Το Χαρτι του Στρατου Κεφ.12
Η Κατερίνα χτυπούσε την πόρτα πάρα πολύ ώρα μέχρι να ακούσει την φωνή του Νίκου από μέσα να φωνάζει «Ποιος είναι; Κοιμόμαστε.»
Κατερίνα: Άνοιξε επιτέλους μεσημέριασε.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι με το μποξεράκι και της άνοιξε.
Νίκος: Στο ύπνο μας έβλεπες;
Κατερίνα: Ναι, έχεις πρόβλημα; άντε να την ξύπνησε θέλω να σας μιλήσω.
Ο Νίκος πλησίασε το κρεβάτι, σκουντουφλώντας από την νύστα και άρχισε να ξύπνιοι την Αντιγόνη.
Νίκος: Αγάπη μου, ξυπνά έχει έρθει η Κατερίνα.
Αντιγόνη: Πες της να περιμένει νυστάζω ακόμα, άσε με.
Κατερίνα: Άντε σήκω μωρή ξεμυαλισμένη, και εσύ βάλε κανένα ρούχο πάνω σου.
Νίκος: Ναι, μαμά.
Αντιγόνη: Αμάν ρε Κατερίνα, ορίστε ξύπνησα τι θέλεις;
Κατερίνα: Επειδή οι γονείς μου το έχουν πάρει πολύ άσχημα το θέμα με την σχέση σας.
Αντιγόνη: Να τους μιλήσω.
Κατερίνα, Νίκος: ΌΧΙ!
Αντιγόνη: Εντάξει, τι προτείνεις;
Κατερίνα: Να πατέ διακοπές ώστε να τους δώσουμε χρόνο για να ηρεμήσουν.
Νίκος: Θα φεύγουμε με την απογευματινή πτήση για Αθηνά.
Αντιγόνη; Εσύ θα έρθεις μαζί μας, μέχρι την Αθηνά;
Κατερίνα: Όχι, θα μείνω να ηρεμήσω την κατάσταση όσο μπορώ.
Η Κατερίνα έφυγε από το δωμάτιο χωρίς να πει κάτι άλλο, σηκώθηκαν μάζεψαν τα πράγματα της και έφυγα για τον διαμέρισμα που διατηρούσε ο Νίκος στην Θεσσαλονίκη. Αφού μάζεψαν ότι χρειάζονταν και συνεννοήθηκε ο Νίκος με τους φίλους του να στείλουν τα υπόλοιπα Αθηνά, έφυγα για το αεροδρόμιο Μακεδονία.
Το βράδυ που έφτασα Αθηνά έμεινα στο διαμέρισμα της Αντιγόνης, και το πρωί μπήκα στο πρώτο πλοίο για της Κυκλάδες. Ένα μηνά έκατσαν στην Νάξο το πρωί μπάνιο στην παραμυθένιες παράλιες και το βράδυ ατελείωτο χορό στα κλαμπ της Χώρας. Δυστυχώς όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν έτσι τελείωσαν και η διακοπές τους.
Δέκα μέρες πριν τελειώσει ο Ιούλιος ο Νίκος μπήκε στο σπίτι του. Μόλις το είδε η μητέρα αμέσως ξεκίνησε την γκρίνια σχετικά με την Αντιγόνη. Ο Νίκος δεν μπήκε καν στο κόπο να της απάντηση δεν είχε καμία όρεξη να τσακωθούν έτσι της γύρισε την πλάτη και μπήκε στο δωμάτιο του.
Ένας μηνάς είχε περάσει από την στιγμή που γύρισε στην Αθηνά ακόμα και τώρα οι γονείς του ήταν τελείως αντίθετη με την σχέση του, η γκρίνια της μάνας κάθε φορά που τον έβλεπε ήταν ανυπόφορη, έτσι που έμενε ελάχιστες φόρες στο σπίτι του ή μπορεί να έλειπε και για μέρες ακόμα.
Αρχές Σεπτεμβρίου μια μέρα όπως όλες η μητέρα του πήρε τα γράμματα από το γραμματοκιβώτιο. Μόλις είδε ότι ένα ήταν για τον Νίκο, μπήκε στο δωμάτιο του αδιαφορώντας άμα κοιμάται ή όχι και άρχισε να του φωνάζει.
Μητέρα: Ξυπνά.
Νίκος: Ρε μαμά πας καλά τι ώρα είναι;
Μητέρα: Εννιά άντε σήκω, σε χρειάζομαι.
Νίκος: Έλα ρε μανά ούτε τέσσερις ώρες δεν έχω κοιμηθεί παρατάμε.
Μητέρα: Δεν με νοιάζει, σήκω.
Η μητέρα του βγήκε από το δωμάτιο , ο Νίκος αναστέναξε και σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Νίκος: Είσαι σοβαρή πως με ξυπνάς έτσι;
Μητέρα: Μην μου φωνάζεις έμενα, αυτά εκεί που σε παίρνουν.
Νίκος: Τουλάχιστον τι με ήθελες, και με ξύπνησες τόσο νωρίς;
Μητέρα: Ήρθε αυτό για εσένα.
Νίκος: Είσαι σοβαρή; για ένα γράμμα με ξύπνησες, έλεος πια δεν σε αντέχω.
Πήρε αγανακτισμένος τον φάκελο στα χεριά του και τον άνοιξε χωρίς να δει τον αποστολέα, άπλα για να τελειώσει και να πάει ξανά για ύπνο.
Νίκος: Δεν το πιστεύω! το είχα ξεχάσει αυτό.
Μητέρα: Τι έγινε Νίκο;
Νίκος: Με καλούν να πάω φαντάρο, παρουσιάζομαι σε είκοσι μέρες.
Μητέρα: Ορίστε σου παρουσιάζεται μια τέλεια ευκαιρία.
Νίκος: Για ποιο πράγμα;
Μητέρα: Για να την ξεπεράσεις.
Δεν μπήκε καν στο κόπο να της απάντηση, απλά της γύρισε την πλάτη και ξανά κλείστηκε στο δωμάτιο του για το υπόλοιπο πρωί. Το μεσημεράκι ντύθηκε και έφυγε για το σπίτι της Αντιγόνης. Στο δρόμο για το σπίτι πήρε φαγητό γιατί ήταν σίγουρος ότι δεν θα είχε προλάβει να μαγειρέψει, έφτασε πρώτος στο σπίτι. Μπήκε μέσα και άρχισε να ετοιμάζει το τραπέζι για το μεσημεριανό, δέκα λεπτά αργότερα μπήκε στο διαμέρισμα της.
Αντιγόνη: Τι ευχάριστη εκπλήξει είναι αυτή.
Νίκος: Μόνο για το μωρό μου.
Αντιγόνη: Έχει γίνει κάτι που δεν ξέρω;
Νίκος: Ναι.
Αντιγόνη: Τι έγινε Νίκο;
Νίκος: Με κάλεσα να παρουσιαστώ στην Κόρινθο, σε είκοσι μέρες πάω φαντάρος.
Είπε με μια ανάσα, φοβούμενος την αντίδραση της.
Αντιγόνη: Έλα και με τρόμαξες, νόμιζα ότι έπαθες κάτι σοβαρό.
Νίκος: Πριν λίγους μήνες τα ξαναφτιάξαμε, και εγώ σηκώνομαι και φεύγω πάλι.
Αντιγόνη: Μην ανησυχείς αγάπη μου, και μην φοβάσαι δεν θα φύγω εγώ αυτή την φορά. Εδώ θα είμαι και θα σε περιμένω όσο χρειαστεί αρκεί να ξέρω ότι με αγαπάς;
Νίκος: Περισσότερο και από την ζωή μου, μάτια μου.
Αφού τελείωσαν το μεσημεριανό τους, έκατσαν αγκαλιά να δουν μια ταινία. Από τότε που τα είχαν ξανά φτιάξει έψαχνα συνεχεία αφορμές να είναι αγκαλιά. Να δείχνουν την αγάπη τους ο ένας στον άλλον.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro