
Κεφάλαιο 13ο
Βανίλια για τον Ιανουάριο
– 26/27 Ιανουαρίου
ΤΟ ΣΠΊΤΙ ΤΩΝ ΡΕΙΜΟΝΤ ήταν όμοιο με εκείνα της γειτονιάς, σχεδόν τουλάχιστον, είχε μεγαλύτερη αυλή με φτερες που ήταν ολόγυμνες τον χειμώνα, φαντάστηκε το καλοκαίρι σε εκείνη την αυλή την Ανδρομέδα να διαβάζει ανέμελα κάποιο μυθιστόρημα με τις αφέλειες της πιο αχνό καστανες από τότε. Φαντάστηκε ακόμη και τον πατέρα της να κάθεται κάπου εκεί και να χαζεύει το σωστά κουρεμένο γρασίδι κάποια εικόνα από την τέλεια αμερικανική οικογένεια.
Παρατήρησε τα παράθυρα και προσπάθησε να καταλάβει αν κάποιο από αυτά ήταν δικό της. Νόμιζε ότι θα έπρεπε να την ειδοποιήσει όταν έφτασε αλλά εκείνη καθόταν στην βεράντα σε μια κουνιστη καρέκλα φορώντας μια ρόμπα ανοιχτή γαλάζια σαν το χρώμα του καλοκαιρινού ουρανού. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα όσο και αν δεν το ήθελε της χαμογέλασε ενώ την είδε να πλησιάζει, προσπάθησε να την διαβάσει να δει αν υπήρχε κάποιο ίχνος επιθυμίας στα μάτια της ενώ την κοιτούσε ευθέως και εκείνη επέστρεφε το βλέμμα της τόσο έξυπνα κάθε φορά, είτε κοιτούσε τα παπούτσια της είτε πείραζε κάτι από θα ρούχα της, η διαφορά του ύψους του φάνηκε μεγάλη ενώ στεκοταν εκεί μίλησαν και οι δύο ταυτόχρονα εκείνος λέγοντας ένα γεια και εκείνη ένα τι θες; « Να ζητήσω συγνώμη για ότι έγινε την Δευτέρα » ειπε και κατέπνιξε την επιθυμία του να μαζέψει τις τούφες των μαλλιών της που ξέφευγαν από την κοτσίδα της.
Δεν του είπε τίποτα απολύτως για μια στιγμή απλά κοιταζε το παγωτό που είχε φέρει « Μπορώ να το πάρω αυτό;» ρώτησε και εκείνος της παρασαρε το χάρτινο κουτί, η μία στιγμή είχε περάσει και πάνω που νόμιζε ότι θα του ζητούσε να φύγει μελετησε την συσκευασία και ψέλλισε ένα « Έλα από εδώ» έκατσε σε μια ψαθινη καρέκλα και περίμενε όταν την είδε να γλιστράει αθόρυβα μέσα στο σπίτι επιστρέφοντας με ένα κουτάλι.
Εκατσε στην κουνιστη καρέκλα και του έριξε μια ματιά πριν ανοίξει το παγωτό βανίλια « Μην μου πεις ότι θες » είπε και τον έκανε να χαμογελασε αληθινά εκείνη την ώρα τελείως άφοβα ήξερε ότι είχε επιστρέψει στην Ανδρομέδα και δεν φοβόταν τα βήματα του « Όχι είμαι εντάξει » η άμεση αντίδραση της στο χαμόγελο του ήταν μια αμήχανη κίνηση του κεφαλιού της « Που το βρήκες τέτοιο μήνα;» ρώτησε και ευθύς έκατσε πιο άνετα ακουμπωντας την πλάτη του πίσω « Κοίτα, δεν ήθελα να τα κάνω έτσι τα πράγματα» είπε μπαίνοντας στο θέμα μου άρχισε να αποφεύγει εκείνη γεμίζοντας κουταλιές παγωτό « Πως δηλαδή;»
Ηθελε να σηκωθεί επί τόπου και να πετάξει το παγωτό μακρυά προκειμένου να τον κοιτάξει, ένιωθε πως ήθελε την προσοχή της εκείνη την ώρα « Σκατα τα έκανα , το πάρα τράβηξα αυτό είναι αλήθεια » δεν είχε πει την λέξη κλειδί δεν είπε λυπάμαι πολύ δεν ήθελε να γίνει χαλί να τον πατήσει ακόμη και αν αυτό δεν ήταν στις προθέσεις της « Δεν ξέρω τίποτα για εσένα γιατί περίμενες να σου πω; » τον ρώτησε και εκείνος δεν υπέκυψε σε αυτή την παροδική ψυχρότητα της ώρας « Γιατί με νοιάζεις και πριν προλάβεις να σκεφτείς πως έχω ψύχωση μαζί σου, δεν είσαι ο τύπος μου » ένιωσε το αίμα του να βράζει ενώ το έλεγε αυτό, ήταν τόσο δύσκολο να χειραγωγησει εκείνην - δεν το ήθελε αλλά μερικές φορές ήταν απλα μέρος του εαυτού του.
Σταμάτησε να τρώει όταν άκουσε αυτό και τον κοίταξε. Θα έλεγε πως ήταν έκπληκτη, συνοφρυωμένη και ολότελα ερωτευσιμη, ήταν θυμωμένη με αυτό; απογοητευμένη; οτιδήποτε πάρα αδιάφορη; « Είναι αλλοκοτο αυτό » ψέλλισε μαζεύοντας τα χέρια της στο στήθος της, ήταν κόκκινη και δεν έφταιγε το κρύο « Νοιάζεσαι για πολλούς ανθρώπους που δεν ξέρεις;» τον ρώτησε και ο θυμός χρωματιζε την φωνή της, δεν ήταν φυσιολογικό αλλά εκείνος της χρωστούσε την αλήθεια δεν ήταν τόσο μικρός και άπειρος ώστε να κρύβεται πίσω από το δάχτυλο του λέγοντας πως δεν του προξενουσε τίποτα η Βαλερια.
Ήταν αλήθεια πως νοιάζοταν για πολλά ανόητα πράγματα όπως το που θα κοιμόταν κάποιος άστεγος που την έβγαζε έξω από το φαστφουντάδικο, νοιάζοταν ακόμη και αν ήξερε ότι ο τύπος ήταν πρεζάκι. Τον ενοχλούσε αυτή η αδυναμία του αλλά δεν είχε λόγο να κρύψει κάτι τέτοιο από εκείνην που ήταν μάλλον το πιο σημαντικό ον για το οποίο νοιαστηκε εκείνες τις εβδομάδες « Ίσως » δεν ήταν αφελής αυτό ήθελε να της το ξεκαθαρίσει, δεν ήταν κάποιο αγόρι που ήθελε να την κυκλωνει για να πάρει την ικανοποίηση ότι απλά το έκανε. Του άρεσε και του ήταν αρκετό να είναι απλά σύμμαχοι, φίλοι, ότι άλλο επιθυμούσε εκείνη.
Δεν ξύπνησε ένα πρωί και είπε ότι ήθελε φίλους γιατί ο Τζακ δεν του έδινε επάρκεια, απλά ήθελε κάποιο άτομο διαφορετικό από τα άλλα που θα μπορούσε να του μιλάει για όλα τα πράγματα που του άρεσαν, ένα άτομο που δεν θα τον έκανε να νιώθει άβολα, σαν ξένος και απόλυτα μη ανθρώπινος. Η Βαλερια του μιλούσε αβίαστα δεν φοβόταν πως ήταν κακο να μιλούν « Ανόητο και ντροπιαστικο αλλά καλόκαρδο » τα μάγουλα της είχαν ακόμη εκείνη το ροζ χρώμα που εξαιτίας της ανοιχτής επιδερμίδας της ήταν αμυδρά πιο χτυπητο, ίσως την έφερνε σε δύσκολη θέση και ακουγόταν περισσότερο συναισθηματικος από οσο ήταν.
Σηκώθηκε από την καρέκλα και ένιωσε για ακόμη μια φορα πως η κίνηση του της φάνηκε απότομη και τελεσίδικη, οσο και αν ήθελε να μείνει μαζί της δεν μπορούσε λες και ο χρόνος του τελείωνε, δεν ήθελε να φανεί εμμονικος ούτε ξεδιάντροπος προσπαθώντας να την εξαγοράσει με ένα παγωτό. Δεν ήταν του χαρακτήρα του να προσπαθεί να κερδίσει κάποιον έτσι « Ολα είναι καλά μεταξύ μας λοιπόν; Λόγο τιμής; » την ρώτησε με τα χέρια του στις τσέπες του παλτου του, έμοιαζε πιο ευπρεπης από όσο ήταν.
Η Βαλερια σηκώθηκε από την καρέκλα της και στάθηκε σε μια απόσταση απόλυτης ασφαλείας « Ναι και όλα τα οφείλεις στο παγωτό » γύρισε και της χαμογέλασε με τα μάτια του αρκετές φορές πιο έντονα από τα δικά της. Είδε τα μάτια της να χαμογελούν και τα χείλη της να ακολουθούν διακριτικά « Εντάξει Ανδρομέδα θα τα πούμε » μπορούσε να γυρίσει και να την φιλήσει ακριβως στην άκρη του στόματος της από περιέργεια για να δει αν όντως ήταν ήταν καλό το παγωτό, η σκέψη τον έκανε να κατέβει τα σκαλιά « Ήρθες εδώ με τα πόδια;» τον ρώτησε κάπως πιο δυνατά από ψίθυρο ενώ προσπερνούσε τον φράχτη της ένευσε χωρίς να την κοιτάξει.
Δεν ήθελε να του μείνει αυτη η εικόνα της στο μυαλό δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί μετά « και .. για να ξέρεις δεν είσαι ούτε και εσύ ο τύπος μου » είπε σαν να μετάνιωσε αυτό που ήθελε να πει και ο Γκρέγκορι χαμογελασε σκληρά στον εαυτό του « Φυσικά και δεν είμαι » ο τύπος σου είναι πολύ σκατα, σκέφτηκε περπατώντας χαρούμενος και τόσο κοντά στο θλιμμένος.
– 27 Ιανουαρίου
ΘΑ ΉΤΑΝ ΨΈΜΑΤΑ ΑΝ έλεγε πως όταν κάθισε στο περβαζι του παραθύρου του δεν την σκέφτηκε. Τι νύχτα μουρμούρισε και πήρε μια βαθιά ανάσα ήθελε να την πάρει τηλέφωνο να ακούσει ξανά την φωνή της, δεν είχαν πει καληνύχτα ο ένας στον άλλον. Άλλες φορές δεν τον ενδιέφεραν οι λεπτομέρειες δεν εστιαζε σε πράγματα όπως λόγια και κινήσεις, εκείνη την ώρα όμως έπαιζε στο μυαλό του ξανά και ξανά την σκηνή τους λες και προσπαθούσε να φανταστεί τι έπρεπε να έλεγε ώστε να ήταν καλύτερα τα πράγματα.
Ήταν αναγκαίο να της πει ότι δεν ήταν ο τύπος του; την προσέβαλε με αυτό; πως θα της φαινόταν που δεν ενδιαφερόταν τόσο για κορίτσια; ήταν πονεμένη ιστορία αυτή με τα κορίτσια άλλωστε - κάποιες ώρες μπορούσε να κάνει εξαιρέσεις; μετά όμως γέλασε κλείνοντας το πρόσωπο του στα χέρια του. Ήταν μια αλλόκοτη χαρά που δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο γρήγορα θα πέσει μέσα σε κενό, ήθελε όμως να κρατήσει ήθελε να καθυστερήσει την πτώση την δική του. Ήταν λες και είχε ένα κρύωμα που τελικά θα έσκαγε μέσα του θα τον παρέσυρε στον πυρετό και θα τον άφηνε μονότονο πολύ περισσότερο θλιμμένο από την αρχή, θα τον άφηνε πολύ αδύναμο και εκείνος δεν θα έκανε καμία προσπάθεια να επιστρέψει. Δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψει θα έμενε εκει με την ιδέα πως κάποια στιγμή το κρύωμα θα έφευγε.
Ποια είναι τα συμπτώματα του έρωτα; έγραψε με κεφαλαία στο ημερολόγιο της Ταμι . Δεν έγραφε συχνά σε αυτό ήταν μόνο κάτι που του είχε πασάρει η Ταμι αφού είχε κάνει ένα σεμινάριο για την ψυχολογία στο πανεπιστήμιο. Δεν ήταν τυχαίο το ότι του το είχε κάνει δώρο αυτο το ημερολόγιο μετα το καλοκαίρι. Ολοι είχαν τον τρόπο τους να λένε πράγματα κάποιοι άλλοι πιο διακριτικά κάποιο άλλοι πιο χύμα και αγενή. Ο Γκρέγκορι προτιμούσε την αγένεια μιας και αυτή δεν δήλωνε λύπηση. Η Ταμι έγραφε σε αυτό από τα δεκαπέντε - και ανάμεσα σε ηλιθια μυστικά της αδερφής του είχε μάθει πως ακριβώς σκέφτονται τα κορίτσια.
Άρχισε να γράφει κατεβατά μην σταματώντας για να διαβάσει ότι έγραψε και μετά από ένα σημείο το έχανε, έγραφε για το πόσο μισούσε τον Σαικ, για το πόσο μισούσε τον γκόμενο της Ταμι, για το πόσο μισούσε την μητέρα του που ήταν αδύναμη, για το πόσο μισούσε τους αδιάφορους καθηγητές, για το πόσο μισούσε την πολιτική, την φτώχεια, την πορνεια, τα παιδιά που πεινούσαν, για το πόσο μισούσε το εκπαιδευτικό σύστημα, τον πρόεδρο, τα λεφτά, την εκκλησία, τους ανθρώπους και την αδιαφορία που τους έτρεφε με ζωώδη τρόπο. Και στο τέλος μισούσε την Ανδρομέδα γιατί δεν τον άφησε να κοιμηθεί . Στο τέλος όμως έγραψε μου αρέσεις πολύ Ανδρομέδα γιατί μου θυμίζεις έναν γαλαξία και τα άνθη αμύγδαλιας του Βαν Γκογκ, ελπίδα και αφύπνιση στο σεληνοφωτο.
Δεν κοιμήθηκε νωρίς το βράδυ αρκέστηκε μόνο στο να είναι ξαπλωμένος στην άκρη του κρεβατιου του, τον έκανε να αισθάνεται τοσο μόνος το ταβάνι. Παλαιότερα θα είχε πιάσει μαζί του ολόκληρο διάλογο και θα είχε καταλήξει να γελάει με το ποσό ξεπεσμενο ήταν αυτό που έκανε. Εκείνη την στιγμή απλά το κοιτούσε μην βρισκοντας τίποτα το ελκυστικό σε εκείνο, δεν είχε συναισθήματα δεν μπορούσε να τον καταλάβει είχε όμως μια σιωπή που κάποιες φορές τον ανακουφιζε. Μερικές φορές δεν σκεφτόταν τον Σαικ, την Ταμι την μητέρα του και κάθε άλλον που είχε απογοητεύσει με απίστευτη συνέπεια αλλά τον εαυτό του. Μερικές φορές σκεφτόταν πόσο δύσκολο ήταν να μην μπορούσε να νιώσει ανακούφιση με κάποιον να του πει ένα μυστικό του, να κάτσει να του πει για το πόσο απαίσια ήταν η ημέρα του και να τον ακούσει.
Αν ήταν έτσι θα είχε πάει σε έναν ψυχίατρο να τον ακούσει αλλά δεν ήθελε να τον ακούσει κάποιος με αυτόν τον τρόπο, ήθελε να τον καταλάβει και να τον ρωτήσει επειδή απλά το ήθελε και νοιαζονταν. Γύρισε πλευρό για να βλέπει τοίχο και εξαντλημένος ενέδωσε σε ένα κυμα πλούσιου ύπνου έχοντας ακόμη μια υποψία δακρύων στα μάτια του. Μακάρι να ήξερε τι ήθελε και πως θα το αποκτούσε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro