i. midnight fright
Κεφάλαιο ένα
«Τρόμος τα μεσάνυχτα»
━━━━━━
𝟣𝟧 · 𝟢𝟤 · 𝟣𝟫𝟩𝟢
Ήταν ο τελευταίος που είχε απομείνει στον σταθμό εκείνο το βράδυ. Σφύριζε έναν μελαγχολικό σκοπό ─από εκείνους που θα άκουγες στα στενά κελιά μιας δημόσιας φυλακής.
Σκλάβος πίσω από τις σιδερένιες μπάρες της άγνοιας, ο τριαντάχρονος οδηγός επιβατικών τρένων, διέσχιζε με σκοπό την πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού. Οι σόλες από τις βαριές στρατιωτικές μπότες του αντηχούν στην πλακόστρωτη, πλατιά, πλατφόρμας αναμονής και ταυτόχρονα αποφεύγουν με σιγουριά τις ρωγμές στην παλιά κατασκευή. Η πλατφόρμα Α62 ήταν μια από τις πολυσύχναστες στάσεις· εκατοντάδες επιβάτες συνωστίζονται καθημερινά σαν εκπαιδευμένα κοπάδια και περιμένουν τα δύο επιβατικά τρένα της γραμμής με κατεύθυνση την γεμάτη ευκαιρίες μεγαλούπολη.
Ήταν μια σχετικά συνηθισμένη, κρύα Τρίτη. Οι διαδρομές του ήταν ίδιες όπως κάθε άλλη φορά και τα πρόσωπα τα οποία συναντούσε και γνώριζε επί τόσα χρόνια, τον περίμεναν σε εκείνη την λιθόστρωτη πλατφόρμα. Τώρα, ντυμένος με την ολόσωμη γαλάζια, φθαρμένη φόρμα ─απαιτούμενη φορεσιά όλων των εργαζομένων─ καθώς και ένα επίπεδο, πάνινο καπέλο (ασορτί με την στολή), φτάνει στο υπόστεγο.
Απλώνει το γαντοφορεμένο χέρι του και ανοίγει νωχελικά την συρόμενη πόρτα. Στο υπόστεγο έκλειναν τα περισσότερα επιβατικά τρένα όταν υπήρχαν πιθανότητες εμφάνισης κακοκαιρίας. Για τον λόγο αυτό, σήμερα, οι ράγες δίπλα στο μικρό εργοστάσιο κονσερβοποίησης Μιούλερ─Φάλκον, ήταν άδειες.
Η πελώρια μηχανή 25, το τρένο που διέσχιζε την γραμμή Α62 (για την μεγαλούπολη) και Ε23 (για τις γειτονικές επαρχίες του Σάουθ Γκρέης, Άπερ Σάντον και Γουέστ Χηλ) του ανατέθηκε περίπου πριν τρία χρόνια. Η μηχανή, της οποίας και τις τρεις διαδρομές είχε αποτυπώσει με ανεξίτηλο μελάνι στο χάρτη του μυαλού του, δεσπόζει με όλο της το μεγαλείο στις ράγες του υπόστεγου.
Την πλησιάζει. Ανοίγει την πόρτα της καμπίνας του οδηγού και αναστενάζει. Το τρένο έπρεπε να μεταφερθεί σε διαφορετική τοποθεσία, πεντέμισι χιλιόμετρα μακριά από τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σάουθ Γκρέης· στην μάντρα με τα παλιοσίδερα του Γουέστ Χηλ.
Παρότι δούλευε ρολόι στις καλές μέρες της, ο σταθμάρχης αποφάσισε να αποσύρει την μηχανή από το πρόγραμμα και τον σιδηροδρομικό σταθμό λόγω σοβαρών, μη αναστρέψιμων βλαβών στον μηχανισμό του τρένου. Κακά τα ψέματα, ήταν φανερά στεναχωρημένος με το γεγονός ότι έπρεπε να αποχωριστεί το τρένο του. Τότε, μια αστραπιαία σκέψη λιθοβόλησε το στομάχι του. «Αυτό σημαίνει πως θα χάσω την δουλειά μου;»
Κάθισε μερικά λεπτά ακίνητος στην θέση του οδηγού, παρατηρώντας όλους τους μοχλούς και τα λαμπάκια με σφιγμένα χείλη. Τα φρύδια του έσμιξαν ασύνειδα και το βλέμμα του ταξίδεψε έξω από το μικρό παράθυρο. Ο γκριζογάλανος ουρανός ένευσε προς το μέρος του. Τα λιγοστά σύννεφα που κρέμονταν άφοβα από αυτόν, έμοιαζαν περισσότερο με λευκά σεντόνια πάρα με το πολύτιμο μαλλί της γριάς ως χαρακτηριστική μορφή τους.
Ξάφνου, διαταράσσεται η απόλυτα νεκρική σιγή του σταθμού όταν πάνω από τις κορυφές των δέντρων ξεχύνονται μια ντουζίνα κουρούνες, πεταρίζοντας μανιωδώς τις φτερούγες τους αναστατωμένες. Το τοπίο μαύρισε. Δεν άκουσε τον δυνατό κρότο ενός κυνηγετικού όπλου μετά το πάτημα της σκανδάλης. Ο ήχος καλύφθηκε σχεδόν αμέσως από τα χιλιάδες εκκωφαντικά φτερουγίσματα, οι κουρούνες έκρωζαν ασταμάτητα. Εφορμούσαν επιθετικά προς το έδαφος όμως σταματούσαν απότομα και ξανά ανέβαιναν ψηλά, αποπροσανατολισμένες, ψάχνοντας απεγνωσμένα καταφύγιο στα πυκνά κλαδιά του ελατοδάσους.
Ίσως ήταν σύμπτωση, ο πυροβολισμός και το τσουνάμι από κουρούνες που ξεχύθηκε στον απογευματινό ουρανό. Ίσως πάλι να σήμανε προμήνυμα, κακό οιωνό.
Ο Μάνι προσγειώθηκε στην πραγματικότητα ξαφνιασμένος, σαν ελάφι μπροστά στους φωτεινούς προβολείς ενός φορτηγού στην κεντρική οδό. Έκανε να ξεκινήσει την μηχανή για να επιστρέψει σπίτι όσο το δυνατόν συντομότερα. Το Γουέστ Χηλ απείχε εικοσιπέντε─τριάντα λεπτά και δεν ήταν πρόθυμος να χάσει κι άλλο χρόνο.
Ομαλά, ωστόσο με ελάχιστες ενοχλήσεις, η μηχανή 25 κύλησε πάνω στις ράγες και εξήλθε από το υπόστεγο παίρνοντας μια δεξιά στροφή και στην συνέχεια συνεχίζοντας ευθεία μπροστά. Μέσα σε πέντε λεπτά, ο σιδηροδρομικός σταθμό του Σάουθ Γκρέης ήταν μια κουκίδα στον ορίζοντα, χαμένο σε ένα σύννεφο μαύρου καπνού.
Ο οδηγός λίγο αργότερα ξανάρχισε να μουρμουράει ψυχοπλακωτικά τραγούδια, μια ενέργεια που συχνά τον χαλάρωνε και βοηθούσε να αδειάσει το μυαλό του. Τον ηρεμεί και η ώρα κυλάει ευχάριστα μέσα σε ένα ασφυκτικά κλειστό μέσο μαζικής μεταφοράς.
«Τι διάολο...;» μουρμούρισε άναυδος. Το τραγούδι πνίγηκε μεμιάς στο λαρύγγι του όταν άκουσε το οικείο τρίξιμο στις ράγες, σαν να πάτησε τα φρένα της μηχανής με τόση δύναμη που τώρα γλιστρούσε επικίνδυνα. Όμως δεν το έκανε. Σπίθες εκτινάσσονται από τους τροχούς και αυτοί σταδιακά επιβραδύνουν. Σαστισμένος κοιτάζει γύρω του και παρατηρεί το μοχλό του φρένου κατεβασμένο. «Πότε, πώς στο καλό;» αναρωτιέται ενδόμυχα.
Ο τσιριχτός ήχος των τροχών που τρίβονται στις ράγες έπαψε να ακούγεται και το τρένο σταμάτησε. Αντικαθίσταται από μια σιγανή, στην αρχή, μελωδία. Του είναι γνώριμη, την άκουσε μια φορά στο ραδιόφωνο όταν το πρόγραμμα μετέδιδε κλασικά κονσέρτα ─πολυαγαπημένο μουσικό είδος της γυναίκας του.
Το συγκεκριμένο κομμάτι που αντηχούσε σε κάθε επιφάνεια του τρένου, ήταν του συνθέτη Αντόνιο Βιβάλντι. Το αναγνώρισε αμέσως ως το κονσέρτο της καταιγίδας. «Μάνι, γλυκέ μου είσαι εντελώς άσχετος όταν πρόκειται για μουσική» του έλεγε συχνά η Άιρις. Τα λόγια της μια ξεθωριασμένη και χιλιοειπωμένη πρόταση στο βάθος του μυαλού του, επανεμφανίζεται. Το σώμα του κατακλύζει μια ανέλπιστη γλυκιά ταραχή. Τον ξεσηκώνει αλλά συνάμα ─όσο περίπλοκο κι αν ακούγεται─ του προσφέρει μια ψυχική γαλήνη και ηρεμία την οποία δεν θα απαρνιόταν αν του δινόταν η επιλογή.
Για μια στιγμή θεώρησε πως κάποιος λαθρεπιβάτης στο τρένο του, κουβάλησε ένα φορητό ραδιοφωνάκι, με ψηλή κεραία, ακούγοντας τον ίδιο σταθμό που αρέσει στην κυρία Άιρις και νομίζοντας πως θα γίνει κανονικά το δρομολόγιο των εννιά. «Δεν είδε την ανακοίνωση της αναβολής δρομολογίων λόγων επικείμενης κακοκαιρίας;» Αμέσως αφού το σκέφτηκε αυτό, βγήκε από την καμπίνα του οδηγού και εισήλθε στον διάδρομο. Ανοίγει την συρόμενη πόρτα του πρώτου βαγονιού και την βρίσκει άδεια. Διαβαίνει τον στενό διάδρομο και σκοντάφτει που και που σε κάποιο κάθισμα από την βιασύνη του.
Ανοίγοντας την πόρτα για το δεύτερο βαγόνι, στέκεται αντικριστά με άδεια ξύλινα καθίσματα και κλειστές ηλιοκαμένες κουρτίνες.
Το ίδιο και στο τρίτο βαγόνι.
«Ειλικρινά τι περίμενες να βρεις;»
Με έναν βαρύ αναστεναγμό αποφάσισε να γυρίσει στην καμπίνα του οδηγού.
Καθώς έκλεινε την πόρτα του δεύτερου βαγονιού πίσω του, το τρένο έτριξε πάνω στις ράγες και σιγά σιγά άρχισα να κυλάει κατά μήκος τους. Η πόρτα που χώριζε το πρώτο βαγόνι και την καμπίνα του οδηγού σφράγισε μόνη της με έναν δυνατό κρότο, εγκλωβίζοντας τον. Η μουσική δυνάμωσε. Ο Μάνι σωριάζεται στο πάτωμα με το κεφάλι του έτοιμο να εκραγεί. Το σώμα του κινούνταν σπασμωδικά αλλά εναρμονισμένο με το κρεσέντο στην Καταιγίδα.
Η βαθμιαία αύξηση της έντασης είχε κατακλύσει όλα τα κύτταρα του σώματος του και τον έλεγχε στον μέγιστο βαθμό. Έχασε τον έλεγχο του τρένου, έπειτα έχασε τον έλεγχο του εαυτού του. Τα χέρια του δεν πιλοτάρουν πια την μηχανή, η ίδια οδηγεί τον εαυτό της μακριά από το Σάουθ Γκρέης και πέρα από το Γουέστ Χηλ. Περνάει την μάντρα με τα παλιοσίδερα και δεν έχει σκοπό να σταματήσει. Περνάει σε μια άλλη διάσταση, μακριά από τον κόσμο που γνωρίζουμε, καθώς χάνεται όλο και περισσότερο στον ορίζοντα ... γίνεται μια κουκίδα και το μόνο που αφήνει πίσω της, είναι ένα μαύρο νέφος από το φουγάρο της.
Το τοπίο σταδιακά αλλάζει, αναμειγνύεται με τα απομεινάρια ενός ξεχασμένου κόσμου. Σκοτεινιάζει, καθώς το τρένο εκτροχιάζεται· εισβάλλει σε ένα διαφορετικό σύμπαν, μια άλλη διάσταση του ίδιου κόσμου, ο Μάνι αδυνατούσε να καταλάβει.
Έβλεπε παντού σκιές, να κρέμονται από γυμνά κλαδιά δέντρων σαν ξεψυχισμένα σώματα ανθρώπων. Να ανεμίζουν αέναα στον άνεμο σαν λεπτεπίλεπτα φυλλαράκια, αδύναμα να αντισταθούν στα πονηρά παιχνίδια του Αιόλου.
Κοιτάζει απέναντι του αχανής εκτάσεις μιας πορφυρής ερήμου, άγονο το έδαφος και καμένο. Τα δέντρα γυμνά και ξερά, σχεδόν ξεφλούδιζαν κάτω από το τσουχτερό βλέμμα του ήλιου. Φώτιζε πάνω από όλο το τοπίο σαν μια πύρινη σφαίρα φωτιάς και λάβας, καταστρέφοντας καθε ζωντανό οργανισμό.
Ο Μάνι δεν ένιωθε τίποτα πλέον και απλά κοίταζε σαν χαμένος την νέα γη. Φαντάζει άδειο κέλυφος στην όψη, η ψυχή του σαν μια από τις σκιές που είδε να κρέμονται προηγουμένως στο έλεος των δαιμόνιων που κυριαρχούσαν αυτή τη γη.
Τότε, κραυγές αποφάσισαν να συμμετάσχουν με την σειρά τους στο διάσημο κονσέρτο, άλλες δυνατές στριγγλιές και άλλες κλαψουρίσματα. Τα βογκητά πόνου ήταν απερίγραπτα, συνθλίβουν τα εναπομείναντα κομμάτια της ψυχής του και ο πόνος είναι δέκα φορές χειρότερος και κουλουριάζεται σαν έμβρυο για να τον απαλύνει. Μάταια. Οι πόρτες του τρένου σύρθηκαν ανοιχτές. Με βία χτύπησαν πίσω στα καθίσματα και ξεχαρβαλώθηκαν από την σχισμή στο κάτω μέρος. Ο τρόμος υπερίσχυσε εκείνη την στιγμή που στο άνοιγμα ─δεν μπορούσε να διακρίνει τι─ στεκόταν μια φιγούρα.
Παραμονεύει εκεί στην άκρη, σαν μια σκιά που δεν επιτρεπόταν εκείνος να αντικρίσει αλλά έκανε το λάθος να πλησιάσει. Ένα ζωώδες γρύλισμα τον σταμάτησε στην θέση του σε απόσταση αναπνοής από την κατάμαυρη σιλουέτα που τον υπερβαίνει σε ύψος και αποπνέει μια αίσθηση απειλητική. Μόνο όταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άρχιζαν να διαμορφώνονται με τρόπο ώστε να είναι ευδιάκριτα στο κοκκινωπό σκοτάδι, τότε ... και μόνο τότε ... ένιωσε ένα ισχυρό ρίγος να διαπερνά την ραχοκοκαλιά του, στέλνοντας χιλιάδες προειδοποιητικά κόκκινα σημαιάκια στα νευρικά του κύτταρα.
Ο Μάνι δεν τόλμησε να κινήσει ούτε εκατοστό του μικρού του δακτύλου. Στέκεται εκεί κοκκαλωμένος, αντικρίζοντας τον διάβολο ενσαρκωμένο στο σώμα μιας άμοιρης σκιάς. Τα μακριά χέρια της σκιάς απλώνονται γύρω από το σώμα του, αγκαλιάζοντας τον όπως η χειμερινή ομίχλη την κομητεία Σάουθ Γκρέης. Τότε απροειδοποίητα και μουλωχτά, η σκιά εμφάνισε τα μυτερά μαύρα νύχια της και τα έμπηξε στην πλαδαρή σάρκα του. Ήταν τόσο μακριά που με ευκολία έσκισαν το δέρμα και βυθίστηκαν βαθύτερα. Η γαλάζια στολή του βάφτηκε με αίμα κόκκινο και καθώς χυνόταν στα πόδια της σκιάς μαύριζε.
Η κραυγή του έσπασε τα δεσμά της και μάτωσε το λαρύγγι του. Μέσα στην χασμωδία και την ταραχή του έχασκε ασύνειδα καθώς ο δαίμονας ρούφηξε την στριγγλιά απευθείας από τις φωνητικές του χορδές σαν να ήταν το πολύτιμο οξυγόνο που αναπνέουμε.
Οπισθοχώρησε κρατώντας τον οδηγό σε μια γερή λαβή και έπεσε προς τα πίσω. Άρχισε να κατηφορίζει σε ένα αβυσσαλέο φαράγγι, βυθισμένο στο σκοτάδι και το χάος. Τα μυτερά βράχια τον τσάκισαν καθώς η υλική μορφή του έπεσε και χάθηκε στο κενό. Η ψυχή του αιωρείται για λίγα λεπτά και έπειτα χάνεται προς μια κατεύθυνση.
Το σώμα του μένει να κείτεται ανάσκελα, καρφωμένο πάνω σε έναν βράχο με άκρα παραμορφωμένα. Η έκφραση στο πρόσωπο του παγωμένη, το στόμα του ανοιχτό σε μια σιωπηλή κραυγή και τα μάτια του ορθάνοιχτα. Ένα κόκκινο ρυάκι πηγάζει από τα χείλη του και χάνεται πίσω από το αφτί του.
Η μηχανή 25 έμεινε πάνω στις σπασμένες ράγες του φαραγγιού, ελαφρώς γυρτή από την έλλειψη σταθερότητας. Το κονσέρτο συνέχιζε να παίζει χωρίς τελειωμό, η ένταση ταιριαστή με ό,τι ακολούθησε την άφιξη της μηχανής σε τούτο τον κόσμο. Η ψυχή του Μάνι δεν ξαναεμφανίστηκε να επιβιβαστεί στο τρένο του. Ο δαίμονας την παγίδευσε στα κλαδιά ενός δέντρου που κρεμόταν στο χείλος ενός γκρεμού. Αβοήθητη και καταδικασμένη να ανεμίζει αιώνια, να κραυγάζει νιώθοντας τον σουβλερό βράχο να καρφώνει τα σωθικά του ξανά και ξανά.
Στα άδεια βαγόνια, καταφύγιο βρήκαν σκιές που περιπλανιόνταν αέναα στον αδυσώπητο χωροχρόνο. Αδέσμευτες, έπιασαν τόπο στο εγκαταλειμμένο τρένο και κραύγαζαν και εκείνες την μοίρα τους.
Στις 15 Φεβρουαρίου του 1970 ακριβώς πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, η μηχανή 25 εισέβαλε σε μια άλλη διάσταση, χωρίς ποτέ να ολοκληρώσει την αρχική πορεία της στο Γουέστ Χηλ, στην μάντρα με τα παλιοσίδερα. Σαρανταοκτώ ώρες αργότερα ο Μάνι δηλώθηκε αγνοούμενος. Η τοπική αυτοδιοίκηση ποτέ δεν κατάφερε να εξιχνιάσει την ξαφνική εξαφάνιση του. Έξι χρόνια αργότερα η Άιρις συμφιλιώθηκε με την ιδέα πως ο άντρας της δεν θα επέστρεφε, ήταν νεκρός.
Κανείς από τότε δεν τον ξανά─ ...
[...]
𝟣𝟧 · 𝟢𝟤 · 𝟤𝟢𝟣𝟢
«Έλα τώρα Σκοτ, περιμένεις να πιστέψουμε αυτήν την παιδιάστικη ιστορία;» η φίλη του Μάργκαρετ διέκοψε την αφήγηση του τέλους της ιστορίας.
«Δεν καταλαβαίνω το ύφος σου Μάρτζι. Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα» αντιγύρισε ανένδοτος, χωρίς να προσβληθεί από το σχόλιο της κοπέλας του.
Το βλέμμα του στράφηκε στους δύο φίλους τους που τους συνόδευσαν στο ραντεβού τους εκείνη την νύχτα. Το καρναβάλι είχε στηθεί από τις αρχές του Ιανουαρίου από την πολυταξιδεμένη ομάδα της Ντολόρες Γιούγκεν που ανέλαβε να οργανώσει αυτήν την νύχτα ψυχαγωγίας για νέους και παιδιά όλων των ηλικιών. Η πιο πρόσφατη στάση τους ─ το Σάουθ Γκρέης. Μετά το Γουέστ Χηλ και το Άπερ Σάντον θα ολοκλήρωναν την περιοδεία τους στις μικρές επαρχιακές κομητείες και θα συνέχιζαν στην μεγαλούπολη.
Ο Σκοτ Τέιλορ δεν δίστασε να τους αγοράσει εισιτήρια για μια θεατρική τους παράσταση βρίσκοντας την ημερομηνία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, δεδομένου ότι σήμερα ήταν και η επέτειος σαράντα χρόνων της υπόθεσης Όλσεν μετά το κλείσιμο του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού. Οι γνώμες των φίλων του πάνω στο θέμα του στοιχειωμένου τρένου δεν τον έθιγαν ιδιαίτερα, του ήταν άσχετες. Η Βάιολετ όμως δεν έχασε την ευκαιρία να τον ειρωνευτεί ως συνήθως.
«Μαλακίες Σκοτ. Τρένα που οδηγούν από μόνα τους και δαίμονες μιας άλλης διάστασης;
»Νομίζω πως περνάς υπερβολικά πολλές ώρες χαζεύοντας σαχλές ταινίες τρόμου. Ειλικρινά βρες κανένα χόμπι φίλε.
Εκείνος στριφογύρισε απλώς τα μάτια του και άπλωσε χαλαρά το χέρι του πάνω στους ώμους της Μάργκαρετ η οποία περπατούσε πλάι του. Τώρα διέσχιζαν και οι τέσσερις τον χώρο του καρναβαλιού έχοντας χορτάσει από τα συνηθισμένα παιχνίδια στημένα σε διάφορους πολύχρωμους πάγκους. Τα τρανταχτά γέλια των παιδιών στην αλάνα γύρω από το μαγαζί των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, έφταναν μέχρι τα αυτιά των τεσσάρων εφήβων που ξαφνικά έφεραν στην συζήτηση τους ένα παραμύθι τριάντα χρόνων.
«Δεν θα με υποστηρίξεις φίλε;» αποκρίθηκε στον φίλο του που εδώ και ώρα δεν συμμετείχε στην συζήτηση. Ανασήκωσε τους ώμους του και δεν έδωσε άμεση απάντηση στο δράμα του Σκοτ. Δεν ήταν φαν του να παριστάνει το φανάρι στο ραντεβού του ζευγαριού και του εμπορικού καπιταλισμού που προωθούσαν οι εκδηλώσεις σαν και τούτη. Το ποσό των δολαρίων που ξόδεψαν σε κάθε μηχάνημα για να κερδίσουν φανταχτερά βραβεία ήταν γελοίο.
«Τρις; Έλα ρε μάγκα αφού εμείς τα αδέρφια πρέπει να είμαστε ενωμένα» ο Σκοτ προχώρησε να τον χτυπήσει στον ώμο αφότου έλαβε ένα αρνητικό νεύμα από τον κολλητό του. «Σκοτ, απόλαυσε το καρναβάλι και άσε τις ιστορίες για τα φαντάσματα στα παιδιά που είναι αφελή και τρομαγμένα να τα πιστέψουν» του ανταπάντησε δίνοντας ένα τέλος σε αυτήν τους την συζήτηση.
«Είναι απλώς ξινισμένος με το καρναβάλι, θα του περάσει» άκουσε τον Μάρτζι να μουρμουρίζει ψιθυριστά στον φίλο της και τον σκούντηξε ελαφρά στο πλευρό για να τον κάνει να σωπάσει.
«Τρις! Ένας κλόουν! Με βγάζεις μια φωτογραφία μαζί του, θα δείχνει τέλεια με το θέμα του καρναβαλιού στο άλμπουμ μου» η Βάιολετ δραπετεύει από τα χέρια του φίλου της και τρέχει προς την κατεύθυνση ενός χαμογελαστού κλόουν που κρατούσε κόκκινα μπαλόνια στα γαντοφορεμένα χέρια του. Αυτό απέσπασε την προσοχή του από το σχόλιο της Μάρτζι, αν και όσα είπε δεν ήταν ψέματα.
Η Βάιολετ δεν δίστασε να αγκαλιάσει τον κλόουν χαμογελώντας πλατιά καθώς ο Τρίσταν ετοίμαζε την μικρή κάμερα που είχαν φέρει μαζί τους για να απαθανατίσουν τις στιγμές τους στο ραντεβού. Το αριστερό χέρι της Βάιολετ ακούμπησε πάνω στην μεγάλη κοιλιά του κλόουν καθώς την έπιασε από την μέση. Το άλλο της χέρι ήταν απασχολημένο να κρατάει σφιχτά ένα πορφυρό γυαλιστερό μπαλόνι που της προσέφερε για πενήντα σεντς.
Το κλικ της κάμερας ακολούθησε η εκτύπωση της φωτογραφίας από την σχισμή στο κάτω μέρος. Ο Τρίσταν την έπιασε και την τίναξε ελαφρά για να εμφανιστεί η εικόνα της polaroid κάμερας.
«Ευχαριστώ!» αναφώνησε χαρούμενη η Βάιολετ.
«Μισώ τους κλόουν ...» μουρμούρησε η Μάργκαρετ, τόσο σιγανά που μετά βίας το άκουσε ο Σκοτ από δίπλα της. Το βλέμμα της συνάντησε αυτό του κλόουν, ο οποίος τους χαιρετούσε ενθουσιασμένος, τα χείλη του ζωγραφισμένα σε ένα πλατύ κόκκινο χαμόγελο που της φαινόταν ανατριχιαστικό. Μόλις χθες ολοκλήρωσε το βιβλίο του Stephen King «ΙΤ» και αποφάσισε να αποφύγει συστηματικά τους κλόουν για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ασύνειδα άρχισε να φαντάζεται τον κλόουν να περπατά προς το μέρος τους. Με κινήσεις προμελετημένες, να χαμογελάει τόσο πλατιά μέχρι να σχιστούν τα βαμμένα χείλη του και να πέσουν. Πλησιάζει ... πλησιάζει ... αρπάζει το χέρι της Βάιολετ που βρίσκεται πιο κοντά του και το ξεριζώνει. Αίμα. Τόσο πολύ αίμα.
Ο Σκοτ έσκυψε και φίλησε το κούτελο της σφίγγοντας την στην αγκαλιά του. Η φρικιαστική εικόνα που σκαρφίστηκε το μολυσμένο μυαλό της διαλύθηκε ευθύς. «Τότε θα λατρέψεις την στολή μου για το Χάλογουην» το μειδίαμα στο πρόσωπο του μεγάλωσε με την αντίδραση και το ενοχλημένο ύφος της κοπέλας του.
«Είδαμε τα πάντα και πήγαμε σε όλα τα παιχνίδια. Μήπως να πηγαίναμε σπίτια μας τώρα;» πρότεινε ο Τρίσταν.
Η Βάιολετ προχώρησε μερικά βήματα μπροστά από τα αγόρια τραβώντας μαζί της την Μάργκαρετ. «Δεν θέλω να πάω σχολείο την Δευτέρα ...» ακούστηκε με παράπονο ένα μέρος της συζήτησης των κοριτσιών ώσπου απομακρύνθηκαν αρκετά και δεν διακρίνονταν οι ψίθυροι στα αφτιά των φίλων τους.
«Τρίσταν. Τι μέρα είναι σήμερα;» ρώτησε ο Σκοτ κοιτώντας ευθεία μπροστά την έξοδο του καρναβαλιού. Ο Τρίσταν σκέφτηκε λίγο πριν απαντήσει. «Παρασκευή γιατί;»
«Εννοώ πόσο του μηνός έχουμε;». Ο Τρίσταν παρατήρησε από κοντά το βλέμμα του φίλου του και αναστέναξε βαριά. «Ξέρεις πόσο μισώ αυτό το ύφος» μουρμούρησε τρίβοντας το πρόσωπο του με τις παλάμες των χεριών του.
Ο Σκοτ γύρισε να τον κοιτάξει και έδειχνε δήθεν ανίδεος. «Για ποιο πράγμα μιλάς; Δεν έχω κανένα ύφος!» αυτό έκανε τον Τρίσταν να δυσανασχετήσει ακόμη πιο δραματικά. Άπλωσε δεικτικά την παλάμη του προς το μέρος του σαν να επιβεβαίωνε την ανησυχία του «Να αυτό! Αυτό ακριβώς που κάνεις τώρα με τα υπερβολικά τεράστια φρύδια σου και το ανατριχιαστικό χαμόγελο» είπε κουνώντας το χέρι του κοντά στο πρόσωπο του Σκοτ. Ο Σκοτ τον χτύπησε για το σχόλιο με τα φρύδια του. «Αγενέστατε»
«Γιατί χτυπιέστε σαν χαζά;» ρώτησε η Μάργκαρετ σταματώντας κάτω από την επιγραφή του ονόματος του Καρναβαλιού Ντολόρες Γιούγκεν με φωσφοριζέ φούξια γράμματα.
«Αγαπητή Μάρτζι... τι θα έλεγες για μια μεταμεσονύχτια περιπετειούλα;»
Η Μάργκαρετ προβληματισμένη ανασήκωσε τους ώμους της και στάθηκε δίπλα του. Ο Σκοτ προχώρησε να εξηγήσει τις σκέψεις του στους υπόλοιπους τρεις και πρόσεξε τα βλέμματα τους να πελαγώνουν όταν τους πρότεινε να κατέβουν κάτω στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό.
«Είσαι για δέσιμο» αναφώνησαν η Μάργκαρετ και Τρίσταν την ίδια στιγμή. Έσπρωξε τον Σκοτ μακριά της καθώς άπλωνε τα χέρια του απεγνωσμένα, μήπως και βάλει μυαλό στο ξεροκέφαλο του.
Δεν αντέδρασε, πάρα μόνο της έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο. Η Βάιολετ αν και δεν προσφώνησε τις ενδόμυχες σκέψεις της, δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει με την Μάργκαρετ και τον Τρίσταν κουνώντας το κεφάλι της.
«Παιδιά ελάτε ... αφού δεν πιστεύετε στην παιδιάστικη ιστορία ούτως ή άλλως δεν έχετε λόγο να φοβάστε!»
«Όχι Σκοτ ... με τίποτα, θα πάω σπίτι!» είπε η Μάργκαρετ αποφασισμένη.
[...]
𝟣𝟤 : 𝟢𝟢 PM
«Πες μου ξανά γιατί συμφώνησα να το κάνω αυτό;» αποκρίθηκε, αγανακτισμένη που υπέκυψε για ακόμη μια φορά στα καπρίτσια του Σκοτ. Ωστόσο το να βρίσκεται αυτή την στιγμή στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό παρέα με τους δύο φίλους της που αναγκαστικά συνόδευσαν αυτήν και τον ανεγκέφαλο που αποκαλούσε το αγόρι της, φανέρωνε κάλλιστα πως έχασε την λογομαχία που προηγήθηκε.
«Γιατί η αποφασιστικότητα σου είναι αδύναμη. Επίσης, πεθαίνεις να μάθεις αν είναι αλήθεια όπως και εγώ άλλωστε» απάντησε έξυπνα στέλνοντας ένα αυτάρεσκο χαμόγελο προς το μέρος της. Μούτρωσε αλλά δεν αρνήθηκε ούτε ένα μέρος αυτής της κατηγορίας. Αν ήθελε να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό της, φυσικά και ήταν περίεργη να μάθει τι συνέβαινε σε εκείνον τον εγκαταλειμμένο σταθμό.
Ορκίζεται πως κάποιες φορές ο Σκοτ αφυπνίζει το αίσθημα της περιπέτειας μέσα της και τον άλλο εαυτό της που δεν φοβάται να ρισκάρει. Θα τους βάλει σε κίνδυνο μια μέρα ... το αισθάνεται.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι θα δεις ένα τρένο να περνάει αυτές τις ράγες; Είναι τόσο παλιές που δεν νομίζω να συγκρατούν πλέον τέτοιο βάρος. Έξαλλου δεν έχουν χρησιμοποιηθεί χρόνια τώρα αυτές οι διαδρομές» είπε ο Τρίσταν καταφθάνοντας στην πλατφόρμα επιβίβασης Ε23. Ένα σκονισμένο ξύλινο παγκάκι, σχετικά σταθερό για να καθίσει κανείς, ήταν βιδωμένο στο πίσω μέρος της πλατφόρμας.
Οι τέσσερις φίλοι κάθισαν εκεί, αντικριστά με τις άδειες ράγες· αναμένοντας ένα θαύμα.
«Εγώ επιμένω πως τα παραμύθια δεν είναι δυνατόν να ζωντανέψουν. Όλοι σας πρέπει απλώς να ωριμάσετε» μίλησε με σιγουριά η Βάιολετ και χώθηκε περισσότερο στην αγκαλιά του Τρίσταν. Μόλις έπεφτε η νύχτα, το κρύο γινόταν αφόρητο, και το λεπτό παλτό της δεν την προστάτευε ενάντια στο τσουχτερό άνεμο του χειμερινού μήνα.
«Είναι ακόμη 𝟣𝟤 : 𝟢𝟣 δώστου λίγα λεπτά ακόμα»
Σε τέσσερα λεπτά από τώρα θα είναι ακριβώς πέντε λεπτά μετά τα μεσάνυχτα που θα σημάνει και επισήμως την σαρακοστή επέτειο της μηχανής 25.
Υπομονετικά, οι τέσσερις τους περίμεναν αυτά τα αγωνιώδη τέσσερα ολόκληρα λεπτά να περάσουν ώστε να εξακριβωθούν τα λόγια της Βάιολετ και του Τρίσταν και η Μάργκαρετ με τον Σκοτ να μάθουν τελικά αν το στοιχειωμένο τρένο θα έκανε την εμφάνιση του όπως τους έχουν πει τόσες φορές στο παρελθόν.
Η μαυρομάλλα σηκώθηκε και περπάτησε ως την άκρη της πλατφόρμας κοιτώντας πότε δεξιά πότε αριστερά, μήπως φανεί οτιδήποτε.
«Παιδιά κάνει ψοφόκρυο» αναφώνησε η Μάργκαρετ τρίβοντας τις παλάμες της μεταξύ τους για να δημιουργήσει θερμότητα μέσω της τριβής. Τα σαγόνια της ήταν σφιγμένα κλειστά και τα δόντια της κροτάλιζαν από την ψύχρα.
𝟣𝟤 : 𝟢𝟨
«Έχουν περάσει πέντε λεπτά Σκοτ, φαίνεται πως για μια ακόμη φορά είχα δίκιο!» η Βάιολετ καυχήθηκε και υποκλίθηκε περιπαικτικά μπροστά του. Τα γέλια της πνίγηκαν και ξάφνου όλοι κοκκάλωσαν στο άκουσμα ενός ήχου. Ενός ήχου που θύμιζε μια γνώριμη μελωδία. Ένα γνωστό κλασικό κονσέρτο.
«Μην μου πεις...» ψιθύρισε τρομαγμένη η Βάιολετ και έστρεψε το βλέμμα της στα αριστερά της πλατφόρμας.
Όντως, εκεί στο βάθος, διέκρινε μέσα στο σκοτάδι ένα μικρό λευκό φως σαν φαναράκι. Το σφύριγμα του τρένου τράνταξε και τους τέσσερις από τις θέσεις τους και τώρα όλοι μαζί στέκονταν στην άκρη της πλατφόρμας να ρίξουν μια ματιά. Το κονσέρτο του Βιβάλντι πράγματι ηχούσε στον άδειο σταθμό και ο καπνός από το φουγάρο του τρένου έφτασε ως τα ρουθούνια τους.
«Πάμε. Πάμε να φύγουμε τώρα!» φώναξε η Μάργκαρετ όταν παρατήρησε το τρένο να πλησιάζει με αυξημένη ταχύτητα προς το μέρος τους. Ένιωσαν τις τρίχες στο πίσω μέρος του λαιμού τους να ορθώνονται σαν σε προσοχή. Οι παλμοί των καρδιών τους χτυπούσαν δυνατά και συγχρονισμένα προκαλώντας ένα αλλόκοτο σφίξιμο να απλώνεται στο στέρνο τους.
Η όψη του κατάμαυρου τρένου που σταδιακά σταματούσε μπροστά στην πλατφόρμα τους επαγρύπνησε και αμέσως οπισθοχώρησαν με μεγάλα βήματα που σύντομα μετατράπηκαν σε γοργό τρέξιμο. Δεν πρόλαβε να τους φυλακίσει στα πολύπλοκα δίχτυα του.
Έτρεξαν.
Έτρεξαν να ξεφύγουν μακριά από το τρένο─φάντασμα, η φήμη του οποίου επιβεβαιώθηκε.
Έτρεξαν ακόμη πιο μακριά από την απαγορευμένη περιοχή του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού.
Οι καυτές ανάσες τους σχημάτιζαν άχνα συννεφάκια καθώς έτρεχαν. Ο άνεμος ξεσηκώθηκε και τους έσπρωχνε με μανία προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση του σταθμού. Σαν ένας προδότης, συνωμότης της μηχανής 25.
Όταν πλέον βρίσκονταν σε μια ικανοποιητική απόσταση από τις δαγκάνες του θανάτου, σταμάτησαν.
«Ηθικό δίδαγμα: να μην αμφισβητήσουμε ποτέ ξανά τον Σκοτ και να συμφωνούμε σε ό,τι κι αν πει ...» αποκρίθηκε λαχανιασμένος. Η προσπάθεια να σπάσει τον πάγο και να τους κάνει να ξεχαστούν από τον παραλυτικό φόβο, με ένα έξυπνο αστείο, δεν ήταν επιτυχής. Ο ίδιος θα τους εξομολογηθεί αργότερα πως δεν είναι σίγουρος αν ακόμη έχει συνέλθει από το σοκ που υπέστη ή αν τώρα πιστεύει περισσότερο από ποτέ.
[...]
Το πρώτο (διορθωμένο) κεφάλαιο του The Train, περιμένω τις εντυπώσεις σας στα σχόλια νέοι και παλιοί αναγνώστες. Ελπίζω να βρίσκεται την ιστορία ενδιαφέρουσα και να την συνεχίσετε. Or not, that's okay ... people don't always like the same things.
❪ 𝐒𝐞𝐩𝐭𝐞𝐦𝐛𝐞𝐫 𝟏𝟏𝐭𝐡, 𝐭𝐡𝐢𝐬 𝐜𝐡𝐚𝐩𝐭𝐞𝐫 𝐢𝐬 𝐛𝐞𝐢𝐧𝐠
𝐩𝐮𝐛𝐥𝐢𝐬𝐡𝐞𝐝 𝐢𝐧 𝐡𝐨𝐧𝐨𝐮𝐫 𝐨𝐟 𝐦𝐲 𝐟𝐢𝐫𝐬𝐭 𝐝𝐚𝐲 𝐨𝐟
𝐬𝐞𝐧𝐢𝐨𝐫 𝐲𝐞𝐚𝐫 𝐨𝐟 𝐡𝐢𝐠𝐡 𝐬𝐜𝐡𝐨𝐨𝐥 ❫
ps. Θα σας συνιστούσα να αλλάξετε τις ρυθμίσεις του background από λευκό σε μαύρο, για μια καλύτερη αναγνωστική εμπειρία.
can you tell I'm obsessed with Stranger Things ?
─tatiana
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro