Κασσιόπη
~Μιας και είναι καλοκαίρι και η ματιά μου καθόταν πάντα στον έναστρο ουρανό, έψαξα και έμαθα. Προσωπικά, είχα βρει την Κασσιόπη στον ουρανό οπότε κάθισα και αναζήτησα τον μύθο της. Όπως είναι φυσικό, με γοήτευσε.~
Η Κασσιόπη ήταν σύζυγος του μεγάλου βασιλέα της Αιθιοπίας, Κηφέα, αν και πολλοί την θέλουν σύζυγο του Φορκέα. Ο καρπός της αγάπης τους δεν ήταν άλλη από την Ανδρομέδα.
Η πανώρια θωριά της εξέπληττε κάθε άντρα στο πέρασμά της. Όλο αυτό της καλοφαινόταν, αν και δεν σκέφτηκε ποτέ να παρατήσει τον σύζυγό της για άλλον άντρα.
Κι όσο τα σχόλια συνεχίζονταν, τόσο εκείνη χαιρόταν και το μυαλό της έπαιρνε αέρα. Έτσι ένα βράδυ, κοιτώντας τον πανέμορφο ουρανό, μίλησε με την γάργαρη φωνή της στους θεούς.
"Πολλοί λένε πως η ομορφιά μου είναι θεϊκή. Ίσως να είναι ισάξια αυτή της Ήρας· ίσως και να την ξεπερνά."
Στον Όλυμπο, τα λόγια της Κασσιόπης ακούστηκαν ως τα πέρατα του Όρους.
Η Βασίλισσα των Θεών, καθισμένη στον θρόνο της, ενώ δίπλα στεκόταν επιβλητικό το πιστό της παγώνι, αναλογιζόταν την επόμενη κίνησή της. Το πανούργο μυαλό της έτρεχε, καθώς σκεφτόταν πως έπρεπε να πράξει έξυπνα.
Κάλεσε τις Νηρηίδες που γνώριζε ότι είχαν έχθρα με την Κασσιόπη, μιας και η δεύτερη τους είχε προσβάλλει στο παρελθόν.
"Αγαπημένες Νηρηίδες, του Νηρέα κόρες," τις χαιρέτησε με ένα όχι και τόσο απλό χαμόγελο η Ήρα.
"Ξέρουμε ότι σε ενοχλεί η Κασσιόπη," είπε η Γαλάτεια, η γυναίκα του Πολύφημου. "Η ανόητη χλεύασε κι εμάς."
"Πρέπει να είναι πράγματι ανόητη και ελαφρόμυαλη, για να μας προκαλέσει έτσι," πρόσθεσε η Ψαμάθη.
"Φυσικά και είναι ανόητη, αγαπημένες μου," πήρε τον λόγο ξανά η γυναίκα του Δία. "Αλλιώς δεν θα καυχιόταν για την ομορφιά της στο πρόσωπο Θεών."
"Πρέπει να τιμωρηθεί!" Διαμαρτυρήθηκε η Θέτις.
"Συμφωνώ απόλυτα," απάντησε η Ήρα και χάιδεψε την ράχη του παγωνιού της. "Αλλά χρειαζόμαστε κάποιον δυνατό αρκετά για να την τιμωρήσει."
Γύρισε και κοίταξε μια γυναίκα που δεν είχε μιλήσει τόση ώρα. Η Νηρηίδα γύρισε και την κοίταξε κυνικά και η Ήρα χαμογέλασε πανούργα.
Έτσι κι έγινε. Κανόνισαν και κάλεσαν τον αδελφό της Ήρας, τον Μεγάλο Ποσειδώνα. Εκείνος σίγουρα θα μπορούσε να τιμωρήσει την Κασσιόπη, κάνοντάς την να υποφέρει.
Πράγματι, ο Ποσειδών ήρθε και μπήκε με το βαρύ του βήμα στην αίθουσα, κατευθυνόμενος στον θρόνο του.
Η Ήρα, δίχως να χάσει καιρό, πήρε τον λόγο, αφήνοντας πίσω τις Νηρηίδες να παρακολουθούν αυτό που συνέβαινε.
"Αδερφέ μου, η παρουσία σου ήταν αναγκαία για το θέμα που μας ταλαιπωρεί," τον προϊδέασε αινιγματικά.
Ο Ποσειδών κοίταξε την αδελφή του με απέχθεια, που προσπάθησε ανεπιτυχώς να κρύψει. Ό,τι κι αν είχε βάλει στο μυαλό της η Ήρα δεν θα το έβγαζε μέχρι να υλοποιηθεί.
"Άσε τους ανόητους προλόγους και πες μου ποιόν θες πάλι να τιμωρήσεις," απαίτησε με την βροντερή του φωνή.
Η Ήρα δεν σκιάστηκε ούτε λίγο με τις κουβέντες του αδελφού της, κι απλώς φανέρωσε ένα πονηρό μειδίαμα.
"Πρόκειται για την νήπια Κασσιόπη, την γυναίκα του Κηφέα, που τόλμησε να αψηφήσει την δύναμή μου και να με προκαλέσει."
Ο Ποσειδώνας κοίταξε τις Νηρηίδες που περικύκλωναν την θεά. Ανάμεσά τους, έστεκε και η γυναίκα του η Αμφιτρίτη. Η απάθεια της δεν μπορούσε να κρυφτεί στα γαλανά μάτια του Ποσειδώνα. Δεν ήθελε να την απογοητεύσει.
"Ας γίνει όπως επιθυμείς Ήρα," της είπε, διαβεβαιώνοντας πως η Κασσιόπη θα έπαιρνε αυτό που της άξιζε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το παλάτι ήταν χτισμένο σε έναν βράχο στο κέντρο της πόλης, μακριά από θάλασσα και βουνά για την προστασία των βασιλέων. Το χρυσό δεν έλειπε από την αίθουσα, για την ακρίβεια ποίκιλλε. Και η Κασσιόπη καθόταν στον θρόνο της, δίπλα από τον αγαπημένο της άντρα.
Όλα έμοιαζαν τρομαχτικά ήσυχα, εωσότου ένας αγγελιοφόρος εμφανίστηκε φουριόζος στο παλάτι.
Φορούσε κουρέλια για ρούχα και τα χέρια του έμεναν ανοιχτά προς τον βασιλιά του καθόλη την διάρκεια της ομιλίας του.
"Μα τι συμβαίνει, καλέ μου άνθρωπε, και έχεις έρθει σε αυτήν την θέση;" Πήρε τον λόγο η Κασσιόπη, αγχωμένη για τα μαντάτα που ο άντρας θα έφερνε.
"Ω μεγάλοι βασιλείς και κοσμοξακουστοί, οι θεοί έχουν νευριάσει μαζί μας," ανακοίνωσε με τρομαγμένο βλέμμα.
Ο Κηφέας κοίταξε τον άντρα παραξενεμένος και ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες. Η Κασσιόπη δεν έβγαλε λιαλιά, δεν ήξερε τι να πει. Οι θεοί συχνά εκνευρίζονταν με τους θνητούς για πολύ απλά πράγματα. Ίσως ένας θεός ήθελε να περάσει την ώρα του τιμωρώντας θνητούς.
"Ένα τεράστιο κήτος, σταλμένο από τον Θεό Ποσειδώνα, καταστρέφει τα παράλια της αγαπητής μας χώρας," είπε και στο τέλος μια κραυγή αφέθηκε από τα χείλη του. Έφερε το χέρι του στην καρδιά του και τους κοίταξε αμίλητος, ενώ τα μάτια του εξέπεμπαν την ανυπομονησία που προσπαθούσε να κρύψει, για την συνέχεια.
Ο Κηφέας κοίταξε αφ'υψηλού τον άντρα μπροστά του και χάρισε στην γυναίκα του ένα αστραπιαίο βλέμμα.
"Μήπως γνωρίζεις για ποιον λόγο οι Θεοί μπορεί να θέλουν να μας τιμωρήσουν;" Η φωνή του ήταν ερευνητική· δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας.
Η Κασσιόπη έσκυψε το κεφάλι της και μίλησε στον άντρα με πιο αποφασιστική φωνή απ' ότι περίμενε.
"Θα επισκεφτώ τους καλύτερους μάντεις της χώρας, μέχρι να βρω τον λόγο που Θεοί διψούν για εκδίκηση."
Κι έτσι έγινε. Από πολλούς πέρασε η καλλονή βασίλισσα κι όλοι το ίδιο της έλεγαν· η αλαζονεία της είχε προκαλέσει φθόνο στις θεές και ζητούν εκδίκηση μέσω του Ποσειδώνα. Για να λήξει αυτό, έπρεπε να θυσιαστεί η Ανδρομέδα, η κόρη της, και να την καταπιεί το τεράστιο Κήτος.
Απαρηγόρητη η μάνα, γύρισε πίσω στο παλάτι, βιαστική για την κάμαρα της. Δεν ήθελε να δει άνθρωπο μπροστά της, πόσο μάλλον να ανταλλάξει κουβέντα.
Δύο μέρες πέρασαν με τους αγγελιοφόρους να πηγαινοέρχονται μέσα στο παλάτι, φέρνοντας τα νέα για τις καταστροφές.
Η Κασσιόπη δεν είχε βγει από το δωμάτιό της, κι έκλαιγε την μοίρα της. Η αλαζονεία της την είχε φτάσει σε αυτό το σημείο, στα όρια της ψυχικής καταστροφής της.
Ο Φορκέας έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τι γινόταν στο ίδιο του το σπίτι. Εκείνος υποδεχόταν τους ανθρώπους κι άκουγε τον πόνο τους. Σοδειές, σπίτια, αλλά και άνθρωποι είχαν χαθεί στο πέρασμα του Κήτους. Και η γυναίκα του δεν μιλούσε.
Χωρίς εναπομείνασα υπομονή, αποφάσισε πως ήταν καιρός να λύσει αυτό το ζήτημα, συζητώντας το με την Κασσιόπη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Προσπέρασε αδιάφορος τους φρουρούς στην είσοδο -κι εκείνοι, όπως ήταν φυσικό, δεν έφεραν αντίρρηση-, άνοιξε την ξύλινη πόρτα, και εισχώρησε στον χώρο. Τα μάτια του θέριζαν το δωμάτιο, ευελπιστώντας να βρει την Κασσιόπη.
Πράγματι, την βρήκε να ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ενώ η κατάσταση ήταν απερίγραπτα τραγική. Τα κατακόκκινα μάτια της φάνταζαν κουρασμένα σαν να είχαν να κλείσουν εβδομάδες ολάκερες. Το μαλλί της δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο μπερδεμένο. Μάταια προσπαθούσε ένα μαύρο μαντήλι να τα κρύψει. Τα κουρέλια, που αποκαλούσε ρούχα τις τελευταίες μέρες, τύλιγαν το σώμα της χωρίς να κρύβουν την θλιμμένη στάση του σώματος της. Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει δημιουργήσει καμπούρα.
"Η κατάσταση σου κρύβει το ξακουστό σου κάλλος, γλυκιά μου γυναίκα," της απηύθυνε τον λόγο, σαστισμένος στην θωριά της. "Τι σε έφερε σε τούτη την θέση; Από την στιγμή που επικαλέστηκες την βοήθεια των σοφών γερόντων, κρύφτηκες εδώ μέσα."
Η Κασσιόπη δεν μπήκε καν στον κόπο να σηκώσει το βλέμμα της. Η κούραση την είχε καταβάλει για τα καλά.
"Μέχρι και τα βράδια κοιμόμαστε ξεχωριστά," έκανε μία ακόμη προσπάθεια ο Βασιλιάς της Αιθιοπίας. "Μα τους Θεούς, εάν συνεχίσεις έτσι κάποια αρρώστια θα σε βρει."
Τα μάτια της, άλλοτε περήφανης Βασίλισσας, έπεσαν πάνω του βλοσυρά.
"Μην μιλάς για εκείνους, που η οργή αυτών και μόνο αυτών έπεσε πάνω μας, φέρνοντας τέτοια συμφορά στο δικό μας σπιτικό, αλλά και σε όλο το βασίλειο," είπε γεμάτη παράπονο η Κασσιόπη.
Έπειτα, απλώς γύρισε προς το παράθυρο, απλώς για να καταφέρει να πάρει μία ακόμη δόση από την εξαθλίωση που μάστιζε το βασίλειο, να φουσκώσει τα πνευμόνια της με οργή προς τους υπαίτιους της κατάστασης.
"Τι ζοφερά πράγματα σου αποκάλυψαν οι μάντεις, που σε συνέθλιψαν, βασίλισσα;"
"Θέλουν την κόρη μας, την όμορφη και αθώα Ανδρομέδα," αποκάλυψε και η φωνή της φανέρωσε κάθε πόνο που έκρυβε τόσες μέρες μέσα της. "Πρέπει να την φάει το τερατώδες Κήτος, ειδάλλως η χώρα μας θα καταστραφεί."
Ο Φορκέας έμεινε στήλη άλατος προς στιγμήν. Δεν περίμενε να ζητήσουν κάτι τέτοιο οι Θεοί, που πάντα βρίσκονταν πρωτοπόροι σε κάθε επιτυχία του. Αφού σταδιακά συνήλθε από την έκπληξη, άρχισε να σκέφτεται.
Η σκεπτική του έκφραση δεν πέρασε απαρατήρητη από την γυναίκα του. Μια ζεστή ελπίδα αγκάλιασε το κορμί της. Μια ελπίδα που την έκανε να πιστεύει πως ο άντρας της δεν θα παραδώσει την κόρη τους έτσι εύκολα.
"Το θέλημα των Θεών είναι αιμοβόρο, ζοφερό," παρατήρησε ο Φορκέας, χρησιμοποιώντας τις τελευταίες κουβέντες του σαν πρόλογο. "Παρόλαυτά, η επιθυμία τους είναι η δική μας εντολή."
"Τι κουβέντες ξεστόμισες, Φορκέα; Θα αφήσεις την κόρη μας αβοήθητη στο στόμα του τέρατος, θα την παραδώσεις νεκρή στους θεούς επειδή οι τελευταίοι την φθονούν;"
Πλέον η λύπη της είχε αντικατασταθεί με οργή προς τον άντρα της. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο άνθρωπος που είχε ερωτευτεί, φέρεται τόσο τραγικά στο παιδί τους.
"Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι," απάντησε. "Μην ξεχνάς πως εσύ μας έφερες σε αυτή τη θέση."
Με αυτά τα λόγια την άφησε μόνη της στο δωμάτιο, τυλιγμένη σε μια καινούργια δόση οδύνης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το ίδιο βράδυ, με διαταγή του Βασιλιά, η Ανδρομέδα φόρεσε ένα από τα καλά της φορέματα, με την χρυσή κλωστή και το πορφυρό χρώμα και της έπλεξαν τα μαλλιά με όλη την λαμπρότητα των άστρων.
Η νεαρή πριγκίπισσα δεν γνώριζε για ποιον λόγο ετοιμαζόταν έτσι, αλλά έτσι τυφλά ακολουθούσε τις διαταγές του πατέρα της.
Αργότερα, με μια μεγάλη πομπή έφτασε στον πιο απομακρυσμένο βράχο της Αιθιοπίας, όπου την έδεσαν χειροπόδαρα, με την συνοδεία των ανήξερων κραυγών της.
Η μάνα της παρακολουθούσε από τον υψηλότερο πύργο του παλατιού και έκλαιγε σιωπηλά, βλέποντας την κόρη της να ζητά την βοήθεια των Θεών.
~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν γεννημένος από την ένωση της Δανάης και του Δία. Τον ονόμασε η ίδια η μητέρα του Περσέα.
Πετούσε με τον Πήγασο του ανάμεσα σε Ωκεανούς. Το πιστό του φτερωτό άλογο είχε γεννηθεί χάρις στον αποκεφαλισμό της Μέδουσας.
Ήθελε να ξεκουραστεί λίγο από το μεγάλο ταξίδι του, μιας και η νύχτα είχε φτάσει. Προσγειώθηκε στην όμορφη χώρα της Αιθιοπίας. Εκεί, έδεσε τον Πήγασο σε ένα ψηλό δέντρο, κοντά σε μια πηγή με γάργαρο νερό, όπου και ήπιε κάμποσο. Ύστερα κάθισε κοντά στο Άλογο και προσπάθησε να ηρεμήσει το σώμα του από την κούραση. Τότε, ήταν που άκουσε έντονες κραυγές από κάπου μακριά.
Βεβαιώθηκε πως το σπαθί του βρισκόταν στο ειδικό θηκάρι και σηκώθηκε με ορμή, θέλοντας να βρει την πηγή τρόμου του δύστυχου ανθρώπου.
Έφτασε στο ακρογιάλι όπου βρήκε μια κοπέλα αλυσοδεμένη σε έναν βράχο. Η θωριά του τον θάμπωσε και ένιωσε την καρδιά του να χτυπά ακόμη πιο γρήγορα.
Την πλησίασε γοργά, ενώ ξεπέρασε την φωτιά που είχαν ανάψει κοντά της.
"Γιατί είσαι εδώ αλυσοδεμένη και μόνη;" Την ρώτησε με την απορία να ξεφεύγει άφθονη από το στόμα του.
Η κόρη δεν μίλησε. Κοίταζε το έδαφος παραπονεμένη, ενώ το βλέμμα της προσέδιδε και το συναίσθημα της απορίας.
"Δεν θέλω να σε βλάψω, μπορείς να με εμπιστευτείς."
"Ανδρομέδα," ψιθύρισε η κόρη. "Τιμωρούμαι για πράγματα που δεν έκανα."
"Εξήγησε μου λίγο παραπάνω, Ανδρομέδα," της ζήτησε. "Τι σε έφερε στη δεινή αυτή θέση;"
"Οι Θεοί το ζήτησαν," απάντησε κυνικά. "Μόνο έτσι θα σωθεί η χώρα μου. Πρέπει εγώ να πεθάνω."
Ο ήρωας κοίταξε την κοπέλα με συμπόνια. Ο έρωτας του για αυτήν δεν ήταν απλά ένα απλό συναίσθημα. Είχε γίνει οδηγός και είχε πάρει τον έλεγχο του σώματός του για τα καλά.
Μόλις βεβαιώθηκε πως κανείς δεν είναι κοντά, ελευθέρωσε την Ανδρομέδα και την φυλάκισε στην αγκαλιά του.
"Όσο είμαι εδώ, δεν θα πάθεις τίποτα," προσπάθησε να την κάνει να ηρεμήσει, παρόλο που φάνταζε άσκοπο.
"Αν και είσαι ήρωας μου, πρέπει να ξέρεις. Αυτό δεν θα μείνει ατιμώρητο. Οι Θεοί δεν συγχωρούν, πόσο μάλλον όταν αγνοούμε τις εντολές τους."
"Ας έρθουν και οι Τιτάνες να με σταματήσουν," της είπε αδιάφορα. "Εγώ κάνω αυτό που θεωρώ σωστό."
Η Ανδρομέδα έριξε το κεφάλι της παραδομένη και αφέθηκε στα χέρια του σωτήρα της. Εκείνος, την κατηύθυνε προσεκτικά και γρήγορα προς το μέσο που θα τους έβγαζε από την χώρα.
Έφτασαν στο δέντρο που είχε δώσει τον Πήγασο. Ο Περσέας βοήθησε την Ανδρομέδα να ανέβει στο άλογο, η οποία έμοιαζε να μην έχει καμία τύψη παρά τον φόβο της για την τιμωρία των Θεών.
"Μείνε εδώ, Ανδρομέδα. Θα βρίσκομαι κι εγώ δίπλα σου σε λίγο," της είπε και έφυγε από το οπτικό της πεδίο.
Γύρισε πίσω στον βράχο και προκάλεσε το Κήτος σε μονομαχία. Είχε σκοπό να λήξει κάθε βάσανο της Ανδρομέδας.
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Φινέας ήταν εξαγριωμένος με τα νέα. Ένας προσωπικός του αγγελιαφόρος του είχε μόλις αναγγείλει πως η αρραβωνιαστικιά και πριγκίπισσα της Αιθιοπίας είχε κλεφτεί με έναν ξένο.
"Πώς είσαι τόσο σίγουρος πως είναι αυτή;" Τον ρώτησε, με ένα μικρό ποσοστό ελπίδας να παίρνει τον έλεγχο του μυαλού του.
"Την έλυσε από τον βράχο που έπρεπε να βρίσκεται," του εξήγησε διστακτικά. "Ύστερα, ακολούθησαν ένα μονοπάτι για το δάσος. Θαρρώ πως εκείνος ξαναγύρισε, ώστε να παλέψει με το τεράστιο Κήτος."
Έκανε διάφορους συλλογισμούς ο εξοργισμένος άντρας. Εντέλει, κοίταξε μπροστά και είπε γεμάτος λύπη.
"Αυτή ήταν, αυτό δεν χωρά αμφιβολία," έπειτα, έριξε το βλέμμα του απευθείας στα μάτια του αγγελιαφόρου. "Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν τους προλαβαίνουμε κιόλας."
Μετά το αίτημα μαζεύτηκε μια ορδή από στρατιώτες και ιππικό, οι οποίοι στάθηκαν σαν φίλοι και σύμμαχοι στον Φινέα στην ζωή του. Αυτό τους έκανε διατεθειμένους να φέρουν την Ανδρομέδα πάση θυσία.
~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Περσέας είχε μόλις φτάσει πίσω στην αγαπημένη του Ανδρομέδα, μετά την μάχη του με το Κήτος που στάθηκε με επιτυχία.
Άκουσε άλογα να πλησιάζουν με τις οπλές τους να κοιμούνται γρήγορα στο εύφορο έδαφος. Ανέβηκε βιαστικά στην σταχτιά ράχη του Πήγασου, αλλά δεν κατάφερε να τον απογειώσει λόγω της μεγάλης βλάστησης του δάσους.
Όσο περνούσε η ώρα, όλο και περισσότερα άλογα έκαναν την εμφάνιση τους, αλλά δεν έκαναν καμία κίνηση, περιμένοντας την διαταγή του αρχηγού τους.
Ο Φινέας στάθηκε μπροστά απ’ όλους, ενώ κοιτούσε τον Περσέα με ένα απροσδιόριστο βλέμμα.
"Σ’ ευχαριστώ πολύ για την σωτηρία της αγαπημένης μου," του είπε με προσποιητή ευγνωμοσύνη. "Μπορείς τώρα να μου την παραδώσεις. Θα την πάω από τον ασφαλέστερο δρόμο πίσω στο παλάτι, όπου και θα επισημοποιησουμε τον γάμο μας."
Ο Περσέας δεν φάνηκε να τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα λόγια του Φινέα, ωστόσο ήταν περικυκλωμένοι, σημάδι πως έπρεπε να κινηθεί έξυπνα.
Κοντά στην Ανδρομέδα βρισκόταν ένα καφέ πανί. Ο ήρωας περιεργάστηκε την άκρη του για λίγο με τα δάχτυλα του.
"Εάν είσαι αυτός που λες ότι είσαι, γιατί δεν έσωσες την Ανδρομέδα από την στιγμή που ήταν στο βράχο;" Είπε και με μια κίνηση τράβηξε το πανί και φανέρωσε το κεφάλι της Γοργούς, της γνωστής Μέδουσας.
Οι περισσότεροι αντίκρισαν την Μέδουσα και πέτρωσαν, ενώ κάποιοι άλλοι, πιο έξυπνοι, προσπάθησαν να αποφύγουν κάθε οπτική επαφή. Ο Περσέας με διάφορα τεχνάσματα κατάφερε να τους πετρώσει όλους, ακόμη και τον υποτιθέμενο αρχηγό τους.
Ανέβηκε πάνω στην ράχη του αλόγου και ακολούθησε την συμβουλή του Φινέα. Πήρε τον δρόμο για το παλάτι.
~~~~~~~~~~~~~~~
Σε όλη την διαδρομή, η Ανδρομέδα σκεφτόταν χαρωπή τον τρόπο με τον οποίο σώθηκε. Αναμνήσεις άρχισαν να την ζεσταίνουν, ενώ το χαμόγελο της δεν μπορούσε να κρυφτεί.
"Εάν με εμπιστεύεσαι έστω και λίγο, κάνε αυτό που ζητώ," της είχε ζητήσει με την ματιά του να συναντά την δική της.
"Πώς θα μπορούσα να μην σε εμπιστεύομαι μετά απ’ όλα αυτά;"
"Έξοχα," χαμογέλασε ένοχα ο νέος. "Μην κουνήσεις σε καμία περίπτωση αυτό," της είχε πει, δείχνοντας ένα καφέ πανί που κάλυπτε κάτι απροσδιόριστου σχήματος. "Θα μας χρειαστεί όταν έρθουν σε κλέψουν από εμένα. Όταν με δεις να το πλησιάζω κλείσε τα μάτια σου και μην τα ανοίξεις μέχρι να συμφωνήσω."
Εκείνη είχε κουνήσει το κεφάλι της καταφατικά.
~~~~~~~~~~~~~~~
Στο παλάτι ο Περσέας ζήτησε το χέρι της Ανδρομέδας. Η Κασσιόπη όταν είδε την κόρη της, χαρούμενη, δίπλα από τον Περσέα, δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το ίδιο και ο Φορκέας.
Τότε, το ζευγάρι έφυγε χαρούμενη για το όμορφο νησί της Σερίφου.
Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει η Κασσιόπη, μετά από πολλά χρόνια, έγινε αστερισμός του Ουρανού.
~~
Αποτελείται από πέντε αστέρια το ένα εξ’ αυτών είναι η Ανδρομέδα, όπου την ακολούθησε μόλις κι εκείνη πέθανε. Λέγεται πως μοιάζει με ένθρονη γυναίκα, ή απλώς στα κοινά θνητά μάτια με το αγγλικό γράμμα W.
Άργησε υπερβολικά το κεφάλαιο. Ξεκίνησε μέσα ή τέλη Αυγούστου για να καταλάβετε. Λυπάμαι πολύ για αυτό.
Όπως είναι κατανοητό τα λόγια στην αρχή του κεφαλαίου είναι από τότε, αλλά δεν ήθελα να τα σβήσω τώρα.
Η Κασσιόπη ήταν ο πρώτος αστερισμός που ονόμασα στον καλοκαιρινό ουρανό φέτος, οπότε για εμένα είναι τρομερά συγκινητικό που έγραψα τον μύθο πίσω από αυτόν. Βέβαια, αναγκαστικά συνδέθηκαν και πολλοί άλλοι.
Ελπίζω να σας άρεσε και να είστε όλοι καλά!
Μην ξεχάσετε να μου γράψετε την γνώμη σας!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro