Κεφάλαιο 16ο
Θεοί! Αναχαιτίστε το διάστημα και το χρόνο
– 30 Ιανουαρίου
Ο ΛΕΥΚΟΣ ΗΧΟΣ ΕΊΝΑΙ η ελπίδα κατά βάθος ειναι κατι εγωιστικό που γίνεται κίνητρο για να μην σταματήσεις να περπατάς, τι και αν είναι γκρεμός μπροστά; η ελπίδα δεν θα σε σταματήσει εκεί ,θα σε αφησει να πεσεις .
Ο Γκρέγκορι δεν βρήκε την έξοδο, χρειάστηκε να βγει από μια μπαλκονοπορτα εισβαλλοντας σε ένα υπνοδωμάτιο, ήταν δύο κορίτσια και ένας τύπος δεν τους έδωσε σημασία και ούτε στο τι συνέβαινε στο δωμάτιο, όταν βγήκε έξω ακούμπησε τα γόνατα του και κόντεψε να λιποθυμήσει από τις ξαφνικές ανάσες που πήρε. Οι αναθυμιάσεις από μαριχουανα, αλκοόλ και ανθρώπινου ιδρώτα είχαν κολλήσει στα ρουθούνια του και πάση θυσία προσπαθούσε να συνέλθει, πως θα τον έβλεπε έτσι; έκανε κρύο, πραγματικό κρύο - τόσο που δεν είχε προσέξει όταν ήρθε εξαιτίας των φαρμάκων.
Δεν φορούσε μπουφάν και δεν θυμόταν αν είχε πάρει μαζί του ένα, τα μάτια του είχαν μόλις αρχίσει να προσαρμοζονται στο ημίφως του δρόμου. Η μουσική ήταν απόμακρη σαν αποκυμα ενός εφιάλτη του και μπορούσε να μυρίσει την βαριά τσιγαριλα στα ρουχα του, μια μυρωδιά που η μητέρα του απεχθάνονταν. Είχε πει πως εκείνος ο νέος Γκρέγκορι δεν κάπνιζε αλλά για ώρες ολόκληρες ήταν πισω στις κακιες εποχές.
Δεν θυμόταν που πάρκαρε, είχε οδηγήσει σε πολύ χειρότερες περιπτώσεις και αν δεν πήγαινε το τζιπάκι πίσω τότε ο Σαικ σίγουρα θα τον σκότωνε. Όταν είδε την φιγούρα της Βαλερια τα γόνατα του άρχισαν πάλι να τρέμουν απειλώντας τον πως μπορούσαν να τον εγκαταλειψουν οπότε ήθελαν. Την άφησε να έρθει προς το μέρος του ήθελε να νιώσει πως ερχόταν εκείνη σε εκείνον.
Όταν τα μάτια του συνάντησαν να δικά της ένιωσε το κεφάλι του να γέρνει εξαντλημένα στα πλάγια, φορούσε ένα σκουφακι που καλυπτε το κεφάλι της μέχρι τα φρύδια. Το δέρμα της είχε μια παγωμένη όψη και τα χείλη της ήταν ροδισμενα, τα μάτια του πέρασαν φευγαλέα από εκεί χωρίς να επιμείνουν σαν να πήγαινε γυρεύοντας .
« Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε και ήρθε πολύ κοντά του, τόσο ώστε να μπορεί να δει το πρόσωπο του. Γιατί δεν έβρισκε το κουράγιο στα μαύρα του τα χάλια να την φιλήσει; Δίστασε να μιλήσει δεν ήξερε τι ήθελε να της πει απείλησα να σκοτώσω τον Ντάνι - ο Τζακ με είπε μπάσταρδο, ξέρει πως έτσι με φωνάζει μόνο ο Σαικ - και ακόμη παίρνω φάρμακα, εάν θες τα λες φάρμακα και ξεμπερδεύεις αντί αυτού χαμογελασε με τα μάτια του καρφωμένα στα μποτάκια της, εκείνα φορούσε την ημέρα στο τοιχακι.
« Δεν ξέρω που έχω παρκαρει και νομίζω πως θέλω να ξεράσω » δεν την είδε να γελάει αναρωτήθηκε για το πόσο άσχημα έδειχνε, ήταν τα μάτια του κόκκινα; οι κόρες του διπλάσιες; έδειχνε όντως τόσο αρρωστος οσο ένιωθε; « Πως μοιάζει;» τον ρώτησε και ύψωσε το κεφάλι του αργά σαν να ήλπιζε πως εκείνη δεν θα κοιτούσε άλλου « Τι πράγμα;» ρώτησε αφηρημένα μετατοπιζοντας το βαρος του στο αριστερό του πόδι .
« Το αυτοκίνητο, έχεις πάρει το οτιδήποτε; έχεις καπνίσει τίποτα; επιτρέπεται να οδηγεις; » κοίταξε αλλού με το χαμόγελο του να εξασθενει, να χάνεται στην βουβή μουσική πίσω στο σπίτι με τα νέον λαιτς « Μπορούμε να φύγουμε; δεν θέλω να μιλήσω» αισθανόταν πως η Βαλερια θα ξεσπουσε σε φωνές ίσως τον χαστούκιζε πάλι για να τον συνεφέρει αλλα το μόνο που έκανε ήταν να σταθεί εκεί.
« Νόμιζα πως ηθελες να μιλήσεις » δεν ακούστηκε πληγωμένη αλλά πεισμωμενη άκρως ψυχρή και αμέσως μετάνιωσε τα λόγια του « Τι ώρα είναι; » ρώτησε τριβοντας τα μάτια του και αποφεύγοντας τα λόγια της με τον πιο εύκολο τρόπο. Κοίταξε την οθόνη του κινητού του ανέκφραστη « Μία παρα τέταρτο » την κοίταξε τότε παρόλη την νευρικότητα του και την ενοχή του, η καρδιά του έστελνε παραπάνω αίμα στις νευρικές απολήξεις του « Είναι τζιπ, μαύρο στραπατσαρισμένο στον δεξιό προφυλακτήρα » είπε και δεν σήκωσε το κεφάλι της, έκανε ένα βήμα πιο κοντά της για να δει πως θα αντιδρούσε σε αυτό και εκείνη πάτησε το ένα της πόδι πίσω γυρνώντας προς την άλλη μεριά « Ας πηγαίνουμε λοιπόν »
Πριν από αυτό σταμάτησε σε ένα περίπτερο αφήνοντας τον να στέκεται ανάμεσα σε ένα σμήνος αυτοκινητων που λαμπυριζαν από την βροχή που είχε προηγηθεί. Γύρισε κρατώντας ένα μπουκάλι χυμού πιπεροριζας, άπλωσε το χέρι της να του το δώσει και εκείνος το κοίταξε επίμονα « Δεν είμαι μεθυσμένος » είπε ακόμη και αν αυτό ήταν μισόψεμα.
Η Βαλερια άρπαξε το χέρι του από το χαμηλότερο σημείο του καρπου και τον ανάγκασε να το πάρει « Ένα παρακαλώ μου κάνει » δήλωσε και εκείνος δεν μπόρεσε να μην της χαμογελάσει « Σιχενομαι την πιπεροριζα γιατί δεν πίνεις εσύ πρώτα; » είπε και εκείνη απαυδισμενα στριφογυρισε τα μάτια της « Δεν μπορείς να κάνεις απλά αυτό που σου λένε; » ρώτησε αλλά δεν αρνηθηκε να πιει από τον απαίσιο χυμό που έμοιαζε περισσότερο με αφέψημα.
« Ελπίζω να μην είσαι σιχασιαρης » αποκρίθηκε και κατέβασε μια μεγάλη γουλιά, μορφαζοντας αηδιασμένη στο τέλος, τον έκανε να γελάσει στηρίζοντας το φράγμα της μύτης του « Ποτέ » δήλωσε και ήπιε μετα από εκείνην προσπαθωντας να μην πνιγεί από την γλυκαδα και την τραχιά πικρίλα στο τέλος, της έδωσε ξανά τον χυμό και εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της « Δεν το πίνω αυτό αλήθεια » αποφάνθηκε και εκείνη αηδιασε ξανά μόνο και μόνο γευομενη τα χείλη της.
« Δεν ήξερα πως ήταν τόσο σκατα » του είπε και ξέσπασε σε γέλια παρακολουθωντας την έκφραση του. Ήπιε άλλη μια γουλιά και εκείνη την φορα στάθηκε σαν να περιεργαζοταν μια δεύτερη εκδοχή της πιπεροριζας σε συνδυασμό με κανέλα « Νικοτίνη, τώρα έχει γεύση νικοτίνη » ήθελε να ρωτήσει πως ήξερε τι γεύση είχε η νικοτίνη και αν ήθελε να την γευτεί περισσότερο, τότε όμως θα είχε ξεπεράσει το όριο « Ας βρούμε το καταραμένο αμάξι τώρα »
Περπάτησαν αργά ο ένας δίπλα στον άλλο σε μια απόσταση μισου μέτρου, τα μάτια τους εξερευνουσαν και τα χέρια τους ήταν χωμένα βαθιά στις τσέπες τους, σαν να φοβόντουσαν μήπως έτσι όπως περπατούσαν αγγίξουν κατά λάθος ο ενας το χερι του αλλου . Ο Γκρέγκορι όμως το έβρισκε και αυτό αρκετό, του άρεσε η σκέψη της ησυχίας τους και η αίσθηση της δίπλα του « Γιατί έριξες το αυτοκίνητο σου στο τοιχακι; » τον ρώτησε τόσο άξαφνα που εκεί που είχε ανακτήσει όλες τις αισθήσεις του και η ζαλάδα έφευγε μακριά, άρχισε να νιώθει ξανά την πίεση στο στήθος του .
« Πολλοί θα σε ρωτάνε για αυτό » του είπε ακόμη σαν να προσπαθούσε να δείξει ότι δεν ήταν και μεγάλο θέμα, ήθελε να της πει πως πολλοί του είχαν ευχηθεί να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα εκείνη την μέρα όπως ο Ντάνι της, αλλά επέλεξε να το κρατήσει για τον εαυτό του « Ναι μου έστειλαν πολλά λουλούδια, στην κηδεία μου πάω στοίχημα ότι θα είμαι στολισμένος επιτάφιος » έπρεπε να είναι αστείο αυτό αλλά κανένας από τους δύο δεν γέλασε ιδιαίτερα.
« Μην λες αηδίες » είπε πιο σοβαρά και εκείνος δίστασε να την κοιτάξει « Βαριόμουν μάλλον και ήθελα προσοχή » δεν ήταν αυτος ο λόγος φυσικά και δεν ήταν, αλλά εκείνη η απάντηση ήταν προτιμότερη από οτιδήποτε άλλο, εάν φαινόταν απλά ξιπασμενος δεν θα του θυμωνε τόσο αν μαθαινε τον αληθινό λόγο. Η Ανδρομέδα ξεφυσιξε και πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από το σκουφάκι για να το κατεβάσει αμυδρά « Δεν είναι λόγος αυτός, μπορείς να μου πεις τίποτα αληθινό; » ο Γκρέγκορι άρχισε να διακρίνει το τζιπάκι που ήταν παρκαρισμένο τόσα τετράγωνα τελικά παρακάτω « Μισώ τα πάρτι, το κόκκινο χρώμα, την πιπεροριζα και δεν έχω δίπλωμα »
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro