Κεφάλαιο 10ο
– 12 Ιανουαρίου
πρωί
ΜΕΡΟΣ Β' (ΓΚΡΈΓΚΟΡΙ)
ΤΙ ΔΙΆΟΛΟ ΕΚΑΝΕΣ ΣΤΑ μαλλιά σου; Ήταν η πρώτη έκφραση που άκουσε από τον πατέρα του μετά από κάμποσες εβδομάδας σιωπηλής διαμάχης και αηχης βλασφημίας. Πλέον δεν ήταν καστανά στο χρώμα της καρδιάς ενός πλάτανου ήταν κατάμαυρα στο χρώμα του εβένου ακριβώς το χρώμα που άρεσε και στον ίδιο, τόσο σκούρο που έκανε τόσο μεγάλη αντίθεση με το ανοιχτόχρωμο δέρμα που είχε κληρονομήσει από την πολωνικής καταγωγής μητέρα του. Τα καστανά μαλλιά όμως ήταν από τον πατέρα του και έτσι ξύπνησε ένα πρωί και αποφάσισε πως αν δεν τα έπαιρνε με την ψιλή για να μην τα βλέπει θα τα έβαφε με την πρώτη βαφή των μαλλιών που θα έβρισκε στο μπάνιο της μητέρας του.
Επειδή ήταν σίγουρος πως αν ξυριζε το κεφάλι του θα έδειχνε σαν εγκληματίας διάλεξε να κάνει το κεφάλι του ένα σύνολο από μαύρες ίσιες τούφες που πάρα ήταν ταιριαστές στο κεφάλι του. Ο Σαικ όπως τον φώναζε εκείνος, του είχε ρίξει το πιο θανατηφόρο βλέμμα ενώ πέρασε από την κουζίνα, η μεγαλύτερη αδερφή του ή Ταμι χαμογέλασε όταν τον είδε « Δείχνεις όμορφος μικρέ » και ο Σαικ (από το σαικο κατά πάσα πιθανότητα) έριξε ένα αιχμηρό βλέμμα και στην ίδια που δεν άργησε να φύγει από την κουζίνα.
Ο Γκρέγκορι αγνόησε τον Σαικ που ακόμη και όταν έπινε τον καφέ του συνέχιζε να τον αγριοκοιτάζει « Μην κάνεις κάνα αστείο να πάρεις το τζιπάκι » του ξεφουρνισε ενώ τελείωνε τον καφέ του. Ο Γκρέγκορι δεν επέλεξε να παίξει αυτό το παιχνίδι δεν ήθελε να ανοίξει κουβέντα ούτε καν να τον κοιτάξει, πήρε τα κλειδιά από τον πάγκο και έκανε να προχωρήσει στο δωμάτιο του, για κάποιο λόγο ήθελε να τον ακολουθήσει ο Σαικ να του αρπάξει τον αγκωνα και να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο τόσο ώστε να ματώσει το κούτελο του.
« Μην με γράφεις όταν σου μιλάω » ο Σαικ - ο τόσο προβλέψιμος Σαικ - άρπαξε τον καρπό του κοντεύοντας να τον γυρίσει και ο Γκρέγκορι δεν πάλεψε ούτε για μια στιγμή « Είπα κάτι, δεν σου έμαθαν στο γαμημενο σχολείο ότι όταν δεν έχεις δίπλωμα δεν οδηγας;» του άρπαξε τα κλειδιά από το χέρι και με το ένα του χέρι βαρύ να πιέζει το στερνό του Γκρέγκορι, κρατησε την άκρη του κλειδιού κόντρα στο σαγόνι του λες και ήταν μαχαίρι. Ο Γκρέγκορι είχε χάσει το δίπλωμα του από το καλοκαίρι και αυτό δεν τον είχε εμποδίσει να συνεχίσει την οδήγηση, εκείνη την στιγμή έσκασε ένα ένα πιο αφοπλιστικά χαμόγελα του, ήξερε πως ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να κάνει με τον Σαικ μπροστά του, έτοιμο να τον σπάσει στο ξύλο « Έμαθα ότι αυτοί που ασκούν βία είναι αξιολύπητοι »
Δεν έφαγε την γροθιά που περίμενε, μόνο το κλειδί άφησε σημάδι στο σαγόνι του « Νομίζεις ότι είσαι εξυπνάκιας; μπάσταρδο » και μετά από πολύ καιρό αυτό ήταν όλο, τον άφησε ήσυχο και έφυγε με μεγάλες δρασκελιες με τα κλειδιά του τζιπ να κουδουνίζουν στην τσέπη του. Θα σε σκοτώσω γαμιολη καμία ώρα έλεγε τακτικά προχωρώντας και ρημαζοντας την πόρτα στον διάβα του, τόσο ώστε να ακούσει το τρίξιμο στα παράθυρα. Ακούμπησε το σαγόνι του και κοίταξε με μεγάλη απογοήτευση το αίμα που είχε κυλήσει στον λαιμό του, το σαγόνι του έτρεμε ενώ έφτασε στον νεροχύτη παρακολουθώντας το αυτοκίνητο του να βγαίνει από το πάρκινγκ. Είχε αργήσει για το σχολείο αρχικά δεν σκόπευε να πάει αλλά υπήρχαν ένα σωρό σημειώματα από το σχολείο καρφιτσωμένα στο ψυγείο, ο Γκρέγκορι κινδύνευε από απουσίες και οχι μόνο.
– 12 Ιανουαρίου
μεσημέρι
ΚΑΘΗΛΩΜΕΝΟΣ ΣΕ εκείνη την καρέκλα ένιωθε πως τα χέρια του ήταν κατά κάποιο τρόπο δεμένα, πως όλα ήταν ασφυκτικά και παρανοϊκα περιορισμένα. Η Νόρα τον κοίταζε επίμονα σαν να είχε συμβεί κάτι που τον είχε αλλάξει δραματικά τον τελευταίο μήνα που έλειπε μαζί με τις διακοπές των Χριστουγέννων, ήταν ο ίδιος όμως. Απέναντι του καθόταν η Βαλερια Ρέιμοντ έμοιαζε σαν να είχε φάει ήδη αποβολή και αντιμετώπιζε όλη την κατάσταση με πολύ περισσότερη σιγουριά και εξυπνάδα από εκείνον.
Σκέφτηκε πως ίσως και να ήταν λιγάκι τσιμπημένος μαζί της την ώρα που στάθηκαν στον διάδρομο είχε ένα συνήθειο να του αρέσουν τα κορίτσια που ήταν υπεροπτικά και αναμφίβολα σνομπ, καπως απιαστες με άλλα λόγια. Δεν σκέφτηκε κατευθείαν ότι του άρεσε ή ότι την συμπαθούσε γιατί πολύ απλά δεν την ήξερε, την είχε πάρει το μάτι του αλλά πάντοτε μάλλον με κακό τρόπο εφόσον συνόδευε άτομα τα οποία δεν του ενέπνεαν ευγενή αισθήματα. Κάποιες στιγμές την έπιανε να τον κοιτάζει επίμονα και κάθε φορά που έκανε κάποια κίνηση καρφωνε το βλέμμα της στο άπειρο και το τίποτα του διαδρόμου, εάν δεν ήταν τόσο κακός με τις υποχρεώσεις και τον εαυτό του θα την είχε αγνοήσει γιατί ήξερε πως αυτά τα κορίτσια για να στρώσουν ήθελαν απόρριψη σε κάθε επίπεδο.
Αυτό πίστευε πριν μάθει για όλη την κατάσταση που έτυχε να μην ξέρει εξαιτίας της αδιαφορίας που έτρεφε για το σχολείο και όλους μέσα σε αυτό. Του φάνηκε κάπως αλλοκοτο το ότι η Νόρα του είπε για αυτό αρχικά έμοιαζε ατάραχος και ύστερα ενώ περνούσε η μέρα συνειδητοποιούσε ποσο σοκαριστικο ήταν, είχε ευχηθεί να πεθάνει ο Σαικ εκατομμύρια φορές δεν το έκρυβε αλλά δεν είχε ιδέα πως ο πατέρας της Βαλεριας ήταν ο τρελάρας που είχε βουτήξει στο κενό από ύψος εννέα ορόφων στην Σάντα Μόνικα.
Η Νόρα είχε φανεί τόσο επιφυλακτική μαζί του « Τι σημάδι είναι αυτό; Που ήσουν τόσο καιρό; » δύο ερωτήσεις στις οποίες δεν απάντησε γιατί δεν είχε τα κότσια. Ή απλά δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό « Μπορώ να έχω το τηλέφωνο της; Δεν προσπαθώ να κάνω κάτι από αυτά που φαντάζεστε θέλω μόνο να της μιλήσω » η Νόρα τον είχε καρφώσει με το βλέμμα της και τα χείλη της έγιναν μια φριχτά ίσια αυστηρή γραμμή, η Νόρα ήξερε μερικά πράγματα για τον Γκρέγκορι ήξερε πως ο πατέρας του ήταν ένας μαλακας και μισός παραδείγματος χάρη και άλλες μικρές λεπτομέρειες που τον έκαναν ιδιαίτερη περίπτωση, χαιρόταν που η διεύθυνση του σχολείου ήταν στα χέρια της Νόρα που ήξερε σε κάθε περίπτωση να κρατάει το στόμα της κλειστό και να ενημερώνει δυστυχώς αρκετά συχνά τους δικούς του μόνο με χαρτιά γιατί το τηλέφωνο στο σπίτι τους κανείς δεν είχε την καλή διάθεση να το σηκώσει.
« Δεν μου επιτρέπει η θέση μου να σου δώσω τηλέφωνο κανενός μαθητή » ο Γκρέγκορι έγειρε μπροστά αφήνοντας τα χέρια του ξερά ανάμεσα στα πόδια του « Εσύ σαν Νόρα όμως; είναι απλά ψηφία και σου υπόσχομαι πως θέλω απλά να μιλήσω» ο Γκρέγκορι παραδέχτηκε ότι ήταν καλός στην συναισθηματική χειραγώγηση χάρις στον μαλακα που είχε για πατέρα, η Νόρα ανησυχούσε για την Βαλερια πίστευε ότι δεν πήγαινε στον σχολικό σύμβουλο ποτέ σχεδόν ειδικά μετά από ότι συνέβη με τον πατέρα της.
Όταν είχε τον αριθμό της γύρισε σπίτι και κλείστηκε στο δωμάτιο του χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν, έψαξε όσα υπήρχαν σχετικά με την αυτοκτονία του Ζοζέφ Ρέιμοντ, βρήκε ακόμη και φωτογραφίες από το ξενοδοχείο, έμεινε πολύ ώρα να τις κοιτάει μαζί με μια φωτογραφία του που είχε αναρτηθεί σε τοπική σελίδα στην στήλη τα μαύρα μαντάτα της εβδομάδας του φάνηκε σαν κακό αστείο.
Του φάνηκε πολύ εύκολο να της στείλει ένα μήνυμα μιας και ήδη ήξερε ότι εκείνη δεν είχε φάει αποβολή παρόλα αυτά είχε μια καλή ευκαιρία που δεν θα χαράμιζε. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι κάθε στιγμή που διαβαζε μήνυμα της ανασηκωνόταν και τεντωνε το κινητό του, κόντεψε να πνίγει από τα γέλια του όταν μπορεσε να μυριστεί την αμηχανία της ώρας στο σημείο της συντομογραφίας.
Η Νόρα του είχε δώσει την άδεια μόνο να πάρει τον αριθμό της και όχι να ψάξει αλλά πράγματα όπως τα μαθήματα της και τις επιδόσεις της πράγμα που έκανε χωρίς ίχνος τυψεων. Παρόλα αυτά χαμογελούσε σαν ανόητος ενώ μιλούσαν στο τηλέφωνο, ενώ περπατούσε πάνω κάτω ξυπόλητος εξιστορώντας της κάτι από τον έρωτα του για τους γαλαξίες. Του θυμιζε σε μεγάλο βαθμό τον αγαπημένο του γαλαξία, την Ανδρομέδα αρκετά ανεξερεύνητη αλλά απρόσκοπτα μαγική, νόμιζε για λίγο ότι ενώ μιλούσαν κάποιος από τους δύο κοίταζε στον ουρανό, η περιγραφή ήταν αληθινή και η σιωπή της σε μερικά σημεία αλύπητα όμορφη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro