυτοπεποίθηση που είχε όταν μιλούσε στις σκέψεις της.
«Γιατί ζητάς συγγνώμη;» ψιθύρισε η Βάιολετ, το βλέμμα της προσηλωμένο στα ελαστικά γάντια που προσπαθούσε να εφαρμόσει στις υγρές─ από το άγχος─ παλάμες της.
«Που σε έστησα το Σάββατο το πρωί, που σταμάτησα να στέλνω μηνύματα νομίζοντας πως ήθελες λίγο χρόνο με τον εαυτό σου, που δεν σου μίλησα νωρίτερα... σκατά... δεν ξέρω Βάι, για όλα τα παραπάνω»
»αλλά κυρίως λυπάμαι που δεν ήμουν εκεί για σένα και που ξεχάστηκα με τον Σκοτ.
Ένα πελώριο τείχος είχε υψωθεί εμπόδιο ανάμεσα τους. Η κυρία μέριμνα της Μάρτζι ήταν να το κατεδαφίσει, η φιλία της με την Βάιολετ ήταν πολύ σημαντική και άξιζε την προσπάθεια.
«Βάιολετ...» ο τόνος της φωνής της ικετευτικός. «Γύρνα να με κοιτάξεις» παρακάλεσε ενδόμυχα, περιμένοντας μια απάντηση από την κοπέλα. Αισθανόταν σαν να μην βρίσκονταν η μια στην παρουσία της άλλης.
Η Βάιολετ φόρεσε τα γάντια της ─αν και ζορίστηκε─ και ξεφύσηξε. Ο άνεμος ανακατεύει τα μαλλιά της και δυσκολεύει την όραση της. Περνάει τις μπροστινές τούφες πίσω από τα αφτιά της και στρέφεται προς το μέρος της Μάρτζι.
«Δεν σε κατηγορώ που ήσουν με το αγόρι σου Μ, είναι και δικός μου φίλος και καταλαβαίνω πως είναι με τον Σκοτ... μερικές φορές είναι ένα μεγάλο τρίχρονο που δεν ξεκολλάει από πάνω σου»
Αυτό φαίνεται να έσπασε μέρος του τείχους, καθώς τα δύο κορίτσια γέλασαν με την ακρίβεια αυτής της παρατήρησης.
«Αλλά θα σου κρατάω κακία μέχρι τα πενήντα μας που με έστησες στην καφετέρια το Σάββατο!»
«Κανένα πρόβλημα» δεν ήξερε τι διαφορετικό θα μπορούσε να είχε πει.
«Ο παρ'ολίγον θάνατός μας μάλλον με τάραξε περισσότερο από ότι αρχικά πίστευα» εξομολογήθηκε ξαφνικά η Βάιολετ, χαμηλώνοντας το βλέμμα της στα ξερά χόρτα γύρω από τις μπότες της.
Η Μάργκαρετ έβγαλε το ένα της γάντι και πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους της καλύτερης της φίλης. Ήταν οφθαλμοφανές ότι χρειαζόταν στήριξη και βοήθεια από οτιδήποτε άλλο εκείνη την στιγμή. Νόμιζε πως με την σημερινή ημέρα θα την βοηθούσε να ξεχαστεί για λίγο, όταν πρόσεξε πόσο χαμένη έδειχνε στον κόσμο της και αποκομμένη από την παρέα αυτές τις τρεις μέρες. Σαν να ταξίδευε το πνεύμα της σε άλλες διαστάσεις.
«Το ξέρεις πως εμείς θα καταλάβουμε περισσότερο από τον καθένα έτσι; Δεν χρειάζεται να έχεις αμφιβολίες. Μίλησε μας, θα ακούσουμε»
«Εντάξει»
[...]
𝟣𝟤 : 𝟢𝟪 PM
Τέσσερις μικροί εθελοντές είχαν απομακρυνθεί από την πόλη και κατευθύνονταν τώρα σε μέρη που άγγιζαν τα όρια του απαγορευμένου. Με τα ποδήλατα τους, γύρισαν το Σάουθ Γκρέης μαζεύοντας σκουπίδια από τις κοντινές γειτονιές λέγοντας αστεία για να περάσει η ώρα. Δεν άργησαν να ξεκινήσουν και οι αγώνες για το ποιός θα ήταν ο γρηγορότερος που θα φτάσει στα απομακρισμένα νότια προάστια.
«Έλα Ζίγκι μην είσαι κότα, αγώνας ως τον παλιό σταθμό αν τολμάς!» φώναξαν με ομοφωνία.
Εκεί, κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό, το μέρος ήταν γεμάτο πεταμένα αποτσίγαρα και σπασμένα μπουκάλια μπύρας και άλλων οινοπνευματωδών ποτών, πλαστικά ποτήρια για πάρτι και καμμένα χαρτιά. Ορίστε μια δικαιολογία για να κατέβουν κάτω στο σταθμό, θα είχαν και τις σακούλες τους γεμάτες.
«Ντάκι, ίσως θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω, υπάρχουν κι άλλοι δρόμοι που χρειάζονται καθάρισμα»
Το αγόρι που άκουγε στο όνομα Ντον «Ντάκι» Τέιλορ είχε την πλάτη γυρισμένη στους φίλους του και συνεργάτες του για ημέρα εθελοντισμού.
«Ντάκι»
Πόσες φορές άραγε θα χρειαστεί να πει στον Ελίας να πάψει να τον αποκαλεί πάπια; Ανάθεμα τον Ντόναλντ Ντακ.
Ένα μικρό αγόρι, στην ηλικία των πέντε, καθόταν μονάχο του στην άκρη του τραπεζιού στην αυλή του νηπιαγωγείου. Τα μάτια του ήταν πρησμένα και τα μάγουλα του κόκκινα, στα χέρια του κρατούσε ένα λούτρινο παπάκι. Αποκεφαλισμένο. Το γέμισμα ξεχύνεται από τις άνισα σκισμένες άκρες του μπλε πουκαμίσου του.
«Τι κρατάς εκεί;» τον πλησιάζει ένα υπερκινητικό αγόρι με έντονες μαύρες μπούκλες. Έπεφταν στο πρόσωπο του και κάλυπταν τα μάτια του. Αναγκαζόταν να φυσάει προς τα πάνω για να διώχνει τις ατίθασες, μακριές τούφες.
«Είμαι ο Ελίας»
Το αγόρι αρνούνταν να μιλήσει, έριξε μια φευγαλέα μάτια προς το μέρος του παιδιού ─το όνομα του οποίου έμαθε μόλις πως ήταν Ελίας─ και ρούφηξε δυνατά τις μύξες που απειλούσαν να κρεμαστούν από την μύτη του.
«Σταματά να κλαις σαν μωρό Ντον» κατσάδιασε τον εαυτό του και έσφιξε τα δάχτυλα του γύρω από το λούτρινο παιχνίδι.
Ο Ελίας παρατήρησε την μικρή αυτή ενέργεια και το βλέμμα του στύλωσε στο κεφάλι της πάπιας που κρεμόταν από το υπόλοιπο σώμα της πάνω σε ένα κομμάτι κλωστή. «Ποιος το έκανε αυτό;»
«Δεν έχει σημασία. Δεν φτιάχνεται» ο Ντον ψιθύρισε για πρώτη φορά.
«Ήταν καλή πάπια. Αμήν» ο Ελίας πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους μικροκαμωμένους ώμους του νέου του φίλου. «Πώς σε λένε μικρέ;»
«Ντόναλντ»
«Όπως λέμε Ντόναλντ Ντακ;»
«Όχι! και δεν είμαι μικρός, είμαστε στην ίδια τάξη»
«Ό,τι πεις εσύ Ντάκι»
Συνέχισε να μαζεύει ό,τι άχρηστο και πεταμένο έβρισκε. Ουδεμία πρόθεση δεν είχε να φύγει από εκεί πέρα σύντομα, αποφασισμένος να κερδίσει το μικρό ασήμαντο στοίχημα που έθεσαν μεταξύ τους.
Σιγοτραγουδούσε ένα νέο μουσικό κομμάτι που του πρότεινε να ακούσει ο αδερφός του πριν λίγες μέρες. Π ρυθμός ήταν πιασάρικος και του είχε κολλήσει σαν ιός στο μνήμη.
«Ελίας φοβάσαι; Είναι πρωί ακόμα δεν θα σε τραβήξει από τον αστράγαλο κανένα τέρας του στοιχειωμένου σιδηροδρομικού σταθμού. Ούτε ο Γιόνας δεν παραπονιέται»
«Εμένα μην με ανακατεύετε!» φώναξε από μια αόριστη κατεύθυνση ο Γιόνας. Ο Ζίγκι λαχανιασμένος διπλωμένος να ακουμπάει τα γόνατα του από δίπλα.
«Σιγά που φοβάμαι. Όχι!» αρνήθηκε κατηγορηματικά ο Ελίας και προχώρησε να σταθεί δίπλα στην Ντον βοηθώντας τον μανιωδώς να μαζέψει ένα αποτσίγαρο κολλημένο σε ένα κομμάτι τσίχλα. «Ας τελειώνουμε» συμφώνησε, πάρα την κοινή λογική του.
Ο Ελίας κοίταζε δεξιά και αριστερά ψάχνοντας οτιδήποτε άλλο έπρεπε να μαζέψει. Από την άκρη της περιφερειακής του όρασης, βλέπει τον Ντον να κατεβαίνει τον μικρό λόφο προς τον σταθμό των τρένων, η μικροκαμωμένη φιγούρα του χάθηκε και ανησύχησε. Ή τρόμαξε. Ίσως και τα δύο.
Έτρεξε στην κορυφή του λόφου ερευνώντας το μέρος κάτω. Ψηλά, ξερά αγριόχορτα τον εμπόδιζαν να κοιτάξει παραπέρα. Όλη η περιοχή ζέχνει καμένο κάρβουνο και σαπίλα. Η μυρωδιά είναι ανυπόφορη εδώ κάτω.
Μαύρα σύννεφα καπνού αναδύονταν στον καθάριο ουρανό από το εργοστάσιο κονσερβοποίησης Μιούλερ─Φάλκον, κάμποσα μέτρα μακριά από τον σταθμό των τρένων. Το εργοστάσιο στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας του Ελίας εδώ και είκοσι χρόνια, ακόμη δούλευε ασταμάτητα, καίγοντας τόνους κάρβουνο και μολύνοντας τον αέρα με καυσαέρια και σάπια ψάρια.
Την μυρουδιά της ψαρίλας την αναγνωρίζει σε κάθε εργασιακή φόρμα του πατέρα του καθώς επιστρέφει σπίτι από την δουλειά.
«Ντον που πας;» φώναξε όταν διέκρινε την φιγούρα του φίλου του να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον ίδιο και την παρέα.
Δεν τον άκουσε.
Ο Ελίας ξεφύσηξε αγανακτισμένος και αποφάσισε να ακολουθήσει τον ατρόμητο φίλο του που προφανώς είχε θέματα για να θέλει να βάζει την ζωή του σε τέτοιο κίνδυνο. Άκουγε τα βήματα του Γιόνας και του Ζίγκι από πίσω του καθώς έτρεχαν να τον φτάσουν. Οι ρηχές ανάσες του Ζίγκι γίνονταν όλο και πιο έντονες και συχνές. Ένιωθε πως θα λιποθυμούσε από λεπτό σε λεπτό.
Ο Ελίας παράτησε την σακούλα στα χέρια του για να μην ανοίξει καθώς κατηφορίζει τον λόφο.
«Ντάκι! Έλα φίλε που είσαι;»
«ΝΤΟΝΑΛΝΤ!» κάλεσε ο Γιόνας με βροντερή φωνή..
«ΈΔΩ!» ακούστηκε μια κραυγή κοντά στην πλατφόρμα. Στην ετοιμόρροπη πλατφόρμα Ε23.
Ο Ζίγκι χτύπησε το κούτελο του με την παλάμη του χεριού του και διστακτικά ακολούθησε τους άλλους δύο που κατηφόριζαν με προσοχή τον λόφο. «Θεέ μου είναι ηλίθιος!» μουρμούρισε νευριασμένα ο νεαρός Άλγουιν.
Ο Ντον, ακάθεκτος, καθάριζε την πλατφόρμα και έσκυβε να μαζεύει τα σπασμένα γυαλιά μπουκαλιών μπύρας κατά μήκος της.
«Για ποιο λόγο;» αναρωτήθηκε ο Γιόνας βλέποντας τον να καθαρίζει κάτι παραμελημένο και παλιό ενώ κανείς δεν πρόκειται να το αντικρίσει ποτέ στην ζωή του. Τσάμπα κόπος δηλαδή αυτό το παιδί. «Αφού κανείς δεν θα το δει ρε βλάκα»
«Κανένας δεν βλέπει και το απόκρυφα σημεία σου όμως μια χαρά τα καθαρίζεις» σχολίασε με σηκωμένα φρύδια ο Ντον.
«Έλεος...» ξεφύσηξε θυμωμένος και ενοχλημένος με την συμπεριφορά του.
«Αν πεθάνουμε εσύ θα φταις»
«Δεν θα πεθάνουμε φοβιτσιάρη»
Ένα σφύριγμα διέκοψε την λογομαχία τους. Οι πετρούλες κάτω στις ράγες τρεμόπαιζαν καθώς βούιζε ο αέρας από τον θόρυβο. Ακόμη και οι κόκκοι χώματος τραντάζονταν από την ένταση. «Παιδιά;»
Το σφύριγμα δυνάμωσε και ξαφνικά στα αφτιά και των τριών έφτασε μια κλασική μελωδία─ χαρακτηριστικό γνώρισμα της μηχανής 25.
«Τι γίνεται;»
«Ντάκι γαμώτο! Πάμε... αμέσως!»
Ο Ντον ήταν ακίνητος, μπροστά στην πλατφόρμα. Οι προβολείς του τρένου ήταν κόκκινοι. Οπισθοχώρησε λίγα βήματα και ήταν έτοιμος να γυρίσει και να τρέξει μαζί με τους υπόλοιπους. Η κατάμαυρη μηχανή ήρθε στο οπτικό του πεδίο δινόντας εικόνα στον ήχο που άκουσε.
Ο Ελίας ήταν τόσο τρομαγμένος που έτρεχε προς τον λόφο από όπου ήρθαν χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ήταν σίγουρος πως ο Ντάκι ήταν έξυπνος και ήταν από πίσω του. Τρέχοντας.
Η μουσική συνέχισε, το τρένο είχε σταματήσει μπροστά από την πλατφόρμα Ε23. Το τρίξιμο στις ράγες και οι σπίθες που εκτινάσσονταν, έκαναν το αίμα του Ντον να παγώσει. Του είχε γυρισμένη πλάτη, το άκουγε να μουγκρίζει, να αναπνέει σαν ζωντανός οργανισμός. «Γιατί δεν τρέχω;» αναρωτιέται.
Σκόνη και καπνός έκαιγαν τα πνευμόνια του. Δεν έβηξε. Δεν είχε τον έλεγχο. Η εκτυφλωτική λάμψη που εμφανίστηκε από τις ανοιχτές τώρα πόρτες του πρώτου βαγονιού, γράπωσαν την αμέριστη προσοχή του και γύρισε προς την πηγή. Σαν μαγική ομίχλη αιχμαλώτισε την βούληση του καθιστώντας τον ανίκανο να πράξει διαφορετικά. Ήταν στο έλεος της μηχανής, τον παρέσυρε μέσα της σαν μια αφελή νυχτοπεταλούδα και τον έκλεισε στα δεσμά της χωρίς διαφυγή.
«Πού είναι ο Ντάκι;»
«ΝΤΑΚΙ!» τσίριξαν τα παιδιά όταν τον είδαν να μπαίνει μέσα σε κάτι που νόμιζαν όλοι πως ήταν μόνο ένας θρύλος, παραμύθι πλαστό και σίγουρα μη πραγματικό. Το διηγούνταν συνέχεια οι μανάδες τους για να τους τρομάξουν όταν ήταν άτακτα σαν μικρά παιδιά.
Ο Ντον όμως ήταν πέρα πάσης σωτηρίας, η μηχανή 25 τον πήρε και τον παρέδωσε στα χέρια του θανάτου καθώς διέσχιζε την πυκνή ομίχλη κάτω από την ζώνη του λυκόφωτος.
Οι στριγγλιές των παιδιών αντηχούσαν στους λόφους καθώς φώναζαν για τον χαμένο φίλο τους. Οι πόρτες του τρένου έκλεισαν, η φιγούρα του Ντον να εξαφανίζεται έτσι απλά. Το τρένο έφευγε και κανένας δεν κουνήθηκε από την θέση του, από τον ένδοξο τρόμο που κατέλαβε τα κορμιά τους.
[...]
Η καταιγίδα μετά την ηρεμία. Ο Ντον ( previously named Asher ) χάθηκε και οι μάρτυρες της «εξαφάνισης» του είναι οι καλύτεροι του φίλοι.
Η επιστροφή του τρένου ήταν σκόπιμη ή ένα λάθος;
─tatiana
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro