Κεφάλαιο 2ο
Σβήνοντας το παρελθόν
ίσως σβήνεις το μέλλον
- 12 Ιανουαρίου
ΕΚΕΊΝΗ Η ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ ξεκίνησε πιο στραβά από όλο τον προηγούμενο χρόνο. Η Αννι ήταν άρρωστη και η μητέρα έπρεπε να μείνει σπίτι ενώ έξω από το σπίτι γινόταν ένας χαλασμός κυρίου « Είμαι σίγουρη πως μπορείς να καλέσεις την φίλη σου να σε πάει σήμερα » πρότεινε με μια υπερβολικη απλότητα η μητέρα της ενώ ετοίμαζε κάτι στην Αννι « Δεν είναι φίλη μου » απάντησε έχοντας μια ελπίδα πως ακόμη και εκείνη την στιγμη η μητέρα της θα το σκεφτόταν. Η μητέρα της ανασηκωσε τα φρύδια της και κούνησε με έναν τρόπο το χέρι της που δήλωνε πως η συζήτηση σύντομα θα τελειωνε για το καλό όλων « Δεν θα το αναλύσω τώρα η αδερφή σου καίγεται στον πυρετό και εσύ δεν μπορείς να πας στο σχολείο, αλλά παιδιά περπατάνε χιλιόμετρα για να πάνε στο σχολείο » η Βαλερια στάθηκε για λίγο « Είπα εγώ ότι δεν θέλω να πάω στο σχολείο; » αυτή η ασυνεννοησία έκανε την μητέρα της να γυρίσει αλλού « Ωραία τότε δεν πάω » δηλωσε προκειμένου να της τραβήξει έστω και στο ελάχιστο την προσοχή, δεν το εννοούσε, αλλά στην τελική την βόλευε να γλιτώσει ένα κάρο μαθήματα « Και εγώ δεν θα δικαιολογήσω τις απουσίες σου »
Η Βαλερια ήξερε ότι η Λουίζα εκείνη την Παρασκευή είχε κάνει κοπάνα και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ζητούσε από τον Ντάνι να κάνει την εμφάνιση του σαν καλός ιππότης μπροστά στο σπίτι κρατώντας μια ομπρέλα. « Χωρίς παρεξήγηση δεν με νοιάζει η Αννι τώρα και ούτε τα παιδάκια στην Αφρική, αν θες τόσο πολύ να γίνεσαι αλτρουιστρια στείλε κάναν λογαριασμό να χτίσουν σχολείο εντάξει; Και συμπληρωματικά να πάει να γαμηθει το σχολείο δεν ήταν στα σχέδια μου ουτω σι άλλος να σπουδάσω » αυτό ήταν επίσης ψέμα ήθελε πολύ να σπουδάσει και να πάρει τα βουνά και πριν συμβεί αυτό να ανατινάξει το σύμπαν, αυτό όμως ήταν άλλη ιστορία « Πρόσεχε το στόμα σου » η Βαλερια έβαλε τα γέλια ακουμπωντας στον πάγκο « Δεν σε πείραξε τίποτα άλλο; Μου δίνεις προσοχή όταν μιλάω;» και μετά από αυτό ακολούθησε μια παύση που της προκάλεσε απόγνωση « Όταν γίνεις μητέρα θα καταλάβεις » κάπως έτσι τελειώνει κάθε κουβέντα και η Βαλερια στράβωσε τα χείλη της περισσότερο από απογοήτευση και όχι από ειρωνεία.
« Ω εντάξει θα το γράψω στην λίστα μου » είχε εκείνο το κακο συνήθειο να μοιάζει άκρως γελοία ενώ ήταν θυμωμένη να βάζει τα κλάματα. Χρειαζόταν πολύ εξάσκηση για να μην της συμβαίνει γιατί πραγματικά ποσο βλακας μοιάζει κάποιος που ενώ θελει να χτυπήσει κάτι κλαίει; Απέφυγε την περίπτωση να συμβεί αυτό και απλά κάλυψε το κεφάλι της με το μπουφάν της, άρπαξε την τσάντα της τόσο ώστε να την σύρει σχεδόν και έκλεισε την πόρτα. Άρχισε να το μετανιώνει που δεν είχε επιλέξει την ομπρέλα, αν όμως έμενε αλλά λίγα δευτερόλεπτα θα είχε βάλει τα κλάματα και θα έβριζε μέχρι να την πείσει πως ήταν αληθινά θυμωμένη και όχι τόσο ευαίσθητη. Έβρεχε τόσο πυκνά που της φάνηκε πως η βροχή έμοιαζε με μια αχνό γκρίζα κουρτίνα που άφηνε τρύπες με την ορμή που έπεφτε στο ρυάκι του δρόμου. Δεν ήταν κοσμοιστορικες οι πλημμύρες αλλά αυτό που έβλεπε ήταν οριακά θρυλικό , στάθηκε αρκετά λεπτά κάτω από το υπόστεγο μαζεύοντας τα δάχτυλα του ποδιού της μέσα στις μπότες της, δεν έκανε τόσο κρύο λόγω της υγρασίας και κοίταξε την οθόνη του κινητού της, δεν την έπαιρνε να κάτσει άλλο εκεί θα μπορούσε να πάει σε ένα άλλο υπόστεγο λιγο πιο κάτω και να πάρει τηλέφωνο τον Ντανι, κάτι τέτοιο θα ήταν ενάντια στον χαρακτήρα της και ενώ αναρωτιόταν αν μέσα σε όλα ήταν να λέει στον εαυτό της πως ήθελε να δει μετά μανίας τον Ντάνι.
Δεν ήθελε να μιλήσουν ώστε να της πιάσει την κουβέντα για τα πανεπιστήμια, εκείνος είχε κάνει αίτηση στα καλύτερα και προσπαθούσε έμμεσα να της υποδείξει να διαλέξουν παρόμοια ώστε να είναι μαζί στο επόμενο χειμερινο εξάμηνο ως πρωτοετής. Τόσα σχέδια και εκείνη δεν είχε αποφασίσει καν αν θέλει να πάει σχολείο. Με το μπουφάν στο κεφάλι της και τα μποτάκια της να πατούν γρήγορα σε βρεγμένα πεζοδρόμια ξεκίνησε προσπαθώντας να μην έχει στο μυαλό της τίποτα άλλο εκτος από πως θα φθάσει στο σχολείο χωρίς να γλιστρήσει ή να γίνει μούσκεμα από κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο. Το πλάνο δούλεψε δίνοντας της την ευκαιρία να παρακολουθήσει την γειτονιά της στις εννέα και μισή το πρωί. Όλοι έφευγαν για τις δουλειές τους γύρω στις επτά όταν ακόμη δεν υπήρχε φως και έτσι εκείνη η ώρα ήταν ήσυχη με έναν αγνωριμο τρόπο. Το καλοκαίρι εσφιζε από κόσμο και από οικογένειες που δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν πάρα να κόβουν βόλτες με ποδήλατα και τα βράδια να στήνουν παρέες σε αυλές.
Εκείνη όμως την εποχή όλα ήταν φριχτά, δεν υπήρχε ούτε δείγμα ανθρώπου τουλάχιστον έτσι της φαινόταν γιατί είχαν προηγηθεί οι διακοπές και κανένας λογικός άνθρωπος δεν έκοβε βόλτες με τέτοιο καιρό. Παλαιότερα θα ήταν χαρούμενη για αυτην την στιγμή που ήταν μόνη σε έναν ολόκληρο δρόμο ακούγοντας τον ακανόνιστο ήχο της βροχής, αλλά εκείνη την ώρα το μόνο που αισθανόταν ήταν μια απάθεια προς αυτό, μια βιασύνη να τελειώσει σαν να μην άρχισε ποτέ. Κατάλοιπα αναμνήσεων ζούσαν ακόμη στο μυαλό της και χωρίς να τα διαγράψει βρισκόταν ξανά και ξανά στην ίδια στιγμή τι και αν; τι θα είχε γίνει αν; Θύμισε σε όσους νοιάζεσαι ότι τους αγαπάς κάποια στιγμή θα μετανιώσεις που δεν έδειξες φιλανθρωπία, κατανόηση και ενδιαφέρον.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro