Κεφάλαιο 25ο
Σημείωμα για την Μ.Μέρα
- 5 Φεβρουαρίου
Γ Κ Ρ Ε Γ Κ Ο Ρ Ι (ΜΕΡΟΣ Δ')
Ο ΣΚΟΥΡΟΣ ΜΠΛΕ ΘΟΛΟΣ του θύμισε διαβρωμενο πίνακα που επεικονιζε τον ουρανό, είχε υποσχεθεί στην Σαρλ πως θα έβαφε τον θολό γαλάζιο για να θυμίζει περισσότερο καλοκαιρινό ουρανό. Ο Γκρέγκορι φανταζόταν πως θα ήταν να ζούσε μια ζωή εκεί, να είχε γεννηθεί ανάμεσα σε πίνακες, τζάκι, βιβλία και θάλασσα « Αρέσεις στον Τζακ » του είπε κάποια στιγμή ενώ άνοιγαν διάπλατα περιοδικά απλώνοντας τα στο χαλί « Χμ » μουρμουρησε περιμένοντας από εκείνην κάτι ακόμη ίσως κάτι που θα τον έκανε να νιώσει ότι την ενοχλούσε αυτό.
« Είναι φανερό » συμπλήρωσε ήρεμα χαζεύοντας μια διπλωμένη αφίσα με τον αστερισμό της κασσιοπης « Ας είναι » ήξερε πως η Ανδρομέδα αναρωτιόταν αν εκείνος ήταν ομοφυλόφιλος ή απλά του άρεσε συγκεκριμένα ο Τζακ « Ανδρομέδα σημασία έχει να αγαπάς τι σημασία έχει το φύλο; όταν αγαπάς δεν αγαπάς το φύλλο αγαπάς την ψυχή σε όποιο κορμί και αν είναι » το εννοούσε αυτό και όχι μόνο για τον Τζακ αλλά και για οποίο άλλο άτομο έκανε την καρδιά του να επιταχύνει λιγάκι, πότε δεν αρνήθηκε πως αυτό είχε συμβεί και για μικρές στιγμές ανθρώπινες στιγμές τον Τζακ.
Δεν ήταν όμως το ίδιο με την Ανδρομέδα κάθε φορά ήταν διαφορετικό. Πάνω που νόμιζε πως δεν μπορούσε να νιώσει κάτι που θα του δώσει επάρκεια που δεν θα βαρεθεί που δεν θα σβήσει όπως η μπογιά του θόλου κάθε στιγμή που έφερνε στο μυαλό του την Ανδρομέδα πίστευε ότι δεν είχε ανακαλύψει ακόμη τον κόσμο, δεν είχε νιώσει ακόμη χαρούμενος ή αληθινό πόνο.
« Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι νιώθω αυτό που θα έπρεπε ώστε να θέλω να είμαι μαζί του, αυτό το για πάντα » αυτό που είπε ήταν σκληρό και το ήξερε αλλά ήταν η αλήθεια. Το μυαλό του είχε την τάση να αδειάζει συνεχώς από καλές αναμνήσεις γιατί φοβόταν για αυτες δεν ήθελε να ξυπνήσει ένα πρωί και να ζει στην ψευδαίσθηση τους. Η Βαλερια τον κοίταξε έντονα με τα γατίσια μάτια της και τις μακριές αφέλειες της να πέφτουν στα μάτια της, ήθελε τα χέρια της γιατί τα δικά του παγωναν και ανέβαζαν τους παλμούς του έκαναν τα κύτταρα του να διαστέλλονται, την αναπνοή του να ξεμακραινει.
« Έχεις βρει το κλειδί της ευτυχίας; » ο Γκρέγκορι άπλωσε το ένα του πόδι περνώντας το κάτω από το δικό της, πλέον που μπορούσε να είναι κοντά της δεν θα έχανε καμία ευκαιρία να νιώθει την εγγύτητα της, ακόμη και αν εξακολουθουσε να είναι λάθος μόνο όταν σκεφτόταν πως η Βαλερια δεν ήταν αυτό που ήταν με τον σκατοφατσα, σκεφτόταν ότι εκείνος ήταν με την Ανδρομέδα και μπορούσε να είναι άνετος μαζί της, μπορούσε να μην τρέμει να την αγγίξει έστω και κατά λάθος, γιατί πριν ώρα τα χέρια της άγγιξαν τα δικά του, ήταν μάλλον ένας άλλος τρόπος επικοινωνίας που είχε ανακαλύψει πως του άρεσε όσο η φωνή της.
« Ναι νομίζω πως ναι » ευχήθηκε να ήταν εκεί για όσο χρειαζόταν μέχρι να έφευγαν όλα, να μελετούσε τα άστρα όπως τα δάχτυλα της, ήταν χαρούμενος που δεν τον είχε ρωτήσει τι ήθελε να κάνει στο μέλλον για αυτό για πρώτη φορά μίλησε σε κάποιον για αυτό « Ναυτικός θα ήθελα να γίνω, εσύ;» η Ανδρομέδα έπνιξε ένα γελακι και μια στιγμή αργότερα απάντησε χωρίς καν να το διανοηθεί « το δικό μου είναι γελοίο, μου αρεσει να ζωγραφίζω που και που άστρα » ήθελε να την φιλήσει ενώ έγερνε λίγο το κεφάλι της και χαμογελούσε τόσο ώστε να σχηματιζόνται εκείνες οι δόλιες και παιδικές την ίδια στιγμή ρυτίδες στην άκρη του στόματος της « Θα ζωγραφίζεις μόνο άστρα; Κρίμα για όλα τα άλλα που περιμένουν κάποιον να τους χαρίσει ομορφιά, να ζωγραφίζεις πράγματα που κανείς δεν προσέχει θα είσαι δικαιη έτσι και θα κάνεις τους πάντες χαρούμενους » έτσι και συνέβαινε με εκείνον, τι θα του είχε συμβεί εάν η Ανδρομέδα δεν ήταν μαζί του εκείνη την ώρα; που θα ήταν αν δεν είχε έρθει να τον βρει μετά από εκείνο το εμετικό πάρτι στο οποίο είχε βρεθει; τι θα είχε γίνει αν δεν την είχε συναντήσει σε εκείνο το στραπατσαρισμένο τοιχακι; ήταν το καλύτερο πράγμα που του συνέβη από την ημέρα που κατάλαβε πως η ζωή του δεν είχε σημείο ζενίθ, που κατάλαβε ότι η ζωή του δεν είχε τίποτα το τόσο άξιο συγκίνησης.
« Ναι έχεις δίκαιο » δεν είχε προσπαθήσει να υποδυθεί από την αρχή τίποτα δεν προσπάθησε να μην αποδεχτεί το γεγονός ότι του άρεσε να είναι μαζί της, του άρεσε να της λέει πράγματα που δεν έλεγε σε κανέναν ωραία πράγματα που νόμιζε πως έπρεπε να κρατάει για τον εαυτό του, η βαριά σιωπή του τον προδιδε όταν την σκεφτόταν και ένιωθε λες και όλος ο αέρας ήταν πλυμμηρισμενος από κάτι εύφλεκτο που μόνο με μια του λέξη θα τυλιγονταν σε πυρινη φωτιά « Πες μου ένα μυστικό σου κάτι ομως που δεν ξέρει κανείς, απόλυτα κανεις » την ρώτησε κοιτώντας έντονα τα χέρια του.
« Όταν ήταν η Μεγάλη Μέρα χάρηκα που δεν τον έθαψαν, έτσι δεν θα χρειαζόταν να του πηγαίνω πράγματα ή να ανάβουμε καντιλια » σήκωσε το κεφάλι του απότομα στο άκουσμα των λέξεων της ίσως γιατί δεν περίμενε να του ανοιχτεί σε σχέση με αυτό, νόμιζε πως αυτό το θέμα δεν έπρεπε να το ξανά αγγίξουν από την ημέρα που έζησαν την πτώση . Η μεγάλη μέρα μάλλον για εκείνην θα ήταν η ημέρα του θανάτου του μπαμπά της, όταν τα βλέμματα τους διασταυρωθηκαν πίεσε τα χείλη του ώστε να βρει το κουράγιο να της πει κάτι εξίσου αληθινό για εκείνον πέρα από τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του.
« Η μητέρα μου είναι από την Πολωνία και ο Σαικ από τον Καναδά , έχω μια αδερφή την Ταμι και σπουδάζει στο Στάνφορντ ψυχολογία » η Βαλερια πέρασε μια τούφα πίσω από το αυτί της και στήριξε το πρόσωπο της στην κλειστή γροθιά της « Καλά το κατάλαβα ότι είσαι Ευρωπαίος » τον πείραξε και εκείνος της χαμογέλασε για να την βεβαιώσει πως όλα ήταν καλα μέχρι το σημείο που έφτανε η συζήτηση « Μου αρέσει το πράσινο » του είπε ενθαρρυντικα, εκείνος την είχε ταυτισει με το γκρι αλλά δεν της το είπε « Προτιμώ το μαύρο » ήξερε ότι δεν της άρεσε το μαύρο το μόνο μαύρο μάλλον που θα είχε στην ντουλάπα της θα ήταν τζιν παντελονια και μπλούζες από συγκροτήματα.
« Νομίζω πως είσαι το μπλε » της έκανε μια γκριμάτσα δυσανασχετησης « Επειδη είναι τα μάτια μου το ίδιο χρώμα; » δεν ήξερε πολλά για τα χρώματα και άφηνε την κουβέντα πάνω της «Το μπλε είναι το χρώμα της ουράνιας συνείδησης, της αρμονίας και της ηρεμίας. Συμβολίζει την αθανασία, το νου, την αποκάλυψη, την σοφία, την ευσέβεια και την ψυχρότητα. Επίσης, αντιπροσωπεύει την μάθηση και τα υγιή συναισθήματα . Ενισχύει την αφοσίωση, τη σταθερότητα, την μεγαλοψυχία, την πιστή φιλία, μπλε είναι ο ουρανός, η θάλασσα και για πολλούς το χρώμα του απείρου »
« Δεν ήξερα ότι το άπειρο έχει χρώμα» της εκμυστηρευτηκε ειρωνικά γελώντας στο μεταίχμιο, δεν μπορούσε να της αποκαλύψει πόσο τον ενθουσίαζαν απρόσμενες πληροφορίες « Γιατί πιστεύεις ότι το έκανε; » την ρώτησε τόσο αυθόρμητα μελετώντας τους σκούρους πράσινους και καστανους δακτυλίους των ματιών της, της μιλούσε όπως ανέκαθεν ήθελε σαν κάποιος που μπορεί να εμπιστευτεί « Δεν ξερω, αλήθεια δεν ξέρω » του είπε και χαμογελασε με ανασηκωμένα τα φρύδια σαν να πονούσε « Δεν άφησε σημείωμα βλέπεις » πρόσθεσε και προκειμένου να μην ξεσπάσει σε δάκρυα γέλασε πικραμένη και εκείνος έγειρε μπροστά « Αγάπησε την λεβάντα τότε είναι κάτι που έμεινε από εκείνον. Όλοι θέλουν να τους θυμούνται και όταν τον φέρνεις στο μυαλό σου να μην σκέφτεσαι εικόνες, σκέψου μόνο αισθήσεις, πονάει πολύ λίγο τότε » ο Γκρέγκορι ήξερε για την λεβάντα γιατί η μητέρα της του είπε εκείνο το πρωί.
Η Βαλερια προκαλούσε κάποια βλάβη στο νευρικό του σύστημα κάποια δυναμική που μπορούσε να ξεσπάσει σε γοερά δάκρυα κάτι τόσο βαθιά παιδικό και ανέλπιστο, ευχόταν να την κάνει να νιώθει το ίδιο. Χαμήλωσε τα βλέφαρά της και γύρισε άλλου μαζεύοντας το πόδι της που ήταν πάνω από το δικό του « Είναι που κάποιες φορές .. μου λείπει πολύ, καταλαβαίνεις; ότι νομίζω ότι θα έρθει και θα πει δυνατά ΚΑΛΗΜΈΡΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΡΙΕΣ » ο Γκρέγκορι πήρε μια βαθιά ανάσα για να χαλινευσει την κατακλυστικη του φοβία να δακρύσει μαζί της, κάποιος από τους δύο έπρεπε να μην έκλαιγε, έπρεπε να ήταν εκείνος που θα της μαθαινε φυσική και εκείνος που δεν θα έκλαιγε και για τους δύο « μην προσπαθείς να ξεχάσεις εντάξει; Δεν έχει νόημα να τον κατηγορείς, ουτε να προσπαθήσεις να τον καταλάβεις, όπου και να είναι κανείς δεν ξεχνάει να αγαπάει » αυτό το ήξερε και εκείνος όπου και ήταν δεν σταματούσε να αγαπάει την μητέρα του ή την Ταμι, αγαπούσε με κάθε ίνα του κορμιού του, λυποταν, όχι τόσο όμως ώστε να σηκωθεί από την μπανιέρα.
Εκλεισε τα μάτια του και με την κόψη του χεριού του σκούπισε τα μάτια του γονάτισε και την αγκάλιασε απαλά ίσα ίσα να κλείσουν τα χέρια του στην πλάτη της « Τι ξεφτίλα όλα αυτά τα δάκρυα » του είπε γερμενη στον λαιμό του « Εμένα δεν με πειράζει » την έκανε να γελάσει ειρωνικά « Εσένα δεν σε πειράζει τίποτα » έκατσε πίσω και την είδε να σκουπίζει τα μάτια της στην ζακέτα της.
« Δεν έχω δει κάποια ζωγραφιά σου » ανασηκώθηκε και έφερε τα χέρια του μπροστά ανοιχτά στο χαλί « Ούτε εγώ κάτι που έχεις γράψει στο σχολείο λένε ότι γράφεις ωραία » της χαμογέλασε τόσο ώστε να καταλάβει πως αυτό θα ήταν αμήχανο και για τους δύο « Μπορείς να μου ζωγραφίσεις κάτι τώρα, θα σου γράψω κάτι ως αντάλλαγμα »
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro