Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 17ο

Η Ανδρομέδα και
το σύμπαν
30 Ιανουαρίου

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΕ ΤΟΝ ΘΕΌ ΠΟΥ είχε μαζέψει τα πονηρά χαπάκια από το πατακι και πριν μπει και εκείνη μέσα της ζήτησε να περιμένει για λίγο, τόσο ώστε να ψάξει εξωνυχιστικα αν είχε ξεχαστει κάποιο παραμερα σε κάποιο σημείο που του διέφευγε της προσοχής του.

Όταν κάθισε στην θέση του συνοδηγού ήταν επιφυλακτική με τα μάτια της καρφωμένα μπροστά, γύρισε προς το μέρος της και πέρασε το χέρι του μπροστά της, το κεφάλι του έγειρε τόσο που έμοιαζε λες και θα την φιλούσε, γύρισε απότομα το κεφάλι της και τον κοίταξε σαστισμενη πρώτα στα μάτια και αργότερα στα χείλη « Ηρεμα, θέλω μόνο να κλείσω την πόρτα καλύτερα » ψέλλισε και τα δάχτυλα του άρπαξαν στο στήριγμα πάνω από το χερούλι τράβηξε την πόρτα ώστε να ακουστεί ένα κλικ και τότε την έκανε να ντραπει για αυτό που μάλλον σκέφτηκε, υπήρχε εκείνο το κοκκίνισμα που ήταν αλάνθαστο στο πρόσωπο της όταν συνέβαινε τον έκανε να θελει να τα βροντηξει όλα και να την κλέψει.

« Τι μουσική θες να ακούσεις; » την ρώτησε θέλοντας να την βγάλει από τα προηγούμενα λεπτά αμηχανίας και εκείνη κοιτούσε ακόμη έξω από το παράθυρο αρνούμενη να τον αντιμετωπίσει λες και οντως είχαν κάνει κάτι λάθος, λες και ο Γκρέγκορι ήταν η απόλυτη απάτη σαν να ήταν γεννημένος για να την μπερδέψει, για να τα κάνει όλα μαντάρα « Οτι θες εσύ » είπε μονότονα και εκείνος ακούμπησε πίσω το κεφάλι του « Εγώ δεν είμαι ο Ντάνι μην με ρωτάς για το τι θελω » γύρισε και του έριξε μια αιχμηρή ματια σαν να τον προειδοποιουσε να κόψει το υφακι που είχε όταν ήθελε να προσβάλει κάποιον με ήπιο τόνο.

Της άρεσε όμως η πρόταση του το κατάλαβε όταν ανασηκωσε ένα φρύδι της και άρχισε να ψαχουλευει τις κασέτες στο κουτί που είχε κλειστό στο σημείο κάτω από το ντουλάπι, του έδωσε την κασέτα των Oasis και στράβωσε τα χείλη του « Τόσο ψαγμένη » σχολίασε και η Βαλερια χτύπησε τον ώμο του ενώ γύρισε το κλειδί στην ταλαιπωρημενη μίζα.

Πατάει το γκάζι και αισθάνεται την έξαψη όταν ο χειμερινός αέρας ψυγει το πρόσωπο του σβήνει την επιθυμία του να γυρίσει πίσω, μεθοδικά η ταχύτητα ανεβαίνει , θα ξεκινήσω μια επανάσταση από το κρεβάτι μου .. εκατόν τριάντα με την βελόνα να τρέμει καθώς ανέβαζε ταχύτητα στον αγροτικό δρόμο εκεί όπου τα φώτα θα άρχιζαν να εξασθενούν, εκεί θα ακουγε μόνο τους Oasis.

Λοιπόν η Σαλι μπορεί να περιμένει ξέρει πως είναι ήδη πολύ αργά – δεν ήξερε απο πιο σημείο και μετά και οι δύο γελούσαν μανιακα με την ταχύτητα και το τραγούδι. Όσο και να τραγουδούσαν δεν θα ξεπερνούσαν την ένταση από την κασέτα και αυτό τον έκανε να αγανακτήσει, όταν την κοιτούσε και ούρλιαζε κυριολεκτικά μέχρι να κλείσει ο λαιμός του από τα γέλια νόμιζε ότι το είχε χάσει τελείως. Πατάει γκάζι μέχρι να φτάσει στα εκατόν σαράντα χιλιόμετρα. Σκύβει μπροστά και τα χέρια του αρχίζουν να τρέμουν από την δίνη της αδρεναλίνης και τότε πέρασε από το μυαλό του.

Μπορούσε να τελειώσει έτσι θα θυμόταν πως ένιωσε τα πάντα εκείνη την στιγμή, αγώνα, ελπίδα, έρωτα, όλα θα ήταν ηρωικά και θα τελείωναν με μια εκρηκτική φωτιά. Μια φωτιά από κομματιασμενα συντρίμμια αυτοκινήτου, μένος, φωτιά και μετά ησυχία. Μετά όλα θα ήταν ήσυχα και για τους δύο, δεν ήξερε πως να σταματήσει και έτσι αφήνοντας να τον τυφλώσει η ανάγκη του για την Κατάβαση και να τον κουφανει ο τελευταίος σβησμένος στίχος νόμιζε ότι θα χάσει τις αισθήσεις του.

Όταν τα χέρια του χαλάρωσαν στο τιμόνι ένιωσε την έξαψη του να διαλύεται μπορούσε να την ακούσει να του ουρλιαζει πλέον να τον ταρακουνάει « Γκρέγκορι! » γύρισε να την κοιτάξει και του φάνηκε πως ο ουρανός πλέον ήταν έναστρος, οι αγροί άδειοι και όλοι τριγύρω του νεκροί « Θα μας σκοτώσεις! » τότε ακριβώς του άρπαξε το τιμόνι και περνώντας το πόδι της από την μία μεριά του διαχωριστικου των δύο θέσεων κλώτσησε το πόδι του από το γκάζι και κυριολεκτικά πάτησε με μένος το φρένο.

Και οι δύο έχασαν την ισορροπία τους την άρπαξε από τους ώμους για να μην χτυπήσει το κεφάλι της. Τινάχτηκαν μπροστά και το τζιπ άργησε να κοκκαλωσει εντελώς σε σημείο να σβήσει, το ράδιο έσβησε, η μηχανή αχνιζε και τότε την άρπαξε από το μπράτσο ενώ άγγιζε το μέτωπο της. Η ζωνη της είχε κρεμάσει μαζί με το κορμί της μπροστά και όταν κατέβασε το χέρι της υπήρχε μια κοκκινη γραμμή αίματος, έλαμπε στα μάτια του σαν σκούρο κρασί  « Χριστέ μου » δεν μπορούσε να ανασάνει κανονικά και αμέσως πήρε το χέρι της από το μπράτσο της, η Βαλερια ξεκουμπωσε την ζώνη ασφαλείας και με μάτια που έλαμπαν κοίταζε το αίμα ανάμεσα στα δάχτυλα της « Τι πάει στραβά με εσένα; » δεν ήταν τόσο θυμωμένη όσο την πρώτη φορά αλλά η φωνή της έτρεμε, τα χέρια της σαλευαν σαν τρελά και η αναπνοή του άρχισε να επανέρχεται « Ο Σαικ με μισεί, η μητέρα μου με μισεί, η Ταμι με μισεί, το σχολείο με μισεί, η κοινωνία με μισεί, η ζωή με μισεί και την μισω και εγώ με το παραπάνω και εσύ –»

Γύρισε και τον κοίταξε τόσο απότομα, τα μάτια του τρομαγμένα παρατήρησαν την γρατζουνιά που ηταν σαν μια τέλεια παράλληλη γεμάτη αίμα « Εγώ τι; » ρωτησε έτοιμη να πιάσει το χερούλι και τότε δεν θα μπορούσε να την σταματήσει, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να ακούσει την φωνή της « Με απεχθάνεσαι » είπε απλά και τα χαρακτηριστικά της συσπαστηκαν ήταν πλέον θυμωμένη « Έτσι νομίζεις; » το δέρμα του κάτω από το πουλόβερ του είχε μαζέψει και ένιωθε τον λαιμό του να καίει τόσο έντονα.

« Αυτό που νομίζω είναι ανόητο » απάντησε και έψαξε κάτω από το κάθισμα του για εκείνα το πακέτο με τα χαρτομάντιλα με οσμή ευκαλύπτου, της τα έδωσε αλλά εκείνη δεν είχε διάθεση για να αποφύγουν την κουβέντα, τα πήρε και τα άφησε πάνω στα γόνατα της « Γιατί σε μισεί η μητέρα σου; » ρώτησε και στήριξε τα χέρια του στο τιμόνι, άρχισε να βλέπει τι γινόταν πλέον γύρω τους, είχε σταματήσει πλαγιαστα το τζιπ στην μέση του δρόμου, τα φώτα του αυτοκινήτου έσβησαν ξαφνιαζοντας και τους δύο, η μπαταρία μαλλον ήταν νεκρή όπως και εκείνος όταν έφτανε σπίτι.

Πέρασε τα χέρια του στο κεφάλι του και κόντεψε να πιστέψει ότι ήταν το τέλος « Γαμημενο αυτοκίνητο!» ούρλιαξε μην μπορώντας να κρατήσει τα χέρια του στο κεφάλι του τα προσγείωσε με μίσος στο τιμόνι που τρανταχτηκε. Μπορούσε να ακούσει τους παλμούς του να ανεβαίνουν και μέσα στην πίσσα του σκοταδιου νόμιζε ότι τρελενοταν σαν να ήταν ολομόναχος στο σύμπαν. Μπορούσε να περάσει οπουδήποτε αυτοκίνητο και να τους τρακάρει αν δεν είχε ψηλή σκάλα φώτων, η κάποια νταλίκα μιας και ήταν επαρχιακος δρόμος, μια νταλίκα που θα τους ισοπεδωνε ακαριαία και θα πέθαιναν χωρίς καμία έκρηξη, θα ήταν διαμελισμενοι και πνιγμένοι στο αίμα.

Δεν ήθελε να κάτσει στο αυτοκίνητο να μιλήσει για τους γονείς του και να πεθάνει από κάποιο άλλο αυτοκίνητο ήθελε να πεθάνει επειδή εκείνος το επέλεξε « Ανδρομέδα βγες έξω» ακούστηκε τόσο επιθετικός και απότομος γιατί ήξερε πως μόνο έτσι εκείνη θα σταματούσε να ρωτάει, γινόταν δηλητήριο στα χείλη του ή αίσθηση της ξεχασμένης αδρεναλίνης « Βγες έξω!» άκουγε πλέον το γουργουρισμα μιας άλλης παρουσίας, μια αργή βολίδα που πλησιαζε πιο γρήγορα από όσο νόμιζε. Κάποιο όχημα πλησιαζε μπορούσε να το ακούσει να το νιώσει σε ένα σιγανό τρέμουλο κάτω από τα πόδια του.

Και εκείνη βγήκε έξω ρημαζοντας την πόρτα όπως έκανε και ο Τζακ και έμεινε εκεί, δεν ήθελε να κουνηθεί ήθελε μόνο να λείξει να αφήσει μόνο για μια στιγμή στα χέρια της μοίρας το βρώμικο παιχνίδι. Εάν ο οδηγός έβλεπε έγκαιρα το αυτοκίνητο όλα καλά μια ακόμη μέρα για αυτόν, εάν όχι ευχόταν να είναι ακαριαίο.

Δεν ήξερε αν εκείνη την νύχτα όλα θα γινόταν μια τέλεια παράλληλη όπως η γρατζουνιά της Βαλερια. Η ζωή του θα ισιωνε με αυτό. Όταν όμως η πόρτα του άνοιξε νόμιζε πως το όχημα από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο θα συγκρούονταν με το δικό του, ήταν στην μέση του δρόμου όλα θα γινόντουσαν σε λίγα δευτερόλεπτα.

Αλλά η Βαλερια άρπαξε με τόση δύναμη το ύφασμα από το πουλόβερ του δεν μπορούσε να την δει, ήταν μόνο μια σκιά της, μια σκιά ικανή να τον σύρει έξω από αμάξι αν ήταν απαραίτητο. Δεν ήξερε γιατί δεν προέβαλε αντίσταση, γιατί ήξερε πως αν δεν έβγαινε η Βαλερια θα γινόταν κομμάτια όπως εκείνος, όταν βγήκε έξω δεν ήξερε τι συνέβαινε, περπάτησε ακολουθώντας την και χρειάστηκε μια στιγμή για να ξεχωρίσει τα φώτα του αυτοκινήτου που σαν βολίδα πέρασε το τζιπ με έναν φριχτό ελιγμο.

Του κόπηκε η ανάσα ακίνητος σε μια ακαριαία προσπέραση φωτός ένιωσε σαν να ήταν τόσο κοντά στην άκρη του δρόμου, τα πόδια του έτρεμαν και όταν το αυτοκίνητο χάθηκε μην κάνοντας καν τον κόπο να σταματήσει να δει ο οδηγός τι συνέβαινε, η Ανδρομέδα λουφαζε από τα δάκρυα φρίκης τα χέρια της γύρω του τον έκαναν να δακρύσει, δεν ήταν δάκρυα πόνου ήταν εκείνα τα ασυνείδητα του, την αγκάλιασε στα τυφλα κρατώντας το κεφάλι της στο διάστημα στήθους και λαιμου του « Ω κοίτα έχει ξαστεριά » είπε πνίγοντας τον λυγμό του « Το ξέρω » του απάντησε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της, χαμογελασε ακουμπωντας το σαγόνι του στο κεφάλι της « Συγνώμη αληθινά αυτή την φορά, λυπάμαι »


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro