Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

✴Κεφάλαιο 37✴

Ο τεράστιος λύκος ήταν ξαπλωμένος στην ταράτσα του ψηλού κτιρίου της μικρής και ανούσιας για αυτόν πόλης, που στην ξύλινη ταμπέλα πριν την είσοδο έγραφε Καλώς ήρθατε στο Ζέντχιλ. Η φύση του ήταν να είναι ελεύθερος στα βουνά της Ελβετίας, όπου βρισκόταν η αγέλη τα τελευταία δύο χρόνια. Να τρέχει ελεύθερος στο χιονισμένο δάσος, να κυνηγάει τα μεγάλα ελάφια και τους γκρίζους λαγούς. Να νιώθει το πάγο στις πατούσες του και την λάβα στο αίμα του.

Οι απαλές νιφάδες του χιονιού να τον καλύπτουν αλλάζοντας το χρώμα του σε άσπρο, να τον μουσκεύουν έτσι όπως πέφτουν με αργό στροβιλισμό από τον κατάλευκο ουρανό. Το φεγγάρι να είναι ο ήρεμος σύντροφός του τις νύχτες και το απαλό αεράκι, χάδι στην πυκνή γούνα του. Το αλύχτισμά του να κόβει σαν κοφτερό ματωμένο ξίφος την απόλυτη σιγή του σκοτεινού δάσους. Το άγριο τοπίο, με τα πράσινα έλατα με χιονισμένες κορυφές, τα ξέφωτα όπου σήκωνε το κεφάλι του και έβλεπε τις χοντρές και ψιλές γκρίζες τούφες να χορεύουν ψηλά στο φωτεινό φόντο, να αγγίζουν με το κρύο χέρι τους την υγρή μύτη του, να πέφτουν στο έδαφος, να στολίζουν τα κλαδιά. Αυτό λάτρευε.

Παρ όλα αυτά την συγκεκριμένη στιγμή η προσοχή του ήταν στραμμένη κάτω στο έδαφος, πάνω στην κοπέλα που έτρεχε σαν κυνηγημένη στον δρόμο. Ο λυκάνθρωπος αναδεύτηκε όταν η κοπέλα παραλίγο να βρεθεί κάτω από τα λάστιχα του διερχόμενου τζιπ. Είχε ορθωμένα τα αυτιά του, ενώ τα κίτρινα, όμοια με φλόγες στο σκοτάδι, μάτια του, έπιαναν και την παραμικρή κίνηση. Του άρεσε το απαλό αεράκι που μπερδευόταν στο τρίχωμά του δροσίζοντάς τον.

Ανακάλυψε ότι ήταν πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθεί κάποιες φορές τους θνητούς να παλεύουν να χωρέσουν όσα πιο πολλά πράγματα γινόταν μέσα στις μετρημένες στα δάχτυλα των χεριών τους δεκαετίες που τους έχουν δοθεί. Οι περισσότεροι από αυτά τα πλάσματα, επιζητούν μανιωδώς, υλικά αγαθά και πλούτο, χωρίς να αφήνουν μια συγκεκριμένη σκέψη να περάσει από το μυαλό τους. Στον άλλον κόσμο δεν δέχονται αποσκευές. Υπάρχει και η άλλη ράτσα του ανθρώπινου είδους, εκείνοι που προσπαθούν να γεμίσουν τις αποθήκες της ψυχής τους όχι με χρήματα αλλά με αναμνήσεις και συναίσθημα. Όλοι οι άνθρωποι βρίσκονται σε πόλεμο καθημερινά, αλλά τα στρατόπεδα διαφέρουν κατά πολύ. Τα πεδία των μαχών γεμάτα νάρκες και οι πιο αδύναμοι, άοπλοι, πέφτουν ματωμένοι στο δρόμο που τους καθόρισε η μοίρα τους. Άδικο; Η ζωή είναι γεμάτη από αυτή την λέξη. Έμαθε όμως παρακολουθώντας τους θνητούς και ένα πράγμα ακόμη, δεν υπάρχει πιο δυνατό πλάσμα πάνω σε αυτήν την κινούμενη σφαίρα. Το κακό δεν νικάει πάντα, μα νικάει τις περισσότερες φορές. Είναι στο χέρι του είδους να αντιστρέψει τα πεδία με νάρκες σε χωράφια με κρίνους. Ουτοπικό; Μα φυσικά και είναι όταν αναφέρεται κανείς στους ανθρώπους.

Για αυτό και προτιμούσε το απομακρυσμένο βουνό, γιατί δεν ήταν αναγκασμένος να βλέπει. Παρ όλα αυτά, υπήρχαν και πολλές εξαιρέσεις και αυτό του έδινε μια σταγόνα παρηγοριάς σε αυτήν την μικρή πόλη που στην είσοδό της, η ξύλινη ταμπέλα γράφει Καλώς ήρθατε στο Ζέντχιλ.

Στο συγκεκριμένο κτίριο τον τράβηξε ο θυμός εκείνης. Το δεξί αυτί του έπιασε έναν θόρυβο που κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα αντιλαμβανόταν. Οι τρίχες από το σκουρόχρωμο τρίχωμά του σηκώθηκαν ελαφρώς και εκείνος γρύλισε σιγανά χωρίς να αλλάξει στάση.

«Απολαμβάνεις την νύχτα όσο ακόμα μπορείς;», ρώτησε μια βαθιά φωνή που γνώριζε καλά.

Ο Ζέντερ έστρεψε την μουσούδα του προς το μέρος του αδελφού του. Ο Σεμπάστιαν καθόταν πάνω στην άκρη της ταράτσας, με το ένα πόδι του να κρέμεται στο κενό, σε ύψος μεγαλύτερο από είκοσι μέτρα. Το βλέμμα του νωχελικό, κοιτούσε προς το ίδιο σημείο με εκείνον ενώ το χέρι του ξεκουραζόταν πάνω στο λυγισμένο γόνατό του. «Και άλλα δράματα στον κόσμο των ανθρώπων;»

«Αν ήξερα πως σε ενδιαφέρει, θα σου έλεγα. Αλλά γνωρίζω πως καρφί δεν σου καίγεται για το είδος της», αποκρίθηκε τηλεπαθικά ο Ζέντερ. Οι δαίμονες που προέρχονται από τους Ιμόρους μπορούσαν να επικοινωνούν μέσω των σκέψεων τους όταν το ήθελαν.

«Μπορεί και να έχεις δίκιο αδελφούλη, τόσο καιρό ανάμεσά τους απέκτησα την ηλίθια συνήθεια της πολυλογίας», απάντησε ο Σεμπάστιαν στενεύοντας τα μάτια του.

«Τώρα πες μου, τι γυρεύεις εδώ πέρα; Εκμεταλλεύεσαι την καλοσύνη μου; Το ότι είσαι αδελφός μου δεν με κάνει ιδιαίτερα υπερήφανο, ούτε σου δίνει κάποιο πλεονέκτημα», είπε ο Ζέντερ, κάνοντας ένα ελαφρύ κούνημα με την ουρά του, σημάδι εκνευρισμού.

Το όμορφο πρόσωπο του αδελφού του παρέμεινε ανέκφραστο, αν και ήταν σίγουρος πως διέκρινε μια σκοτεινή λάμψη να περνάει από τα πράσινα μάτια του -το αληθινό τους χρώμα ως άνθρωπος. Τα μάτια της μητέρας τους. Ο Ζέντερ ήταν σίγουρος πως αν ζούσε, θα ήταν απογοητευμένη και με τους δύο. Οι λόγοι; Ήταν αρκετών ετών πλέον για να παραδεχτεί τις αλήθειες για τον εαυτό του. Παρότι ήταν με την πλευρά των καλών είχε κάνει αποτρόπαιες πράξεις και συνεχίζει και κάνει, δεν σέβεται το είδος για το οποίο είναι μεγαλωμένος να προστατεύει, δεν κατάφερε να σώσει τον αδελφό του και ίσως αυτό να πονούσε πιο πολύ την μητέρα τους. Δεν είχε καταφέρει να δει το σκοτάδι στην ψυχή του Σεμπάστιαν, δεν είχε δείξει αρκετό ενδιαφέρον για να μην χαθεί στο δρόμο και πάρει την λάθος στροφή.

«Είναι λίγο αργά για αυτές τις τύψεις ήρωα», είπε σιγανά ο Σεμπάστιαν κοιτώντας τον μαύρο ουρανό. Ίσως να ήταν από τις λίγες φορές που ο αδελφός του έχει εγκαταλείψει το ειρωνικό του ύφος.

Η επικοινωνία τους ως αδέλφια είναι πιο δυνατή και άθελά του ο Ζέντερ του επέτρεψε να ακούσει περισσότερα από όσα ήθελε. Είχε δίκιο, είναι αργά πλέον να αλλάξει την φύση του ως δαίμονας, παρόλα αυτά θα μπορούσε να αλλάξει την φύση του ως άνθρωπος. Δεν θα έπαυε ποτέ να νιώθει τύψεις, αν ήταν τότε κοντά του, τώρα ίσως να ήταν όλα διαφορετικά και ο Σεμπάστιαν να ήταν το δεξί του χέρι, ο αδελφός του, όπως ήταν ο Ίαν. Ο Σεμπάστιαν ήταν ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του και το μεγαλύτερο βάρος που κουβαλούσε στην ράχη του. Και αν ήθελε να είναι απόλυτα ειλικρινής με τον εαυτό του, ο λόγος που δεν καταδίωκε τον Σεμπάστιαν ήταν γιατί ακόμη είχε ελπίδες ότι δεν θα πείραζε τους ανθρώπους και την μάγισσα, ότι απλά βρισκόταν εκεί για να κάνει όπως πάντα την ζωή του δύσκολη. Ήταν ο αδελφός του και δεν θα έδειχνε αυτήν την αδυναμία σε καμία περίπτωση. Είχε συναισθήματα όσο και αν τα έκρυβε και κοιτώντας τον αδελφό του, ήταν σίγουρος πως στο άδειο και σάπιο κορμί του υπάρχει κάτι εξίσου.

Η γνωστή διάθεση του Σεμπ δεν άργησε να δώσει παρόν ξανά. «Μα είμαστε αδέλφια, οι γονείς μας δεν μας έμαθαν να μοιραζόμαστε τα πάντα; Δεν το έκαναν, αλλά παρόλα αυτά ας προσποιηθούμε ότι συνέβη», είπε διασκεδάζοντας. «Μπορούμε λοιπόν να συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε την επικράτεια, το δάσος και τις όμορφες μάγισσες»

Τα αυτιά του λύκου κόλλησαν αυτομάτως στο κεφάλι του και ο Ζέντερ γρύλισε. «Τόλμα να την πλησιάσεις έστω στα δέκα μέτρα και θα σε αφήσω χωρίς χέρια. Αν κάνεις να την βλάψεις, εκείνη ή κάποιον άλλο ξανά, θα μείνεις δίχως κεφάλι»

«Ανυπομονώ», σχολίασε τεμπέλικα ο Σεμπ ενώ ανοιγόκλεινε το φερμουάρ του δερμάτινου μπουφάν του. Ανακάτεψε τα καστανόξανθα μαλλιά του. Ύστερα χαμογέλασε ξαφνικά σαν να θυμήθηκε κάτι.

«Η αγέλη κάνει περιπολία και έχουν σαφείς οδηγίες να βγάλουν από την μέση οτιδήποτε δεν ανήκει εδώ. Φρόντισε οι δικοί σου να μείνουν κρυμμένοι στις τρύπες τους». Τα κίτρινα μάτια του ήταν το μόνο που φαινόταν καθαρά μέσα στο πέπλο της νύχτας.

«Ήρθα ως εδώ να σε δω και με διώχνεις Ζέντερ;», ρώτησε ο δαίμονας χωρίς καμία διάθεση να αλλάξει θέση, δίχως ίχνους φόβου απέναντι στον μεγάλο και επικίνδυνο λυκάνθρωπο. Ο λυκάνθρωπος σηκώθηκε όρθιος στα τέσσερα πόδια του. «Φρόντισε να μην μπλεχτείς σε μπελάδες, δεν θα έρθω να σώσω το τομάρι σου και ούτε έχω διάθεση για μάχη»

«Η μάχη ούτως ή άλλος είναι κοντά. Η μικρή μάγισσα είναι πλήρως άχρηστη χωρίς τις δυνάμεις της και εμείς είμαστε πολύ έτοιμοι και πρόθυμοι να σας απαλλάξουμε από το βάρος της πόλης και γενικά όλης της ανούσιας ύπαρξης των ανθρώπων», και ύστερα πρόσθεσε με πιο σιγανή φωνή, «Αυτό που έρχεται δεν θα μπορείς να το αντιμετωπίσεις ούτε εσύ, ούτε τα κουτάβια σου»

«Δεν φοβήθηκα ποτέ και τίποτα, οπότε δεν θα φοβηθώ μια ομάδα Μάγων και τα τσιράκια τους. Δεν φοβάμαι να πεθάνω για αυτό για το οποίο γεννήθηκα Σεμπάστιαν. Είναι ακόμη νωρίς για να αλλάξεις γνώμη και να φύγεις»

«Στο σημείο που βρισκόμαστε δεν υπάρχει χώρος για πισωγυρίσματα και αυτή είναι μια από τις σωστότερες επιλογές που έκανα ποτέ», η φωνή του βαθιά, γεμάτη πάθος και πίστη σε μια ιδέα βαμμένη και στρωμένη με αγκάθια και αίμα.

Υπήρχε τεράστια απόσταση ανάμεσα τους και ο Ζέντερ τώρα το έβλεπε καθαρά, ο αδελφός του είχε χαθεί πολλούς αιώνες πριν, κάπου στην ηλικία των δεκαεννέα όταν αποφάσισε να αρνηθεί την αληθινή φύση του και εκείνη τον τιμώρησε, στερώντας του την ψυχή. Αυτό το μίσος και την τρέλα που διέκρινε στα μάτια του ίδιου αίματός του, έκαναν την καρδιά του να παγώσει και άλλο. «Δεν έχω αδελφό αιώνες τώρα, δεν είχα ποτέ». Ο λύκος με ένα σάλτο βρέθηκε στην απέναντι ταράτσα. Οι μύες του δυνατοί, του πρόσφεραν την άνεση να πηδάει από ταράτσα σε ταράτσα. Στάθηκε ακίνητος και σήκωσε το περήφανο κεφάλι του στον ουρανό άνευ αστεριών. Το αλύχτισμα του ταξίδεψε στον παγωμένο αέρα.

«Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει μικρέ αδελφέ»

▫️▫️▫️▫️
Χωρίς να το καταλάβει, τα πόδια της την είχαν οδηγήσει στο εγκαταλειμμένο οίκισμα που βρισκόταν λίγο πιο μακριά από το σπίτι της. Δεν τολμούσε να γυρίσει εκεί, όχι ακόμη. Ο Μπράιαν σίγουρα θα την έψαχνε και αν όχι, σίγουρα δεν διακινδύνευε να την δει η μητέρα της σε αυτήν την κατάσταση. Δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει κανέναν τους. Μπήκε στο παρατημένο κήπο και τον διέσχισε σχεδόν τρέχοντας. Ανέβηκε τις σκάλες που διαμαρτύρονταν σε κάθε πάτημα των παπουτσιών της και εισέβαλε στην σοφίτα. Στα ράφια της βιβλιοθήκης υπήρχε μια παλιά λάμπα πετρελαίου. Βρήκε τα σπίρτα που είχε αφήσει ακριβώς για αυτόν τον λόγο και άναψε την φλόγα με χέρια που έτρεμαν. Αμέσως το ζεστό κίτρινο φως πλημμύρισε το μικρό ξύλινο χώρο και η Νταϊάνα κοίταξε το δωμάτιο. Όλα βρίσκονταν ακριβώς στην θέση που τα είχε αφήσει, η πολυθρόνα με το σπασμένο μπροστινό πόδι, η βιβλιοθήκη με τα περίεργα βιβλία, σε γλώσσες που δεν γνώριζε, το παράθυρο με τα θολά τζάμια που δεν καθαρίζουν με τίποτα εντελώς, ο μεγάλος καναπές στρωμένος με καινούργιο κάλυμμα σε γκρίζα απόχρωση, στους τοίχους οι σημειώσεις και ζωγραφιές της και τέλος η συλλογή από τα τέσσερα κακτάκια της, τοποθετημένα σε ένα από τα ράφια της βιβλιοθήκης. Το βλέμμα της έπεσε στο χέρι στο οποίο κρατούσε ακόμη την αναμμένη λάμπα. Την άφησε πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά της, δίπλα από τα βιβλία της.

Έκανε παγωνιά μέσα αλλά το σώμα της δεν είχε προλάβει να κρυώσει από το τρέξιμο. Για την αλήθεια καιγόταν. Έλυσε τον κόμπο της ζώνης του μπεζ παλτό της και έμεινε μόνο με το λεπτό μπορντό μπλουζάκι που άφηνε τον έναν ώμο γυμνό και το μαύρο παντελόνι της. Πέταξε το παλτό πάνω στην τρίποδη πολυθρόνα και κάθισε βαριά στο γκρι κάλυμμα μα σχεδόν αμέσως πετάχτηκε όρθια και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο χαλί.

Δεν το χωρούσε το μυαλό της, δεν μπορούσε. Ίσως να είχε παρακούσει και να είχε παρερμηνεύσει τα γεγονότα. Όχι, ήταν ο πατέρας της, τον ξέρει, δεν είναι τέτοιος. Ο μπαμπάς της δεν θα το έκανε ποτέ αυτό στην Σάρα, στα παιδιά του, στην οικογένειά του. Την λάτρευε, είχε ορκιστεί ότι θα ήταν δίπλα της και στα καλά και στα άσχημα. Πόσο εύκολα μερικοί άνθρωποι αφήνουν κάποιες λέξεις να ταξιδέψουν από το στόμα τους και να ακουστούν δυνατά. Δεν χρειαζόταν να γνωρίσει τους δαίμονες όταν γνωρίζει τόσα χρόνια τους ανθρώπους. «Την κορόιδευε όλο αυτόν τον καιρό», η φωνή βγήκε ραγισμένη, κατευθείαν από την ψυχή της. Η Σάρα δεν θα δεχόταν να ζήσει πλέον κοντά του, θα έμεναν οι τρεις τους. Ο Χάρι θα έβλεπε την οικογένειά τους να διαλύεται, να γκρεμίζεται το οχυρό του, η ασφάλειά του. Ήταν πολύ μικρός ακόμη. Δεν το αξίζει κανείς τους. Όλοι έχασαν από κάτι. Η Σάρα τον άνδρα και στήριγμά της, εκείνη την πίστη στους άλλους, την εμπιστοσύνη της, ο Χάρι την πατρική φιγούρα και την αίσθηση της ενωμένης οικογένειας, τα πρότυπα και ο ίδιος ο Μπράιαν, τα πάντα. Η ζωή είναι ένα βιβλίο που αφηγείται μια ιστορία με τους ίδιους πρωταγωνιστές αλλά πολλές διαφορετικές επιλογές κινήσεων, όπου μια επιλογή καθορίζει και το τέλος της ιστορίας σου. Η ζωή είναι επιλογές, αρκεί να κάνεις τις σωστές.

Ένιωθε το στήθος της να φουσκώνει από θυμό, ήθελε να ουρλιάξει, να σπάσει τα πάντα μέσα στο χώρο. Ήταν ότι πιο ιερό στα μάτια της και αυτό το ιερό τελικά κατεδαφίστηκε με μια ρυμούλκα με όλη την δύναμη που είχε. Ήθελε να πιεί, ήθελε αυτήν την αίσθηση του να ξεχνάς τα πάντα γύρω σου και να μην σκέφτεσαι, να μην νιώθεις.

«Καθόλου καλή ιδέα πριγκίπισσα. Το ποτό έχει ανάλογη επίδραση με την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι. Θα κάνει χειρότερα τα πράγματα»

Ήταν τόσο απορροφημένη από τις σκέψεις της που δεν τον είχε ακούσει να μπαίνει στην σιωπηλή σοφίτα. Σήκωσε τρομαγμένη τα μάτια της αλλά δεν πρόλαβε να γυρίσει γιατί το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το όμορφο δικό του μέσα από τον παλιό καθρέφτη που είχε βρει στα δωμάτια του κάτω ορόφου. «Τι κάνεις εσύ εδώ;», του είπε θυμωμένα ενώ γύριζε. Η φιγούρα του ακουμπούσε στην κάσα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ο άνδρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Αυτό κάποτε ήταν σπίτι μου, όπως και το αρχοντικό στο οποίο μένω τώρα. Το Ζέντχιλ δεν μου είναι άγνωστο, απλά αντιπαθητικό», είπε καθώς τα μάτια του επεξεργάζονταν την μορφή της, ξεκινώντας από τα άκρα της και φτάνοντας στα μάτια της που ήταν τονισμένα με μαύρη σκιά, πράγμα που έκανε το θυμωμένο, γαλανό βλέμμα της ακόμη πιο έντονο. «Έχω καλή προτίμηση στα βιβλία, ξέρω», πρόσθεσε κάνοντας νεύμα με το κεφάλι.

Η Νταϊάνα τον κοιτούσε μπερδεμένη. Παρά ήταν πολλές οι εισερχόμενες πληροφορίες στον ήδη μπλοκαρισμένο εγκέφαλό της. «Καταλαβαίνεις τι λένε;», ρώτησε ξεχνώντας το πρώτο της ερώτημα. Έγνεψε καταφατικά. «Εγώδεν ήξερα ότι το σπίτι ήταν δικό σου. Δεν θα το πείραζα»

Ο Ζέντερ χαμογέλασε, «Μπα, μου αρέσει όπως έχεις κάνει την σοφίτα. Εξάλλου δεν μένει πια κανείς εδώ, μπορείς να το κάνεις ότι θέλεις» και ύστερα την κοίταξε ξανά. «Και την επόμενη φορά πρόσεχε πως διασχίζεις τον δρόμο πριγκίπισσα. Δεν θέλουμε να χάσουμε και άλλη μάγισσα»

Ο θυμός της κοπέλας φάνηκε να φουντώνει εκ νέου. «Και εσύ φαίνεται να τα ξέρεις όλα», κάγχασε. «Έκανες τόσο δρόμο για να μου πεις να προσέχω τα αυτοκίνητα Ζέντ;»

Εκείνος φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο. Η ματιά του έπεσε πάνω σε έναν ξύλινο λύκο που είχε σκαλίσει ο ίδιος από ένα κομμάτι κερασιάς. Η πριγκίπισσα το είχε βρει κάπου στον κάτω όροφο και τον είχε βάλει δίπλα στα γλαστράκια με τα παχύφυτα. «Σκέφτηκα ότι είμαι ο σύντροφός σου ως μάγισσα, και όφειλα να σε κρατήσω μακριά από μπελάδες και σκέψεις όπως αυτές που έκανες προηγουμένως»

Η Νταϊάνα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της στο άκουσμα της φράσης σύντροφός σου. Του γύρισε την πλάτη επιτρέποντάς του να έχει την θέα της λεπτής της σιλουέτας και των μακριών ισιωμένων μαλλιών της. Τα λόγια είναι σαν φλεγόμενα βέλη κάποιου μεσαιωνικού άνδρα με ασημένια πανοπλία, που προσπαθεί να καταλάβει ένα κάστρο. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το κάστρο ήταν η ψυχή της και τα φλεγόμενα βέλη εξαπολύονταν από τον άνδρα που την παρατηρούσε μέσα από τον καθρέφτη. Ένιωσε τόσο αδύναμη. Η παρουσία του στον χώρο της δημιουργούσε μια αίσθηση ασφάλειας και το κορμί της ριγούσε. Παρόλα αυτά πιο πολύ την πονούσε η θέα του. Επιδείνωνε την τρικυμία στην οποία είχε ναυαγήσει το πλοίο της. Φούντωνε τα κύματα περισσότερο και φάνταζε σαν μια σωτήρια λέμβος που δεν θα έφτανε πότε, όσο και αν κολυμπούσε να την φτάσει. Τον κοίταξε.

«Ο θυμός καταστρέφει τις αγνές ψυχές πριγκίπισσα. Μην αφήσεις τον εαυτό σου να πέσει στην άβυσσο»

Το πρόσωπό της έγινε μια οργισμένη μάσκα. «Τι ξέρεις εσύ για μένα; Δεν ξέρεις τίποτα! Και είναι αδύνατον να μην είμαι θυμωμένη, με εκείνον, με όλα»

«Όλοι κάνουμε λάθη. Σημασία έχει να τα καταλαβαίνουμε ακόμη και αργά, πάνω από όλα για τον εαυτό μας, ώστε αργότερα να μην το ξανακάνουμε στους άλλους», ακούστηκε η φωνή του ήρεμη.

«Ναι φυσικά. Την επόμενη φορά ο πατέρας μου να φροντίσει να μην προδώσει την γυναίκα που του έδωσε και την ψυχή της», του αντιγύρισε σαρκαστικά.

Ο Ζέντερ φάνηκε να εκνευρίζεται. «Τώρα μπορεί να καταδικάζεις όσο θέλεις, όμως αργότερα θα καταλάβεις ότι δεν έχεις παρά να συγχωρέσεις, γιατί πάνω από όλα είναι πατέρας σου και το θέμα αφορά εκείνον και την μητέρα σου. Για εσένα θα είναι πάντα ο πατέρας σου»

«Την κορόιδευε για τόσους μήνες! Πώς μου λες»

«Εγώ τον άκουσα να λέει άλλα και αναγνώρισα τις τύψεις και την μετάνοια. Το ότι την απέφευγε ήταν γιατί δεν άντεχε να της λέει ψέματα. Δεν τον δικαιολογώ, οι θνητοί είναι επιρρεπείς στα πάθη. Δεν σου ζητάω να κάνεις κάτι τώρα, σου λέω απλά ότι ανεξαρτήτου το τι έχει γίνει, δεν πρέπει να τον διώξεις από την ζωή σου, μήτε και του αδελφού σου», είπε. «Η συγχώρεση σε κάνει πιο δυνατό, όχι αδύναμο»

Για άλλη μια φορά ο τόνος του της φάνηκε ξένος. Ο άνδρας πίσω της δεν την κοιτούσε πια, φαινόταν να είναι χαμένος σε ένα σύννεφο αναμνήσεων και η Νταϊάνα χάζεψε για λίγο το προφίλ του. Κάτι έκρυβε πίσω από αυτό το παγωμένο, ψυχρό τοίχος που ύψωνε γύρω του. «Τι σκέφτεσαι;»

Ο Ζέντερ βύθισε το βλέμμα του στην ανταρωμένη θάλασσα των ματιών της. «Τίποτα που να σε αφορά», είπε ψυχρά.

«Σταμάτα να το κάνεις αυτό το πράγμα!», του φώναξε. «Την μια έρχεσαι ως εδώ και μου αραδιάζεις ένα σωρό συμβουλές και την άλλη όποτε σε ρωτήσω κάτι γίνεσαι ψυχρός και εριστικός!»

«Γιατί μερικά πράγματα πριγκίπισσα, είναι καλύτερα να μένουν θαμμένα στο παρελθόν», απάντησε εκείνος.

«Σου έχει τύχει να μην μπορείς να συγχωρέσεις κάποιον;», τον πίεσε λίγο παραπάνω ενώ κατάπινε αργά. Αν τον ήξερε καλά, περίμενε ανά πάσα στιγμή να εκραγεί. Παρόλα αυτά είχε ανάγκη να μάθει κάτι για τον άνδρα αυτόν, ήθελε να μάθει τι συμβαίνει στο μυαλό του.

«Ναι», τον άκουσε να λέει. Η κοπέλα έσμιξε τα φρύδια της. «Ποιόν;»

Ακολούθησε μια σύντομη παύση και η απάντησή του. «Τον εαυτό μου»

Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Σοβαρολογούσε. Τι είχε συμβεί στην ζωή του; Τι είχε κάνει που να μην άξιζε συγχώρεση; Τόσες ερωτήσεις κατέκλεισαν το μυαλό της μα καμία λέξη δεν έφτασε στα χείλη της. Ένιωσε σαν σε όνειρο. Τα πόδια της κινήθηκαν χωρίς να τους δώσει άμεση εντολή, σαν να είχαν την δική τους θέληση. Τον είχε ερωτευτεί όπως ακριβώς ήταν, ειρωνικός, εριστικός, μυστήριος, απόμακρος, σκληρός. Είχε αγαπήσει την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ του, τον χαρακτήρα του. Την πλήγωσε πολλές φορές, παρόλα αυτά η καρδιά της λάτρευε μάλλον να πληγώνεται από αυτόν τον άνδρα. Τον πλησίασε αργά και εκείνος έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος της. Αν κάτι λάτρευε στους ανθρώπους, ήταν τα όμορφα μάτια. Τα δικά του ήταν απλά δυο γκρίζα πελάγη, με μικρά γαλάζια σύννεφα στον ουρανό τους. Τα μάτια του ήταν το πρώτο που ερωτεύτηκε πάνω του, το πρώτο που την μάγεψε, όπως ακριβώς την μαγεύουν και τώρα. Την καλούν να ναυαγήσει μέσα τους, αλλά αλίμονο και αν δεν το είχε ήδη κάνει. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της παρόλο που φορούσε ψηλοτάκουνα μποτάκια και ακούμπησε απαλά τα χείλη της στα δικά του. Το άγγιγμά της απαλό, δειλό μα χωρίς ανταπόκριση. Το σώμα του παρέμεινε αμέτοχο, καρφωμένο στο έδαφος.

Η Νταϊάνα τραβήχτηκε γρήγορα πίσω και χαμήλωσε το κεφάλι της. Ανόητη, αυτό ήταν. Πόσες φορές ακόμα χρειαζόταν να πέσει με ματωμένα γόνατα και διαλυμένη σε χιλιάδες κρυστάλλους καρδιά; Αυτή τη φορά παρά ήταν πολλά τα γεγονότα για να μείνουν στεγνά τα μάτια της. Τα ένιωσε να καίνε και όσο και αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να εμποδίσει να κυλίσουν δάκρυα. Πήγε να κάνει ένα βήμα ακόμη προς τα πίσω μα ξαφνικά τα δυνατά του χέρια την τράβηξαν στην αγκαλιά του και τα χείλη της δέχτηκαν σφοδρή επίθεση. Ο Ζέντερ την φιλούσε με ελάχιστα ελεγχόμενο πάθος. Τα χείλη του κινούνταν πάνω στα δικά της με μαεστρία, δημιουργώντας έναν τεράστιο κόμπο στο στομάχι της. Η γροθιά του είχε τυλιχτεί σε μια τούφα μαύρων μαλλιών χαμηλά στο σβέρκο της, κρατώντας σταθερό το κεφάλι της.

Η γλώσσα του πέρασε πάνω από το κάτω χείλος της πριν το φυλακίσει ανάμεσα στα δόντια του. Η καρδιά της κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος της και ένιωθε τον δυνατό χτύπο και της δικής του. Το άλλο χέρι του την κρατούσε σφιχτά από την μέση, κολλώντας την όσο πιο πολύ γινόταν πάνω του. Ο Ζέντερ γευόταν την αλμυρή γεύση των δακρύων της στο φιλί τους. Η κοπέλα ριγούσε στην αγκαλιά του και εκείνος κόντευε να χάσει το μυαλό του. Άφησε τα χείλη της για να της επιτρέψει να πάρει ανάσα και η κοπέλα ρούφηξε λαίμαργα λίγο αέρα πριν τα χείλη τους ενωθούν ξανά. Ένιωθε τα μικρά της χεράκια να χώνονται στα μαλλιά του και ύστερα το ένα της χέρι κατέβηκε πιο χαμηλά. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν απαλά το αξύριστο μάγουλό του και ταυτόχρονα έκανε πίσω. Τα μάτια της τον κοιτούσαν χαμένα, τα χείλη της πρησμένα και το στήθος της πάλευε για οξυγόνο. Τα νύχια της άγγιξαν απαλά τα χείλη του. «Ζέντερ», ψιθύρισε και τότε ξύπνησε.

Τραβήχτηκε πίσω απότομα. Λάθος, ήταν λάθος. Το σκοτάδι και το χάος που είδε στα μάτια του την τρόμαξε. Αυτά τα αγαπημένα μάτια την κοιτούσαν άγρια σαν να την κατηγορούσαν. «Τι συμβαίνει;», ρώτησε η κοπέλα με το παρόν να λαμβάνει την θέση του ξανά.

Ο Ζέντερ ένιωθε τον παλμό της να σφυροκοπά, μα ο δικός του δεν πήγαινε πίσω. «Δεν αντέχω να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο μαζί σου, ούτε το θέλω», απάντησε σχεδόν γρυλίζοντας. Ένα δυνατό μπουμπουνητό ακούστηκε από τον ουρανό.

Η κοπέλα έχασε για μια στιγμή την φωνή της. «Τι κάνεις;», ρώτησε δύσπιστα. «Τι προσπαθείς να κάνεις;», ρώτησε σχεδόν φωνάζοντας αυτήν την φορά. «Με θεωρείς το παιχνίδι σου; Να ικανοποιείς την αρρωστημένη σου επιθυμία να βλέπεις τον άλλον διαλυμένο;»

«Δεν έχω καμία όρεξη να παίζω μαζί σου», είπε σε εξίσου έντονο ύφος εκείνος. Ήταν πολύ όμορφη ακόμη και σε αυτήν την κατάσταση, με τα μεγάλα μάτια της κόκκινα από το κλάμα, τα χείλη της πρησμένα από το φιλί του, τα μαλλιά της ελεύθερα στους ώμους και την πλάτη της. Έβλεπε τα δάκρυα να χαράζουν μονοπάτια στα φλεγόμενα μάγουλά της και ένιωσε να εκνευρίζεται περισσότερο. «Γιατί απλά δεν μπορείς να καταλάβεις ότι δεν θέλω τίποτα από εσένα; Είμαι πιστός σε σένα ως μάγισσα και τίποτε περισσότερο. Πότε θα το καταλάβεις επιτέλους;»

«Τι σου έκανα και με τιμωρείς έτσι;», ρώτησε ξανά η κοπέλα. «Γιατί με φίλησες;»

«Απερισκεψία της στιγμής», είπε και της γύρισε την πλάτη. Πέρασε από το άνοιγμα της πόρτας και χάθηκε στο σκοτάδι του διαδρόμου αφήνοντας την κοπέλα άφωνη να κοιτάζει το ψηλό κορμί του να φεύγει.

Μα λογάριασε χωρίς την Νταϊάνα. Αυτή τη φορά δεν θα καθόταν να κάνει μόνο υποθέσεις και να αναρωτιέται τι έκανε λάθος. Άλλη κοπέλα στην θέση της θα γυρνούσε και θα έφευγε δίχως να ρίξει μια ματιά πίσω της, εκείνη όμως κουράστηκε. Ήθελε απαντήσεις και της ήθελε τώρα. Δεν ήταν τόσο ηλίθια. Το ένιωσε στο φιλί του, στην ανάσα του, στο κορμί του και στον τρόπο που τα μάτια του την κοίταξαν. Και λάθος να έκανε, προτιμούσε την πικρή αλήθεια παρά να ζει και να ελπίζει κάθε φορά που βρισκόταν δίπλα του.

Έτρεξε πίσω του και τον είδε να εξαφανίζεται πίσω από το σπασμένο τζάμι της μπαλκονόπορτας. Περπάτησε γρήγορα με τους τοίχους να αντανακλούν τον ήχο από τα τακούνια της και βγήκε στο μισοκατεστραμμένο μπαλκόνι. Τα κάγκελα ίσα που έστεκαν καρφωμένα στην θέση τους, σάπια. Δεν ήταν πουθενά. Κοίταξε κάτω μα διέκρινε μόνο πυκνό σκοτάδι. Έφυγε στα αλήθεια; Μια αστραπή τύφλωσε για μια στιγμή τα μάτια της και εκείνη κοίταξε ψηλά τον ουρανό και μόνο τότε διέκρινε μια σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στην ταράτσα. Η σκεπή ήταν τριγωνική, πώς ακριβώς στεκόταν εκεί πάνω; Η ιδέα που πέρασε από το μυαλό της φάνταζε τρελή, αλλά όπως είπε, ήταν τρελή και η ίδια.

Τοποθέτησε το πόδι της πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι για να δοκιμάσει την αντοχή του. «Έλα, μπορείς να το κάνεις». Άρχισε να ανεβαίνει αργά τα σκαλιά. Τα χέρια της γραπώνονταν σφιχτά από το παγωμένο και φαγωμένο από το πέρασμα του χρόνου σίδερο. Στο έκτο σκαλοπάτι άκουσε ένα απειλητικό τρίξιμο. Η ανάσα της κόπηκε με μιας και κοίταξε κάτω. Δεν ήταν πολύ ψηλά από το έδαφος. Πήρε μια ανάσα. Στο επόμενο πάτημα του παπουτσιού της τα καρφιά που κρατούσαν την σκάλα βιδωμένη στον τοίχο υποχώρησαν και η σκάλα έπεσε με φόρα προς τα πίσω με την κοπέλα να προσπαθεί να κρατηθεί με όλη της την δύναμη. Μια κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της ενώ η σκάλα συγκρουόταν με τα προστατευτικά κάγκελα. Ένας κρότος ακούστηκε ταυτόχρονα καθώς έσπαγε από το βάρος και η κοπέλα βρέθηκε στον αέρα, να πέφτει με φόρα προς τα κάτω. Το ουρλιαχτό της συνόδευε την πτώση και το σώμα της ετοιμάστηκε να συγκρουστεί με το έδαφος. Μια σύγκρουση που δεν συνέβη ποτέ.

«Μπορείς να μου πεις τι διάολο σκεφτόσουν;», μια θυμωμένη φωνή σε συνδυασμό με μια ζεστή, σωτήρια αγκαλιά.

Η Νταϊάνα αρνούνταν να ανοίξει τα μάτια της. Η καρδιά της έπαιζε ταμπούρλο και η ανάσα της δεν έλεγε να αποφυλακιστεί από τα πνευμόνια της.

«Μπορείς να ηρεμήσεις τώρα», ψιθύρισε ο Ζέντερ βλέπονταν το σοκ στο οποίο βρισκόταν η κοπέλα. Τα χέρια της τον κρατούσαν σφιχτά, λες και ήταν η σωτήριος λέμβος της, που στην προκειμένη περίπτωση για άλλη μια φορά ήταν. Ο άνδρας ξεφύσησε. «Μου φαίνεται ότι για άλλη μια φορά είμαι ο ιππότης σου, ανόητο πλάσμα», μουρμούρισε και η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν ήταν μόνο ο τρόμος που πέρασε, μιας και βρέθηκε πολύ κοντά σε βέβαιο τραυματισμό, ήταν και όλα τα άλλα που βγήκαν ερμητικά στην επιφάνεια. Κάθε συναίσθημα που καταπίεζε, κάθε δάκρυ που κρατούσε κρυμμένο, κάθε φόβος και πόνος. Την κράτησε στην αγκαλιά του, να χαϊδεύει τα μαλλιά της καθησυχαστικά. Συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να την αφήσει, ότι του άρεσε η επιρροή που ασκούσε πάνω της, και αυτό το μπέρδεμα που προκαλούσε στο μυαλό του. Η αντάρα στην ψυχή του. Ένιωθε το κλάμα της να καταλαγιάζει και το πουκάμισό του υγρό.

Η Νταϊάνα ρούφηξε την μύτη της, εισπνέοντας και το μεθυστικό του άρωμα. Αυτό δρούσε σαν βαλεριάνα, σαν νικοτίνη στις αισθήσεις της. «Μην φύγεις πάλι», ψιθύρισε τόσο σιγανά, που κανένας άνθρωπος δεν θα το είχε ακούσει, κανείς εκτός από τον Ζέντερ.

«Δεν θα φύγω», ψιθύρισε πίσω ενώ έκλεινε τα μάτια του. «Δεν διακινδυνεύω να σκοτωθείς επειδή ξαφνικά αποφασίσεις να ξαναγίνεις Λάρα Κροφτ», της είπε χωρίς να γελάσει όμως. Η βροχή ξεκίνησε με την πρώτη σταγόνα να πέφτει πάνω τους. Η Νταϊάνα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Την κοιτούσε ήδη. Δεν τους ένοιαζε που στέκονταν και οι δύο κάτω από την βροχή και τις αστραπές που φώτιζαν κάθε τόσο το σκοτάδι. Το απαλό αεράκι παρέσερνε τα μαλλιά της σπρώχνοντάς τα στο πρόσωπό της. Ο άνδρας τα παραμέρισε απαλά.

«Πάντα φεύγεις», είπε σιγανά ενώ κοιτούσε την μάχη που μαινόταν στα μάτια του.

«Όχι αυτήν την φορά», ψιθύρισε πάνω στα χείλη της παραδομένος.

Είχαν αρχίσει να γίνονται μούσκεμα. Ο Ζέντερ έπιασε την Νταϊάνα από το χέρι και την τράβηξε ξανά, πίσω στην ασφάλεια του σπιτιού. Εκείνη την στιγμή ότι και αν της φώναζε το μυαλό της, όσο δυνατά και αν προσπαθούσε να ακουστεί, ήταν σαν να έπαιζε σε βουβό κινηματογράφο, λες και δεν είχε φωνή ή η καρδιά της είχε κουφαθεί ξαφνικά. Η ζωή είναι επιλογές και εκείνη έκανε την δική της, όσο λάθος και αν φαινόταν. Κάνει η καρδιά λάθη; Ποιος έχει το δίκιο συνήθως; Η λογική είναι αλάνθαστη;

Όταν λίγες στιγμές αργότερα ένιωθε την καυτή ανάσα του πάνω στην σάρκα της όλα τα ερωτήματα διαγράφτηκαν από τον επεξεργαστή του εγκεφάλου της. Τα δάχτυλά του έπιασαν την άκρη της βρεγμένης μπλούζας της και την πέρασε πάνω από το κεφάλι της, πριν την πετάξει πάνω στο χαλί στα πόδια τους. Χαμήλωσε το μελαχρινό κεφάλι του και της χάρισε ένα φιλί διαφορετικό από τα άλλα, γεμάτο συναίσθημα και ατόφιο πάθος. Τα χείλη του έφυγαν από το στόμα της και κατηφόρισαν στο λαιμό της. Δάγκωσε τα χείλη της στην αίσθηση της υγρής και ζεστής γλώσσας του στο ευαίσθητο δέρμα. Οι αισθήσεις της είχαν πάρει φωτιά. Το σώμα της καιγόταν από επιθυμία. Βάλθηκε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά από το μαύρο πουκάμισο που φορούσε. Το νωπό ρούχο, όπως και όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν την ίδια τύχη με τα πρώτα. Η κοπέλα έμεινε για λίγο να θαυμάζει το γεροδεμένο σώμα του. Πέρασε με τα ακροδάχτυλά της τα σχέδια από μαύρο μελάνι στο κορμί του, στο μπράτσο του. Ήθελε να απολαύσει κάθε εκατοστό τους.

Ο Ζέντερ την ξάπλωσε πάνω στο καναπέ χωρίς να σταματήσει να την φιλάει. Είχε έναν άγγελο στην αγκαλιά του και εκείνη έναν μαύρο πάνθηρα, που και οι δύο καιγόντουσαν από την ίδια φλόγα. «Είσαι ο απαγορευμένος καρπός για μένα», ψιθύρισε στο αυτί της ενώ την ένιωθε να παραδίνεται στα χέρια του και το δωμάτιο να γεμίζει με τις κοφτές ανάσες της.

Η ένωση τους τέλεια εκείνη την βροχερή νύχτα, οι κινήσεις τους συγχρονισμένες, αρμονικές, οι ανάσες τους μπλεγμένες. Η Νταϊάνα τον ένιωθε με όλο της το είναι δικό της εκείνη την στιγμή. Τα χέρια του ταξίδευαν στο λείο δέρμα των ποδιών της, στο λαιμό της, μέσα στα υγρά μαλλιά της. Η λάμπα είχε σβήσει και το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο από τις ασταμάτητες αστραπές. Η βροχή είχε μετατραπεί σε καταιγίδα με ηχηρά μπουμπουνητά. Οι σταγόνες μούσκευαν το τζάμι του παραθύρου που είχε θαμπώσει και ύστερα υπάκουγαν στο κάλεσμα της βαρύτητας. Τα δύο σώματα παραδομένα στον έρωτα εκτελούσαν μια δική τους ιδιαίτερη χορογραφία, με βήματα που γνώριζαν μόνο εκείνα. Ήταν μόνο οι δυο τους τώρα. Ήταν η Σελήνη και ήταν τα άστρα και αυτός ήταν ο Χορός τους.

Ο Ζέντερ ανακάθισε κρατώντας την Νταϊάνα πάνω του, με τους μηρούς της δεξιά και αριστερά του. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, ψιθυρίζοντας άηχα λόγια. Την φίλησε απαλά στον γυμνό ώμο της ενώ τα δάχτυλά της έκαναν βόλτα στις φαρδιές πλάτες του. Έκανε μια απότομη κίνηση και εκείνη έμπηξε τα νύχια της στην σάρκα του ενώ άφηνε μια κοφτή ανάσα πάνω στα χείλη του. Οι μεγάλες παλάμες του δεν χόρταιναν το λευκό της δέρμα. Δεν άφησε εκατοστό που να μην είχε λεηλατήσει, το ίδιο έντονα και αχόρταγα. Οι τύψεις αποτελούσαν άγνωστο μονοπάτι που προς ώρας δεν βρισκόταν πάνω στον χάρτη του κορμιού της. Χάιδεψε απαλά την καμπύλη των κόκκινων χειλιών και πίεσε το κάτω χείλος της για να ανοίξει το στόμα της ελαφρά. «Είσαι στα αλήθεια μάγισσα», ο ψίθυρός του όμοιος με το χάδι της φωτιάς. Αυτή η γυναίκα ήταν απόψε μόνο δική του και μάρτυς του ο τρελός χτύπος της καρδιάς της. Το κορμί της του προκαλούσε εγκαύματα και δεν μπορούσε να μην το θαυμάσει. Ταίριαζε τόσο υπέροχα σε εκείνον, τόσο τέλεια, λες και ήταν πλασμένη για αυτόν.

Η Νταϊάνα δεν μπορούσε να καταλάβει αν σε λίγο θα ξυπνούσε και θα συνειδητοποιούσε πως όλα ήταν ένα δημιούργημα της φαντασίας της. Η ζεστή του παρουσία όμως την έκαναν να νιώθει τόσο ζωντανή που δεν την ένοιαζε αν έμενε σε αυτό το παραμύθι του υποσυνείδητού της για πάντα. «Ζέντερ», αναστέναξε και ο άνδρας την κοίταξε με το υπέροχο γκρίζο ουρανό τους ενώ κατακτούσε και την ψυχή της. Τόσο απλόχερα, τόσο μαγικά.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro