Κεφάλαιο 14ο
Ένα τσακισμενο ντουλάπι αυτοκινήτου
- 29 Ιανουαρίου
ΤΟ ΣΆΒΒΑΤΟ ΒΡΆΔΥ Ο ΓΚΡΈΓΚΟΡΙ βούτηξε τα κλειδιά για το τζιπάκι, ακόμη και δεν ήθελε αυτό αρχικά. Αλλά η έξαψη του σαββατοκύριακου τον έκανε να θέλει να ωθήσει τον εαυτό του σε κάτι ριψοκίνδυνο, όπως το να έρθει πίσω ο Σαικ και να κοιτάξει στο τρίτο συρτάρι του για να ανακαλυψει πως ο μπάσταρδος είχε πάρει τα κλειδιά. Του είχε λείψει τόσο πολύ η οδήγηση που είχε ξεχάσει πόσο το παράκανε όταν οδηγούσε, ο Τζακ έκπληκτος τον είδε να στρίβει με έλλειψη προσοχής την στροφή για την γειτονιά του. Ο Γκρέγκορι του έκανε νόημα να μπει μέσα, ήταν να πάνε στα δέκατα όγδοα γενέθλια της Μπριανα μπορεί να μην υπήρξε ποτέ το αξιολάτρευτο αγόρι της, γιατί δεν ήταν το αγόρι κανενός ήταν ο Γκρέγκορι Ράιτ οπότε δεν του άρεσε έφευγε και όποτε βαριόταν επέστρεφε σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Δεν του κόστιζε τίποτα να της πει χρόνια πολλά, η Μπριανα είναι λαμπρό κορίτσι απλά δεν ήταν για εκείνον. Δεν θα πήγαινε παρόλα αυτά αν ο Τζακ δεν του είχε καρφώσει την ιδέα πως εκεί μπορούσε να είναι η Βαλερια. Αυτό αρκούσε για να κλέψει ένα ζευγάρι κλειδιά και να βρεθεί σε ένα κανονικό πάρτι όπου δεν θα αναγνώριζε κανέναν, πέρα από την Μπριανα και τους κουφιοκεφαλους φίλους της. Γιατί τα πάρτι είναι για τους αλκοολικους, για αυτούς που θέλουν να βρουν ταίρι , για αυτούς που νομίζουν ότι μπορούν να καθαρίσουν εμετό τα ξημερώματα.
« Είσαι τρελός; Θες να σε σαπίσει;» ρώτησε ο Τζακ μπαίνοντας με φορα μέσα, φορούσε από εκείνα τα πουλόβερ που πάρα ήταν όμορφα πάνω του και μύριζε ολόκληρος ακριβό άρωμα από αυτά τα πράγματα που γαβγιζαν από χιλιόμετρα πως ο μπαμπάς του είχε λεφτά « Ας τολμήσει» απάντησε ο Γκρέγκορι και χαμογελασε ψυχρά σαν να πέταγε μια βόμβα και περίμενε τον ήχο ή την λάμψη « Την επόμενη φορά ξέρεις τι θα γίνει; Θα γυρίσεις με πρησμένα μούτρα από ένα νοσοκομείο γελώντας, θα καλέσω την αστυνομία αν ξανά γίνει - νομίζεις ότι είναι αστείο όλο αυτό; Είσαι χωρίς δίπλωμα!» ο Τζακ έμοιαζε σαν την μαμά του στα έλεγα.
Ο Γκρέγκορι έκανε μια γκριμάτσα γιατί τον ενοχλούσαν όλα αυτά που άκουγε και ήθελε μόνο να φύγει αφήνοντας τον πίσω, χαμογελασε όμως άλλη μια φορα και με τα χέρια του στο τιμόνι κοίταξε στο κέντρο του δρόμου « Εγώ θέλω να σε πάω σε ένα υπέροχο πάρτι και εσύ με πρήζεις ;» ήταν απόλυτα σαρκαστικός κάτι που δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται ο Τζακ που αγανακτισμενα γύρισε κοιτώντας από την άλλη μεριά, μια ένδειξη πως παραιτουνταν πλήρως « Εντάξει κάνε ότι θες, είσαι μουρλός όπως και να έχει » ο Γκρέγκορι γέλασε κοφτά και του έριξε μια στον ώμο για να του πει να ξυπνήσει, για να του θυμίσει πως στο τέλος και εκείνος χαρούμενος θα ήταν « Μισείς τα πάρτι » μουρμούρισε ήρεμα ο Τζακ μετά από λίγο « Σωστό» απάντησε ο Γκρέγκορι και με μια ικανοποιημένη έκφραση πίεσε τα δάχτυλα του στο τιμόνι νιώθοντας το φθαρμενο δέρμα να κολλάει στις παλάμες του « Τότε γιατί πας;»
Ο Γκρέγκορι γέλασε με την ερώτηση του, λες και ήταν αφελές να ακούει τέτοιες ερωτήσεις « Για εσένα χαζε, σου κάνω παρέα!» είπε αφήνοντας ανοιχτό το παράθυρο του ώστε να τον χτυπά ο παγωμένος νυχτερινός αέρας « Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; ξέρεις ότι δεν μπορείς να πας εκεί!» ο Τζακ δεν τσίμπησε το δόλωμα « Γιατί όχι;» ρώτησε φωναχτά πίσω και τότε ένιωσε όπως κάθε άλλη φορά που ο Τζακ του θυμιζε όλη την κατάσταση « Γιατί δεν είσαι επιθυμητός πως στα κομμάτια θες στο πω; Εάν νομίζεις ότι η Βαλερια θα - » τότε ο Γκρέγκορι πριν τον αφήσει να συνεχίσει πάτησε απότομα το φρένο κάνοντας τον Τζακ να κοντεψει να τσακίσει το κεφάλι του πάνω στο ντουλαπάκι - που άνοιξε και έριξε στο πατακι άδεια πορτοκαλι μπουκαλακια, κομμάτια από χαρτί, ένα μπουκάλι νερό.
Ο Τζακ τα κοίταξε έντονα και αυτόματα έβγαλε την ζώνη του « Προσπαθώ τόσο πολύ όταν είμαι μαζί σου αλήθεια και τέτοιες ώρες δεν υποφέρεσαι » ο Γκρέγκορι ήθελε πάση θυσία να κάνει τον Τζακ να σταματήσει να κοιτάει το πατακι που είχε γεμίσει από ψιλά κόκκινα και λευκά χαπάκια. Ο Τζακ ήταν σοκαρισμένος δεν είχε δει ποτέ τόσα χάπια και όλα έπρεπε να είναι παρελθόν δεν έπρεπε να υπήρχε ούτε ένα από αυτά « Μπάσταρδε με κουρασες » ο Τζακ βγήκε από το αυτοκίνητο περισσότερο πληγωμένος και σοκαρισμένος πάρα θυμωμένος.
Ο Γκρέγκορι άκουγε μόνο την λέξη μπάσταρδος να βουίζει στα αυτιά του σαν ένα κακόγουστο τραγούδι που θα έπαιζε ακόμη και στην κηδεία του, γύρισε το κεφάλι του έξω από το παράθυρο και φώναξε τόσο δυνατά ώστε να τον ακούσει ο κάθε περαστικός και κάθε γείτονας « Αντε γαμήσου Τζακ! »
Δεν ήθελε να βγει από πάνω αλλά εκείνο το 'Μπάσταρδε' δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι, δεν άντεχε καν τον ήχο της λέξης, κάθε συλλαβή από την αρχή μέχρι το τέλος. Ο λαιμός του είχε φραξει ένιωθε ετοιμόρροπος χτύπησε τα χέρια του στο τιμόνι και τα γόνατα του στο στερέωμα, τόσο που πόνεσε και έριξε μια ενοχη ματια στα χάπια.
Δάγκωσε τα χείλη του για να συγκρατήσει την τρεμούλα της οργής έσφιξε τα δάχτυλα του γύρω από το τιμόνι και ακούμπησε πίσω το κεφάλι του, η μηχανή ακόμη δούλευε σαν να του μουρμούριζε πως θα περάσουν όλα, πως θα ήταν καλά, πως δεν είχε ανάγκη τον γαμημενο Τζακ, δεν είχε ανάγκη καμία έγκριση του για κανένα γαμημενο πάρτι, εάν ήθελε να πάει σε πάρτι θα το έκανε, εάν ήθελε να τα βρει ξανά με την Μπριανα θα το έκανε, εαν ήθελε θα κατεπινε όσα χάπια του εκανε κέφι, αν ήθελε θα έβαζε φωτιά σε κάθε σπίτι που περνούσε, εάν ήθελε θα σκότωνε τον Σαικ στον ύπνο του με ένα σίδερο από αυτά στο γκαράζ, ή καλύτερα θα τον έδερνε μέχρι θανάτου.
Τι θα έκανε όμως με την Ανδρομέδα; Μετά τι θα ήταν εκείνη για αυτόν; Δεν ήθελε να ζητήσει συγνώμη στον Τζακ δεν ήθελε καν να γυρίσει να τον ρωτήσει ποιο ήταν το πρόβλημα του, ήθελε να πάει στο μέρος που έμενε και να κλειστεί στο μπάνιο. Πριν όμως από όλα, ήθελε να πάει σε εκείνο το γαμημενο πάρτι που κάνεις δεν τον ήθελε γιατί έτσι θα μπορούσε να έχει μια δικαιολογία για ότι θα έκανε αργότερα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro