ii. the kids are alright
Κεφάλαιο δύο
«Τα παιδιά είναι εντάξει»
━━━━━━
Σάββατο
𝟫 : 𝟣𝟤 AM
Τα χέρια της έτρεμαν. Τα λεπτά και μακριά δάχτυλά της προσπαθούσαν να κρατήσουν σφιχτά το καυτό φλιτζάνι με το αχνιστό τσάι χαμομήλι.
Ρούφηξε μια γουλιά από το ζεστό ρόφημα και ένιωσε την γλώσσα της να τσουρουφλίζεται. Η αίσθηση χιλιάδων μικροσκοπικών βελονών να προσγειώνονται μέσα στο στόμα της.
Τα ασημένια δαχτυλίδια της κροτάλισαν στην επιφάνεια της πορσελάνης καθώς επέστρεφε το φλιτζάνι στο ασορτί πιατάκι του.
Έπιασε ακόμη μια φορά στο χέρι της το στυλό και έστρεψε την προσοχή της στο ανοιχτό βιβλίο φυσικής γενικής παιδείας, προσπαθώντας να λύσει τα προβλήματα έντεκα έως δεκατέσσερα.
Κόλλησε στο έντεκα.
Το βλέμμα της αποσπάστηκε από τις λευκές σελίδες του τετραδίου των ασκήσεων. Αντί να συνεχίσει τις προσπάθειες να λύσει τα προβλήματα κλειστού κυκλώματος του ηλεκτρικού ρεύματος, αρκέστηκε στο να χαζεύει τους περαστικούς έξω από το παράθυρο του μικρού καφέ. Στην μιαν άκρη σημείωσε μονάχα την σημερινή ημερομηνία· 𝟣𝟨 Φεβρουαρίου 𝟤𝟢𝟣𝟢.
Ασύνειδα, ζωγράφιζε αφηρημένα σχήματα στο τετράδιο ακουμπισμένο στο τραπέζι και ταυτόχρονα παρατηρούσε το ντύσιμο των ντόπιων του Σάουθ Γκρέης, το περπάτημα τους (άν ήταν βιαστικό ή βάδιζαν σαν βραδύποδες) και απολάμβανε το πρωινό τσάι της περιμένοντας την άφιξη της φίλης της.
«Μήπως με θεωρούν ανώμαλη που τους κοιτάζω έτσι;» σκέφτηκε. Την ίδια στιγμή ένας άντρας συνάντησε το περίεργο βλέμμα της μέσα από το παράθυρο.
Η Βάιολετ ντράπηκε. Τα μάγουλα της φλέγονταν κάτω από το άγγιγμα της και αμέσως χαμήλωσε το κεφάλι της στο τετράδιο μπροστά της. «Είμαι φρικιό».
Οι προηγουμένως άγραφες σελίδες, τώρα ήταν γεμάτες με μουτζούρες από μπλε στυλό.
Η Μάργκαρετ άργησε.
Το γαλανό, ψυχρό της βλέμμα επεξεργαζόταν τον δρόμο μέχρι εκεί όπου το μάτι της δεν έφτανε, ψάχνοντας να βρει ανάμεσα στα πλήθη, τα κατσαρά ─μονίμως ανάκατα─ ξανθά μαλλιά της φιλενάδας της.
Έριξε μια φευγαλέα μάτια στο ρολόι δεμένο στον αριστερό καρπό της και αναστέναξε. Η ώρα πέρασε, η Μάργκαρετ την έστησε σίγουρα. «Θα παρακοιμήθηκε»
Ξεφύσηξε και ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι. «Η κοπέλα έχει τρία ξυπνητήρια σπίτι της, δεν υπάρχει περίπτωση να παρακοιμήθηκε» συμπλήρωσε, μάλλον διόρθωσε την προηγούμενη σκέψη της. Ακούμπησε το κεφάλι της στις ανοιχτές παλάμες της και αφού έτριψε το πρόσωπο της από την κούραση, ανασηκώθηκε και πέρασε τα δάχτυλα της στα μαύρα καρέ μαλλιά της, αφήνοντας τα κρυμμένα στις σκουρόχρωμες τούφες.
«Ωπ ...πώς και σε βρίσκω εδώ πρωί πρωί;» άκουσε την φωνή του Τρίσταν πριν νιώσει την παρουσία του πίσω της.
«Περιμένω την Μάρτζι»
«Δεν σε πειράζει να περιμένω κι εγώ» Κάθισε στην άδεια καρέκλα.
Η Βάιολετ άπλωσε το χέρι της στο τραπέζι με την παλάμη να αντικρίζει προς τα πάνω. Ο Τρίσταν δεν δίστασε να μπλέξει τα δάχτυλα τους. Η ψύχρα που εξέπεμπε από τα άκρα της η Βάιολετ δεν πέρασε απαρατήρητη από τον φίλο της. Δεν το σχολίασε και αντ'αυτού πήρε και το άλλο της χέρι τοποθετώντας το ανάμεσα στα πελώρια δικά του. Φύσηξε την καυτή ανάσα του πάνω στα χέρια της για να τα ζεστάνει. «Να φοράς γάντια όταν βγαίνεις, έχεις πρόβλημα με το κυκλοφορικό σου σύστημα»
Ο Τρίσταν παρατήρησε μια απόμακρη και φευγαλέα λάμψη φόβου στα μάτια της, το βλέμμα της χαμένο στο κενό ανάμεσα τους. «Είσαι καλά;» την ρώτησε αποσπώντας το βλέμμα της από το τραπέζι. Εκείνη σήκωσε τα φρύδια της καθώς έχασε την ερώτηση του, παρόλα αυτά ένευσε θετικά. Πιθανόν θα ρώτησε πως ένιωθε ή αν ήταν καλά. Η αλήθεια είναι πως χθες δεν κοιμήθηκε, δεν μπορούσε, άκουγε αδιαλείπτως ενα σφύριγμα σαν αυτό του τρένου. Την τρόμαζαν ακόμη και τα πιο χαζά πράγματα. Όπως ο αδερφός της, που ξεπρόβαλε από το πίσω μέρος της πόρτας του μπάνιου σήμερα το πρωί. Το βλαμμένο. Καρδιακό επεισόδιο θα πάθαινε.
«Βάιολετ ... μπορώ να καταλάβω όταν δεν είσαι καλά. Ξέρεις πως μπορείς να με εμπιστευτείς έτσι; Για αυτό είναι οι φίλοι άλλωστε»
«Φοβάμαι για την ζωή μου Τρις! Ο παρολίγον θάνατος μας διαγράφηκε κιόλας από την μνήμη σου; Ουάου, αυτό κι ήταν γρήγορο» Όταν αγχωνόταν, ή ήταν φοβισμένη, γυρνούσε στον σαρκασμό για να αμυνθεί. Να προστατέψει τα ευαίσθητα συναισθήματα της από τον υπόλοιπο κόσμο. Υψώνει τείχη ατσάλινα γύρω της, έτσι είχε μάθει.
Το τηλέφωνο της χτύπησε τραντάζοντας και τους δύο με τον ξαφνικό ήχο. Απομάκρυνε τα χέρια της από τα δικά του, η ερώτηση της πλανάται ανάμεσα τους σαν ένα βαριά φορτωμένο σύννεφο έτοιμο να κατακεραυνώνει όποιον άτυχο βρεθεί από κάτω.
Η Βάιολετ πήρε την κινητή συσκευή στα χέρια της και δέχτηκε την κλήση. Ήταν η μητέρα της. Δυσανασχέτησε, «Δεν μπορείς να τον πάρεις εσύ;» την ρώτησε κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Μια μακρινή αστραπή φώτισε τις κορυφές των βουνών και αργότερα μια δυνατή βροντή τάραξε ολόκληρο το Σάουθ Γκρέης.
Ο Τρίσταν δεν άκουγε τι έλεγε η κυρία Χένιγκ στην κόρη της αλλά σύμφωνα με το ενοχλημένο ύφος της κοπέλας μπορούσε να καταλάβει περί τίνος πρόκειται.
«Καλά ... ναι εντάξει!» αναφώνησε αγανακτισμένη κλείνοντας το τηλέφωνο.
«Πρέπει να πηγαίνω. Ο Μάρλεϊ σχόλασε από την πάλη και κανείς δεν μπορεί να τον πάρει. Θα τα πούμε αργότερα;» έριξε μια ματιά προς τον Τρίσταν ενώ παράλληλα συμμάζευε την τσάντα της. Εκείνος ένευσε καταφατικά και έκανε να σηκωθεί. Η Βάιολετ πέρασε την σάκα της στους ώμους της και σηκώθηκε, αφήνοντας ένα μικρό φιλοδώρημα στον σερβιτόρο.
Η Μάρτζι δεν εμφανίστηκε και δεν μπορούσε να περιμένει όλη μέρα.
Ο Τρίσταν πιάνει τον καρπό της σε μια χαλαρή λαβή πριν προλάβει να φύγει. «Θα σου τηλεφωνήσωτο βράδυ» ψιθύρισε με σιγουριά την υπόσχεση και την άφησε.
«Πρέπει να πηγαίνω» χαμογέλασε γλυκά και τον αγκάλιασε πριν βγει από το καφέ. Ο στρατός από γκρίζα σύννεφα είχε παραταχθεί και βρισκόταν σε ετοιμότητα να καταβρέξει κάθε σπιθαμή του Σάουθ Γκρέης. Ήλπιζε να φτάσει πριν την νεροποντή στο γυμναστήριο του Μάρλεϊ για να επιστρέψουν μαζί σπίτι. Κατά προτίμηση με στεγνά ρούχα.
[...]
𝟣 : 𝟤𝟥 PM
«Τι κάνεις μαργαριτάρι μου;» η Κλέρι Γκρέη έγειρε πάνω στο κούφωμα της πόρτας και παρατήρησε την κόρη της να προσθέτει πινελιές από το κονσίλερ κάτω από τα μάτια της με βιαστικές κινήσεις.
Τα βλέμμα της συνάντησε την αντανάκλαση της Μάργκαρετ και εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της άσκοπα. Τα καλλυντικά της ήταν στρωμένα μπροστά της σε ένα χάος από βούρτσες, κραγιόν και διάφορες χρωματιστές παλέτες σκιών. Μάλλον ετοιμαζόταν να βγει, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί λεπτομέρειες. Στο χέρι της κρατούσε το σωληνάκι από το κονσίλερ προσπαθώντας να κρύψει τους μαύρους κύκλους της που την έκαναν να μοιάζει με ρακούν.
«Ω μικρό μου αστραφτερό μαργαριτάρι ... πες στην μαμά τι σε προβληματίζει!» η Κλέρι προχώρησε μέσα στο δωμάτιο της κόρης της και πλησίασε το κομοδίνο. Στάθηκε πίσω της και ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στους ώμους της Μάργκαρετ, κοιτάζοντας την για μερικά λεπτά μέσα από τον καθρέφτη. Έπειτα βλέπει μια καφετιά χτένα να ξεχωρίζει στο χάος με τα καλλυντικά. Την πιάνει στα χέρια της και την σηκώνει στα ατίθασα κατσαρά μαλλιά του κοριτσιού.
Η Μάργκαρετ σταβομουτσούνιασε και γύρισε το κεφάλι της αντικρίζοντας το γαλήνιο ύφος της μαμάς της. «Δεν είμαι μαργαριτάρι, σταμάτα» παραπονέθηκε γυρνώντας και πάλι αντικριστά στον καθρέφτη. Η αντανάκλαση της έδειχνε το πρόσωπο μιας ώριμης κοπέλας, καστανόξανθα ανάκατα μαλλιά να πέφτουν σαν καταρράκτες πάνω στους ώμους της και να πλαισιώνουν το στρογγυλό πρόσωπο της. Μάτια μελί, με παιδική ζωντάνια, τώρα άψυχα ─σαν κάποιος να ρούφηξε την ζωή από μέσα τους και να πήρε το φως που τα έκανε να λάμπουν κάθε φορά που την κοιτούσες κατάματα. Ένα βαθύ καστανό αντικατέστησε το χρώμα τους που σε λίγο δεν θα ξεχώριζες την κόρη από την ίριδα.
Αισθάνθηκε το σώμα της να χαλαρώνει κάτω από τις απαλές τριβές της βούρτσας πάνω στα μαλλιά της. Τα χέρια της Κλέρι έπιαναν τούφες κρατώντας τες στην παλάμη της καθώς περνούσε από πάνω την χοντρή χτένα με σκοπό να ξεδιαλύνει τους κόμπους. Μερικοί αναστεναγμοί και τραντάγματα προήλθαν από την μικροκαμωμένη κοπέλα που καθόταν στην καρέκλα. Οι μεγαλύτεροι κόμποι, αυτοί που αντιστέκονταν, την πόναγαν όταν τους έλυνε με τα δάχτυλα της η μητέρα της για να μην πιαστούν στην βούρτσα.
«Πιο σιγά!» γκρίνιαξε μετά από μερικούς επίπονους κόμπους.
«Ξέρεις ... ακόμη δεν μου απάντησες» μίλησε η Κλέρι, δίνοντας ένα τέλος στην σιωπή την οποία η κόρη της επέτρεψε να πέσει βαριά, σαν ένα μαύρο πέπλο απελπισίας πάνω από τα κεφάλια τους.
Η Μάργκαρετ συνάντησε το βλέμμα της αντανάκλασης της μητέρας της και αναστέναξε. «Τι να σου πω ρε μαμά;» ρώτησε ανασηκώνοντας τους ώμους της βαριεστημένα.
«Ξεκίνα εξηγώντας μου τι προκάλεσε αυτήν την διάθεση. Έκανε κάτι ο Σκοτ; Περίμενε να τον δω μπροστά μου ...»
«Έλεος ρε μαμά, όχι! Ο Σκοτ δεν έκανε τίποτα. Απλώς δεν νιώθω καλά σήμερα, απαγορεύεται;» απάντησε έξαλλη με την ξαφνική ανάκριση που λάμβανε από μέρους της μαμάς της.
Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα και έπεφταν απαλά στους ώμους της, φούντωσαν ελάχιστα από την τριβή, αλλά βοήθησε με τα δάχτυλα της ώστε να μην φαίνονται σαν να έβαλε σκοπίμως το χέρι της στην πρίζα.
Η Κλέρι ξεφύσηξε όταν πήρε άλλη μια ασαφή απάντηση από την νεαρή Γκρέη. Ακούμπησε την χτένα πίσω στο ασυμμάζευτο κομοδίνο, φίλησε το κεφάλι της κόρης της και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Μάργκαρετ τώρα μόνη της χωρίς καμία αισθητή παρουσία να της κρατά συντροφιά και να προσγειώνει τις σκέψεις της, κοίταζε γύρω στο δωμάτιο της προσπαθώντας να βρει οτιδήποτε να απασχολήσει τον εαυτό της. Η σχολική της τσάντα ήταν πεταμένη στην άκρη του δωματίου, δίπλα στο έπιπλο με τα ράφια και τα χιλιάδες αδιάβαστα βιβλία της, παρατημένη για το Σαββατοκύριακο.
Σάββατο σήμερα.
Πρέπει να την ανοίξει ώστε να κάνει τις εργασίες που έχει για το διήμερο πριν το ξεκίνημα της επόμενης εβδομάδας. Φυσικά, δεν είχε καμία πρόθεση να σηκωθεί από το κομοδίνο της και να ξεκινήσει τα μαθήματα της.
Η φωνή της μητέρας της, στο πίσω μέρος του μυαλού της ─να ανεβοκατεβάζει κωμικά αλλά με μια τρομακτική ικανότητα τα φρύδια της, τα χέρια στους γοφούς της, καπνοί να ατμίζουν από τα αφτιά της─ την αναγκάζει να σηκωθεί από την άνετη καρέκλα και να διαβεί το δωμάτιο ως την τσάντα διακοσμημένη με ένα μοτίβο ροζ φλαμίνγκο.
«Θέλω να δω τους βαθμούς στην άλγεβρα να ανεβαίνουν όχι να κατηφορίζουν σαν τις σαχλές σχέσεις του Χόλιγουντ.» Έλεγε με ένα ενοχλημένο ύφος η Κλέρι Ελένα Γκρέη μετά από κάθε τεστ που επέστρεφε σπίτι για υπογραφή. Ο κύριος Φερν θα ήταν το τέλος της κάποια μέρα.
Κάθισε στο γραφείο της με την τσάντα ακουμπισμένη στα γόνατα της. Ελέγχει το πρόγραμμα της Δευτέρας και τα καθήκοντά της. Η ώρα περνούσε αργά και βασανιστικά με κάθε άσκηση άλγεβρας που αργούσε να λυθεί δια μαγείας.
«Ξεχνά το, θα κάνω την φυσική. Τουλάχιστον εκεί τα πράγματα είναι εύκολα» Φυσική. «Σκατά. Η Βάιολετ θα με σκοτώσει που δεν εμφανίστηκα σήμερα»
Το κινητό στα δεξιά της, αρκετή απόσταση μακριά της για να μην μπει στον πειρασμό να το ανοίξει, δονείται ειδοποιώντας την για νέο μήνυμα. Δάγκωσε το κάτω χείλος της κοιτώντας το φύλλο ασκήσεων μπροστά της, μετά προς την μεριά του κινητού και ξανά στο φύλλο. Αναστενάζει παραδίδοντας λευκή σημαία στο φύλλο εργασιών και αρπάζει την συσκευή στα χέρια της.
Θα βγεις σήμερα; έγραφε το μήνυμα με αποστολέα τον Σκοτ Τέιλορ.
Λίγο αργότερα η Μάργκαρετ άρχισε να πληκτρολογεί την απάντηση της. Δεν μπορώ, έχω μαθήματα.
Ο Σκοτ από την άλλη μεριά της συνομιλίας ξεφύσηξε πέφτοντας πάνω στο κρεβάτι του. Αναπήδησε στο στρώμα και ακούμπησε το κεφάλι του στα μικρά μαξιλάρια ώστε να βολευτεί. Σιγά ποιος νοιάζεται για τα μαθήματα όταν μπορείς να βγεις έξω και να περάσεις καλά; Είναι ακόμα Σάββατο! ανταπάντησε.
Περίμενε λίγα λεπτά αφού διαβάστηκε το μήνυμα του. Η Μάργκαρετ ετοίμαζε την απάντηση της. Ήταν σίγουρος πως θα έπαιζαν πάλι εκείνο το παιχνίδι όπου εκείνη προσποιείται πως δεν θέλει να βγει και τον βάζει να παρακαλάει μέχρι να υποκύψει. Πάντα κέρδιζε! Σοβαρά Σκοτ η μάνα μου θα με σκοτώσει αν βγω χωρίς να ολοκληρώσω τις εργασίες.
Δάγκωσε τα χείλια του και πέρασε την γλώσσα του έπειτα για να μην ματώσει. Τα δάκτυλα του έγραφαν λέξεις, στην συνέχεια τις έσβηναν και ξανά από την αρχή μέχρι να βρει ακριβώς αυτό που ήθελε να γράψει. Έλα Μάρτζι, ζήσε λίγο. Δεν κάνει κακό. Υπόσχομαι πως θα σε βοηθήσω μετά με ότι εργασίες έχεις να κάνεις.
Ναι. Τώρα ίσως να παραδινόταν, δεν μπορούσε να αρνηθεί να της κάνει τα μαθήματα. Ή να την βοηθήσει. Σκοτ όχι. Δεν είμαι καλά σήμερα προτιμώ να μείνω σπίτι.
Δεν ήταν ψέμα.
Η απάντηση της τον ανησύχησε και έσπευσε να συντάξει στα γρήγορα την πρόταση του. Να έρθω από εκεί;
Όχι δεν είναι ανάγκη.
Αναστέναξε, έτοιμος να παραδώσει τα όπλα όταν κάθισε και σκέφτηκε να ψάξει τις τσέπες του. Στην πίσω τσέπη του παντελονιού του βρήκε αρκετά χρήματα για να αγοράσει κάτι φαγώσιμο και να την δελεάσει να βγει από το σπίτι. Αν βγεις... θα σε πάω για τηγανιτές πατάτες.
Η Μάργκαρετ βρισκόταν σε δίλλημα. Να αρνηθεί σε πρόταση που περιλάμβανε φαγητό, ή να πάει και να αντιμετωπίσει την οργή της Βάιολετ και της μαμάς της αργότερα; Η απάντηση ήταν ξεκάθαρη.
Ήταν η τελευταία του λύση και σύντομα οι τρεις βούλες επέστρεψαν με την κοπέλα να πληκτρολογεί την απάντηση της. Ο Σκοτ δεν μπορούσε να συγκρατήσει το πλατύ του χαμόγελο όταν έλαβε το μήνυμα της. Νίκησες. Πέρνα κατά τις 5 : 30 να με πάρεις :) ξέρεις που ...
Φυσικά και ήξερε, πάντα εκεί πήγαινε όταν έπρεπε να την βγάλει κρυφά έξω από το σπίτι. Το παράθυρο του δωματίου της ήταν στην πίσω μεριά του σπιτιού ακριβώς πάνω από την μικρή σκεπή της αυλής που η οικογένεια της είχε τοποθετήσει ένα μικρό καθιστικό και ένα τραπεζάκι.
Έτοιμος, ντυμένος εδώ και αρκετή ώρα έκλεισε το τηλέφωνο του αφού πρώτα είχε στείλει μια φατσούλα που κλείνει το μάτι στην Μάργκαρετ λέγοντας της πως θα ήταν εκεί στις πέντε και μισή ακριβώς, όχι αστεία.
«ΣΚΟΤ! Τρώμε»
[...]
𝟣𝟤 : 𝟦𝟢 PM
«Ντάκι γαμώ το σπίτι σου!»
«Ρε βρωμόστομε, ξανά πές το και θα σου βγάλω ένα ένα τα δόντια» απειλεί το προσβεβλημένο αγόρι, χτυπώντας αδυσώπητα τα στρογυλλά πλήκτρα στην κονσόλα του ηλεκτρονικού παιχνιδιού.
«Παιδιά! Αν είναι να βρίζετε ο ένας τον άλλον καλύτερα να σκάσετε»
Ένός λεπτού σιγή.
Ξαφνικά, από το πουθενά, ένας καταιγισμός από ποπκόρν εκσφενδονίζεται κατά πάνω του και ο Γιόνας στην προσπάθεια του να προστατευτεί, ανοίγει το στόμα του για να πιάσει τους αλατισμένους σπόρους καλαμποκιού. Οι σπόροι περνούν ξυστά από τα μάγουλα του και προσγειώνονται στην πυκνή μοκέτα του δωματίου του Ζίγκι. Η μητέρα του θα τον σκοτώσει μόλις αντικρίσει την κατάσταση που επικρατούσε στο δωμάτιο του. Πολυτελής στάβλος, πεταμένα σακουλάκια με πατατάκια και φιστίκια, ξεχασμένα αλουμινένια κουτάκια κόκα κόλας κάτω από το κρεβάτι.
Ένα χάος, και οι τέσσερις δράστες καθισμένοι στο διπλό κρεβάτι του Ζίγκι· απορροφημένοι με το καινούριο παιχνίδι υπολογιστή που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ράφια του καταστήματος ηλεκτρονικών «Phantom Arcade». Έκαναν χαμαλοδουλειές μια ολόκληρη βδομάδα για τους γονείς τους, μαζεύοντας στην άκρη αρκετά χρήματα όλοι μαζί, για να αγοράσουν το CD.
«Φάε την σκόνη μου Ντάκι!» ο Ελίας ζητωκραυγάζει, η ανακοίνωση:
« 𝙋𝙡𝙖𝙮𝙚𝙧 𝙩𝙬𝙤
𝙒𝙞𝙣𝙨! »
τον ξεσηκώνει, γιορτάζει την νίκη του χοροπηδώντας πάνω στο κρεβάτι σαν μανιασμένο κουνάβι. Οι μαύρες μπούκλες πάνω στο κεφάλι του τινάζονται αναστατωμένες. Παίκτης δύο, νούμερο ένα. Τραγουδούσε ξανά και ξανά. Παίκτης δύο, νούμερο ένα.
«Εντάξει καταλάβαμε ... χαλάρωσε» η ήττα του Ντον τον αποθαρρύνει, το αλαζονικό χαμόγελο του Ελίας όμως θέλει σίγουρα να το σβήσει με μια γερή μπουνιά.
Μπορεί να μην έφτανε σε ύψος τον φίλο του, αλλά το δεξί κροσέ του ήταν φοβερό. Το προηγούμενο καλοκαίρι ήταν δύο φορές, μερικές φορές τρεις, την εβδομάδα στο γυμναστήριο μαζί με τον μεγαλύτερο του αδερφό· το μποξ τους έφερε πιο κοντά. Μια μορφή αυτοάμυνας που ήταν ενθουσιασμένος και ανυπόμονος να μάθει, για να βάζει τύπους σαν τον Άλφι Ντρίζλερ στην θέση τους.
Ο νεαρός δεκατετράχρονος συμμαθητής τους ─δύο τάξεις μεγαλύτερος─ τους έκανε την σχολική ζωή κόλαση. Ο περιβόητος τραμπούκος της όγδοης τάξης είχε στοχοποιήσει πολλούς από την έκτη και την πέμπτη τάξη, οι τέσσερις φίλοι ωστόσο αποτελούσαν τα «χρυσά αστέρια» του Άλφι Ντρίζλερ και της παρέας του. Ένα μάτσο ερασιτέχνες μικροεγκληματίες, αυτοαποκαλούμενοι Τιμωροί της Κοινωνίας.
«Θα καθαρίσουμε κάθε φυτούκλα από το Σάουθ Γκρέης. Αυτό το μέρος βρίθει από ξερόλες και αδερφούλες και οι Τιμωροί της Κοινωνίας θα το κανονίσουν μια μπουνιά τη φορά»
Τους είχαν πει μια φορά, όταν κατάφεραν να τους στριμώξουν στο στενό δίπλα από το Phantom, ένα βράδυ του καλοκαιριού του 2009.
«Είναι τόσο «φυτούκλες» από μόνοι τους και δεν το έχουν καταλάβει ακόμα» σχολίασε ενδόμυχα ο Ντον, επικαλούμενος εκείνη την νύχτα κάτω από το βρόμικο ωχροκίτρινο φως της επιγραφής, του καταστήματος ηλεκτρονικών, Phantom Arcade.
Τότε, η φωνή της μητέρας του Ζίγκι διέκοψε κάθε σκέψη και περαιτέρω συζητήσεις, φωνάζοντας από την βάση της σκάλας στην είσοδο της κουζίνας. «Ντόναλντ! Η μαμά σου τηλεφώνησε να πας αμέσως σπίτι για το μεσημεριανό»
Ο Ντον αναστέναξε και κατέβηκε από το ψηλό στρώμα του κρεβατιού του Ζίγκι, μαζεύοντας τα πεταμένα περιεχόμενα της τσάντας του.
Τα αγόρια δεν πρόλαβαν να υποβάλλουν παράπονο και η μαμά Άλγουιν ξανά φώναξε: «ΕΛΙΑΣ, ΓΙΟΝΑΣ ! Θα μείνετε εσείς για μεσημεριανό;»
[...]
𝟧 : 𝟤𝟢 PM
Έβαλε το κινητό στην τσέπη του παντελονιού του και φόρεσε πάνω από το τζιν τζάκετ του ένα λεπτό παλτό με γούνινη επένδυση. Τα απογεύματα του Φεβρουαρίου στο Σάουθ Γκρέης ήταν ακόμη πολύ κρύα για να ανεβάσουν τα παλτό και τα μπουφάν στο πατάρι.
Βγήκε από το σπίτι του με την υπόσχεση στους γονείς του ότι επισκεφτόταν τον Τρίσταν για την εργασία της βιολογίας. Η οικία των Γκρέη ήταν σχετικά κοντά και θα έφτανε εκεί με ένα δεκάλεπτο περπάτημα.
Ακριβώς στην ώρα του ( 05 : 31 ) βρέθηκε στην πίσω αυλή στο σπίτι της Μάργκαρετ, αποφεύγοντας τα παράθυρα από την μπροστινή αυλή κατευθύνθηκε. Αποφάσισε να πετάξει μικρά βότσαλα που βρήκε στις γλάστρες της κυρίας Γκρέη, στο παράθυρο της Μάργκαρετ, σαν τις ταινίες.
Κάθε Τετάρτη απόγευμα, η Μάρτζι και ο Σκοτ αγόραζαν δύο εισιτήρια για την ρομαντική κομεντί της εβδομάδας στο θέατρο Νόρτον, όπου την άκουγε να μιλάει ώρες ατελείωτες ─αφού τελειώνει η ταινία και την σχολίαζαν─ για ψυχοπλακωτικές ιστορίες αγάπης και πόσο σημαντικές θεωρούσε τις απλές πράξεις του πρωταγωνιστή.
Έτσι, δεν δίστασε να στοχεύσει το παράθυρο με το μαύρο βοτσαλάκι, πετώντας το με τέλεια καμπύλη πάνω από την κεραμιδένια στέγη. Δεν χρειάστηκε να πετάξει δεύτερο όταν αντίκρισε το κεφάλι της κοπέλας του να εμφανίζεται στο παράθυρο με σουφρωμένα τα φρύδια ψάχνοντας για τον δράστη.
Χαμογέλασε πλατιά τόσο που ένιωθε τα μάγουλα του να πονάνε από τους τεντωμένους μυς του προσώπου του. Έκανε νόημα με το χέρι του να κατέβει κάτω ώστε να μπορέσουν να φύγουν.
Η νεαρή Γκρέη έσυρε το παράθυρο προς τα πάνω και έβγαλε το κεφάλι της έξω. «Γιατί δεν πετάς καμία καμιά κοτρόνα την επόμενη φορά. Δες μήπως καταφέρεις να σπάσεις το τζαμί και να σε ακούει η μάνα μου» ψιθύρισε σταυρώνοντας τα χέρια της στο πλατύ περβάζι.
Ο Σκοτ στριφογύρισε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι του στην σκόπιμη αργοπορία της «Ναι ναι... να σου θυμίσω πως οι τηγανιτές πατάτες εμάς περιμένουν οπότε μην αργείς, άντε κατέβα» της είπε με τον τόνο της φωνής του χαμηλό σε περίπτωση που κανένα παράθυρο από τον κάτω όροφο ήταν ανοιχτό και θα ακουγόταν.
Η Μάργκαρετ του έδειξε το μεσαίο της δάχτυλο με περηφάνεια, συνοδευόμενο από ένα ειρωνικό χαμόγελο πριν εξαφανιστεί μέσα στο δωμάτιο. Το πλησίασε ξανά φορώντας αυτή τη φορά μια ένα μπλε μπουφάν πάνω από την γκρίζα φούτερ της με το λογότυπο της περιβαλλοντολογικής ομάδας.
Πέρασε το δεξί της πόδι έξω από το παράθυρο ακολουθώντας από πίσω το αριστερό. Στάθηκε όρθια πάνω στην οροφή με τα κεραμίδια και προσπάθησε να κρατήσει την ισορροπία της καθώς κατέβαινε με αργά βήματα στην μικρή κατηφόρα της στέγης. Κάθισε έπειτα στην άκρη και με μια γερή σπρωξιά των χεριών της έπεσε προς τα κάτω και προσγειώθηκε σαν επαγγελματίας κασκαντέρ στο χιονισμένο γρασίδι.
Άφησε το παράθυρο ανοιχτό δύο δάχτυλα, διότι αποτελούσε την είσοδο της στο σπίτι.
«Επαναστάτρια! Είσαι καλά;» αναφώνησε ο Σκοτ ανοίγοντας τα χέρια του και η Μάργκαρετ έτρεξε και έπεσε μέσα στην αγκαλιά του. Τα χέρια της κλείδωσαν πίσω από τον λαιμό του καθώς τα πόδια της τυλίχθηκαν ενστικτωδώς γύρω από την μέση του. Ο Σκοτ την έπιασε από το πίσω μέρος των μηρών της κρατώντας την με ασφάλεια.
«Ναι και εμένα μου έλειψες αλλά καλύτερα να φύγουμε πριν μας πάρουν χαμπάρι οι γείτονες και το πουν στους γονείς σου» μουρμούρισε κρύβοντας το πρόσωπο του στα μαλλιά της.
Η Μάργκαρετ διστακτικά ξετυλίχτηκε από πάνω του σαν ένα ασφυκτικά δεμένο κασκόλ. «Δίκιο έχεις. Ο κύριος Μάξγουελ από απέναντι είναι μεγάλος ρουφιάνος. Όλο το καλοκαίρι έδινε αναφορά στους γονείς μου» · το παράθυρο της κουζίνας του αποβλέπει την πλαϊνή μεριά του σπιτιού της από όπου η Μάρτζι έφευγε στα κρυφά.
Ο Σκοτ γέλασε, έμπλεξε τα δάχτυλα τους και προχώρησαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Απομακρύνθηκαν από τις πυκνοκατοικημένες γειτονιές, τα σπίτια από κόκκινα τούβλα, και κατέβηκαν στην πλατεία του Αγίου Νικολάου.
Γύρισε το κεφάλι του και την φίλησε γλυκά στα ρόδινα χείλη της. Μερικές φορές απεχθανόταν την κολλώδες υφή του λιπ γκλος και την αίσθηση που άφηνε αργότερα στο στόμα του.
Δεν μπορούσε να αρνηθεί όμως πως η γεύση ροδάκινου στα χείλη της ήταν εθιστική. Αυτός, ένας απεγνωσμένος τοξικομανής και εκείνη η πολύτιμη του δόση. Τα χείλη τους χώρισαν διστακτικά, ενάντια στην θέληση τους. Ο Σκοτ ─τα μάτια του κλειστά, τα χείλη του γυαλιστερά με απομεινάρια λιπ γκλος ροδάκινου─ κυνήγησε για μια ακόμη φορά την μεθυστική αίσθηση των χειλιών της.
Η παλάμη του χεριού της στάθηκε εμπόδιο στις επιθυμίες του, καθώς μπλόκαρε το στόμα του από το να πλησιάσει το δικό της. «Έχεις λίγο ...» δεν συνέχισε, άπλωσε το χέρι της στα γυαλιστερά χείλη του και με την άκρη του αντίχειρά της σκούπισε το κολλώδες γκλος.
«Με νευριάζεις»
«Μ'αγαπάς»
[...]
𝟪 : 𝟢𝟢 PM
Το ραντεβού τους κατέληξε σε έναν περίπατο κατά μήκος του λιμανιού «Blue Whale Cove» κάτω στην πόλη. Είχε στο μυαλό του το τέλειο σχέδιο· να αποσπάσει την προσοχή της από τα χθεσινά γεγονότα που έλαβαν χώρα στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό.
Ένιωθε τον φόβο και την ταραχή της να διαχέεται στην ατμόσφαιρα, τον συνταράσσει ως το κόκαλο. Ίσως στην προσπάθεια να ξεχαστεί η Μάρτζι από τον παραλυτικό τρόμο του στοιχειωμένου τρένου, θα βοηθούσε παράλληλα και τον εαυτό του να απαλλαγεί από την ίδια μοίρα.
«Θα μου πεις τι σε τρώει;» αποφάσισε να την ρωτήσει και να το ακούσει από την ίδια. Κάθονταν αντικριστά στην άκρη της ξύλινης προβλήτας, στηρίζοντας τις πλάτες τους στους πασσάλους με τα λευκά σημαιάκια. Μια γαλάζια φάλαινα είναι ζωγραφισμένη στο κέντρο, το όνομα «Λιμάνι της Γαλάζιας Φάλαινας» τυπωμένο από πάνω με ρετρό στρογγυλά, μπλε και κίτρινα γράμματα.
Η Μάργκαρετ έθεσε ένα αόρατο όριο ανάμεσα τους σαν να τον έσπρωχνε μακριά από το μυαλό της. Δεν του έδωσε αμέσως μια απάντηση. Παρατηρεί προσηλωμένη τον ήλιο να δύει, να ευθυγραμμίζεται με την επιφάνεια του κρυστάλλινου νερού. Χρυσές και πορτοκαλιές αχτίδες βουτούν στα παγωμένα νερά του λιμανιού και ξεχύνονται σαν τορπίλες, χαράζοντας την πορεία τους στον αέναο καμβά του ωκεανού.
Λευκές βάρκες ήταν αγκυροβολημένες στο λιμάνι, στοιβαγμένες σε μια παράταξη. Γαλάζιες λεπτομέρειες τις διακοσμούν με τρόπο λιτό. Μια μινιμαλιστική εικόνα της μικρής γαλάζιας φάλαινας ─του λογότυπου του Λιμεναρχείου Σάουθ Γκρέης─ ήταν κολλημένη δίπλα από το όνομα της βάρκας.
Ένιωθε αγαλλίαση, ένα ζεστό συναίσθημα να την κατακλύζει ολόκληρη όταν χάζευε τον κόσμο να υπάρχει γύρω της. Άνθρωποι ξένοι και κάποιοι οικείοι, η ζωή ρέει ατάραχα στον αέναο χρόνο. Εθελοτυφλούν, μεθυσμένοι με την αφθονία του γλυκού κρασιού που προσφέρει απλόχερα η ζωή. Αδυνατούν να δώσουν την απαιτούμενη σημασία στα μυστικά που θάβει επί χρόνια το Σάουθ Γκρέης πίσω από κάθε σκοτεινό σοκάκι.
«Μάρτζι» την σκούντηξε ελαφρά, επαναφέροντας την από τον βούρκο των σκέψεων της.
«Θέλω να νοιώθεις πως μπορείς να μου μιλάς, ακόμη κι αν είναι εντελώς περίεργο»
«Είναι χαζό...» ήλπιζε πως θα το αγνοούσε και δεν την ρωτούσε περαιτέρω.
«Δεν είναι χαζό αν σε απασχολεί»
Τον κοίταξε κατάματα και ρούφηξε την μύτη της ... Ένιωθε να υγραίνουν τα μάτια της και απέσπασε το βλέμμα της, χαζεύοντας για μερικά λεπτά τον ορίζοντα για να ηρεμήσει.
«Είναι σαν να μας έχει στοιχειώσει... καταλαβαίνεις; Σαν να βρίσκεται ένα κομμάτι του μέσα μας παρόλο που προλάβαμε να φύγουμε εγκαίρως από τον σταθμό» η φωνή της σβήνει σταδιακά σαν φυτίλι. Η καρδιά της κονταροχτυπά με την λογική της, το να μιλήσει σε κάποιον που έζησε την ίδια νύχτα ακριβώς όπως και εκείνη─ αντίκρισε το φοβερό θέαμα που τα ίδια της τα μάτια ζύγιασαν─ της φαινόταν λογική λύση. Η καρδιά της όμως φοβόταν μήπως δεν έπαιρνε στα σοβαρά το πρόβλημα της, δεν ένιωσε ό,τι ένιωσε εκείνη το προηγούμενο βράδυ.
«Ξέρω τι εννοείς Μ, Θα βρούμε μαζί την λύση έτσι; Εγώ, εσύ και τα παιδιά» πρότεινε χαμηλόφωνα σαν να απέφευγε να την τρομάξει.
Με ένα μικρό νεύμα σύρθηκε κοντά της και την πήρε αγκαλιά, ακουμπώντας το κεφάλι του στον ώμο της. Μαζί θα ήταν πιο δυνατοί πίστευε, αν έμεναν μόνοι τους, κλείδωναν τα συναισθήματα τους, φοβόταν πως θα υπέκυπταν στα σκοτεινά μονοπάτια των μοναχικών σκέψεων τους.
[...]
Σύντομα έρχονται εξελίξεις. Το τρένο δεν είπε ακόμα τις τελευταίες του λέξεις!
Μην ξεχάσετε να ψηφίσετε και να σχολιάσετε! Θα σας δω στο επόμενο κεφάλαιο. Πως σας φαίνονται οι νέες προσθήκες στην ιστορία;
─tatiana
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro