Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 23ο

Οδύσσεια
- 5 Φεβρουαρίου

Η ΒΑΛΕΡΙΑ ΕΊΧΕ ΧΡΌΝΙΑ να κάνει ποδήλατο αρχικά νόμιζε ότι αν σταματούσε θα έπεφτε έτσι παρακαλούσε τον μεγαλοδυναμο να μην αρχίσει ο Γκρέγκορι τίποτα πειράγματα για το πόσο ατσουμπαλη ήταν πάνω στο ποδήλατο που έλεγε πως είχε δανειστεί αυτό αν ήθελε το πίστευε. Εκείνος κάποιες φορές έκανε πετάλι ορθιος χωρίς τα χέρια πάνω στο τιμόνι, άλλες έκανε κύκλους γύρω της και την απειλούσε ότι μπορούσε να ακουμπήσει με το δεξί του πόδι την πίσω ροδα του ποδηλάτου της.

Είχε κουραστεί τόσο πολύ σε ένα σημείο που χρειάστηκε να σταματήσει στην άκρη του δρόμου με το ένα της πόδι στην άσφαλτο και το άλλο στο πετάλι, δεν ήξερε ότι είχε τόσους μύες στα πόδια δεν ήξερε σε γενικότερες γραμμές ότι το ποδήλατο μπορεί να είναι κουραστική άσκηση ακόμη και αν διέσχιζαν ευθείες, είχαν περάσει τον μεγάλο αστικο δρόμο και πλέον έκοβαν δρόμο ανάμεσα στα ατελείωτα χωράφια που το καλοκαίρι θα πνιγονταν από ξανθά σταχια, εκείνος δεν κουράζονταν συνεχώς γυρνούσε και προσπαθούσε να κάνει αργό πετάλι « Έχεις νερό μαζί σου; Καφέ; Πιπεροριζα; Κάτι πόσιμο; » τα παράπονα ήταν ανέκαθεν το στοιχείο της και ο Γκρέγκορι της έριξε μια ματιά φιλοπονη.

« Γιατί δεν έχεις καθόλου υπομονή; Όχι ότι εγώ έχω αλλά εσύ είσαι χειρότερη από εμένα» η Βαλερια εάν δεν τόσο κουρασμένη θα έκανε την κλασική χειρονομία που είχε μάθει στην τρίτη γυμνασίου τι ακριβώς σημαίνει, έως τότε την έκανε γιατί φαινόταν αστείο, ήταν πολύ μεγάλη για χειρονομίες « Έχω κάποιες ερωτήσεις να σου κάνω » είπε χωρίς να κρεμάσει τον κορμό της στο τιμόνι που τόσο ήθελε εξαντλημένη .

« Γράψε τις τότε και ύστερα διάβασε τις μου » εάν υπήρχε επαγγελματίας στην αποφυγή τότε ο Γκρέγκορι είχε σίγουρα πτυχίο σε αυτό « Σε τι χαρτί; Με πένα; » η Βαλερια επέπλεε στην ειρωνεία και εκείνος φάνηκε σαν να το σκέφτηκε προκειμένου να συνεχίσουν το δούλεμα « Σε ένα αυτά που ζωγραφίζεις, ναι με πένα μόνο με μαύρο μελάνι και ύστερα θα το υπογράψεις με το μεγαλύτερο μυστικό σου θα κάνω το ίδιο » γέλασαν με αυτό αλλά κανείς από τους δύο δεν είπε ότι δεν θα το κάνει γιατί κάτι τέτοια δεν αστεία ήταν πραγματικότητα έπρεπε να του γράψει τόσες ερωτήσεις.

Όταν είχε κερδίσει χρόνο να πάρει μια ανάσα συνέχισαν περνώντας δίπλα από μοναχικά αγροτικά σπίτια, χωράφια άδεια που δεν είχαν φυτευτεί ακόμη, δεν φυσούσε τόσο όσο στην αρχή γιατί πλέον έκαναν ποδήλατο μέσα σε ένα πλέγμα από γυμνά πλατάνια και κυπαρίσσια που απειλούσαν να τρυπήσουν τον ουρανό. Η Βαλερια δεν ήξερε πως ακριβώς να αντιδράσει όταν πήγαν από έναν στενό δρόμο και κατέληξαν σε μια γιγάντια έκταση που κλεινοταν ασφυκτικά από δέντρα και ήταν και ένα σπίτι ψηλό σαν πύργος, η αρχιτεκτονική του ήταν κάτι το παράδοξο. Είχε μυτερό κόκκινο τρουλο και παράθυρα στενά και ψηλά, ήταν σίγουρα βασισμένο σε κάτι μεσαιωνικό ίσως βικτωριανο.

Ο Γκρέγκορι την κοιτούσε με ένα ύφος απόλυτης ικανοποίησης « Λοιπόν;» γύρισε και τον κοίταξε ενώ διέσχιζε το μονοπάτι για το μυστήριο βικτωριανο θαύμα, πρέπει να είχε αρχίσει να βγαίνει κανονικά ο ήλιος μπορούσε να νιώσει την αναγέννηση του κόσμου τόσο νωρίς το πρωί. Τον ακολούθησε χωρις να πει τίποτα δεν ήθελε να ξέρει τι είδε ο Γκρέγκορι στο πρόσωπο της, άφησαν τα ποδήλατα μέσα από τα ψηλά μαύρα κάγκελα για παν ενδεχόμενο.

Ακόμη δεν μπορούσε να σταματήσει να κοιτάζει ψηλά το σπίτι εξερευνώντας κάθε μικρή λεπτομέρεια, που ήταν σαν να κρεμόταν από τον ουρανό τον ίδιο σαν κάτι θείο και τελείως ξένο που προσγειώθηκε καταλαθος μέσα σε ένα συνονθύλευμα από γέρικα δέντρα, προσπάθησε να το φανταστεί το καλοκαίρι και η καρδιά της μελοδικα χτύπησε πιο δυνατά χωρίς καμία βιασύνη ήταν το πιο όμορφο πράγμα που είχε αισθανθεί για ένα πολύ μεγάλο διάστημα.

Το κουδούνι ήταν παλιο σαν μια μόνο κουκίδα και ο Γκρέγκορι στεκοταν μπροστά έτοιμος να χαρίσει κάποιο χαμόγελο σε όποιον θα άνοιγε την πόρτα. Ήταν μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας με πουλόβερ και πουκάμισο από μέσα « Σαρλ; Έχουμε επισκέπτες τόσο νωρίς; » ακούστηκε από μέσα μια ακόμη γυναικια φωνη και στο κατώφλι κατέφτασε μια γυναίκα στην ηλικία της μητέρας της, κοντούλα με πρόσωπο στρογγυλό όλο φακίδες στο ύψωμα των μάγουλων της .

« Ω Γκρέγκορι τι καλά! Δεν σε περιμέναμε μεγάλωσες ή είναι η ιδέα μου; » η Βαλερια παρακολουθουσε το πως το πρόσωπο του Γκρέγκορι άλλαζε όταν χαμογελούσε, χαμηλωνε το πιγούνι του και αμέσως τα ζυγωματικά του έτρεμαν. Η Βαλερια που μέχρι στιγμής στεκοταν λίγο πιο πίσω ένιωσε σαν κακος συγγενής εκεί πίσω, έκανε ένα βήμα μπροστά ώστε να είναι δίπλα του για να δηλώσει έμμεσα την παρουσία της. Η Σαρλ πρέπει να ήταν η ηλικιωμένη γυναίκα με τα μάτια χάντρες του ωκεανού « Λυπαμαι που δεν σας ενημέρωσα ελπίζω να μην ενοχλώ. Σαρλ είσαι στις ομορφιές σου » είπε στο τέλος και άπλωσε το χέρι του σφίγγοντας το χέρι της ηλικιωμένης γυναίκας που εσμιξε τα φρύδια της ακουμπωντας το στήθος της ως ένδειξη ευχαριστίας.

Η Βαλερια κατάλαβε ότι υπήρχε κάποιος λόγος που δεν μπορούσαν να ακούσουν την φωνή της, οποία και να ήταν ήξερε καλά τον Γκρέγκορι όπως και η γυναίκα με τις φακίδες « Μαρλ να σου γνωρισω την Βαλερια » η γυναίκα που άκουγε στο όνομα Μαρλ χαμογελασε τόσο πλατιά στην Βαλερια και μάλιστα της ακούμπησε τα χέρια ως μια ακόμη ένδειξη φιλικής διάθεσης « Χαίρομαι που σε γνωρίζω, είσαι παγωμένη, ελάτε μέσα » η Βαλερια που δεν ήταν πολύ τύπος των επαφών δεν ένιωσε καμία ενόχληση από αυτή την κίνηση και ίσως έφταιγε το ότι ο Γκρέγκορι είχε τον ώμο του στον δικό της. Πέρασε μέσα χωρίς να είναι προετοιμασμενη για τις νέες εικόνες.

Η Σαρλ και η Μαρλ ταιριαστά ονόματα στέφτηκε πατώντας σε μαλακό χαλί, οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με ένα ξύλο σκούρου χρώματος που κρατούσε δικό του το φως του ήλιου, τα ρουθούνια της χτύπησε απευθείας η οσμή καμμένου κεδρου , κάτι από μια βαριά μυρωδιά λουλουδιών και τσαγιού green earle από αυτό που έβραζε η μητέρα της όταν ήταν άρρωστη.

Η ανάμιξη των μυρωδιων την έκανε να θυμηθεί πάλι τα Χριστούγεννα, τα παλιά Χριστούγεννα εκείνα που ήθελε να περνάει στο χαλί με ένα βιβλίο λίγες ίντσες μακριά από το πρόσωπο της για να μην παραδεχτεί ποτέ πως χρειαζόταν γυαλιά. Το σαλόνι ήταν τεράστιο και πληθωρικό από αντικείμενα, αντίκες μικρά ξύλινα καράβια, πυξίδες, πλεκτά λουλούδια και πίνακες που εικονιζαν καράβια σε θαλασσο ταραχή, τίποτα το κοσμικό όλα ήταν τόσο παλιά και συγκλονιστικα καλά διατηρημένα.

Έπρεπε να είχε αφαιρεθεί σε παρανοϊκό βαθμό για να νιώσει το σκουντηγμα στον ώμο της « Ο άνδρας της Σαρλ ήταν ναυτικός, η Μέρλ είναι η κόρη της έχουν αυτό το σπίτι εδώ και γενιές » ξαφνιάστηκε που ο Γκρέγκορι στεκοταν τόσο κοντά της κοιτώντας τόσο μοιρολατρικα τον πίνακα με την θαλασσο ταραχη, έκανε πως κοιτούσε και εκείνη τον πίνακα προσπαθώντας να βρει κάτι να πει από την άλλη μπορούσε να μείνει σιωπηλή να κουφαθει από τον κτύπο της καρδιάς της « Της είπα να σου ετοιμάσει κάτι το πρωί δεν πρόλαβα να σε αφήσω να πάρεις πρωινό » η Βαλερια δεν μπορούσε να αντέξει να τον ακούσει να μιλάει έτσι ή να κάνει τέτοια πράγματα που την έκαναν να νιώθει τύψεις που δεν είχε κάνει τίποτα σπουδαίο για εκείνον.

« Μπορείς να φανταστείς ότι σε αυτό το καράβι είναι ο Οδυσσέας; Ότι κάνει τους θεούς να τον μισούν θανάσιμα γιατί δεν μπορούν να τον ελέγξουν;» ο Γκρέγκορι της έδειξε με τον δείκτη του ένα θαμπό κομμάτι του πίνακα σαν να υπήρχε κάτι εκεί και εκείνη δεν προσποιθηκε ότι έβλεπε γιατί μπορούσε να φανταστεί τον Οδυσσέα εκεί, έναν θρυλικό εραστή του πόνου της θάλασσας και έρμαιο στο μίσος των θεών και της μοίρας. Στο μυαλό της ο Γκρέγκορι μπορώ να σε τρελανω ήταν εκείνη την ώρα ο Οδυσσέας, μια πιο όμορφη έκδοση του, πιο ατρόμητη από τον θάνατο και τους θεούς « Θα μας κάνετε την τιμή; » είπε η Μαρλ από το βάθος κάνοντας και τους δύο να γυρίσουν ανάλαφρα τα κεφάλια τους ως προς το τέλος του σαλονιού.



Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro