Το Ξεκαθάρισμα Κεφ. 23
Δυο μέρες είχαν περάσει από την συνάντηση της με τον Νίκο και ακόμα δεν είχε ηρέμηση, ήταν σε μια συνεχόμενη κατάσταση άγχους. Ήθελε σαν τρελή να τον ξανά δει αλλά από την άλλη ήθελε να κρατηθεί όσο ποιο μακριά του γινόταν. Δεν θα του επέτρεπε να την ξανά διαλύσει ψυχικά, ήδη είχε πατήσει τον όρκο της και έκλαψε για αυτόν.
Την Δεύτερα η Κατερίνα είχε ρεπό οπότε δέχτηκε να κρατήσει τον Αλέξ αφού είχε απεργία ο παιδικός σταθμός. Έτσι όταν στης τέσσερις το μεσημέρι χτύπησε η πόρτα της, φανταστικέ ότι ήταν η Αντιγόνη και έτσι άνοιξε χωρίς να κοιτάξει.
Κατερίνα: Νίκο, τι κάνεις εδώ;
Νίκος: Ηρέμησα και θέλω να μιλήσουμε.
Κατερίνα: Δεν γίνετε τώρα, θα έρθει η Αντιγόνη οπού να είναι.
Νίκος: Καλύτερα, θέλω να της ζητήσω συγνώμη.
Κατερίνα: Όχι, σήμερα.
Νίκος: Γιατί; Άσε με να μπω ρε Κατερίνα.
Ο Αλέξανδρος που τόση ώρα κοιμόταν, μόλις άκουσε την φωνή του πατέρα του ξύπνησες και έβαλε της φωνές.
Νίκος: Έχεις τον μπέμπη της Αντιγόνης;
Κατερίνα: Ναι.
Νίκος: Ωραία, κάνε στην άκρη θέλω να τον δω.
Κατερίνα: Όχι, Νίκο δεν σε θέλει κοντά στο παιδί.
Νίκος: Άσε μας ρε Κατερίνα.
Την έσπρωξε και άνοιξε την πόρτα που τόση ώρα ήταν μισόκλειστη, μπήκε μέσα και πήγε προς το σαλόνι εκεί είδε το καρότσι και το μωρό που έκλαιγε. Έσκυψε και των σήκωσε έτσι απαλά. Ο Αλέξανδρος μόλις τον σήκωσε ο Νίκος έβαλε τα γελια και αρχισε να κανει χαρούμενες φωνούλες.
Νίκος: Ορίστε αγκαλιά ήθελε, μερικές φορές είσαι τόσο υπερβολική.
Κατερίνα: Πως γίνετε να είσαι τόσο τυφλός δεν το καταλαβαίνω.
Νίκος: Μια ζωή με της εξυπνάδα κάτω από την γλωσσά είσαι.
Αντιγόνη
Είχα χτυπήσει το κουδούνι της και περίμενα να μου ανοίξει την πόρτα. Την στιγμή που άνοιξε και τον είδα να κρατάει τον Αλέξ στην αγκαλιά του ένιωσα την καρδιά μου να σταματάει για μια στιγμή, ήταν πολύ όμορφοι μαζί.
Οι δυο άντρες της ζωής μου και ας με είχε πληγώσει ο μεγάλος, δεν είχα πάψει να τον αγαπώ και ίσως να μην σταματούσα και ποτέ. Όλες αυτές η σκέψης πέρασαν από το μυαλό μου αστραπιαία, αυτό που βγήκε προς τα έξω ήταν μια επίθεση προς το μέρος του.
Αντιγόνη: Τι κάνεις με το παιδί μου;
Νίκος: Τίποτα, απλά έκλαιγε και τον σήκωσα.
Αντιγόνη: Δώσε μου το παιδί μου.
Του πήρα τον Αλέξ από την αγκαλιά, χωρίς να περιμένω να μου απάντηση. Άφησα το μωρό στο καρότσι και άρχισα να μαζεύω τα πράγματα του ώστε να φύγουμε. Δεν ήθελα ούτε ένα λεπτό ακόμα να είμαι στον ίδιο χώρο μαζί του, δεν άντεχα. Είχα χαθεί στης σκέψης μου όταν τον άκουσα πίσω από την πλάτη μου.
Νίκος: Άσε λίγο τα πράγματα του μωρού, θέλω να σας μιλήσω.
Αντιγόνη: Βιάζομαι.
Νίκος: Σε παρακαλώ.
Αντιγόνη: Δεν ξέρω για την Κατερίνα, αλλά εγώ δεν έχω χρόνο να κάτσω να σε ξανά ακούσω.
Νίκος: Ρε Αντιγόνη, μην μου το κάνεις δύσκολο.
Αντιγόνη: Όχι, Νίκο είχε την ευκαιρία σου. Ευχαριστώ Κατερίνα για σήμερα.
Έφυγα από εκεί σχεδόν τρέχοντας. Ήξερα ότι άμα έμενα λίγο ακόμα, θα τον άφηνα να μου μιλήσει και ειλικρινή φοβάμαι ότι θα τον συγχωρούσα. Και αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελα με τίποτα, τουλάχιστον όχι ακόμα. Όχι πριν μου αποδείξει ότι έχει αλλάξει και μπορώ να βασιστώ πάνω του.
Όταν την είδε να κλείνει την πόρτα πισω της, ο Νίκος δεν ήξερε πως να αντίδραση από την μια ήθελε να τρέξει πισω της και από την άλλη να τα σπάσει όλα.
Νίκος: Γιατί έφυγε έτσι τώρα; απλά να της ζητήσω συγγνώμη ήθελα.
Κατερίνα: Μερικές φορές πιστεύω ότι είσαι πολύ βλάκας.
Νίκος: Γιατί το κέρατο μου με βρίζεις, τι έκανα;
Κατερίνα: Δεν βλέπεις μπροστά σου, η άλλη δυο μέρες κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα για να σε ξανά δει, για να μην σχολιάσω ότι με τον παιδί μοιάζετε σαν δυο σταγόνες νερό.
Νίκος: Έχω ακούσει πολλές βλακείες αλλά αδελφούλα είπες την μεγαλύτερη.
Κατερίνα: Και τυφλός και βλάκας ε;
Νίκος: Άντε χέσε μας ρε Κατερίνα, εγώ φταίω που ήρθα.
Νίκος
Έφυγα έξαλλος από την Κατερίνα όχι γιατί δεν έκατσαν να με ακούσουν, αλλά για την τεραστία βλακεία που μου είχε πει '' Άκου εκεί το μωρό μου μοιάζει'' θα ήθελα πάρα πολύ να μου μοιάζει, να είναι ο γιος μου μαζί με την Αντιγόνη.
Αλλά ξέρω ότι δεν είναι αλήθεια, δεν ξέρω ποιος είναι ο πατέρας του, πάντως εγώ δεν είμαι δυστυχώς. Πάρκαρα έξω από το πατρικό μου και βγήκα από το αυτοκίνητο ακόμα αρκετά εκνευρισμένος, δεν είχα καμιά όρεξη να δω την μανά μου τώρα αλλά της είχα υποσχεθεί ότι θα περάσω.
Άφησα ένα αναστεναγμό να βγει από μέσα και άνοιξα την πόρτα με τα κλειδιά μου, προχώρησα προς το χολ ώστε να βρω την μητέρα μου.
Νίκος: Μαμά, που είσαι;
Μητέρα: Στην κουζίνα είμαι, αγόρι μου έλα.
Προχώρησα προς την κουζίνα , με ένα ψεύτικο χαμόγελο ώστε να μην μου αρχίσει πάλι τον κήρυγμα και την βρήκε να κάθεται στο τραπέζι. Είχε ανοίξει τα παλιά άλμπουμ και χάζευε της φωτογραφίες.
Νίκος: Ποτέ, σε έπιασε νοσταλγία βρε μαμά;
Μητέρα: Να βρήκα της φωτογραφίες σου, όταν ήσουν μικρός και σκέφτομαι ποτέ πέρασαν τα χρονιά, να κοιτά εδώ είσαι κοντά δυο χρονών.
Πήρα την φωτογραφία στα χέρια μου, περισσότερο για να της κάνω το χατίρι. Μόλις την αντίκρισα έμεινε με το στόμα ανοικτό, τότε κατάλαβα τελικά ότι εγώ ήμουν τυφλός και βλάκας τόσα χρονιά, καλα εκανε η αδερφη μου και με έβριζε είχε κάθε δίκιο. Πρέπει να είχα παγώσει με την φωτογραφία στα χέρια μου, όταν άκουσα την μητέρα μου.
Μητέρα: Τι έπαθες;
Νίκος: Τίποτα, μπορώ να την δανειστώ που την χρειάζομαι;
Μητέρα: Ναι, δίκια σου είναι άλλωστε.
Νίκος: Ευχαριστώ μαμά, φεύγω.
Μητέρα: Μα, δεν σε είδα καθόλου;
Νίκος: Θα έρθω αύριο το βραδύ, στο υπόσχομαι.
Μπήκα ξανά στο αυτοκίνητο μου, με προορισμό αυτή την φόρα το σπίτι της Αντιγόνης. Μερικά λίγη ώρα αργότερα, κατακόκκινος από τα νευρά μου άρχισα να της χτυπάω την πόρτα με απίστευτη δύναμη. Είχε έρθει η ώρα να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση ανάμεσα μας.
Αντιγόνη: Τι θες τέτοια ώρα εδώ; Πας καλά;
Νίκος: Αναγνωρίζει το παιδάκι στην φωτογραφία;
Αντιγόνη: Είσαι καλά άνθρωπε μου; Ήρθε στης οχτώ το βραδύ, να μου δείξει μια φωτογραφία;
Νίκος: Το ξέρεις;
Η Αντιγόνη κοίταξε προσεχτικά την φωτογραφία και με πλήρης απάθεια μου απάντησε.
Αντιγόνη: Ναι, μοιάζει πολύ στον Αλέξ.
Νίκος: Μήπως έχεις κάτι να μου πεις;
Αντιγόνη: Ναι, ο Αλέξ είναι γιο σου.
Νίκος: Κόψε την είρωνα, είμαι στα όρια μου.
Αντιγόνη: Νίκο με κούρασες, θες κάτι άλλο;
Νίκος: Πρέπει να μιλήσουμε; Να μου εξηγήσεις γιατί μαθαίνω δυο χρονιά μετά ότι έχω παιδί;
Αντιγόνη: Καλά εντάξει Νίκο, αλλά όχι σήμερα. Έλα αύριο το μεσημέρι για φαγητό, εκεί θα λύσουμε όλα καληνύχτα τώρα.
Πριν προλάβω να την καληνυχτίσω μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα, η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να της ρίξω κάτω, αλλά συγκρατήθηκα. Γύρισα την πλάτη μου στην πόρτα και έφυγα, θα έκανα λίγες ώρες υπομονή ακόμα.
Γύρισα σπίτι εξουθενωμένος ψυχικά από την σημερινή μέρα, έπεσα με τα ρούχα στο κρεβάτι και σχεδόν αμέσως κοιμήθηκα. Τα όνειρα μου ήταν πολύ ανήσυχα και έβλεπα συνεχεια την Αντιγονη με τον Χρηστο να γελάνε μαζί μου.
Άνοιξα ξανά τα μάτια μου κουρασμένος λες και δεν είχα κοιμηθεί καθόλου στης έξι το πρωί, αφού έκανα ένα μπάνιο, ντύθηκα και έφυγα για το γραφείο. Είχα πολλές ώρες ακόμα να περάσουν μέχρι το μεσημέρι.
Το μεσημέρι έφτασε και εγώ έχω τόσο πολύ αγωνιά που δεν μπορώ να σταματήσω να ιδρώνω παρότι δεν κάνει ζέστη. Πριν πάω σπίτι της, σταμάτησα σε ένα ανθοπωλείο ώστε να αγοράσω τα αγαπημένα της λουλούδια.
Σήμερα θα ξεκινούσα την προσπάθεια ώστε να με συχώρεση, ήξερα ότι ήταν ένας δύσκολος δρόμος αλλά στο τέλος θα έβγαινα νικητής. Χτύπησα την πόρτα και περίμενα να μου ανοίξει, μόλις άνοιξε η πόρτα και την αντίκρισα κατάλαβα ποσό άδικος ήμουν απέναντι της.
Νίκος: Καλησπέρα.
Αντιγόνη: Καλησπέρα, περνά μέσα.
Νίκος: Αυτά είναι για εσένα.
Της έδωσα το μπουκέτο με τα λουλούδια αλλά ακόμα ήταν απαθείς απέναντι μου, ένιωσα λίγο άβολα όποτε ξερόβηξα.
Αντιγόνη: Ααα, σε ευχαριστώ.
Νίκος: Ο Αλέξ;
Αντιγόνη: Στο πάρκο του παίζει.
Αντιγόνη
Μόλις ο Νίκος γύρισε την πλάτη του, ώστε να σηκώσει τον Αλέξ στην αγκαλιά του. Έκλεισα τα λουλούδια στην αγκαλιά μου και τα μύρισα. Μου άρεσε πάρα πολύ η κίνηση του, αλλά δεν έπεφτα με τέτοια κόλπα πια. Θα έμενα αδιάφορη απέναντι του μέχρι να είμαι σίγουρη για αυτόν.
Αντιγόνη: Νίκο, έλα έτοιμο το φαγητό.
Νίκος: Ο μικρός;
Αντιγόνη: Έχει φάει από ώρα αλλά θα τον βάλω στο καρεκλάκι μαζί μας.
Έβαλα το μωρό στο καρεκλάκι μέχρι ο Νίκος να πλύνει τα χέρια του και να κάτσει απέναντι μου. Άρχισαμε να τρώμε σε μια άβολη σιωπή, χωρίς κανένας μας να ανοίγει την κουβέντα. Τελικά έκανε ο Νίκος την πρώτη κίνηση.
Νίκος: Ευχαριστώ που με κάλεσε.
Αντιγόνη: Έχει έρθει η ώρα, να μιλήσουμε.
Νίκος: Γιατί δεν μου είπες ότι ήσουν έγκυος;
Αντιγόνη: Εκείνο τον καιρό, νόμιζες ότι κάθε μέρα πήγαινα και με άλλον. Όποτε δεν είχε σημασία και να στο έλεγα δεν θα με πίστευες.
Νίκος: Έχεις δίκιο, είχα χάσει τον εαυτό που από την ζήλια.
Αντιγόνη: Που ήταν παράλογη;
Νίκος: Ναι, ήταν παράλογη.
Αντιγόνη: Επιτέλους δυο χρονιά σου πήρε να το καταλάβεις.
Ο Νίκος άφησε το πιρούνι κάτω και έσκυψε το κεφάλι του ώστε να μην με κοιτάζει στα μάτια.
Νίκος: Αντιγόνη εγώ φταίω, το ξέρω αλλά σε αγαπώ ακόμα. Θα μπορέσεις να με συγχωρήσεις;
Αντιγόνη: Σε έχω συχώρεση εδώ και καιρό, άλλωστε δεν έχεις ουσία να σου κραταώ κακία. Αλλά δεν υπάρχει ελπίδα να είμαστε ξανά μαζί.
Νίκος: Γιατί; δεν μας δίνεις μια ευκαιρία αφού με αγαπάς;
Αντιγόνη: Σε αγαπώ. Δεν είπα εγώ ποτέ το αντίθετο, αλλά δεν θέλω να έχω πια σχέση μαζί σου.
Νίκο: Εγώ, πάντως θα προσπαθώ κάθε μέρα.
Αντιγόνη: Ας αφήσουμε αυτή την κουβέντα.
Νίκος: Εντάξει, μπορώ να έρχομαι κάθε μέρα να βλέπω τον Αλέξ;
Αντιγόνη: Ναι, όποτε θες. Μπορείς να το πάρεις σπίτι σου δεν έχω πρόβλημα. Ένα ορό έχω μόνο να μην τον γνωρίσει η μητέρα σου
Νίκος: Το καταλαβαίνω.
Αντιγόνη: Θες να φτιάξει δυο καφεδάκια μέχρι να βάλω τον μικρό για ύπνο;
Νίκος: Και βέβαια.
Ένα τέταρτο μετά είχαμε καθίσει στο καναπέ σαν καλοί φίλοι και συζητούσαμε τα πάντα από την αρχή. Για την ζωή του στην Αλεξανδρούπολη, για την ζωή μου αυτά τα δυο χρονιά. Τι έζησε ο ένας μακριά από τον άλλο και έτσι χωρίς να το καταλάβω, η κουβέντα έφτασε στον Χρηστό.
Νίκο: Που μένει ο Χρηστό τώρα;
Αντιγόνη: Κοιτά τη ώρα πήγε, πρέπει να ξυπνήσω το παιδί.
Νίκος: Μην φοβάσαι, έμαθα να έλεγχο την ζήλια μου.
Αντιγόνη: Όχι, σήμερα Νίκο δεν θέλω να τσακωθούμε.
Ευτυχώς ο Αλέξ που άρχισε να κλαίει και μπόρεσα να γλυτώσω από την άβολη κατάσταση. Σηκώθηκα από τον καναπέ χωρίς να του απαντήσω, άλλωστε δεν ήξερα τι να του πω. Ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρονιά, με ένα άγγιγμα του με κάνει να νιώθω πεταλούδες στο στομάχι μου και ένα όμορφο σφίξιμο στην καρδιά.
Είχα γυρίσει στο σαλόνι αγκαλιά με τον μικρό μου άντρα, αλλά ένιωθα τα μάτια του να με καίνε στην πλάτη. Έβαλα τον μικρό στο καρεκλάκι και έκατσα εκεί μπροστά του ώστε να του δώσω το απογευματινό του
Άρχιζα να τον ταΐζω και περίμενα από αυτόν να ανοίξει την κουβέντα, έμενα μου είχε δεθεί η γλωσσά κόμπος. Δεν ξέρω πόσοι ώρα είχε περάσει, έμενα πάντως μου φάνηκε αιώνας όταν επιτέλους μίλησε.
Νίκος: Μπορώ να τον πάρω μια βόλτα μόλις φάει;
Αντιγόνη: Όχι, ακόμα Νίκο να σε μάθει πρώτα.
Νίκος: Εντάξει τότε, να φύγω να ηρεμήσεις και εσύ.
Αντιγόνη: Ότι θες, δεν με νοιάζει.
Με πλησίασε από πίσω και με έκλεισε στην αγκαλιά του, είχε παγώσει δεν ήξερε πως να αντιδράσω. Έσκυψε και μου άφησε ένα φιλί στο μάγουλο, πολύ κοντά στα χείλια μου αλλά όχι πάνω τους. Γαμώτο γιατί με βασανίζει έτσι, γιατί βασάνιζα εγώ τον εαυτό μου έτσι;
Νίκος: Τα λεμέ αύριο το μεσημέρι, αγάπη μου να με περιμένεις.
Και έτσι απλά έφυγε, και με άφησε πιο μπερδεμένη από ποτέ. Για ακόμα μια φόρα απέναντι σε αυτό τον άντρα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω την λογική από την καρδιά μου. Το μόνο που ένιωθα ήταν ένα φόβος ότι αυτή την φόρα ο Νίκος είχε μπει στην ζωή μου για τα καλά αλλά δεν ήξερα άμα θα είχαμε χαρούμενο τέλος ή θα κατέστρεφε για πάντα.
Από εκείνη την ημέρα και μετά ο Νίκος ήταν κάθε μέρα στο σπίτι της με δικαιολογία ότι ήθελε να περάσει χρόνο με το μωρό, ήταν συνεχεία μέσα στα πόδια της. Μπορεί να γκρινιάζει και να φώναζε μπροστά του αλλά μόνο αυτή ήξερε πόσο λαχταρούσε να φτάσει η στιγμή που θα τον έβλεπε να μπαίνει στο σπίτι της.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro