✴Κεφάλαιο 32✴
Όλα έμοιαζαν με Βεζούβιο μέσα της, έτοιμα να εκραγούν. Δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει πως προ λίγης ώρας είχε δει έναν άνδρα να μεταμορφώνεται σε γιγάντιο λύκο. Έκλεισε τα μάτια της και έφερε μπροστά της ξανά την εικόνα της άγριας ομορφιάς του σαρκοφάγου. Το πυκνό σκούρο τρίχωμα, τα μεγάλα μαύρα αυτιά, η μαύρη ουρά, τα δυνατά μαύρα πόδια με τα γαμψά νύχια. Το σκούρο γκρίζο τρίχωμα έμοιαζε σχεδόν μαύρο και αυτό σαν την ψυχή του ζώου. Δυνατά σαγόνια με κατάλευκα δόντια διακοσμημένα με σταγόνες μαύρου αίματος. Μα το πιο τρομαχτικό ήταν τα αφύσικα, λαμπερά κίτρινα μάτια που έλαμπαν στο σκοτάδι σαν πυρσοί. Μπορούσες να τα διακρίνεις να λάμπουν σαν φλόγες έτοιμες να κάψουν ότι στόχευαν. Τα κέρατα όμως δήλωναν την φύση του. Δαίμονας.
Σκούπισε γρήγορα με μια νευρική κίνηση το δάκρυ που κύλησε άθελά της στο παγωμένο μάγουλό της. Ευχόταν απλώς όλο αυτό να ήταν ένα άσχημο όνειρο. Να ξυπνούσε αύριο το πρωί και να γελούσε με την Σαμάνθα για το άθλιο εφιάλτη της. Μα τα πάντα παρά ήταν ζωντανά για να είναι ένα όνειρο.
Μπροστά στα μάτια της έπαιζε ξανά και ξανά σαν ταινία τρόμου η εικόνα του σακατεμένου σώματος. Σαν από χέρι Διαβόλου. Βρισκόταν σε σοκ. Αδυνατούσε να σβήσει τη μορφή της επειδή χαράχτηκε με ανεξίτηλο μελάνι. Έχωσε τα δάχτυλα της στα μαύρα μαλλιά της και τα τράβηξε με δύναμη ξεσπώντας σε βουβό κλάμα. Πόνεσε μα δεν μπόρεσε να σταματήσει τον άλλο πόνο. Ο ψυχικός και ο σωματικός κατατάσσονται στον πόνο, μα το πρώτο σε πονάει μια ζωή και το δεύτερο για λίγο καιρό. Όταν κλαίει η ψυχή τα πάντα σωπαίνουν και οι δαίμονες ουρλιάζουν.
Το σώμα της καμπούριασε σε εμβρυακή στάση και συνέχισε να κλαίει. Το κλάμα βοηθούσε, μα για λίγο. Δεν υπάρχει θεραπεία εκείνη την στιγμή, παρά μόνο το χάπι των δακρύων.
Μακάρι να μπορούσε να είχε βοηθήσει την γυναίκα, μακάρι να πήγαιναν πιο νωρίς. Όμως, θα ήταν και οι τρεις νεκρές τότε. Όλο αυτό το αίμα που λέρωνε το κατάλευκο χιόνι. Κόκκινο και λευκό. Τα μάτια της, τόσος πόνος, τόσος φόβος, τόση αγωνία...
«Θέλω να ξεχάσω...Σε παρακαλώ...», μουρμούρισε μέσα από τα δάκρυά της. Μα η εικόνα ήταν ακόμα εκεί. Δεν ήξερε ποιόν παρακαλούσε, ποια ανώτερη δύναμη, μα μάλλον δεν ήταν διαθέσιμη να την ακούσει. Γιατί ο Ζέντερ δεν έσβησε και τη δική της μνήμη; Θα έδινε τα πάντα να ξεχάσει το τσακισμένο χέρι της, τη κοιλιά της που ήταν χαραγμένη και το αίμα έτρεχε ποτάμι, τα πόδια της που σχεδόν είχαν κοπεί απάνθρωπα. Μα τι έλεγε; Ποιός άνθρωπος μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ήταν από χέρι δαίμονα...
Το μυαλό της βομβαρδιζόταν από τόσες πολλές ερωτήσεις που πλέον το κεφάλι της πονούσε. Πώς γίνεται να υπάρχει το υπερφυσικό στοιχείο; Λυκάνθρωποι, δαίμονες. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι άλλο ζούσε ανάμεσα στους πολυάσχολους ανθρώπους. Γιατί σκότωσε αυτήν την γυναίκα; Τι άλλο υπάρχει που δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι; Γιατί τις έσωσε ο Ζέντερ; Δεν υποτίθεται ότι ανήκει στα "κακά" πλάσματα της νύχτας;
Πίσω της η Σαμάνθα άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι μουρμουρίζοντας κάτι μπερδεμένο. Η Νταϊάνα γύρισε το κεφάλι της. Η ξανθιά κοπέλα είχε γυρίσει προς τη μεριά της. Το χέρι της μετέωρο έξω από το ζεστό πάπλωμα, τα χείλη της μισάνοιχτα και υγρά, τα μάτια της κλειστά, τα χρυσά μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι και η ανάσα της ήρεμη. Κουνήθηκε άλλη μια φορά για να σκεπάσει καλύτερα το σώμα της.
Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και η Νταϊάνα καθόταν στη ταρατσούλα. Ευχήθηκε να έβρεχε και να παρακολουθούσε τις σταγόνες βροχής να χτυπούν τα φύλλα των δέντρων πριν βρεθούν στο χώμα, να άπλωνε το χέρι της και εκείνο σιγά σιγά να γινόταν νωπό. Μα δεν έβρεχε. Μόνο φυσούσε. Ο αέρας έκανε τα φύλλα να τρίβονται μεταξύ τους δημιουργώντας μια χορωδία. Τα μάτια της καρφώθηκαν σε ένα φύλλο που πάλευε να κρατηθεί στο κλαδί του, μα ο αέρας το τραβούσε αλύπητα, μέχρι που του έκοψε το νήμα της ζωής του και το φύλλο άρχισε να πέφτει στροβιλίζοντας στο παγωμένο χιόνι. Δρόσιζε το καυτό πρόσωπο της κοπέλας. Για το μόνο που ήταν πραγματικά χαρούμενη ήταν το γεγονός ότι η Σαμάνθα δεν θυμόταν τίποτα. Μόλις άνοιξε τα μάτια της κοίταξε την Νταϊάνα και η κοπέλα είπε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό. «Αμάν βρε Σαμ! Δεν μπορείς να προσέχεις; Αφού ξες ότι έχει πάγο και γουστάρει γιατί φόρεσες αυτά τα μποτάκια;». Η Σαμάνθα σύντομα πείστηκε ότι είχε γλιστρήσει και χτυπήσει ελαφρώς το κεφάλι της και για αυτό λιποθύμησε. Το μόνο που ρώτησε ήταν γιατί δεν πονούσε από την πτώση και η Νταϊάνα δεν της έδωσε απάντηση. Απλώς έφυγαν από εκεί.
Έπρεπε να συμπεριφερθεί όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικά ώστε η Σαμ να μην υποψιαστεί κάτι αλλά δεν τα κατάφερε. Σε όλη την διαδρομή ζητούσε να μάθει τι την απασχολούσε μα η κοπέλα δεν μπορούσε να μιλήσει. Μπήκε στο σπίτι εντελώς μηχανικά και έτρεξε στο δωμάτιο της με προορισμό το μπάνιο. Η φίλη της την βρήκε να κάνει εμετό και την βοήθησε κρατώντας τα μαύρα υγρά μαλλιά της πίσω. «Νταϊάνα, τι συμβαίνει; Δεν έχεις βγάλει μίλια σε όλη την διαδρομή! Σου μιλάω και εσύ είσαι στον κόσμο σου και τώρα αυτό! Τι έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη;», ρώτησε ανήσυχη κοιτώντας την Νταϊάνα όση ώρα έριχνε νερό στο πρόσωπό της.
Η Νταϊάνα σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε στα μεγάλα μάτια την Σαμ μέσα από το καθρέφτι. «Είμαι εντάξει, απλώς τρόμαξα που λιποθύμησες Σαμ», είπε και γύρισε. «Είμαι εντάξει».
Ένα απαλό αεράκι ξέφυγε από τα χείλη της. Πράξεις δαιμόνων δεν πρέπει να γνωρίζουν άνθρωποι. Μα και η ίδια ήταν άνθρωπος. Γιατί δεν της έσβησε τη μνήμη; Γιατί τις άφησε να φύγουν; Γιατί δεν τις σκότωσε; Θα ήταν το πιο εύκολο από όλα. Το ένιωθε. Ήταν επικίνδυνος. Σκότωσε δίχως έλεος, δίχως δεύτερη σκέψη. Ήταν δολοφόνος. Αυτός ο δολοφόνος λεηλάτησε την καρδιά της. Όταν τον είδε για μια στιγμή, μόνο για μια ένιωσε ασφάλεια. Μα ήταν όλα τόσο μπερδεμένα, εκείνη τόσο σοκαρισμένη που μάλλον δεν ήξερε τι ένιωθε. Πώς μπορεί να είναι ερωτευμένη με δολοφόνο; Με ένα τέρας; Με κάποιον που παίζει παιχνίδια μαζί της; Με κάποιον που είναι λυκάνθρωπος;
Όλοι όμως έχουν αισθήματα για τα λάθος άτομα. Η καρδιά δεν λογαριάζει το μυαλό. Είναι σαν κάποιος να κρατάει στα χέρια του δύο μπαλόνια, το ένα είναι η καρδιά και το άλλο το μυαλό και μόλις βρεθεί μπροστά στα συναισθήματα χαλαρώνει τα δάχτυλα και το μπαλόνι-μυαλό ξεγλυστράει ελεύθερο στον ουρανό.
Τα δάκρυά της στέρεψαν, πάγωσαν πάνω στα μάγουλα της. Σήκωσε το σκοτεινιασμένο βλέμμα της στον ουρανό. Πώς γίνεται να τον εμπιστευτεί; Σας έσωσε, μουρμούρισε για πρώτη φορά το αγγελάκι στον ώμο της, το υποσυνείδητο. Ήταν πάντα κοντά όταν συνέβαινε κάτι, σαν να γνώριζε. Και η Νταϊάνα ήταν πρόθυμη να μάθει όσα γνωρίζει. Σε φίλησε.
Το ρόδινο φως της ανατολής άρχισε να μπαίνει στα κλεφτά από το παράθυρο χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπο της κοιμισμένης κοπέλας. Και η Νταϊάνα αποφάσισε να πάει κοντά της. Ξημέρωνε. Και όσο τρελό και αν ακουγόταν, ήθελε να μάθει περισσότερα. Ίσως ο Ζέντερ την επέλεξε για κάποιον λόγο, μα η πληγωμένη της καρδιά ψιθύρισε ότι έκανε και πάλι λάθος.
Η κοπέλα πλησίασε το κρεβάτι και ανέβασε το ένα της γόνατο προσέχοντας να μην την ξυπνήσει. Η ίδια δεν θα κοιμόταν, δεν θα τα κατάφερνε. Η αδρεναλίνη κυλούσε ακόμα στις φλέβες της. Έπιασε προσεχτικά το μαλακό πάπλωμα και κρύφτηκε από κάτω του. Γύρισε πλευρό και έμεινε να κοιτάζει την γυρισμένη πλάτη της Σαμάνθα με το μυαλό της να ταξιδεύει αλλού. Η ζωή είναι σαν μια μεγάλη Ταινιοθήκη, με πρωταγωνιστές όλους τους ανθρώπους. Δράμα, κομεντί, περιπέτεια, ρομαντική, θρίλερ... Το κάθε είδος της ταινίας καθορίζεται από τις επιλογές των πρωταγωνιστών, οι οποίες οδηγούν στο πεπρωμένο τους. Η ζωή της έδωσε ένα μάθημα ακόμα. Η ζωή και ο θάνατος απέχουν μεταξύ τους ελάχιστα, χωρίζονται με μια λεπτή κλωστή...
«Ει, κλείσε το παράθυρο χειμωνιάτικα», παραπονέθηκε μια νυσταγμένη φωνή, δύο ώρες αργότερα. Η αναμαλλιασμένη Σαμάνθα γύρισε και κοίταξε την Νταϊάνα με μισόκλειστα από τον ύπνο μάτια.
Η Νταϊάνα ούτε που κατάλαβε ότι είχε ξεχάσει το παραθυρόφυλλο ανοιχτό αφήνοντας έτσι τον χειμώνα να φωλιάσει στο μικρό της δωμάτιο. Πήδηξε από το κρεβάτι και οι γυμνές της πατούσες ακούμπησαν στο κρύο ξύλο του δαπέδου. «Καλημέρα και σε σένα Σαμ», είπε κοροϊδευτικά ενώ έκλεινε το τζάμι.
Η Σαμάνθα χασμουρήθηκε και τεντώθηκε σαν ένα μικρό γατάκι. «Ακόμα δεν έχει ξημερώσει και εσύ ήδη είσαι όρθια σαν κάτι γιαγιάδες»
«Δεν είχα ύπνο», είπε η Νταϊάνα ενώ καθόταν δίπλα της.
«Ναι, ούτε και γω...», χασμουρήθηκε και πάλι.
Η Νταϊάνα στριφογύρισε τα μάτια της αλλά πριν προλάβει να μιλήσει, στο δωμάτιο όρμησε έντρομη η Σάρα. Χωρίς να καλημερίσει άρχισε να ψάχνει για το κοντρόλ της τηλεόρασης, το οποίο ούτε η Νταϊάνα μπορούσε να βρει συχνά μετά από επιδρομές καθαριότητας της Σάρα. Τα δύο κορίτσια αλληλοκοιτάχτηκαν. «Μαμά, τι συμβαίνει;», ρώτησε ενώ την παρακολουθούσε να πατάει τα κουμπιά.
«Εχθές έγινε χαμός στο Ζέντχιλ και μάλιστα ενώ εσείς λείπατε από το σπίτι», είπε αγανακτισμένη με ένα ίχνος κατηγόριας. Η τηλεόραση επιτέλους άνοιξε μετά από μια θυμωμένη πίεση στο κουμπί από την μητέρα της. Κατά διαβολική σύμπτωση στο σωστό κανάλι.
«Γύρω στις δέκα το βράδυ της προηγούμενης μέρας, στο άλσος της περιοχής στο σημείο όπου εντοπίστηκε η σωρός της άτυχης γυναίκας, είχαν ακουστεί ουρλιαχτά και όπως δήλωσαν κάποιοι κάτοικοι, δεν έδωσαν σημασία για τους λόγους ότι η περιοχή δεν είχε ποτέ εγκληματική δράση. Το σώμα της άτυχης γυναίκας ήταν γεμάτο με βαθιές πληγές και τα δύο πόδια σχεδόν κομμένα. Η αστυνομία ερευνά την περιοχή για περαιτέρω στοιχεία, καθώς θα γίνει και νεκροψία προκειμένου να διευκρινιστούν τα αίτια του θανάτου της εικοσιτριάχρονης Άλεξ Μπομόν. Σύμφωνα με πρώτες υποθέσεις, η κοπέλα δέχτηκε επίθεση από άγριο ζώο μα δεν αποκλείεται και το γεγονός της εγκληματικής ενέργειας, καθώς τα χτυπήματα στο σώμα μοιάζουν σαν να έγιναν από κάποιο κοφτερό αντικείμενο. Η νεαρή γυναίκα πιθανόν να προσπάθησε να μετακινηθεί για να βρει βοήθεια αλλά φαίνεται πως στην προσπάθειά της αυτή κατέληξε. Περισσότερες πληροφορίες και νέα, στο κεντρικό δελτ...».
«Καταλαβαίνεται τι έγινε; Θα μπορούσατε κάλλιστα να ήσασταν στη θέση της!», τις μάλωσε η Σάρα κοιτώντας τες. Στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση κρύβοντας τη θέα του παρουσιαστή.
«Κυρία Σάρα, εμείς δεν πήγαμε εκεί, κάναμε μια βόλτα και γυρίσαμε», απάντησε η Σαμάνθα πιάνοντας τα ξανθά μαλλιά της σε μια χαλαρή αλογοουρά στη βάση του κεφαλιού της. Η Νταϊάνα δεν μίλησε, δεν είχε τι να πει.
Η Σάρα σκούπισε κουρασμένα το μέτωπό της με την αναστροφή του χεριού της, ανακατεύοντας τις καστανές αφέλειες που απέκτησε πρόσφατα. Στα γαλάζια μάτια της φώλιαζε η στενοχώρια. Η Νταϊάνα σηκώθηκε και την αγκάλιασε τρυφερά. Είχε και η ίδια ανάγκη την αγκαλιά της μητέρας, όπως κάθε παιδί λατρεύει να κρύβεται σε αυτή, γιατί μόνο αυτή έστω και στιγμιαία σου παίρνει τον πόνο και τον μοιράζει στα δύο. Η Σάρα έκλεισε τα χέρια της γύρω από την λεπτή σιλουέτα της κόρης της και ακούμπησε το κεφάλι της στα μαλλιά της.
«Ναι Τζέιμς, έχεις δίκιο. Το περίεργο στην όλη υπόθεση είναι οι άλλοι δύο θάνατοι το ίδιο βράδυ, σε διαφορετικές περιοχές της πόλης, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Πράγμα ανήκουστο για το Ζέντχιλ...», τον λόγο είχε πάρει ένας δημοσιογράφος ο οποίος στεκόταν σε σημείο κοντά στο κέντρο της πόλης έξω από μια καφετέρια.
Η Σάρα έκλεισε την τηλεόραση. «Τέρμα! Κομμένες οι βραδινές βόλτες από εδώ και στο εξής. Ο τόπος μας ήταν αγνός μέχρι εχθές τη νύχτα», δήλωσε ορθά κοφτά σηκώνοντας το χέρι της ως ένδειξη μη διαμαρτυρίας.
Η Νταϊάνα δεν μπήκε στον κόπο να της απαντήσει. «Θα πάω να δω τον Ντέιμον μόλις φύγει η Σαμ, έχω να τον δω μερικές μέρες και το απόγευμα θα πάμε να δούμε την Βίκη», είπε και προχώρησε προς την ντουλάπα της. Πρόσθεσε αμέσως: «Είναι μέρα»
Η Σάρα κοίταξε την κόρη της για μια στιγμή πριν χαμογελάσει απολογητικά στην Σαμάνθα. «Το πρωινό θα είναι έτοιμο σε λίγα λεπτά. Σαμάνθα καλή μου, θα έρθει η μητέρα σου με το αμάξι να σε πάρει». Έφυγε κλείνοντας απαλά την πόρτα με ένα σιγανό πλοπ αφήνοντας να ακουστεί η φράση "Τι θα κάνω μαζί σας;"
Η Σαμάνθα γύρισε ξεφυσώντας. «Στα αλήθεια πρέπει να πάρω δικό μου αμάξι», είπε κάνοντας αστεία γκριμάτσα και η Νταϊάνα χαμογέλασε σφιγμένα.
▫️▫️▫️▫️
Βλασφημώντας αισχρά ο Ζέντερ πέρασε νευρικά την μαύρη μπλούζα στο κεφάλι του και βροντώντας την ξύλινη πόρτα κατέβηκε δύο δύο τα σκαλιά που οδηγούσαν στο κάτω όροφο του αρχοντικού. Το ξανθό κεφάλι του Νικ ξεπρόβαλε στη βάση.
«Τι γίνεται εδώ;», ζήτησε να μάθει ο Ζέντερ. Ο τόνος του κοφτός, δήλωνε την άσχημη διάθεσή του.
Ο Νικ έξυσε το κεφάλι του. «Ζητούσε να σε δει και σκέφτηκα ότι για αυτόν συγκεκριμένα έπρεπε να ενημερωθείς. Να διευκρινίσω: η επιμονή του ήταν αδιαμφισβήτητη», είπε και πρόσθεσε κεφάτα: «Θα μπορούσα να του πω που να βάλει την επιμονή του»
Ο Ζέντερ έγνεψε πιάνοντας το πακέτο τσιγάρα από την πίσω τσέπη του τζιν του. Έπιασε ένα λευκό τσιγάρο και το έφερε στα χείλη του, αφού το κοίταξε σκεφτικός για μια στιγμή. Ύστερα το άναψε και εισέπνευσε λίγο από το δηλητήριο, μα και αυτό δεν ήταν αρκετό να διώξει τον εκνευρισμό του. Το είχε κόψει για πολλά χρόνια μα τελευταία όλο και περισσότερο ένιωθε την ανάγκη να ξαναγυρίσει στην κακιά συνήθεια.
«Κάποιος βλέπω ξύπνησε πολύ χαρούμενα». Η Ελίζαμπεθ εμφανίστηκε από το μεγάλο σαλόνι φορώντας μια κοροϊδευτική γκριμάτσα στο πρόσωπό της. Τα σγουρά μαλλιά της πετούσαν όρος όλες τις κατευθύνσεις. Ο Ζέντερ φύσηξε τον καπνό χωρίς να της απαντήσει, έπιασε το τσιγάρο με τα δάχτυλα του και το κατέβασε.
«Μην ενοχλείς τον αρχηγό γιατί δαγκώνει άσχημα». Προστέθηκαν στην μικρή παρέα ο Τάιλερ με τον Τζέικομπ.
«Τι διάολο; Όταν θέλει κάποιος να σας μαζέψει δεν είστε πουθενά και όταν δεν χρειάζεστε είστε όλοι παρόν», είπε ο Νικ και οι λυκάνθρωποι γέλασαν.
«Εδώ θα συμφωνήσω. Σκορπιστείτε και κάντε κάτι άλλο από το να μου τεντώνεται τα νεύρα»
«Έγινε αρχηγέ»
Μόλις έφυγαν ο άνδρας στράφηκε στον Νικ. «Ο Ίαν που είναι;»
«Τώρα θα έρθει. Πήγε να υποδεχτεί τον καλεσμένο, βασικά τον απρόσκλητο»
Ο Ζέντερ έγνεψε ρίχνοντας την στάχτη σε ένα γυάλινο τασάκι, αφήνοντας το τσιγάρο να αργοπεθαίνει ανάμεσα σε αυτήν. Προσπέρασε τον Νικ και μπήκε στο σαλόνι. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει στο μπαρ. Έπιασε το γυάλινο μπουκάλι και άδειασε λίγο από το περιεχόμενό του στο εξίσου γυάλινο ποτήρι. Το χρυσό υγρό έκαψε το λαιμό του ευχάριστα. Ακούμπησε το ένα το χέρι στο τζάκι κρατώντας το ποτήρι με το ουίσκι στο άλλο και έμεινε έτσι να κοιτάζει τη φωτιά που χόρευε καυτή πάνω στα ξύλα. Αισθάνθηκε πριν ακούσει, ένιωσε πριν δει. Ο Ίαν μπήκε στο σαλόνι και στάθηκε δίπλα του.
«Τι σε φέρνει εδώ;», ρώτησε γυρίζοντας αργά. Το όμορφο βλέμμα του καρφώθηκε σε ένα επίσης όμορφο, μόνο τα χρώματα ήταν διαφορετικά. Έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια με τον Σεμπάστιαν. Ο απρόσκλητος άνδρας κοίταξε με νόημα τον Ιαν. «Μπορείς να πηγαίνεις Ίαν», είπε στον πιστό σύντροφό του. Ο Ίαν υπάκουσε και αποχώρησε με περήφανο βάδην.
Ο Σεμπάστιαν βολεύτηκε στην πολυθρόνα. Το πράσινο βλέμμα του παρατηρούσε με ενδιαφέρον την διακόσμηση του αρχοντικού. Δεν ήταν μοντέρνο κτίσμα, είχε πάνω στα δοκάρια του το βάρος πολλών ετών με όμορφα, ξύλινα έπιπλα αντίκες, φινέτσα και όλη τη γοητεία παλιών ακριβών σπιτιών. «Αξιολάτρευτο», σχολίασε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.
Ο Ζέντερ έφερε στα χείλη του το ποτήρι και ήπιε το υπόλοιπο ουίσκι πριν προχωρήσει και καθήσει και ο ίδιος σε μια πολυθρόνα απέναντι από τον Σεμπάστιαν. Η έκφραση του προσώπου του ήταν ήρεμη, ο ίδιος ήταν ήρεμος. Δεν φοβόταν να πεθάνει...
«Καιρό έχουμε να τα πούμε. Μπορώ να εξομολογηθώ ότι σχεδόν μου έλειψες»
Ο Ζέντερ χαμογέλασε. «Πολύ συγκινητικό, να κάνω ότι παίζω βιολί;», άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο.
«Όπως πάντα γλυκομίλητος. Εμένα δεν θα μου προσφέρεις;»
Ο Ζέντερ έγνεψε και πρόσφερε το πακέτο στον Σεμπάστιαν.
«Συνήθως δεν ρωτάω δεύτερη φορά αλλά τι ακριβώς γυρεύεις εδώ;», άρχισε να χάνει την υπομονή του.
«Αποκλείεται να θέλησα να σε επισκεφτώ;», είπε ο Σεμπάστιαν χαμογελώντας. Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και έπιασε το τσιγάρο με τα δύο δάχτυλα, σε αντίθεση με τον Ζέντερ που το κρατούσε ανάμεσα.
Ο Ζέντερ στένεψε τα μάτια του ατάραχος. «Θεωρώ πως ότι κάνεις, το κάνεις μόνο για το δικό σου συμφέρον. Μόνο για τον εαυτό σου. Οπότε όχι. Μην σπαταλάς τον πολύτιμο χρόνο μου»
«Όποιος βιάζεται τον τρώει ο δαίμονας, Ζέντερ», χαμογέλασε ο Σεμπάστιαν. «Εχθές το βράδυ, εσύ και οι σκύλοι σου σκοτώσατε τρεις δαίμονές μου. Πώς το εξηγείς και εγώ τι πρέπει να κάνω τώρα;», ρώτησε κάνοντας μια κοφτή κίνηση με το κεφάλι του και ακούμπησε την πλάτη του στην δερμάτινη πλάτη της πολυθρόνας.
«Να μας απονέμεις το Νόμπελ Ειρήνης και μετά να πας στον αγύριστο. Κάναμε αυτό που έπρεπε, αφήνοντας τα πτώματα ώστε οι κάτοικοι σε αυτήν την αναθεματισμένη πόλη να ξυπνήσουν», απάντησε ήρεμα ο όμορφος άνδρας. Έσκυψε για να αφήσει την στάχτη στο τασάκι ενώ ο καπνός δραπέτευε από τα ρουθούνια του.
Ένα γρύλισμα αποδοκιμασίας ξέφυγε από τα χείλη του καστανόξανθου άνδρα. «Μα δεν σου δίδαξε τρόπους καλής συμπεριφοράς ο Άλαν;». Το πράσινο χρώμα απέκτησε μαύρες πινελιές, μέχρι που αντικαταστάθηκε πλήρως από το σκοτάδι. «Το ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό είναι πόλεμος πλέον;»
«Καιρός ήταν. Τα παιδιά είχαν αρχίσει να βαριούνται. Τι πίστευες δηλαδή; Ότι εσύ θα έπαιρνες τα ηνία της περιοχής;». Ότι θα σου έδινα τον θρόνο μου τόσο απλά Σεμπ;
«Περίμενε λοιπόν και θα μαγευτείς από όσα θα συμβούν»
Ο Ζέντερ κοίταξε την μορφή του Σεμπάστιαν πίσω από το σύννεφο καπνού που απελευθέρωσαν τα χείλη του. Ο λευκός καπνός χόρευε δημιουργώντας καλλιγραφικές φιγούρες. «Μετά από τόσα χρόνια, έχω μάθει να ακούω όσα δεν μου λέει κάποιος...». Με μια απότομη κίνηση βρέθηκε μπροστά στον Σεμπάστιαν. Το πρόσωπό του απείχε ελάχιστα εκατοστά από το δικό του. Δεν είχε σκοπό να τον τρομάξει, μόνο να πει αυτό που ήθελε. «Μείνε μακριά της», το καθαρό βλέμμα του δεν έχανε έκφραση από τα μαύρα μάτια του. «Τόλμα να πειράξεις εκείνη ή κάποιον άλλον και θα κάνω ότι δεν έκανα χρόνια πριν», ο τόνος του σταθερός, ήρεμος.
«Ω, κοίταξε με πόσο φοβάμαι...», ψιθύρισε ο Σεμπάστιαν. «Ξέρεις, Ζέντερ, τα λόγια είναι λόγια. Κάνε το πράξη. Γιατί δεν το κάνεις τώρα; Ήρθα μόνος μου εδώ»
Ο Ζέντερ ίσιωσε το κορμί του. «Ξέρεις γιατί. Τώρα αν τελείωσες μπορείς να φύγεις», του έδειξε την είσοδο.
«Τα συναισθήματα καταστρέφουν, αδελφέ», είπε ο Σεμπάστιαν ενώ σηκωνόταν. «Και εσύ θα καταστραφείς». Ο Σεμπάστιαν έριξε το τσιγάρο στο ακριβό χαλί και το πάτησε με την μπότα του λιώνοντας το μικρό θάνατο. «Μην ανησυχείς, δεν θα σκοτώσουμε ακόμα την μάγισσα. Δεν αποτελεί απειλή και εγώ χρειάζομαι κάτι για να απασχολούμαι. Είναι όμορφη σαν την αμαρτία», το δυνατό γέλιο του γέμισε το δωμάτιο κάνοντας το σαγόνι του Ζέντερ να σφιχτεί. «Μην κάνεις έτσι αδύναμε μικρέ αδελφέ μου, δεν έκανα κάτι κακό...ακόμα. Δεν σκοπεύω να χάσω το όμορφο κεφάλι μου»
Ο αδελφός του έκανε μια γκριμάτσα. «Θα γίνει και αυτό κάποια μέρα. Ξέρεις ότι κρατώ τον λόγο μου», είπε και έφερε το τσιγάρο στα χείλη του. «Μην μπλέκεσαι στα πόδια μου και να αφήσεις ήσυχη εκείνη την κοπέλα που είναι φίλη της»
Ο Σεμπάστιαν γύρισε στην πλάτη του και άρχισε να απομακρύνεται με βήμα που έμοιαζε με ανθρώπου που του ανήκει ο κόσμος. «Άντε πνίξου Ζεντ»
Ο Ίαν που έμπαινε εκείνη την ώρα του έριξε μια λοξή ματιά. «Όλα καλά φίλε;», ρώτησε αφού τον προσπέρασε.
«Προετοίμασε την αγέλη. Θα υπάρξει πόλεμος», φύσηξε τον τελευταίο καπνό και έσβησε το τασάκι. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο σημάδι που είχε αφήσει ο αδελφός του στο χαλί.
«Εσύ που θα είσαι;», φάνηκε μπερδεμένος ο Ίαν.
«Έχω πρώτα να κανονίσω κάποιες δουλειές»
Ο Ίαν τον ακούμπησε στο ώμο, σφίγγοντας ελαφρώς. «Μην ανησυχείς αρχηγέ, μας προετοίμασες εσύ πρώτος απ' όλους»
«Και όλη την ζωή να προετοιμαζόσουν για κάτι, ποτέ δεν θα ήσουν προετοιμασμένος για την αλήθεια»
Έκοψα το κεφάλαιο στη μέση γιατί ήταν πολύ μεγάλο και ήθελα κάτι να ανεβάσω 😂
Ιουλία ♡🎈
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro