Κεφάλαιο 24ο
Αστερόσκονη
– 5 Φεβρουαρίου
Η ΒΑΛΕΡΙΑ ΑΝ ΉΞΕΡΕ πως ο Γκρέγκορι δεν θα έτρωγε το κομμάτι μηλόπιτας με κανέλα που του αναλογούσε , σίγουρα θα του το είχε ζητήσει. Φυσικά και η ίδια θα είχε φάει περισσότερο αν δεν έπαιρναν πρωινό όλοι μαζί και έπρεπε να δείχνει κόσμια όσο αναφορά το φαγητό να τσιμπάει εδώ και εκεί, να είναι τόσο εκλεπτυσμένη όσο η Μαρλ και η Σαρλ που χρησιμοποιουσαν μαχαιροπίρουνα για να κόβουν. Ο Γκρέγκορι έπινε μόνο καφέ κοιτώντας ένα ημερολόγιο από το έτος 1972 ήταν συλλεκτικό σύμφωνα με την Μαρλ και τα φύλλα του ήθελαν προσοχή.
Ο Γκρέγκορι είχε όλη την λεπτότητα που απαιτούσαν οι συνθήκες ίσα ίσα που άγγιζε το χαρτί και με το άλλο του χέρι άγγιζε την κούπα με τον καφέ που θα κρυωνε. Η Βαλερια τους παρακολουθουσε και τους τρεις σε έναν τρομακτικό βαθμό είχαν πιάσει κουβέντα για την ζωή στο δάσος, πόσο απομακρύσμενα ήταν από την πόλη, πόσο άθλιο ήταν το σχολείο άποψη που δεν είχε και η Μαρλ η οποία έσπευσε να υπερασπιστεί την δημόσια εκπαίδευση.
Είχαν μιλήσει και για τον Αμαδεο τον πατέρα και άνδρα της Σαρλ που ταξίδευε στις Ινδίες για κάμποσα χρόνια επιστρέφοντας κάθε φορα με κάτι άγνωστο και κατά σύμπτωση σπάνιο. Η κουζίνα ήταν στενή αρκετή όμως για ένα στρογγυλό τραπέζι όπου η Βαλερια φοβόταν μήπως απλώσει τα πόδια της και χτυπήσει κάποιον. Η Σαρλ που χαμογελούσε συγκινημένα όταν ο Γκρέγκορι ή εκείνη μιλούσαν, την έκανε να νιώθει τόσο θλιμμένη, τόσο άσχημα που δεν μπορούσε να πει τίποτα αντάξιο της περίστασης. Η Βαλερια ήθελε να ρωτήσει τον Γκρέγκορι που είχε γνωρίσει αυτούς τους ανθρώπους και κάποια στιγμή θα το έκανε, δεν ήξερε ποιος ήταν ο λόγος που ήταν εκεί μέχρι την στιγμή που η Μαρλ του ειπε με έναν κεφάτο τόνο πως μπορούσαν να πάνε πάνω.
Η Βαλερια ακολούθησε τον Γκρέγκορι πέρα από την κουζίνα που μύριζε ακόμη φρυγανισμενο τοστ και κάτι από μαρμελάδα τριαντάφυλλο. Η οικειότητα του με τον χώρο ήταν ακόμη ένα ερώτημα, ανέβηκαν μια σκάλα γυριστή που δεν είχε κάγκελα και έπρεπε να μπουν σε μια αποθήκη για να την ανακαλύψουν. Ο κυκλικός φωτεινός θολός την έκανε να ξεχάσει την νευρικότητα της, δεν ήθελε να ξεθαρεψει με τα σκαλιά πάντα τα μετρούσε ενώ ανέβαινε και έτσι όταν έφτασε μετά τον Γκρέγκορι στην έξοδο κοντό στάθηκε.
Το δωμάτιο είχε και αυτό σχήμα κύκλου, το τσιμεντένιο πάτωμα ήταν βαμμένο λευκό και ο τρουλος μπλε. Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και το πρωινό φως της χάριζε μια οπτική πεντακάθαρη σε ότι βρισκόταν γύρω της. Τα μάτια της καρφωθηκαν στους τοίχους που ήταν επενδυμένοι με χάρτες με τόσο ψηλές γραμμές και σχήματα που της έκοβαν την αναπνοή, ήξερε πως ήταν χάρτες άστρων, θέσεων σε μοίρες από την θάλασσα. Το τηλεσκόπιο στεκοταν υπερυψωμένο κοιτώντας ένα κομμάτι κλειστού φεγγίτη, τα ράφια στα χαμηλά βιβλιοθηκακια ήταν γεμάτα από τεύχη του voyager και αφιερώματα στο apollo, στον Τζον Γκλεν και τον Αλεξέι Λεονοφ.
Παρά ήταν χαρούμενη για να μιλήσει το μόνο που έκανε ήταν να σταθεί σαν ανόητη, δεν ήθελε να κάνει καμία ανοησία με το τηλεσκόπιο μιας και δεν είχε ιδέα πως να το χρησιμοποιήσει. Ο Γκρέγκορι έκατσε στο χαλί με ένα τεύχος αφιερωμένο στα νεφελώματα της έκανε νόημα να κάτσει και εκείνη « Αυτό το μερος είναι παράδεισος που να πάρει » μουρμουρησε και έκατσε λίγο πιο δίπλα με τεντωμένα τα πόδια της μπροστά « Βρίσκεις; » ρώτησε πειράζοντας την « Ναι πως το ανακάλυψες; » ρώτησε προσπαθώντας να ανοίξει συζήτηση « Είναι περίπλοκο » της είπε απορροφημενος από πληροφορίες που δεν μπορούσε να δει « Θες να μου πεις;» της έκανε μια γκριμάτσα κοιτώντας ακόμη μέσα στο περιοδικό.
« Αργότερα » υπό άλλες συνθήκες θα τον είχε πιέσει αντί αυτού κίνησε πιο κοντά και στο τέλος στήριξε το κεφάλι της στον ώμο του ώστε να βλέπει - Ένα σκοτεινό νεφέλωμα ή νεφέλωμα απορρόφησης είναι ένας τύπος διαστρικού νέφους που είναι τόσο πυκνό ώστε αποκρύπτει το φως από τα αντικείμενα που βρίσκονται πίσω του, όπως τα αστέρια στο βάθος και τα νεφελώματα εκπομπής ή ανάκλασης. Η εξαφάνιση του φωτός προκαλείται από διαστρικούς κόκκους σκόνης που βρίσκονται στα πιο ψυχρά και πιο πυκνά τμήματα « Ανδρομέδα .. » μουρμουρησε ενώ τα δάχτυλα του άλλαζαν αργά αργα την σελίδα και εκείνη που ήταν μαζεμένη στο πλευρό του μπορούσε να μυρίσει τα μαλλιά του να δει τον παλμό στον λαιμό του, ανασηκωσε λίγο το μάγουλο της από τον ώμο του « Έχουμε ασβέστιο στα κόκαλα μας, σίδηρο στις φλέβες μας, άνθρακα στις ψυχές μας, άζωτο στους εγκεφάλους μας, 93% αστερόσκονης μέσα μας με ψυχές φτιαγμένες από φωτιά, πρέπει να ήμαστε όλοι αστέρια με ονόματα »
Αυτο σήμαινε πως ακόμη και οι πιο άθλιοι ήταν φτιαγμένοι από αστερόσκονη; χαμογελασε στην σκέψη αυτή « Δεν ξέρω αν το πιστεύω αυτό » αποκρίθηκε διπλωνοντας τα πόδια της και δεν ξαφνιάστηκε όταν το δεξί του χέρι άγγιξε το δικό της « Εχε πίστη Ανδρομέδα στους ανθρώπους, μπορεί να είναι ήλιθιοι αλλά αυτοί μόνο σε κάνουν να νιώθεις άξιο να ζήσεις » τα δάχτυλα της ίσως έτρεμαν λιγάκι κάτω από τα δικά του, ένιωθε ότι αναβιωνε το αίσθημα της μέρας που έτρεχε στον δρόμο, ήξερε πως εάν κάποιος ήταν αρκετά συγκεντρωμενος μπορούσε να βρει τον παλμό καποιου μόνο από το άγγιγμα του χεριού.
Ο αντίχειρας του πέρασε πάνω από την κόψη του χεριού της, οι κλειδώσεις του ήταν τραχιες και το δέρμα του τραβηγμένο, ο δείκτης της χαϊδεψε την κλίση του δικού του, συνέχισαν να διαβάζουν σε αυτή την θέση με τον ώμο του να έχει γυρίσει από το σαγόνι της « Γιατί δεν θες να μου πεις για την οικογένεια σου; » ρώτησε προσπαθώντας να μην τον κάνει να τραβήξει το χέρι του, εκείνος δεν άλλαξε την σελίδα σταμάτησε όμως να διαβαζει « Γιατί δεν θέλω να νιώθεις λύπη για εμένα, θέλω να ξέρεις εμένα να με κρίνεις για αυτό που είμαι, όχι για τους γονείς μου » έκατσαν αντικριστά ο ένας στον άλλο με τα γόνατα τους κάποια εκατοστά μακριά, η Βαλερια νόμιζε μέχρι τότε πως η εγγύτητα της προκαλούσε αμηχανία κάπως έτσι ανακάλυψε πως η δική της εγγύτητα με τον Γκρέγκορι δεν ήταν μόνο στην απόσταση των σωματων τους αλλά και στην ψυχική που αναπόφευκτα την γέμιζε ενθουσιασμό.
« Μου φαίνεται αστείο να έχεις προκύψει εσύ απο ανάξιους γονείς » ήθελε τόσο πολύ να τον ρωτήσει για τον πατέρα του και δίσταζε κάθε φορα που τον έβλεπε να ψάχνει αφορμή να μην αναλύσει το θέμα οικογένεια « Δεν είναι ανάξιοι, απλώς δεν με ξέρουν » την διόρθωσε κοιτώντας πάλι προς το βιβλιοθηκακι ψάχνοντας για ένα ακόμη τεύχος « Νομίζεις πως αν σου πω θα είσαι το ίδιο ευδιάθετη μαζί μου; Κάνεις λάθος θα νομίζεις πως μου κάνεις κάποια χάρη πως είσαι το συμβουλευτικο μου σώμα ενώ δεν χρειάζομαι κάτι τέτοιο, θέλω απλά να είσαι όπως είσαι » ο τόνος του ακόμη και ήρεμος και έντιμος της προκαλούσε ακριβώς την λύπη που αυτός δεν ήθελε.
Ήταν διστακτική αρχικά και χρειάστηκε πολύ κουράγιο για αγγίξει τα χέρια του, εκείνος δεν ξαφνιάστηκε πράγμα που της έδωσε την σιγουριά που χρειαζόταν, όταν τον κοίταξε στα μάτια δεν υπήρξε ποτέ πιο σίγουρη για κάτι από την ημέρα που θυμήθηκε τον εαυτό της, ο Γκρέγκορι σαν ολοτητα έκανε το αίμα της να σφυρίζει, το μυαλό της να παραληρεί και τα ζυγωματικά της να πονουν από τα γέλια και χαμογελα, θα το έτρωγε τόσο άσχημα το κεφάλι της « Εντάξει τότε ας πούμε για το μέρος αυτό, ξέρεις να χρησιμοποιείς το τηλεσκόπιο; Αν ναι, δεν ξέρω τι θα δούμε στον πρωινό ουρανό »
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro