Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 18ο

Το φεγγάρι απομακρύνετε
από την γη
 30 Ιανουαρίου

ΜΕΡΟΣ Γ' (ΒΑΛΕΡΙΑ)

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΉΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ξαστερος, ήταν σαν έναν ατελείωτο μαύρο καμβα στιγματισμενο από μικροσκοπικα φώτα λες και σε κάθε φωτεινό σημείο υπήρχε ένα νέο φιλικό σπίτι, κάτι ελπιδοφόρο και άχρονο. Δεν είχε νιώσει ποτέ τέτοια ανακούφιση όταν αγκάλιασε κάποιον ούτε καν όταν αγκάλιασε την Αννι την Μεγάλη Μέρα και έκλαψε γοερά στον ώμο της κλαις για τον μπαμπά; την είχε ρωτήσει και εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι όχι αλλά για εσένα και την μαμά και ήταν αλήθεια, φοβόταν πως μετά από αυτό όλα θα ήταν πολύ σκοτεινά και μοναχικά, η μητέρα της δεν θα κοιμόταν ξανά σε διπλό κρεβάτι, δεν θα μαγειρευε ξανά τοσο καλά ούτε θα άκουγε μουσική από ραδιόφωνο στην κουζίνα.

Ο Γκρέγκορι είχε ηρεμήσει πλέον το στήθος του δεν ανεβοκατεβαινε ξέφρενα πιέζοντας το δικό της, με τον Ντάνι δεν αγκαλιάζονταν έτσι συνήθως περνούσε τον χέρι του πάνω από τους ώμους της σφίγγοντας την στο πλευρό του, τα χέρια της ήταν ακόμη γύρω του και ήταν τόσο εξαντλημένη τα δάκρυα της είχαν φέρει υπνηλία και η αίσθηση της ζεστασιάς την κυκλωνε σαν την καλοκαιρινή αυρα της θάλασσας, μόνο που ήταν χαμένοι στους κάμπους κάποια ώρα πολύ περασμένη.

« Πως θα πάμε σπίτι; » τον ρώτησε τόσο ήρεμα διακριτικά αγγίζοντας το κούτελο της στο άνω στερνο του, μύριζε εκείνο το σαπούνι που της αρεσε - λιγότερο ανδρικό αλλά παιδικό « Εγώ δεν μπορώ να πάω » της είπε και τότε άφησε ένα κενό ανάμεσα τους, ευχόταν να μπορούσε να δει το πρόσωπο του να δει πως έμοιαζαν τα μάτια του μετά από δάκρυα « Θα θυμώσει ο Σαικ αν δει τι έκανα στο αυτοκίνητο ή αν μάθει ότι το πήρα » είπε και η Βαλερια κόντεψε να του ζητήσει να μην απομακρυνθεί τοσο γρήγορα.

« Ο Σαικ είναι ο μπαμπάς σου; » ο Γκρέγκορι φάνηκε νευρικός πράγμα ασυνήθιστο μιας και εκείνος ήταν ο άνετος  « ο μπαμπάς μου; δεν μου είναι τίποτα » τα λόγια του ήταν ασταθή έτρεμαν στα χείλη του σαν να προβαρε για να δει αν θα του προκαλούσαν κάτι « πρέπει να καλέσουμε την οδική βοήθεια » του είπε πεπεισμένη πως έπρεπε να αλλάξουν θέμα « Οχι, όχι αυτό δεν γίνεται » μουρμούρισε και τα χέρια του στάθηκαν στους αγκώνες της ίσα ίσα που βρίσκονταν πάνω στην επιφάνεια του μπουφάν της « Θα το διορθώσω, μπορείς να με  εμπιστευτείς; » όταν δεν του απάντησε επειδή δεν μπορούσε να πει ψέματα ένιωσε τα χέρια του να απομακρύνονται « Δεν έχει σημασία εγώ σε εμπιστεύομαι » της αποκρίθηκε και ένιωσε πως έπρεπε να χαμογελάει έπρεπε να είναι πάλι ο εαυτός του, έπρεπε να είναι εκείνος ο Γκρέγκορι που νόμιζε πως ήξερε.

« Θα πάρω τηλέφωνο τον Τζακ » στάθηκε ακίνητη όταν είδε το φωτισμό της οθόνης του κινητού τηλεφώνου να χτενίζει το πρόσωπο του, σκέφτηκε πως τα φρύδια του ήταν αμυδρά σε διαφορετικό τόνο από τα μαλλιά του που ήταν τόσο αλλόκοτα μαύρα, αληθινό μαύρο που δεν μπλεδιζε, δεν της άρεσε το μαύρο ειδικά πάνω σε κάποιον που χαμογελούσε περισσότερο από τον μέσο άνθρωπο , τον είχε παρατηρήσει πολλές φορές δεν είχε δει όμως πως τα ρούχα του ήταν ανέκαθεν μαύρα, ήθελε να τον ρωτήσει πως ήταν τόσο αδύνατος και γιατί φορούσε μαύρα.

Ήθελε να του κάνει χίλιες ερωτήσεις που ποτέ δεν θα τελείωναν γιατί τίποτα σε σχέση με εκείνον δεν έβγαζε νόημα. Προσπάθησε να φανταστεί πως το άσχημο στραπατσαρισμα στην ραχη της μύτης του ήταν από το καλοκαίρι, μια γραμμή ανοιχτού δέρματος στο κόψιμο στο φρύδι του, υπήρχαν ράμματα εκεί. Τηλεφώνησε πολλές φορές στον Τζακ, εκείνος είχε την τύχη να γνωρίζει σε αντίθεση με τον Γκρέγκορι, ήταν κατάξανθός και ελκυστικός σε έναν ανεξέλεγκτο βαθμό για τα κορίτσια του λυκείου.

Επίσης είχε ξεσπάσει ένα φιάσκο αφού η Λουίζα τον είχε βάλει στο μάτι από το γυμνάσιο, ήθελε να ρωτήσει και αυτό τον Γκρέγκορι που μιλούσε πολύ κοφτά στο τηλέφωνο λέγοντας πράγματα που της φάνηκαν περισσότερο με κώδικες πάρα συνομιλία ναι νομίζω εκατόν εξήντα / εσύ έφυγες θυμάσαι; / εγώ απλά σου είπα να πας να γαμηθεις! / δεν ήταν παραπάνω από εκατον εξήντα! Και στο τέλος η κλήση τελείωσε.

« Ερχεται » είπε στο τέλος και πήρε μια βαθιά ανάσα « Είστε φίλοι; με τον Τζακ; » ο Γκρέγκορι τότε χαμογελασε σαν να ήξερε τι κρυβόταν πίσω από την ερώτηση της « Όχι ακριβώς, φιλάει ωραία πάντως » η απάντηση του την έκανε να ανασηκωσει τα φρύδια της, δεν τον πιστευε αλλά μετά από όσα είχε δει εκείνες τις εβδομάδες κράτησε επιφυλάξεις « Μην είσαι ομοφοβικη » την πείραξε και με μια κίνηση του χεριού του απομάκρυνε τις αφέλειες που είχαν κολλήσει στο μέτωπο της, γύρισε διακριτικά λίγο στα δεξιά το πρόσωπο της ώστε να μην φανεί πόσο μπορεί να παρεξηγουσε την κίνηση του.

Μορφασε όταν ο δείκτης του ακούμπησε διερευνητικα την πληγή που έτσουζε, ευχήθηκε να είχε φορέσει ξανά το σκουφάκι της « Τι αλλόκοτη που είσαι δεν θα σε φιλήσω μην γυρνάς αλλού » για εκείνον ακούστηκε σαν ένα αστείο αλλά εκείνη το είχε σκεφτεί τόσες φορές, το είχε σκεφτεί όταν τον είχε συναντήσει σε εκείνον τον δρόμο, το είχε σκεφτεί λίγες ώρες πριν, το είχε σκεφτεί ενώ έφευγε από την αυλή του σπιτιού της, το είχε σκεφτεί στην αίθουσα φυσικής, ένιωθε τα μάγουλα της να φλεγονται λες και κάποιος της είχε τραβήξει κάποιο κοσμικό χαστούκι τραβήχτηκε εντελώς και αποφάσισε να τηρήσει την απόσταση που την άφηνε να ανασάνει δεν είσαι ο τυπος μου θυμήθηκε την έκφραση του και τότε είχε θυμώσει με αυτό, εάν ο τύπος του ήταν η Μπριανα είχε πολύ πιο σοβαρά προβλήματα από το να αφήνει ένα τιμόνι από τα χέρια του.

Ο Γκρέγκορι έβγαλε έναν ήχο αποδοκιμασίας « Φοβάσαι μην θυμώσει τον Ντάνι; » ρώτησε και εκείνη του άστραψε μια σοβαρή ματια, εκεί όπου όλα ήταν ήρεμα κάτι έκανε για να διαλύσει ότι καλό έχτισε πριν λίγο « Άρχισες;» τον ρώτησε εμφανώς θυμωμένη από την τροπή των πραγμάτων, όταν εκείνος ανέφερε τον Ντάνι μια έξαλλη οργή την έπνιγε και νόμιζε ότι ήταν η συνείδηση της « Τι αυτό; Αυτο δεν είναι τίποτα, είμαι ειλικρινής » δεν ήξερε εάν ήθελε να το παίξει εξυπνάκιας, άρχιζε να μπουχτίζει με τις σπόντες για το ότι εκείνη έκανε κάτι λάθος και εκείνος απλά της έδινε αυτό που ήθελε.

« Όχι εσύ το έχεις καταλάβει λάθος όλο αυτό, δεν είμαι καμία τυχαρπαστη που θέλει να κάνει επανάσταση, είμαι φίλη σου καλά θα κάνεις να μην το σκατωσεις αυτό » λέγοντας κάτι τέτοιο χαραζε μια ανεξίτηλη γραμμή ανάμεσα τους, μια διαχωριστικη που από ένα σημείο και μετά εκείνη δεν θα την διέσχιζε ότι και να συνέβαινε « Τότε γιατί δεν λες στον Ντάνι ότι είσαι μαζί μου τώρα; μην κάνεις πως όλο αυτό είναι δικό μου θέμα, είσαι και εσύ εδώ με την θέληση σου » ήθελε να τον χτυπήσει ενώ έβρισκε πάντα κάτι να πει, εκτός από αυτό ήταν σίγουρη πως δεν μιλούσε μόνο για την παρουσία της, μιλούσε για τον τρόπο που τον κοιτούσε ακόμη και στα χείλη.

« Γιατί έτσι θέλω! Γιατί έτσι μου αρέσει! Τελειώσαμε με αυτό; » ήξερε πως δεν είχε επιχειρήματα πως ακουγόταν τόσο εκτεθειμένη στην ανάκριση του « Όπως θες » της απάντησε σύντομα και κοφτά, την θυμωνε ακόμη περισσότερο το ότι αποφάσιζε και εκείνος να δείξει αδιαφορία, να την μιμηθεί λες και ήταν το ίδιο. Ο Τζακ είχε μόλις φτάσει βγαίνοντας από το αυτοκίνητο του χρησιμοποιώντας τον φακό του κινητού του τηλεφώνου έντρομος παρακολουθησε την Βαλερια και ύστερα τον Γκρέγκορι που στεκόταν αρκετά βήματα μακριά « Επιτέλους ήρθες να μας σώσεις » είπε δραματικά ο Γκρέγκορι.

31 Ιανουαρίου


Ο ΤΖΑΚ ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΊΧΤΗΚΕ ως το πιο ομιλητικο άτομο στο σύμπαν. Όταν οδηγούσε το τζιπάκι που διόρθωσε σκυφτός πάνω από ανοιχτό καπό μπήκε μέσα και δεν μίλησε σε κανέναν από τους δύο. Η Βαλερια που έκατσε στο πίσω κάθισμα καταλάβαινε πως τα δύο αγόρια δεν ήταν όντως φίλοι. Ο Τζακ την ρώτησε μόνο μια φορά αν ήταν καλά και μετά έριξε μια στενή μάτια στον Γκρέγκορι που ήταν γυρισμένος στο παράθυρο, ο Τζακ θα φρόντιζε την επόμενη μέρα που είχε ήδη έρθει να έρθει κάποιος να μαζέψει το δικό του αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο σε ένα πολιτειακό πάρκινγκ κάποια χιλιόμετρα παρακάτω.

Η Βαλερια μπορούσε να δει πως χαραζε δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά έως τότε δεν είχε παρατηρήσει πόσο της άρεσε το ξημέρωμα με την άμυδρη συννεφιά, ήταν σαν να χάζευε μια φωτογραφία που είχε κρυμμένη και ξεχασμένη κάτω από το κρεβάτι της γιατί αιώνες . Ο ουρανός ήταν σκούρος μπλε όπως οι δακτύλιοι χρωμάτων στα μάτια του Γκρέγκορι σκέφτηκε μέσα σε μια σύγχυση και τα σύννεφα πυκνο γαλάζιο υπήρχαν ακτίνες σκούρες κοκκινες, μοβ κάνοντας την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, ο καμβάς ήταν ακόμη καλύτερος από το βράδυ μπορούσε να δει από την άκρη του ματιού της τον Γκρέγκορι να παρακολουθεί το σκηνικό διακριτικά με το ένα του χέρι στηριγμένο στο κράτημα χεριού πάνω στην πόρτα.

Παρά ήταν σοβαρός και αυτό την έκανε να νιώθει πως ήταν η μόνη που παρατηρούσε έξω ή που ένιωθε κάτι ευχάριστο εκείνη την ώρα. Ο Τζακ είχε δίπλωμα μηχανικού, μια πληροφορία που έμαθε πολυ αργότερα, υπήρχαν στιγμές στην απόλυτα ήσυχη διαδρομή τους που ο Τζακ θα έριχνε έντονες ματιές προς την μεριά του Γκρέγκορι σαν να περίμενε κάτι από μέρος του, δεν ήταν εχθρικές απαραίτητα απλά πεισμωμενες.

Όταν μπήκαν στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στις γειτονιές τους η καρδιά της σφιχτηκε απότομα λες και είχε ξεχάσει να φύγει από το σπίτι χωρίς κλειδιά. Η ανεξήγητη ομορφιά τριγύρω της έσβηνε όσο έβλεπε τα γνωστά σπιτια και την βουβαμαρα του πρωινού της Κυριακής, είχε κυριολεκτικά περάσει τόσες ώρες έξω από το σπίτι σε μια κατάσταση απόγνωσης και ξέφρενης παράνοιας στο ίδιο αυτοκίνητο, βούλιαξε στην θέση της αρνούμενη να πιστέψει πως η μητέρα της θα έτρωγε το παραμύθι πως είχε κοιμηθεί στο σπίτι της Μπριανα.

Ειχε πει χαρακτηριστικά στην μητέρα της πως θα γυρνούσε σε μια ώρα για αυτό και δεν χρειάστηκε ποτέ να πάει κινητό τηλέφωνο μαζί της. Την είχε βαμμένη και το ήξερε εαν της φαινόταν πριν λίγο καιρό η σχολική αποβολή ως όλεθρος εκείνη την στιγμή η μητέρα της ήταν ατομική βόμβα. Η Βαλερια δεν περνούσε ποτέ μα ποτέ την νύχτα εκτός σπιτιού κατα πάσα πιθανότητα όλα θα γινόντουσαν κινούμενος χαμός όταν θα εμφανιζόταν σαν έντιμο πλάσμα στις πέντε και μισή το πρωί έχοντας ένα ματωμένο μέτωπο.

Δεν θα ξέφευγε από αυτό, δεν θα ξέφευγε όπως εκείνη την φορα που έφυγε από τον αγώνα και ύστερα κατέβασε μια σειρά από δικαιολογίες ότι ήταν άρρωστη και ήθελε να πάει σπίτι. Η Βαλερια θεώρησε σημαντικό να πει την διεύθυνση της στον Τζακ ώστε να μην κάνει τον κύκλο της γειτονιάς και να την αφήσει στο πιο κοντινό τετράγωνο, δεν της έδωσε κάποια απάντηση και την άφησε στην στροφή ήθελε να πει κάτι βγαίνοντας από το αυτοκίνητο και περίμενε μάλλον ότι θα της πουν κάτι αλλά και τα δύο αγόρια έμοιαζαν απλά εξαντλημένα για το οτιδήποτε.

Αναρωτήθηκε αν ο Γκρέγκορι της είχε όντως θυμώσει για κάτι που μόνο εκείνη θα έπρεπε να είναι οργισμένη, δεν της φαινόταν τσαντισμένος απλά αφηρημένος. Όταν όμως άνοιξε την πόρτα διαισθάνθηκε κάποια κίνηση από μπροστά γύρισε στιγμιαία το κεφάλι της περισσότερο σαν να έψαχνε να δει αν ξέχασε κάτι, ο Γκρέγκορι κρατούσε το σκουφάκι της που το άφησε στο πίσω κάθισμα και απέφυγε να της δώσει απευθείας, έκανε εκείνη την κίνηση με τα δάχτυλα του στο μέτωπο του που σήμαινε στους προσκόπους εις το επανιδειν.

Το αγνόησε και αφού πήρε  το σκουφάκι της έκλεισε την πόρτα, το τζιπ έφυγε απευθείας προκαλώντας της μια ακατάσχετη επιθυμία να βρίσει και τους δύο « Γειά σου και εσένα; » μουρμουρησε και περπάτησε ταχύτατα προς το πεζοδρόμιο, έκανε τσουχτερό κρύο και για να γλιτώσει και το αποκορύφωμα της τιμωρίας της φορεσε το σκουφάκι τόσο χαμηλά ώστε να φαίνονται με το ζόρι τα μάτια της έψαξε για στοιχεία πάνω της που θα την κάρφωναν, που θα έλεγαν σχεδόν πέθανα σήμερα το βράδυ κατέβασε το κεφάλι της όταν στάθηκε στην πόρτα του σπιτιού της, δεν χρειάστηκε να ακουμπήσει το χερούλι ή να βγάλει τα κλειδιά της η πόρτα άνοιξε λες και ήταν αυτόματη απόκαλύπτοντας ότι δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει « Χριστέ μου Βαλ!»

Δεν πρόλαβε να δει το πρόσωπο της μητέρας της γιατί όταν την έκλεισε στην αγκαλιά της, την έσφιξε τόσο που κόντεψε να συνθλίψει τα κόκαλα της, μπορούσε να δει στο σαλόνι την θεία Κελσι μια πολύ αγανακτισμενη θεία που είχε ρυτίδες και κακό καθαρισμένο μολύβι κάτω από τις κογχες των ματιών της, η Αννι κοιμόταν στον δίπλα καναπέ παρέα με την Ελεν την κόρη της Κελσι « Που ήσουν; Γιατί δεν πήρες τηλέφωνο; » η μητέρα της έκλαιγε τόσο πολύ που η Βαλερια γέμισε τρομακτικές τύψεις, από αυτές που είχε όταν ήταν παιδί και έλεγε ψέματα στο σχολείο ότι είχε πισίνα « Ήμουν στην Μπριανα, ήθελε να κάτσουμε μαζί της μέχρι αργά » η θεία Κελσι σηκώθηκε αργά και πλησίασε την μάνα με κόρη με ένα διστακτικό βήμα « Πήραμε τηλέφωνο Βαλ » κατά κάποιο τρόπο η θεία Κελσι ήθελε απλά να προλάβει το χειρότερο και να μην αφήσεις την Βαλ να γελοιοποιηθει τελείως λέγοντας και άλλες ασυναρτησίες.

Η μητέρα της την άφησε στην θέση της και γύρισε άλλου σκουπιζοντας διακριτικά τα μάτια της, όλη η ατμόσφαιρα έκανε την Βαλερια να νιώσει απόγνωση δεν είχε βρεθεί ποτέ στο μάτι του κυκλώνα και οι κινήσεις της ήταν τόσο περιορισμένες δεν ήξερε τι να πει, για πρώτη φορά δεν ήξερε ποια δικαιολογία θα ήταν αυτή που θα την λυτρωνε « Αυτό το κορίτσι ούτε που σε ξέρει! » είπε έντονα η μητέρα της με ένα φανερό τρέμουλο στην φωνή της, δεν την είχε ξανά δει έτσι από την Μεγάλη Μέρα.

Η Βαλερια ήξερε πως αυτό ήταν ψέμα η Μπριανα την ήξερε, είχαν κάμποσα μαθήματα μαζί « Ηταν μεθυσμένη δεν θα ήξερε τι έλεγε » η Βαλερια φάνηκε να ξέρει τι κάνει αν και έβλεπε στα μάτια της Κελσι πως δεν έπειθε κανέναν, τα μικρά είχαν αρχίσει να στροφογυριζουν ενοχλημένα από την ξαφνική οχλαγωγια « Γιατί δεν μου λες την αλήθεια; » η μητέρα της έδειχνε κουρασμένη, αγρυπνη και τόσο ταλαιπωρημενη από αυτή την κατάσταση « Θα έπαιρνα την αστυνομία, είναι αρρωστημένο να νομίζεις ότι υπάρχεις μόνο εσύ και ο εαυτός σου » τώρα που είχε αρχίσει να της μιλάει το ποτήρι ξεχειλιζε και εκείνην απλά στεκοταν εκεί προσπαθώντας να μην λυγίσει αν και ήξερε πως όλα ήταν αλήθεια, η μητέρα της μετά από πολύ καιρό δεν της είπε ένα πήγαινε πάνω ή θα το συζητήσουμε αργότερα δεν είπε απολύτως τίποτα, σκούπισε τα έντιμα δάκρυα της και έκατσε στον απέναντι καναπέ με δεμένα στα χέρια στο στήθος.

Η Βαλερια το ήξερε πως η μητέρα  περίμενε από εκείνην μια εξήγηση, περίμενε εκείνο το κάτι που δεν μπορούσε να της πει, ήξερε πως ήταν το πιο δειλό και απαίσιο πράγμα που μπορούσε να κάνει να το βάλει στα πόδια και να κρυφτεί στο δωμάτιο της μέχρι να περάσει η μπόρα. Δεν ήταν μπόρα ήταν κατακλυσμός σε κάθε επίπεδο, το ανακάλυψε όταν έπεσε με τα μούτρα στο μαξιλάρι και σαν μικρό κορίτσι άρχισε να κλαίει , περισσότερο από ντροπή και αδυναμία να ελέγξει τον θυμό της.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro