Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 26ο

Ο Μπλε Θόλος
– 5 Φεβρουαρίου

ΔΕΝ ΉΞΕΡΕ ΤΙ ΈΓΡΑΦΕ, μετά από λιγο που το διάβαζε κόντεψε να πνίγει από τα γέλια, είχε γράψει πολύ καλύτερες εκθέσεις ακόμη και στο σχολείο. Εκείνη είχε καθίσει πολύ μακριά για να βεβαιωθεί πως εκείνος δεν θα έκλεβε κοιτώντας τι σχεδιαζε στην πίσω σελίδα του βιβλίου φυσικής που είχε μέσα στην τσάντα του. Από ένα σημείο ειχε σταματήσει να γράφει και κοιτούσε προσεκτικά στην πλευρά της ήταν τόσο χαρούμενος που την είχε πείσει για αυτό, που ήταν τόσο αλλόκοτα καθισμένη ώστε να στερεώνει το βιβλίο στο δεξί της γόνατό κρατώντας το μπλε στυλό με μια περίεργη κλίση, δεν μιλούσαν εκείνο το κομμάτι του χρόνου και εκείνος ήταν ανυπόμονος κάθε φορά που έκανε μια κίνηση ή να ξεφυσούσε του έριχνε απειλητικές ματιές και ένα χαμόγελο που έλεγε μην τολμήσεις, ύστερα είχα αφήσει το χαρτί του κάτω και την περίμενε.

 « Εάν ζωγραφίζεις εμένα κάνε την μύτη μου καλύτερη » ανασήκωσε το κεφάλι της αμυδρά και το στυλό σταμάτησε να πηγαίνεις έρχεται σε έναν νωχελικό ρυθμό « Ω σε διαβεβαιώ την έκανα πολύ καλή» η αίσθηση του χιούμορ της ήταν κακή όπως και και η δική του έτσι δεν είχε πρόβλημα να καταλάβει ποτέ του έκανε πλάκα, δεν αστειεύονταν με αυτό. Σηκώθηκε απευθείας και στάθηκε από πάνω της έτοιμος να αρπάξει το χαρτί για να ανακαλύψει πόσο καλύτερη ήταν η μύτη του ζωγραφισμένη « Δεν έγραψα αφιέρωση! -» διαμαρτυρηθηκε προσπαθώντας να κρατήσει το βιβλίο κλειστό στο στήθος της « Ούτε εγώ άσε με να δω! Περιμένω τόση ώρα - » με το ζόρι κατάφερε να το ξεκολλήσει από τα χέρια της και ενώ κέρδιζε έδαφος, εκείνη το άφησε απότομα γελώντας « Προκαταβολικά αν κάνεις κακή κριτική θα γυρίσεις πίσω μόνος σου » ο Γκρέγκορι αργά το άνοιξε και έψαξε με τα μάτια του εκείνες τις τελευταίες σελίδες.

 « Λοιπον καλός είμαι »  μουρμουρησε διστάζοντας να ακουμπήσει με τα δάχτυλα του τα σημεία που του άρεσαν πάρα πολύ, οι γωνίες, οι γραμμές που ήταν έντονες άλλες που διεπερνουσαν σχεδόν την σελίδα και άλλες που ίσα ίσα πατούσαν στο λευκό λουστρινε χαρτί, αλλά δεν ήταν μονο αυτό, ήταν σαν να εβλεπε κάποιον πολύ πιο μαλακό στα χαρακτηριστικά του, κάποιον που χαμογελούσε αμυδρά ενώ έγραφε σε τσαλακωμενο χαρτί. Εάν ήξερε πως τον ζωγράφιζε ενώ έγραφε θα είχε προσπαθήσει να παραμείνει περισσότερο ακίνητος ή να μην αλλάζει συνέχεια θέση λόγο υπέρ κινητικότητας, εκείνος που είχε ζωγραφιστει ήταν ο Γκρέγκορι της Ανδρομέδας.

Γύρισε αμυδρά αβέβαια για το τι ήθελε να της πει, δεν είχε κλείσει ακόμη το βιβλίο όταν σιγουρευτηκε για τα πάντα « Κάποιο σχόλιο;» τον ρώτησε υπονετικα και εκείνος αισθάνθηκε την ταραχή της καρδιάς της από τον τρόπο που τα μάτια της ανοιγοκλειναν νευρικά « Ναι  » με τα δύο του χέρια να φτάνουν στις δύο μεριές του προσώπου της πριν τελειώσει την φράση του, έσκυψε και την φίλησε στα χείλη δεν περίμενε τίποτα σε ανταπόκριση δεν το έκανε γιατί ήθελε να τον φιλήσει και εκείνη, το έκανε γιατί δεν είχε τίποτα να πει μετά από τόσο καιρό, δεν μπορούσε να πει κάτι που δεν θα ήταν ψέματα, κάτι που δεν θα τον εξέφραζε.

Η μυρωδιά βανίλιας και γαρδένιας έκαναν ακόμη και τον Γκρέγκορι εκείνο να μην μπορει να ανασάνει από την επιθυμία, δεν ήθελε να μάθει αν θα τον φιλούσε ή αν θα τον έσπρωχνε για αυτό και έκανε ένα βήμα πίσω πριν αντιδράσει για το οτιδήποτε, ήταν ένα από τα φιλιά που ήταν παιδικά και αθώα μια επαφή μόνο του δέρματος του στο δικό της, κατέβασε τα χέρια του πριν μιλήσει « Σε ευχαριστώ αυτό θελω να πω, είναι ότι πιο όμορφο έκανε κάποιος για εμένα » φοβήθηκε πως η φωνή του δεν θα ήταν σταθερή μετά από αυτό αλλά ως προς έκπληξη του ήταν απλά συναισθηματική δεν έτρεμε ούτε ήταν επίπεδη, την κοίταξε μπορώντας να αισθανθεί πως κάποιος είχε ακουμπήσει κάτι μου ζεματαγε στο στήθος του. 

Τα χέρια του είχαν μουδιασει στις άκρες τους σε κάθε σημείο που τον σύνδεσε μαζί της, δεν μπορούσε να νιώσει ντροπή, δεν υπήρχε ντροπή σε ότι ένιωθε. Ένιωθε τον παλμό του κάτω από την γλώσσα του και ένα ευχάριστο συγριο όταν άρχισε να επανέρχεται στην πραγματικότητα τα μάτια της ήταν καπως γλαρωμενα με βλέφαρά που τρεμοεπαιζαν, με ζυγωματικά καλυμμένα σε ένα ροζ χρώμα, ήθελε να την ρωτήσει αν ένιωθε και εκείνη πως επανέρχονταν αργά αργά στην πραγματικότητα, εάν είχε ένα μούδιασμα κάτι στο στήθος της που τα έχανε « Όλα είναι καλά;» την ρώτησε και φοβήθηκε πως θα τον άφηνε εκεί θα άρπαζε το ποδήλατο και θα εξαφανιζόταν τόσο γρήγορα όσο ήρθε κοντά του, του ένευσε κάνοντας μια γενναία προσπάθεια να μην τον κοιτάξει ενώ τα χείλη της καμπυλωσαν.

 « Λόγο τιμής; » ρώτησε ξανά « Ναι, ναι παρακαλώ δεν είναι τίποτα θα το κάνω πίνακα οταν θα είναι τα γενέθλια σου » και οι δύο ξέσπασαν σε γέλια, ηταν όλη η ανακούφιση του Γκρέγκορι και η αδίστακτη συνειδητοποίηση πως δεν θα ανακαλυπτε ίσως και πότε αν θα έβρισκε άλλη ευκαιρία να την φιλήσει. Κάποιο μέρος του εαυτό του ήθελε να την κάνει να θυμώσει να την φέρει σε ένα σημείο που να του πει πως δεν αισθανόταν τίποτα πως ήθελε να τελειώσει όλο το παραμύθι τους, έτσι δεν θα είχε ελπίδες.

 Έτσι δεν θα χρειαζόταν να ρίξει τον εαυτό του έξω από ένα αεροπλάνο χωρίς αλεξίπτωτο που λέγεται απόρριψη. Επέλεγε αυτόν τον δρόμο που σιγα σιγά θα του έδινε δόσεις ασύλληπτου πόνου και ζωντανές ψευδαίσθησης χαράς, της χαμογέλασε όπως και πριν, σαν να είχαν ξεπεράσει το κοσμικό μούδιασμα. Ήταν μεσημέρι όταν χρειάστηκαν να φύγουν με την υπόσχεση να γυρίσουν πίσω όταν μάθουν να χρησιμοποιουν το τηλεσκόπιο και να φέρουν μπογιές για να βάψουν τον θολό.

 Η Ανδρομέδα ήταν τόσο ασυνήθιστα ομιλητική στον γυρισμό κάποιες φορές τον άφηνε άφωνο με αυτά που ακουγε και ύστερα ξεσπουσε σε ξέφρενα γέλια όταν έβρισκε κατευθείαν τις απαντήσεις στους μακάβριους γρίφους της « Υπάρχει λοιπόν ένας αληθινά ψυχακιας στην λέσχη καλων τεχνών ξέρεις τον Τενεσι; Όχι ότι το κανονικό του όνομα είναι έτσι, τον λένε Χάρι αλλά σαν καλή ψωναρα που είναι νομίζει ότι είναι ο υιός του Τενεσί Ουίλιαμς! Που και αν θα ήταν θα είχε βγει μιγάς σε κάθε περίπτωση και ο Χάρι είναι ο ορισμός του ψωνισμένου βουτύρου απο το Σεντ Λουίς, καποια μέρα θα το σκάσει για την Νέα Υόρκη και θα μας αφήσει έκπληκτους με το να ανέβει στο σανίδι και να αρχίσει να ουρλιαζει Κάιρο, Σαγκάη, Βομβάη! » η Βαλερια είχε ξεραθεί στα γέλια με αυτή την ατάκα του της άρεσε πολύ να ακούει τις κριτικές του για άλλους ανθρώπους ήταν πάντα καυστικες σε καμία περίπτωση κακιασμενες « Μην μου πεις ότι είναι αυτός που κάνει χόρτο στους καυστήρες; » ρώτησε εκείνη περνώντας ένα ύποπτο ύφος χρειάστηκε να κάνει πιο γρήγορα πετάλι για να τον φτάσει « Ε ναι , που και που είναι συμπαθητικός παρόλα αυτά, ψυχακιας αλλά συμπαθητικός »

Η Ανδρομέδα μπορούσε να κάνει κανονικά ποδηλατο ακόμη και ορθοπεταλιες « Εσύ γιατί κανείς παρέα με την καφέ ρετζινα; για τι πράγματα μιλάτε εσείς οι δύο; » δεν της είχε εξηγήσει ότι εννοούσε την Λουίζα και για μια στιγμή τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια όχι πες μου ότι δεν την λες έτσι μια τέτοια έκφραση και της ένευσε χαμογελαστός « Δεν της μοιάζει; φορα της ένα ροζ μπλουζάκι και πάτα την με ένα σχολικό λεωφορείο! Καλως ήρθατε στα Κακα Κοριτσια νούμερο δύο!» κόντεψε να πονέσει τους πνεύμονες του από τα γέλια και χρειάστηκαν να είναι πιο προσεκτικοί καθώς αυτοκίνητα περνούσαν δίπλα τους « Οταν δεν μπορείς να είσαι εναντίον κάποιου είσαι μαζί του » ήθελε να την ρωτήσει αν ένιωθε έτσι και για τον σκατοφατσα « Αν θες την άποψη μου δεν είναι το χειρότερο άτομο στον κόσμο κάποιες φορές δεν είναι τόσο άθλια όσο δείχνει » σίγουρα δεν ήταν το χειρότερο άτομο στον κόσμο αυτή η θέση ήταν μόνο για τον Σαικ, στο μυαλό του η καφέ ρετζινα ήταν μια ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια δύο ανθρώπων να δημιουργήσουν ανθρώπινη ζωή « Εάν το λες εσύ σε πιστεύω » η καφέ ρετζινα στο παρελθόν δεν του είχε κάνει την ζωή εύκολη μαζί με τον κουφιοκεφαλο Α' ονόματι Στιβ « Μιλάμε για σουτιέν, αγόρια και κυτταρίτιδα » ο Γκρέγκορι γέλασε με αυτό « Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο »

6 Φεβρουαριου

Ο ΓΚΡΈΓΚΟΡΙ ΕΓΡΑΨΕ ΜΕ κεφαλαία στην επόμενη σελίδα του ημερολογιου του χθες φίλησα την Ανδρομέδα και σαν τον  Οδυσσέα αισθάνθηκα την ομηρική παράνοια όταν ένιωσα στεριά κατω από τα πόδια μου είμαι ερωτευμένος με τον ήλιο και φοβάμαι πως αν πετάξω πολύ κοντά του θα πέσω νεκρός όπως ο Ικαρος, τι πιο ποιητικό από το να πεθάνεις από τον ήλιο όμως; ανακαθισε στην γωνία του τοίχου και του παραθύρου ρίχνοντας μια έντονη ματια στον χώρο γύρω του κάποιες φορές αισθανόταν λες και δεν είχε δει πιο αρχείο δωμάτιο στον κόσμο και κάποιες άλλες πως το δωμάτιο του ήταν έργο τέχνης, όχι από αυτά που έλεγες Ω χριστε μου τι όμορφο!

Αλλά τι εννοεί με αυτό; τι σκεφτόταν όταν το έκανε; οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι από παγκόσμιους χάρτες πολλών διαφορετικών διαστάσεων, γεωγραφικοί, γεωφυσικοί και πολιτικοί σε ένα συνονθύλευμα από μικρά γράμματα βουνά, θάλασσες, ηπείρους άγνωστες για όλους τους άλλους, το γραφείο του έμοιαζε έρημο πνιγμένο στα βιβλία του λυκείου που κάμποσα από αυτά ήταν ακόμη καινούργια, ήταν η τελευταία του χρόνια και όλα τον έκαναν να νιώθει πως ήταν ακόμη η πρώτη, πως θα πήγαινε την Δευτέρα και θα γνώριζε ξανά και ξανά την ατελείωτη μηχανή αποτυχίας του σχολείου.

 Πήρε το ψαλίδι και έκοψε στα δύο το πακέτο με τα τσιγάρα που ήταν στην τσάντα του και τα καταχωνιασε βαθιά στα σκουπίδια ώστε να μην τα παρατηρήσει η μητέρα του, έπιασε στα χέρια του το βιβλίο της φυσικής και ξεκίνησε από την αρχή, από την ενέργεια, εάν πρόκειται να έγραφε εξετάσεις η Ανδρομέδα έπρεπε να γράψει και εκείνος, πως άλλωστε θα της έλυνε κάποια απορία αν τον ρωτούσε; είχε κόψει το πίσω εξώφυλλο του βιβλίου που τον είχε σχεδιάσει και το καρφιτσωσε στο γραφείο του. Ήταν αρκετά πρωί και έχοντας την ασφάλεια πως η πόρτα του ήταν κλειδωμένη διάβασε περισσότερα από όσα ήταν στην ύλη, άνοιξε ακόμη και την έκθεση και καθάρισε το γραφείο του, το θέμα ήταν η αξία της άνθρωπινης ζωής.

Ο Γκρέγκορι σε μια έξαρση διανοητικου βασανιστήριου έκλεισε το βιβλίο της έκθεσης και γύρισε στο μπάνιο άνοιξε τα ντουλάπια και άδειασε ότι είχε μέσα σε αυτά σε μια χάρτινη σακούλα, γιατί πάνω από όλα ήταν οικολόγος, έπρεπε να τελειώνει με την Μέγαλη Μερα έπρεπε να σταματήσει να την ερωτεύεται θανάσιμα με τον καιρό, έπρεπε να σταματήσει να νιώθει ανεπάρκεια, έλλειψη πείνας, διάθεσης για το παραμικρό. 

Η λέξη συναισθηματικη κατάπτωση δεν ήταν σωστη. Αυτό που βιωνε ήταν μια μεγάλη βουτιά στην άβυσσο που εμπεριέχει θλίψη και απέχθεια η οποία εκτεινόταν πολύ πέρα από τον μικρόκοσμο του, ένα είδος σιχαμαρας για κάθε ανθρώπινη προσπάθεια από τις απαρχές του χρόνου. Γηρατειά, αρρώστια, θάνατος. Ακόμη και οι πιο όμορφοι ήταν καρποί που θα σαπιζαν. Και όμως οι ανθρώποι εξακολουθουσαν να αναπαραγουν αυτή την κόλαση, ήθελαν με το έτσι θέλω να σέρνουν νέες γενιές σε αυτό το παιχνίδι να υπάρχουν και άλλες μαμάδες μακαριες που να λένε πάνω από μωρά αχ τι γλυκούλι! 

Παιδιά που τρέχουν αφηνιασμένα από χαρά, βαρετές δουλειές, κακοι γάμοι, ορθοπλαστικες, νοσοκομεία, άδεια φλιτζάνια καφέ. Οι περισσότεροι άνθρωποι φαίνονται ικανοποιημένοι με το λεπτό στιλβωτικό επίχρισμα και τον έξυπνο φωτισμό της σκηνης που έκανε κάποιες φορές την εγγενή ωμότητα της ανθρώπινης τραγωδίας να φαντάζει απλά γοητευτική και μυστήρια. Οι πλούσιοι θα μάθαιναν γκολφ, θα έπαιζαν στο χρηματιστήριο, θα πήγαιναν σε δεξιώσεις,  θα αγόραζαν νέα αυτοκίνητα, νέους ανθρώπους, νέα πρότυπα, θα ενδιαφέρονταν για την πολιτική θα ανησυχούσαν για την διακόσμηση του  σπιτιού τους, θα φορούσαν σπορ σακάκια και rolex, θα διασκέδαζαν με ηλεκτρονικά μαραφέτια. Οι φτωχοί θα παρακαλούσαν, θα έλεγαν ψέματα, θα ζούσαν από το τίποτα, δεν θα είχαν ποτέ μέλλον στην νέα Αμερική ούτε καν στον ύπνο τους και όλοι αυτοί θα έκαναν τα πάντα για ξεχάσουν, να ξεχάσουν τι ήταν.

Η ανθρώπινη ζωή είναι μόνο μια ψευδαίσθηση που γίνεται φαβευξ με την Μεγάλη Πτώση του θανάτου, τιναζόταν από τον ύπνο του κάθε φορά που ακουγόταν έστω και το παραμικρό μέσα στο δωμάτιο του. Αναβιώνε κάθε μέρα την ίδια αίσθηση, τον ίδιο φόβο ότι η πόρτα του θα ανοίξει, ότι κάποιος θα μπει στο δωμάτιο του, ότι θα ξυπνήσει σε ένα νοσοκομείο, ότι θα μένει ακίνητος για ώρες, ότι θα φοβάται να κλείσει τα μάτια του γιατί κάποιος άλλος θα άνοιγε τα δικά του. 

Επαναλαμβανόμενες εικόνες μισό ονειρικές που ερχόντουσαν μόνο μετά από έναν γερό εφιάλτη με εκείνον ξαπλωμένο σε εκείνο το δωμάτιο, με κομμένη την αναπνοή παλεύοντας να προστατέψει το σώμα του. Δεν είχε φτάσει ποτέ τόσο κοντά στον θάνατο όσο τότε που ο Σαικ γύρισε στο σπίτι και τον άρπαξε από το πισω μερος του κεφαλιού του, έκανε πολλούς μήνες να  καλυφθεί το σημείο που έλειπε μια ολόκληρη τούφα μαλλιών. Είχαν μεσολαβήσει πολλά χρόνια από τότε που δημιουργήθηκε η νάρκη του εγωκεντρισμου του, κάτι μεταξύ έκτστασης με την ιδεα του θανάτου και της εξαχρείωσης, κάτι μεταξύ του άγριου σπαραγμου, της απέχθειας για την ανθρώπινη ζωή και της αβίαστης καλοσύνης που τον έκανε να νιώθει μόνο όσο ποτέ άλλοτε.

Το μέλλον του θα ήταν φθαρμενο και μια διαρκή θύμιση του παρελθόντος. Το αίσθημα του αιφνιδιασμου κάθε φορά που ακουγε βήματα στον κάτω όροφο δεν τον εγκατέλειψε ποτέ πάντα νόμιζε ότι τα βήματα ήταν του Σαικ, ότι θα γινόντουσαν βαριά και αργά όσο πλησιαζε θα δοκίμαζε το πόμολο, θα τον έβριζε επειδή είχε κλειδώσει και θα κοπανουσε μέχρι να την κάνει κομμάτια μέχρι να τον αρπάξει από τον λαιμό και να τον πνίξει όρθιο χωρίς να πατάει στην γη. Ο κόσμος προχωρούσε συνεχώς χωρίς εκείνον και φοβόταν πως θα το έκανε ακόμη και αν πεθαινε, θα χάνονταν ένας ακόμη και οι άλλοι θα περίμεναν με άρνηση την σειρά τους. Όλοι πεθαίνουν στο μακάβριο τέλος  και κάποιοι πεθαίνουν από την ώρα που γεννήθηκαν.

 Με χέρια γαντζωμένα από τον νεροχύτη μέτρησε με την γνωστή σχολαστικοτητα του τα μικρά χαρωπά πορτοκαλί μπουκαλάκια, ήταν σαν να του φώναζαν μια του κλέφτη, δύο του κλέφτη είσαι έτοιμος για την τρίτη; ξέρεις τι συμβαίνει στην τρίτη; Πίεσε τα μάτια του να κλείσουν δεν μπορούσε να τα πετάξει, πως θα τα έβρισκε ξανά; Πως ο Τζουν θα του έφερνε αλλά; Τι και αν η Ανδρομέδα ήταν ψευδαίσθηση; αν και αυτή κάποια στιγμή έσβηνε κάτω από την συννεφιά και την σκοτεινή ύλη;

 Στην ηλικία του τίποτα δεν είναι αληθινό, έτσι έλεγε η Ταμι. Δεν μπορούσε να φύγει ακόμη, έπρεπε να κάνει κάποια πράγματα έπρεπε να προσπαθήσει γιατί όλοι οι ανόητοι άνθρωποι προσπαθούν, δεν ήθελε να προσπαθήσει ήθελε να κοιμηθεί και το τελευταίο που να θυμάται να είναι η Μεγάλη Πτώση, να γίνει ο Ίκαρος να νιώσει μια εφορία που δεν θα ξανά εβλεπε αδέσποτα ζώα, την μητέρα του να κλαίει, ανθρώπους να πεινάνε, καταστροφή, τρομοκρατία και ανεργία. Πριν φύγει, πριν κοιμηθεί με θέα για πάντα τον ουρανό, πριν γίνει αστερόσκονη ηθελε να προσπαθήσει άλλη μια φορα, έκρυψε την σακούλα στην ντουλάπα του και ήρεμα έκατσε στο γραφείο του, έγραψε τίτλο στην έκθεση του ' Η ανθρώπινη ζωή το γέννημα της φαντασίας '

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro