Κεφάλαιο 27ο
Το άθροισμα των επιλογών
- 8 Φεβρουαρίου
ΜΌΝΟ ΟΤΑΝ ΉΤΑΝ Η ώρα του διαγωνίσματος για τις προόδους ο Γκρέγκορι μπόρεσε να δει την Βαλερια, έκατσαν σε κοντινά θρανία είχαν περάσει την Κυριακή μιλώντας στο τηλέφωνο για ασκήσεις, μουσικά συγκροτήματα και πράγματα που σιχενονταν - σαν την άνοιξη. Η Βαλερια περισσότερο γιατί εκείνη είχε αλλεργίες ενώ εκείνος δεν είχε κάποιο ενδιαφέρον για τις εποχές γενικότερα, του άρεσαν όλες το ίδιο, δεν έκανε κάτι διαφορετικό σε κάθε μία άλλωστε, ίσως είχε μια κρυφή αδυναμία στο καλοκαίρι αλλά δεν της το είπε γιατί μετά δεν θα μπορούσε να το δικαιολογησει.
Κυριολεκτικά στο διπλανό θρανίο τελευταία στιγμή είχε σωριαστει ο Τενεσι - Χάρι - για αυτους που τον ήξεραν από το γυμνάσιο. Φορούσε μια μπαντανα και πράγματα στα χέρια του σαν κάποιο μομολο από τα 80's « Μα τον Ιούλιο Καίσαρα, ποιος γράφει φυσική τώρα; Γαμωτο εη ψιτ » ο Γκρέγκορι κατάλαβε ότι μάλλον απευθύνονταν σε εκείνον αλλά επέλεξε να τον αγνοήσει γιατί ήθελε να είναι ήρεμος πριν κανει μια προσπάθεια μετά από μήνες να γράψει ένα κανονικό τεστ, δεν το είχε πει στην Βαλερια γιατί ήθελε να της κάνει έκπληξη.
Όταν ένιωσε την βαριά άρβυλα του Τενεσι στην άκρη της καρέκλας του γύρισε βαριεστημένα και τον κοίταξε, κυριαρχούσε πανικός πριν μπει ο καθηγητής μέσα, όλοι ανταλλασαν χαρτάκια έγραφαν στα χέρια τους και κάτω από κασετίνες « Γιουχου » του σφυριξε ο Τενεσι ενοχλητικά με την έντονη μεσοδυτικη προφορά του.
Ο Γκρέγκορι κοίταξε έντονα την άρβυλα του Τενεσι που είχε κολλήσει στο σίδερο της καρέκλας του « Δεν ήξερα ότι οι άνθρωποι μεταξύ τους λένε γιουχου ακόμη » ο Τενεσι με το πράσινο το μάτι και το καστανο μαλλί ανεμισε το χέρι του σαν να του έλεγε να σκάσει « Δεν αντέχω εσάς του διανοούμενους, τα emo πως σκατα θέλετε να λέγεστε » ο Γκρέγκορι κούνησε λίγο την καρέκλα του και το πόδι του Τενεσι έπεσε το ίδιο νωχελικα « Ενώ εσείς οι κουλτουριαριδες .. » ψέλλισε σε αντίποινα ο Γκρέγκορι.
« Εντάξει κόψε είμαι αδιάβαστος έχεις κάποια πρόταση για τα μέτρα μου; Εμεις στο θέατρο δεν ασχολούμαστε με την φυσική και νομίζω πως για το δώρο που θα κάνουμε στην ανθρωπότητα στο μέλλον πρέπει να μας το ξεπληρωσετε με δωρεάν είσοδο σε όποιο κολλέγιο θέλουμε » ενώ μιλούσε κυριολεκτικά στριγλιαζε σαν να έβγαζε κάποιον λόγο ή παριστανοντας όντως τον Ιούλιο Καίσαρα σηκώνοντας το χέρι του ψηλά με τα πόδια πάνω στο θρανίο, πολλοί είχαν γυρίσει και τον κοίταγαν « Και ποιος σου είπε ότι εγώ έχω διαβάσει; » ρώτησε μην ψαρωνοντας από το κατακλυστικο του στυλ, φόραγε χακί καμπαρντίνα και ένα πετροπλυμμενο τζιν σκισμένο σε διάφορα σημεία, με τέτοια εμφάνιση δεν έπειθε κανέναν ότι ήταν σοβαρός τύπος.
Ο Γκρέγκορι βέβαια ποτέ δεν εκρινε τους ανθρώπους από το ντύσιμο ήξερε όμως ποτέ οι άλλοι ήθελαν να προκαλέσουν. Ο Τενεσι γέλασε ηχηρά και τραχιά « Τι Πολωνός που είσαι!» αυτό θα έπρεπε να είναι προσβλητικο αλλά ο Τενεσι δεν φαινόταν να το είπε έτσι έκοψε το δραματικό του γέλιο και έσκυψε απότομα μπροστά « Πως είναι στην Ευρώπη; Σε πόσα θέατρα είχες πάει εκεί; Έχω ακούσει ότι έχει πολλούς κομουνιστές » ο Τενεσι είχε εκείνη την χαρακτηριστική μυρωδιά χόρτου και τσιγαριλας.
Ο Γκρέγκορι κόντεψε να πνίγει από τα γέλια είχε γνωρίσει πλήθος ηλιθιων αλλά ο Τενεσι ήταν σε άλλο επίπεδο « Είναι γαματο μεταξύ μας. Αν δεν πάω Νέα Υόρκη θα πάω στην Ευρώπη »
Όλοι ήξεραν ότι ο Γκρέγκορι ήταν ξένος, σε έναν βαθμό που του είχαν κολλήσει το παρονιμι πολωνος όταν δεν τον έλεγαν μουρλαρα. Είχε έρθει στο Βερμοντ όταν ήταν εννέα και μπορούσε να πει πως ήταν μακράν η χειρότερη του εμπειρία. Άλλωστε δεν είχε τα χαρακτηριστικά που φώναζαν αμερικανός παπαρας αλλά ευρωπαιος παπαρας. Ο Τενεσι ξαφνικά είχε ανακαλύψει πόσο φευγάτο ήταν να κατάγεται κάποιος από την Ευρώπη και τον Καναδά « Και η Ευρώπη θα σε περιμένει με ανοιχτές αγκάλες » σχολίασε ο Γκρέγκορι στρέφοντας το βλέμμα του κάπου αλλού ώστε να μην έχει τον Τενεσι να μουρμούραει μέσα στα μούτρα του.
« Έλα μην είσαι καθίκι δώσε μου δυο τρεις ασκήσεις γιατί θα με πάνε πειθαρχικό, ο Τζακ μου είπε ότι το κατέχεις το άθλημα » το ότι ο Τενεσι αποκαλούσε την βασική φυσική άθλημα έκανε τον Γκρέγκορι να στραβώσει τα χείλη του « Εντάξει ενταξει Χάρι δώσε μου λίγο χώρο μόνο και αν ξανά βάλεις το πόδι σου στην καρέκλα μου θα στο σπάσω συνενοηθηκαμε; » δεν υπήρχε χειρότερο συνήθειο από το να του σπρώχνουν την καρέκλα κάτι που δεν του άρεσε από το δημοτικό.
Ο Τενεσι μορφασε στο άκουσμα της λέξης δύναμη 'Χαρι' « Πως κάνεις έτσι ρε αδερφέ εντάξει! Και με λένε Τενεσι γαμω το κέρατο μου » ο Τενεσι το ούρλιαξε εκείνο το τελευταίο και ο Γκρέγκορι γέλασε χτυπώντας το στυλό του στο βιβλίο του. Η Βαλερια κάποια στιγμή ενώ σταμάτησε να μιλάει με τα κορίτσια που βρισκοντουσαν δεξιά και αριστερά της, την καφέ ρετζινα και μια ατάλαντη στο τραγούδι γύρισε λίγο το κεφάλι της τόσο ώστε να ανταλλάξουν εκείνη την μυστικιστική ματια που ούτε οι ίδιοι ήξεραν τι σήμαινε.
Ο Τζακ έκατσε στο μπροστινό θρανίο από τον Γκρέγκορι μπλοκαροντας του στιγμιαία την οπτική επαφή με την Βαλερια που γύρισε μπροστά όταν εμφανίστηκε ο Τζακ « Γειά τι λέει;» ρώτησε γυρνώντας πίσω. Ο Τενεσι καυγασε χωρίς να του δοθεί ποτέ ο λόγος « Τι να λέει; Προόδους λέει, αποτυχία και άφαντη υστεροφημία » είχε κάνει ένα παιχνιδι λογου με ομοικαταληξια που φάνηκε αστείο μόνο στον Τζακ « Ξέρεις τι είναι η υστεροφημία;» ρώτησε μετά από λίγο ο Γκρέγκορι.
« Ω Πολωνε μην γίνεσαι σπαστικός άσε το αστείο μου να πλευσει σαν εμένα μέσα στην μαν-» Ο Τενεσι δεν ολοκλήρωσε το αισχρό αστείο του για μέσα στην τάξη μπουκαρε ο εύσωμος καθηγητής της φυσικής γαυγιζοντας τα εξής ΌΧΙ ΚΑΣΕΤΙΝΕΣ ΠΆΝΩ, ΜΌΝΟ ΣΤΥΛΌ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ, ΣΤΙΒ ΕΞΑΦΑΝΙΣΕ ΤΟ ΠΡΆΓΜΑ ΠΟΥ ΠΙΝΕΙΣ, ΧΆΡΙ ΚΆΤΩ ΤΑ ΠΟΔΙΑ, ΕΊΣΑΙ ΚΟΥΦΗ ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΖΟΙ ΕΊΠΑ ΌΧΙ ΚΑΣΕΤΙΝΕΣ!
Οι πρόοδοι ήταν οι πιο αυστηρές εξετάσεις που καθόριζαν την είσοδο τους στο πανεπιστημιο που επιθυμούσαν. Ο Γκρέγκορι είχε την παρορμηση να μην γράψει καν το όνομα του αλλά στην σκέψη της αντίδρασης της Ανδρομέδας όταν θα της έλεγε ότι απάντησε σε κάποια θέματα θα άξιζε παραπάνω από την ικανοποίηση να το αφήσει κενό. Ο Τενεσι δεν ήταν το πιο διακριτικό πλάσμα στο σύμπαν όσο αναφορά την αντιγραφή και μάλλον τα πάντα! Όταν τσεπωσε την βάση σηκώθηκε πρώτος από όλους στην τάξη και παρέδωσε την κόλλα αναφοράς του με ένα ξαστερο θεατρινιστικο τρόπο « Ω Νέα Υόρκη! Νέα Υόρκη » είπε τραγουδιστά κάνοντας την έξοδο του ενώ ο παχουλος καθηγητής κοιτούσε ακόμη με απορία το γραπτό του Τενεσι.
Το τραγούδι του Φραν Σινάτρα για την Νέα Υόρκη έκανε τον Γκρέγκορι να κατά πνίξει ένα γέλιο του, είδε πως η Βαλερια είχε γυρίσει και είχε ακριβώς την ίδια έκφραση. Πως σε μια τάξη με τόσα άτομα το μόνο άτομο που μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν ήταν εκείνη; η Ζοι ' κουφή είσαι γλυκιά μου; ' μια χαριτωμένη Ασιάτισσα ρώτησε στα κλεφτα τον Τζακ ένα αριθμητικό στοιχείο. Ο Γκρέγκορι έγειρε μπροστά διακριτικά και ψέλλισε ένα 145,99. Η Ζοι και ο Τζακ τον ευχαρίστησαν με νεύμα και χαμόγελο. Ο Γκρέγκορι ποιος γαμαει την Αμερική δεν ήταν εγωιστής.
[.......]
ΕΊΧΑΝ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙ αρκετές μέρες από την τελευταία φορά που ο Γκρέγκορι έκατσε με τον Τζακ μετά το σχολείο, δεν το είχε επιδιώξει κανένας από τους δύο αλλά η τύχη τους επιφύλασσε μεγαλύτερα σχέδια. Ο Τζακ ήταν ευδιάθετος, περισσότερο από τις άλλες φορές όταν μάλιστα συναντήθηκαν στον διάδρομο του χτύπησε λιγάκι τον ώμο όπως έκαναν παλιά.
Ο Γκρέγκορι δεν μπορούσε να είναι καχυποπτος, εάν ήταν χαρούμενος ο Τζακ θα υπήρχαν πολλοί λόγοι « Λοιπον πως τα πας;» τον ρώτησε ήρεμα έχοντας το βλέμμα του καρφωμένα στα κόκκινα converse του ενώ διεσχιζαν το πάρκινγκ του σχολείου « Περνάω μια μικρή κρίση στο πλανητικό μου απόγειο αλλα νομίζω πως είμαι ενταξει, οι ισορροπίες θα επανέλθουν» ο Τζακ με τα χέρια στις τσέπες του, φάνηκε να διστάζει για αυτό που θα έλεγε « Είναι χάλια όταν δεν μιλάμε » ο Γκρέγκορι αιφνιδιαστηκε από την κρίση ειλικρίνειας περισσότερο φοβόταν για αυτό που θα έλεγε μετά, του είχε περάσει από το μυαλό πολλές φορές ποτέ όμως δεν είχε αρχίσει να φωλιάζει όπως εκείνη την ώρα που ο Τζακ δεν ήταν άτρωτος, ήταν σαν μια έκρηξη από ξανθά μαλλιά και γκριζογαλανα μάτια που σάρωναν το πρόσωπο του για το παραμικρό.
« Αυτό που θέλω να πω είναι ότι - σου ομολογώ πως προσπάθησα τόσο πολύ να κρατήσω τις αποστάσεις .. » ο Τζακ άφησε το επόμενο κομμάτι της πρότασης του να χαθεί και γέλασε με εκείνον τον νωχελικο τρόπο που πάντα έκανε κλείνοντας λιγάκι τα μάτια του, με ώμους τεταμενους σαν να ένιωθε αμηχανία. Ο Γκρέγκορι κάποτε του είπε πως είχε το πιο ωραίο χαμόγελο που είχε δει « Δεν ξερω τι βλέπεις σε εκείνη ποτέ δεν θα σε καταλάβαινε είναι προβληματική σε έναν ακατανόητο βαθμό , μου αρέσεις και υπό άλλες συνθήκες θα είχα κάνει τα πάντα καλύτερα, δεν θα στο έλεγα εδώ, δεν θα στο έλεγα ξανά δηλαδή» ο Γκρέγκορι ήταν για πρώτη φορά ανέκφραστος, θυμήθηκε και την πρώτη φορά το πόσο εκρηκτική ήταν η αίσθηση να ακούει απο κάποιον τόσο όμορφα λόγια.
Τότε όμως δεν ήταν το ίδιο, εκείνος δεν ήταν το ίδιο σκεφτόταν πως κάποιος Γκρέγκορι σίγουρα πεθυμουσε τον Τζακ, τον εξαιρετικό φίλο του, που ακόμη και στις τρεις ξημερώματα θα μπορούσε να τον συναντήσει παντού, θα έκανε ότι του ζητούσε, θα ήξερε τα πάντα για εκείνον για το ντουλάπι του αυτοκινήτου του, για τον Σαικ, την σπασμένη μύτη του και τον λόγο που δεν του άρεσε να αλλάζει μπροστά σε κανέναν στα αποδυτήρια.
Κανονικά δεν θα το ρίσκαρε να τον δει κανείς αλλά του φάνηκε τόσο εύκολο τόσο επιθυμητό να πλησιάσει τον Τζακ, δεν θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει την πλάτη του σε μια ομολογία έρωτα ακόμη και στην μέση ενός σχολικού πάρκινγκ όπου ο οποιοσδήποτε μπορούσε να τους δει. Παρόλα αυτά η αδρεναλίνη και ο φόβος του κινδύνου τον έκανε να νιώσει ανακούφιση όταν τον φίλησε με τα δύο του χέρια να βρίσκουν πάτημα στο κολάρο από άψογα κόκαλα πάνω στο πουλόβερ του.
Μπορούσε να νιώσει την έκπληξη του Τζακ εκείνη την ώρα που τον φιλούσε πίσω, δεν έπρεπε να τον φιλήσει ίσως και να του έδινε λάθος εντύπωση. Ο Γκρέγκορι δεν αρνήθηκε ποτέ πως του άρεσε ο τρόπος που ο Τζακ φιλούσε, ήταν κάτι τόσο μοναδικό και ένοχο που τον έκανε να χάνει τα μυαλά του, την μία ήταν τόσο διστακτικό και την άλλη θυελλώδες που δεν τον άφηνε να σταματήσει. Αλλά σταμάτησαν γιατί ο Γκρέγκορι φιλωντας τον μαλακά άλλη μια φορα τον κοίταξε και είπε το μόνο σίγουρο πράγμα που ένιωθε « Μου αρέσεις και εσύ Τζάκσον αλήθεια μου αρέσεις, όχι όμως με τον τρόπο που νομίζεις »
Αυτο ήταν το πρόβλημα με εκείνον και τον έρωτα, την αγάπη, την έγνοια ή όπως αλλιώς το έλεγε ο μέσος ανθρωπος, ήταν το ίδιο καθε φορά ανταπεδιδε το ίδιο συναίσθημα γιατί δεν μπορούσε να πετάξει ένα τόσο σημαντικό αίσθημα των άλλων στα σκουπίδια ήταν κάτι ξεχωριστό για τους άλλους , αλλά ήταν σίγουρος πως όσες φορές έψαχνε να βρει εκείνο το κάτι δεν μπορούσε να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει.
Όλοι νομίζουν κάτι πολύ συγκεκριμένο για τον έρωτα εκείνος δεν μπορούσε να βρει τίποτα για τον έρωτα, πως ακριβώς ένα φιλι θα τον έκανε χαρούμενο για πάντα; είχε αναρωτηθεί από πολύ μικρός γιατί όταν φίλησε για πρώτη φορά ένα κορίτσι στην τρίτη δημοτικού δεν είχε νιώσει τιποτα τόσο συγκλονιστικο όπως παράνοια, κάτι ακαταλυπτο κάτι που δεν είχε νιώσει ποτέ ποτέ πριν, κάτι που θα τον έκανε να νιώθει πως ο κόσμος θα τελείωνε αν δεν το ξανά γευοταν.
Είχε τις ερωτήσεις του στο γυμνάσιο; μήπως ήταν γκέϊ; μήπως ήταν ασεξουαλ; ανοργμασμικος ή ότι άλλο διάολο μπορεί να νομίζει ότι έχει κάποιος στα δεκαπεντε. Του άρεσε η επαφή είτε ήταν με την Μπριανα είτε ήταν με την Εμίλι με την Χίλαρι, είτε με τον Τζακ αλλά κατά πόσο ικανή ήταν να τον κάνει να νιώσει ελεύθερος;
Όχι ικανοποιημένος αλλά αληθινά χαρούμενος λες και έβλεπε τον ουρανό για πρώτη φορά, λες και είχε βουτήξει σε χειμερινή θάλασσα, λες και είχε πάρει μια ανάσα σε ένα κατά χιονισμένο τοπίο, λες και είχε αγγίξει τα πιο όμορφα δροσοσταλιασμενα λουλούδια της άνοιξης, λες και τα δάχτυλα του είχαν αγγίξει αυτά της Ανδρομέδας για πρώτη φορα, λες και είχε τρεξει μέχρι να του λυθούν τα πόδια σε έναν άδειο δρόμο, λες και είχε ανακαλύψει τι ήταν η θεωρία του τίποτα, λες και αυτό το τίποτα και το χάος ήταν τελικά κάτι, λες και ήθελε να παρατηρήσει κάθε δέντρο να αλλάζει « Τότε τι είναι; πως ακριβώς είναι;» τον ρώτησε με εκείνα τα γκρίζα μάτια να χάνουν και την τελευταία λάμψη χαράς από αυτό που συνέβη προ λιγου « Δεν ξέρω» ο Τζακ γύρισε αλλού απότομα « Ω ναι ξέρεις! Απλώς είσαι μίζερος σε έναν καταστροφικό βαθμό, προσπαθεις να αποδείξεις πως κανείς δεν νοιάζεται για εσένα ενώ ακόμη και τον ουρανό να σου δώσουν δεν θα σου είναι αρκετος »
Ο Γκρέγκορι χαμήλωσε τα μάτια του και χαμογελασε από την πικρία ήταν η μεγαλύτερη αλήθεια αυτή « Θα μου έδινες τον ουρανό; Αυτό πιστεύεις ότι θέλω; » ο Τζακ του γύρισε μια ματιά απίστευτα επιθετική « δεν είμαι θεός δεν μπορώ να μαντέψω τι θες » άραγε αυτό είχε και ο ίδιος ανάγκη έναν Θεό; κάποιον να του δώσει ένα νόημα που κάνεις δεν είχε γνωρίσει; Δεν ήξερε τι ήθελε, γιατί κάποιες ώρες δεν ήθελε τίποτα απολύτως και άλλες τα πάντα, ήθελε να είναι όλα φυσιολογικά να είναι ο ίδιος προσαρμοσμενος, αληθινά αφοβος για την πόρτα του δωματίου του, ήθελε να ζήσει αλλά ήταν δειλός και για αυτό.
Η Ανδρομέδα ήταν σαν τον Τζακ; Γιατί δεν μπορούσε να αγαπήσει και τους δύο; γιατί δεν μπορούσε να πει ότι η Ανδρομέδα ήταν για αυτόν αυτό που έψαχνε; Ένας άνθρωπος αρκεί για να αλλάξει όλο τον κόσμο; Εάν ήθελε αληθινά κάτι τόσο σπουδαίο από έναν άνθρωπο όπως την αληθινή ψυχή του γιατί δεν επέλεγε να μην αφήσει την Ανδρομέδα στην ησυχία της; Γιατί τριγυρνούσε σπειροντας αισθήματα και στο τέλος δεν τα θέριζε; Ένα φιλί δεν ήταν τίποτα και τα λόγια είναι του αέρα. Τι είναι αρκετό για κάποιον που αγαπα; « Δεν περιμένω να καταλάβεις ξερω ότι είναι δύσκολο» είπε αδύναμα νιώθοντας αληθινό βαρος στην καρδιά του « Δύσκολο; Εάν σου αρέσει τόσο πολύ γιατι δεν τρέχεις ξωπίσω της, ντρέπεσαι για αυτό που νιώθεις έτσι δεν είναι; Ντρέπεσαι που είμαι εγώ και δεν είναι αυτή, γιατί εκείνη είναι κορίτσι και όλοι οι σωστοί άνδρες θέλουν κορίτσια » η φωνή του Τζακ είχε γίνει κομμάτια, τα βλέφαρά του έτρεμαν από τον θυμό και την σύγχυση.
Ο Γκρέγκορι έκλεισε τα μάτια του εξαντλημένος « Αυτό νομίζεις ότι είναι το πρόβλημα μου;» έχανε το δίκαιο του σιγά σιγά ενώ μιλούσε και ο Τζακ έδινε αποστάσεις « Είσαι δειλός, δεν μπορείς να λες σε κάποιον ότι τον αγαπάς και μετά να .. Να είσαι έτσι ή αγαπάς κάποιον ή όχι είναι πολύ απλό για εμένα » τα μάτια του Τζακ ήταν πνιγμένα σε δάκρυα που θύμιζαν οργή μικρά αγγεία είχαν διαλυθεί στα μάτια του « Εγώ από την αρχή ήμουν ξεκάθαρος, ήρθα σε εσένα έμεινα μαζί σου, εγώ ήμουν δίπλα σου, εμένα δεν με νοιάζει η οικογένεια σου, εγώ σου ανοίχτηκα σου είπα πράγματα που δεν είπα σε κανέναν και εσύ όλα αυτά τα αγνοείς επειδή ήρθε ένα κορίτσι .. Η ασφάλεια, η βολα!» συνέχισε και τον κοίταξε γεμάτος απελπισία και δάκρυα. Ο Γκρέγκορι χαμήλωσε τα μάτια του τον παρακάλεσε να καταβάλει, δεν ήταν λόγια ήταν μόνο κινήσεις.
« Δεν είναι έτσι Τζακ .. Δεν με νοιάζει τι νομίζουν οι άλλοι για εμένα δεν πλησίασα την Βαλερια για αυτό, δεν ήμαστε μαζί, ήμαστε φίλοι » ακουγόταν αξιοθρήνητος το γνώριζε τόσο καλά, βέβαια δεν υπήρχαν δικαιολογίες δεν μπορούσε να τον κάνει να καταλάβει τι ένιωθε « Άσε τις μαλακιες, ξέρεις τι κάνουν τα άτομα σαν αυτήν ε; Προσπαθούν να καλύψουν τα ψυχολογικά τους κενά, τα θέματα του ' μπαμπά ' είναι αυτό που σας ενώνει, αργά ή γρήγορα θα καταλάβεις πως τέτοιοι ανθρωποι δεν νοιάζονται, αυτή έχει την δική της ασφάλεια που λέγεται Ντάνι. Εάν ψάχνεις σιγουριά βρες την λοιπόν, όλοι οι άνθρωποι ίδιοι είστε, όταν πέσεις μην με βρεις όμως, ναι; » ο Γκρέγκορι έμεινε μόνος στο πάρκινγκ ακολουθώντας με το βλέμμα του και την καρδιά του τον Τζακ, πήρε μια βαθιά σφυριχτη ανάσα σκουπιζοντας στο μανίκι της μαύρης του ζακέτας τα δάκρυα του, στερέωσε την τσάντα του στον ώμο του και κάθισε στα σκαλιά στους καυστήρες.
Είχε την ανάγκη να κλάψει και να απομονωθεί βύθισε το κεφάλι του στα γόνατα του και μέχρι να συνέλθει μέτρησε μέχρι το εκατό, έτσι και έκανε και η Ανδρομέδα με τα σκαλιά, φοβόταν και μετρούσε. Και εκείνος μετρούσε επειδή φοβόταν πως η καρδιά του τον εγκατέλειπε, σήκωσε το κεφάλι του από απόσταση παρατηρώντας τότε μαθητές, όλοι έφευγαν ακόμη και η Ανδρομέδα γελώντας με τον Ντάνι και την Λουίζα, γελούσαν εξηγώντας κάποιο δικό τους αστείο, λέγοντας κάποιο αστείο από την τάξη, ήταν παρέα. Άρπαξε την τσάντα του και γύρισε να φύγει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro