✴Κεφάλαιο 28✴
Στάθηκε ακουμπώντας το μέτωπό της πάνω στο κρύο σίδερο της πόρτας. Μέσα από το μικρό διαμέρισμα δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος, ούτε καν το παλιό γραμμόφωνο που σχεδόν κάθε μέρα γέμιζε τις σκοτεινές γωνίες της πολυκατοικίας με παλιές μελωδίες. Τίποτα. Απόλυτη νεκρική σιωπή και αυτό την φόβιζε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μάζεψε όλο το κουράγιο της. Το χέρι της κινήθηκε να χτυπήσει το κουδούνι στα δεξιά της πόρτας και το βλέμμα της καρφώθηκε στον αριθμό του διαμερίσματος.
Ο μελωδικός ήχος αντήχησε πίσω από την κλειστή πόρτα. Ένα δευτερόλεπτο...δύο...ένα λεπτό. Άκουσε βήματα να σταματούν πίσω από το εμπόδιο που είχε μπροστά της. Ο παππούς... Η πόρτα άνοιξε και η Νταϊάνα αντίκρισε έναν αγνώριστο πλέον άνδρα που την κοιτούσε έκπληκτος με μια δόση ενοχής κάπου στο θόλο χρώμα των ματιών του. Το γέρικο σώμα του είχε αδυνατίσει αισθητά και κάτω από τα μάτια του, μαύροι κύκλοι μαρτυρούσαν την αρρώστια του. Στην θέα του η Νταϊάνα ένιωσε την καρδιά της να ραγίζει σε σημεία που ήδη υπήρχαν γρατζουνιές. «Ω παππού!», αναφώνησε και όρμησε στην ανοιχτή αγκαλιά του Γκρέγκορι. Έμεινε στην αγκαλιά του έτσι για λίγη ώρα.
«Θα ήθελες να σε κεράσω κάτι; Έχω λεμονάδα και μαλακά μπισκότα βουτύρου», η φωνή του αγαπημένου ανθρώπου της ακούστηκε.
Η Νταϊάνα κάθησε μαλακά στον καναπέ. Ήξερε ότι λάτρευε αυτά τα μπισκότα και για αυτό προμηθεύτηκε από ένα μικρό μαγαζάκι τα αγαπημένα του. Έσκυψε και έβγαλε το γαλάζιο κουτί από την τσάντα της που βρισκόταν τώρα στο πάτωμα.
Ένα χαμόγελο έλαμπε στα μάτια του.
«Να φτιάξω το τσάι, εσύ κάθησε», προσφέρθηκε η κοπέλα και έκανε να σηκωθεί.
«Αγαπημένο μου παιδί, έχω ήδη ετοιμάσει ολόκληρη την κανάτα», αστειεύτηκε ο Γκρέγκορι. Η Νταϊάνα γέλασε γιατί ήξερε την αγάπη του για το τσάι. Ο παππούς έκανε μεταβολή και χάθηκε στον διάδρομο.
Μόλις έμεινε μόνη της, το γαλάζιο βλέμμα της σάρωσε το φιλικό σαλόνι. Τα πάντα βρίσκονταν στις συνηθισμένες θέσεις τους, γεμάτα αναμνήσεις στις επιφάνειες. Παρατηρώντας λίγο πιο προσεχτικά, δεν υπήρχε ίχνος σκόνης. Η μύτη της συνήθισε στην μυρωδιά κλεισούρας. Το όμορφο βλέμμα της έπεσε στο κλειστό παράθυρο. Είχε καλυφθεί με βαριά κουρτίνα, απαγορεύοντας με αυτόν τον τρόπο, ο ήλιος να αφήσει τις αχτίδες του να χαιδέψουν τις αναμνήσεις στο μικρό διαμέρισμα. Χωρίς να το πολύ σκεφτεί, διέσχισε την μικρή απόσταση που την χώριζε από τον καναπέ μέχρι την πηγή καθαρού αέρα και ζεστής. Τράβηξε τις κουρτίνες και άνοιξε το παράθυρο και με μιας το δωμάτιο μύρισε χειμώνα. Τα αυτοκίνητα που περνούσαν απέξω ακούγονταν πιο καθαρά τώρα.
Κοίταξε την γειτονιά στην οποία βρισκόταν το διαμέρισμα. Τα σπίτια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, τα δέντρα που υπήρχαν φυτεμένα είχαν ένα λευκό στρώμα στα φύλλα τους. Κάποιοι περαστικοί σταματούσαν να μιλήσουν για πολιτικά και άλλοι να σχολιάσουν κάποιοι περιστατικό που έζησαν. Ένας αναστεναγμός δραπέτευσε από τα χείλη της και καταράστηκε την μοίρα. Ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω της και η κοπέλα έστρεψε την προσοχή της στην πηγή.
Ο παππούς της είχε φέρει έναν ασημένιο δίσκο με δύο αχνιστές κούπες μαύρου τσάι. Ο ατμός έκανε όμορφες χορευτικές κινήσεις με μια μουσική που άκουγε μόνο αυτό. Ένα πιατάκι, άδειο, βρισκόταν επίσης στον δίσκο. Πρόλαβε και είδε μια λάμψη χαράς στα μάτια του και χαμογέλασε γλυκά πριν πλησιάσει.
«Παππού...», η φωνή της όσο πιο σταθερή μπορούσε. «Ήρθα για να περάσουμε τα Χριστούγεννα μαζί». Τα πόδια της την οδήγησαν ξανά στον καναπέ, δίπλα του.
Ο γεράκος ξαφνιάστηκε. «Στ' αλήθεια θα μείνεις τόσες μέρες εδώ; Μα οι γονείς σου; Ο Χάρι; Κορίτσι μου...Αν μπορούσα θα ερχόμουν όπως πάντα, όμως, δεν μπορώ να έρθω. Το ταξίδι θα με κουράσει λίγο αλλά και θα πρέπει να έρθει και άλλο άτομο μαζί μου και γενικότερα, δεν μπορώ να γίνομαι βάρος...»
Η Νταϊάνα ένιωσε να θυμώνει. «Αυτό που είπες δεν είναι σωστό. Δεν είναι καν επιχείρημα. Η μαμά θα έρθει μόλις μπορέσει. Βρήκε δουλειά και το αφεντικό της δεν της επιτρέπει να πάρει νωρίτερα άδεια. Θα έρθει όμως...Απλώς δεν ξέρω, έπρεπε να μας πεις νωρίτερα την κατάσταση. Πίστευε ότι ήσουν άρρωστος απλώς και ότι θα σε φρόντιζαν όταν εκείνη δεν θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ. Δεν είπες όμως ότι...», η φωνή της έχασε την δύναμη της και το στόμα της έκλεισε.
Ο Γκρέγκορι ένευσε. «Ότι πεθαίνω», συμπλήρωσε τα λόγια της. Ύστερα φυλάκισε το χέρι της στο κρύα, γέρικα δάχτυλα του. «Το ξέρεις ότι δεν πρέπει να στενοχωριέσαι μα ούτε και να φοβάσαι; Είμαι πολύ χαρούμενος που θα έρθετε εδώ, που ήρθες Νταϊάνα. Όμως, το ξέρεις ότι έζησα όμορφη ζωή και δεν φοβάμαι να κλείσω τα μάτια μου. Όλοι και όλα έχουν κάποτε ένα τέλος. Αυτή είναι η ζωή. Γέννηση και θάνατος. Το ξέρεις έτσι; Έχω ζήσει όσο έπρεπε», η βαθιά φωνή του προσπαθούσε να την καθησυχάσει.
Όμως η Νταϊάνα δεν ήταν έτοιμη ακόμα. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Μέσα της αρνιόταν να πιστέψει ότι θα άκουγε τελευταία φορά την φωνή του, ότι τελευταία φορά θα κατέφευγε στην αγκαλιά του, ότι τελευταία φορά θα άκουγε τα σοφά λόγια του. Ότι δεν θα υπήρχε άλλη συζήτησή τους όταν διαφωνούσαν για κάτι και στο τέλος γελούσαν. Πως χάνεις κάποιον που αγαπάς; Εκείνος φεύγει και εσύ μένεις πίσω με τις αναμνήσεις.
Τα μάτια του άνδρα παρακολουθούσαν το όμορφο πρόσωπο της εγγονής του να σκοτεινιάζει, έβλεπε κακές σκέψεις να δηλητηριάζουν το μυαλό της. «Νταϊάνα...»
Τα βουρκωμένα μάτια της γυάλιζαν από δάκρυα που αρνιόταν να αφήσει. Ο Γκρέγκορι έσφυξε τα λεπτά δάχτυλα της και άλλο και το βλέμμα της έπεσε εκεί. Τα νεανικά της χέρια μέσα στα ρυτιδιασμένα, κουρασμένα δικά του. «Μην κλαίς γλυκιά μου. Θα γινόταν κάποτε έτσι και αλλιώς. Πρέπει να μάθεις και αυτό θα είναι το τελευταίο μου μάθημα σε σένα φεύγοντας». Ήξερε ότι έπρεπε να την διώξει και να της πει να γυρίσει, να μην το ζήσει όλο αυτό, όμως ήξερε ότι αυτό θα την πληγώνει, ήξερε ότι θέλει να βρίσκεται μαζί του, για αυτό ήρθε άρον άρον. Ήταν ευτυχισμένος τώρα.
Το κεφάλι της τινάχτηκε και κοίταξε τον παππού της. Δεν ήθελε να κλαίει, δεν ήθελε να τον κάνει να νιώθει άσχημα αλλά της ήταν τόσο δύσκολο. Τον αγαπούσε τόσο πολύ. Πως συνηθίζεις το κενό κάποιου; Αυτό είναι το μάθημα; Ότι θα πονέσεις όταν θα χάσεις κάποιον, όμως θα πρέπει να σταθείς στα πόδια σου γιατί εκείνος που σε άφησε πίσω αυτό περιμένει από σένα. Οι ζωντανοί και οι νεκροί. Η ζωή και ο θάνατος. Εσύ ζεις ενώ εκείνος περιμένει από σένα να ζήσεις και για κείνον.
Η κοπέλα αγκάλιασε τον άνθρωπο που της πρόσφερε τόσα. «Δεν θέλω να είσαι μόνος σου. Έπρεπε να είχες πει», είπε η κοπέλα καθώς είχε το κεφάλι της στον ώμο του. Τα δάκρυά της μουσκεύουν το γκρίζο πουκάμισό του και τα σκούπισε προσεχτικά με τα δάχτυλα της.
«Σε αυτή τη ζωή, ο καθένας γεννιέται και πεθαίνει μόνος του», είπε. «Όμως, δεν ήμουν μόνος μου. Έχω την Ρίτα», πρόσθεσε γελώντας.
Η Νταϊάνα απεγκλωβίστηκε από τα χέρια του. «Ποιά είναι η Ρίτα;», θέλησε να μάθει ανασηκώνοντας το φρύδι της.
Ο παππούς χαμογέλασε ντροπαλά. «Είναι η νοσοκόμα μου». Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το κουτί βγάζοντας τα μπισκότα στο πιατάκι, πριν πάρει ένα και το δαγκώσει. Αυτά τα μαλακά μπισκότα ήταν ότι το καλύτερο για τα πονεμένα δόντια του.
Η Νταϊάνα κούνησε το κεφάλι της. «Τώρα έχεις και μένα», δήλωσε χαμογελώντας. Ύστερα άλλαξε τελείως το ύφος της. «Που είναι τα στολίδια; Που τα καταχώνιασες;»
Μια γκριμάτσα στόλισε το πρόσωπο του. «Ήμουν σίγουρος», γέλασε. «Μοιάζεις πολύ στην Βαλεντίνα»
Η κοπέλα τον κοίταξε αυστηρά. «Καλώς καλώς!», αναφώνησε σηκώνοντας τα χέρια του ως ένδειξη παρέτησης. «Είναι στην κορυφή της ντουλάπας στο δωμάτιό που χρησιμοποιούσες. Τώρα το έχει η Ρίτα»
Μια ώρα αργότερα το σπίτι είχε μεταμορφωθεί. Ένα πράσινο τεχνητό δέντρο βρισκόταν δίπλα στο τζάκι που έκαιγε, στολισμένο και με τα φωτάκια να αναβοσβήνουν χαρούμενα. Γιρλάντες, φωτάκια, τραπεζομάντιλα και φιγούρες τοποθετήθηκαν από το σαλόνι ως την κουζίνα. «Μήπως είναι λίγο...εεε...», άρχισε ο παππούς αλλά τον διέκοψε η κοπέλα. «Είναι Χριστούγεννα παππού και είμαι εδώ μαζί σου, είναι η Ρίτα και θα έρθει και η μαμά».
Ο Γκρέγκορι έγνεψε με το στόμα του να έχει κρυώσει στις άκρες προς τα πάνω σε ένα χαμόγελο. «Πώς πάει;», ρώτησε σε μια χαριτωμένη μίμηση του λόγου των νέων. Φαινόταν εξαντλημένος αλλά ήρεμος.
Η κοπέλα κοίταξε τη φωτιά στο τζάκι αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Καλά. Τα συνηθισμένα, σχολείο σπίτι». Και εξάλλου, τι ακριβώς να έλεγε όταν και η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει πλέον τι σκεφτόταν και πως ένιωθε.
«Τίποτα ιδιαίτερο που θα ήθελες να μου πεις; Κάτι που δεν θα μπορούσες να το πεις σε κάποιον;»
Η Νταϊάνα συνοφριώθηκε. Κάτι παρόμοιο δεν την είχε ρωτήσει και ο Ζέντερ; Πολύ περίεργος τρόπος να ρωτήσεις κάτι. «Τι εννοείς;»
Ο άνδρας την κοίταξε για λίγο προσεχτικά, το βλέμμα του στάθηκε στο λαιμό της και ύστερα στο χέρι της. «Ώστε είναι νωρίς ακόμα...Μα φυσικά! Είσαι μόλις δεκαεφτά», μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του. Η κοπέλα τον κοίταξε μπερδεμένη. «Το σημάδι πως το έπαθες;»
Ακολούθησε το βλέμμα του στην ουλή από κάψιμο. «Ξέσπασε μια φωτιά στον σταύλο και το άλογό μου παραλίγο να πεθάνει». Του διηγήθηκε όλη την ιστορία και στο τέλος ο παππούς της την κοιτούσε γελώντας. «Μα και φυσικά αυτό θα έκανες». Ο παππούς της είναι διαφορετικός από τους άλλους και η κοπέλα το λάτρευε αυτό γιατί την καταλάβαινε περισσότερο από όλους. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει τον Ντέιμον χωρίς να προσπαθήσει να τον σώσει ακόμα και με τη ζωή της. Καταλάβαινε. Και σαν να διάβασε την σκέψη της πρόσθεσε: «Το ότι καταλαβαίνω δεν σημαίνει ότι δεν θα θύμωνα αν πάθαινες κάτι», είπε και η Νταϊάνα το ήξερε.
«Ξέρεις...», άρχισε τραβώντας την προσοχή της κοπέλας. «Κατάγεσαι από μια πολύ παλιά και ισχυρή γενιά οικογενειών που αποκαλούσαν τους εαυτούς τους White Wristic». Πρόσεξε την μπερδεμένη έκφραση της εγγονής του. Την είδε να αναρωτιέται, μα σύντομα θα καταλάβαινε. Ετοιμάστηκε να τον ρωτήσει μα την πρόλαβε. «Μην με ρωτήσεις τίποτα. Κάθε πράγμα στην ώρα του και μην το ψάξεις γιατί δεν θα το βρεις»
Το μυαλό της Νταϊάνα όμως έτρεχε ήδη. Κάπου είχε συναντήσει αυτή τη φράση, σε κάποιο βιβλίο αλλά δεν θυμόταν που και πώς. Όσο και αν έσπαγε το κεφάλι της δεν μπορούσε να θυμηθεί. «Γιατί μου το λες τώρα αυτό;», παραπονέθηκε.
«Γιατί κορίτσι μου...», έβηξε εκείνος, «Πρέπει να ξέρεις τι αίμα κυλάει στις φλέβες σου»
«Το μόνο που κατάφερες είναι να μου εξάψεις την περιέργεια», δήλωσε με πείσμα, προκαλώντας ένα γέλιο στον μεγαλύτερο άνδρα.
«Να μάθεις να έχεις υπομονή. Όταν έρθει εκείνη η ώρα θα καταλάβεις τα πάντα. Μερικές φορές τρέχοντας μπροστά από την μοίρα και αναζητόντας κάτι απεγνωσμένα, καταλήγεις απλώς να το σπρώξεις πιο μακριά. Για αυτό, άσε την μοίρα να παίξει τα παιχνίδια της»
Η κοπέλα δεν απάντησε και έμεινε σιωπηλή για κάμποσα λεπτά. Έφερε την κόκκινη κούπα στα χείλη της και ήπιε μια γουλιά από το καφέ υγρό. Στα ρουθούνια της έφτανε το υπέροχο άρωμα δυόσμου ενώ το γευόταν παράλληλα. Άσε την μοίρα να παίξει τα παιχνίδια της. Η μοίρα όμως κάνει βρώμικο παιχνίδι.
«Παππού, καλύτερα να πας να ξεκουραστείς. Μας περιμένουν μεγάλες μέρες», είπε αφού έριξε μια ματιά στην ώρα.
Ο παππούς της στήριξε τις παλάμες του στα γόνατα και σηκώθηκε. «Έπρεπε να το περιμένω αυτό», αστειεύτηκε. «Κάνε μου μια χάρη να περιμένεις την Ρίτα. Πήγε μέχρι το σπίτι της. Πάω να πάρω τα φάρμακα μου», σταμάτησε και γύρισε ξανά προς την εγγονή του. «Σε ευχαριστώ που είσαι εδώ». Έκανε μεταβολή και χάθηκε ξανά στον διάδρομο, με το βλέμμα της κοπέλας στην πλάτη του.
Η Νταϊάνα έπιασε ένα κούτσουρο και το πέταξε στην φωτιά, που πεινούσε και έτρωγε αχόρταγα. Έμεινε μόνη της να κάθεται στο μπεζ χαλί, με την πλάτη στον καναπέ. Η φωτιά της έκαιγε το πρόσωπο, το δέρμα, μα δεν την ενοχλούσε. Σκεφτόταν τι να κάνει ώστε να περάσει όμορφες στιγμές ο παππούς της. Όμορφες, τελευταίες στιγμές. Κανένας δεν είναι τόσο πλούσιος ώστε να μην έχει ανάγκη ένα χαμόγελο και κανένας τόσο φτωχός ώστε να μην μπορεί να το δώσει. Ο υπέροχος παππούς της το είχε ανάγκη. Για την ώρα τα δάκρυα είχαν στερέψει. Έπρεπε να είναι δυνατή ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να σφραγίσει μέσα της τον πόνο. Ο θάνατος είναι στη ζωή, είπε στον εαυτό της. Το κινητό της άρχισε να κουδουνίζει διακόπτοντας τον μπερδεμένο χείμαρρο των σκέψεών της. Έπιασε την χρυσή συσκευή από την τσέπη του τζιν της. Το πρόσωπο και το όνομα της Σκάρλετ αναβόσβηναν στην οθόνη. Χρειάστηκε τρία δευτερόλεπτα πριν σύρει το δάχτυλο στο πράσινο κουμπί για να αποδεχτεί την βιντεοκλήση.
«Νταϊάνα; Πως είσαι;», είπε η Σκάρλετ με το που αντίκρισε το πρόσωπο της φίλης της. Πριν προλάβει να απαντήσει η εικόνα της χάθηκε, τα πράγματα στην οθόνη στριφογύρισαν και εμφανίστηκε το ανήσυχο πρόσωπο της Σαμάνθα. «Το μάθαμε από την μητέρα σου! Είσαι καλά; Εδώ είμαστε εμείς», η φωνή της ήταν χρωματισμένη με ένα μίγμα ανησυχίας και στενοχώριας.
Ακούστηκαν συρσίματα και φωνές. «Για να σου πω μπουμπούνα, είμαστε τρεις εδώ!», μια τρίτη αγανακτισμένη φωνή.
«Θέλω να την δω! Δεν είδες πως ήταν; Μπορεί να πάθει κανένα νευρικό κλονισμό ή κάτι ακόμα χειρότερο», η Σαμ φώναζε και η Νταϊάνα ήταν σίγουρη ότι κουνούσε δραματικά τα χέρια της και είχε γουρλώσει τα γαλάζια μάτια της.
«Ναι, όπως το να πέσει από τον Τάμεση;»
«Μην είσαι εκνευριστική! Σου λέω ανησυχώ για την κατάστασή της!»
«Βρε κούφιο κεφάλι γεμάτο πριονίδια, γιατί τότε είμαστε όλοι εδώ;»
«Έχετε καταλάβει ότι τσακώνεστε χωρίς λόγο; Επίσης, αφού είναι κούφιο πως γίνεται να είναι γεμάτο πριονίδια;», η τρίτη φωνή ανήκε στον Άνταμ. Η Νταϊάνα γέλασε αληθινά με τους φίλους της. Η ανησυχία τους τους είχε κάνει να λένε ανοησίες, αλλά τους λάτρευε, γιατί ακόμα και έτσι, την έκαναν να νιώθει καλύτερα και να γελάει. Όπως είχε πει ο παππούς της, ο πραγματικός φίλος έρχεται κοντά σου όταν όλος ο κόσμος απομακρύνεται.
«Ας της μιλήσουμε, να δούμε την κατάστασή της», επανέλαβε η Σαμ.
«Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά είμαι εδώ και σας ακούω», μίλησε η Νταϊάνα υπενθυμίζοντας την παρουσία της. Μεμιάς η οθόνη γέμισε με τρία συννεφιασμένα πρόσωπα.
«Συγγνώμη, εσύ πονάς και εμείς σαχλαμαρίζουμε εδώ», απολογήθηκε η Σκάρλετ ρίχνοντας μια φαρμακερή μάτια στην Σαμάνθα.
Η Νταϊάνα χαμογέλασε σφιγμένα. «Είμαι καλά και ο παππούς το ίδιο», απάντησε.
«Ντάνι;», μια διστακτική φωνή.
Η Νταϊάνα κοίταξε την ξανθιά μικροκαμωμένη κοπέλα και έκανε μια γκριμάτσα. «Όχι Σαμ, δεν θα πηδήξω από καμία γέφυρα», στριφογύρισε τα μάτια της.
Η άλλη κοπέλα ρουθούνισε. «Από εσένα όλα μπορείς να τα περιμένεις»
«Θα το εκλάβω ως κομπλιμέντο», αστειεύτηκε η Νταϊάνα και κέρδισε ένα χαμόγελο από την φίλη της.
Ο Άνταμ ξερόβηξε και τα όμορφα μάτια της Νταϊάνα έπεσαν στα καστανά δικά του. Στο καστανό χρώμα τους έβλεπε θλίψη και ανησυχία. Εκείνος την περιεργάστηκε εξίσου, φαινόταν κουρασμένη και ένα άρωμα μελανχωλίας περιτριγύριζε το σώμα της. «Θέλεις να έρθουμε κοντά σου;», τη ρώτησε.
«Λέει πολλά για μένα το ότι θα ερχόσασταν μια τέτοια εποχή του χρόνου για να ζήσετε μια τέτοια εμπειρία. Όμως, πρέπει να το αντιμετωπίσω μόνη μου και μαζί με τον παππού μου. Θα είμαι καλά, το υπόσχομαι», τρία πρόσωπα έγνεψαν με κατανόηση. Ύστερα πρόσθεσε, «Η Βίκη πως είναι; Γιατί δεν είναι μαζί σας;»
«Πήγαμε να την δούμε σπίτι της. Η καημένη είναι εξαντλημένη και ντρεπόταν αφόρητα μέχρι μου την μάλωσε η Σκάρλετ»
«Θα την πάρω τηλέφωνο. Ανησυχώ για εκείνη. Και προς θεού, να την προσέχετε». Η Βίκη δεν είχε κανένα ψυχολογικό πρόβλημα και ήταν σίγουρη για αυτό, όμως δεν ήξερε γιατί ήταν σίγουρη. Δεν θα άφηνε την Βίκη, δεν θα έχανε μια φίλη.
Αφού συζήτησαν λίγη ώρα ακόμα για την Βικτώρια, ξαφνικά το πρόσωπο της Σαμ φωτίστηκε, σα να θυμήθηκε κάτι. «Όταν έφυγες, η Καρολάιν, άρχισε να λέει...ξες τώρα τι λέει. Τι έκανες με το μαστίγιό της;»
Η Νταϊάνα ανασήκωσε ελαφρώς τους ώμους της. «Απλώς της το πέταξα»
Η Σαμ γέλασε. «Εγώ θύμωσα και το τι της είπα δεν λέγεται»
«Και το τι σου είπε δεν λέγεται», επανέλαβε στον ίδιο τόνο ο Άνταμ μιμούμενος τον ενθουσιασμό της. «Έφτασαν σε σημείο να λένε η μία στην άλλη παρδαλή κατσίκα και φαντασμένη κουρούνα»
«Σαμ, μην πέφτεις στο επίπεδό της. Είναι και πολλά τα σκαλιά και θα κουραστείς και πάθεις κάτι και τρέχουμε μετά»
Ο Άνταμ κόντεψε να πνίγει με το αναψυκτικό που έπινε και τον έπιασε βηχας. Η Σαμάνθα του έριξε μια απαξιωτική μάτια. «Μην ανησυχείς, θα μου δώσει το φιλί της ζωής ο Μπραντ»
«Ποιός Μπραντ;»
«Ο Πιτ!»
Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να της απαντήσει. Όλοι γνώριζαν την Σαμ και τις φαντασιώσεις της.
Έπαιρνε δύναμη. Το ένιωθε. Όμως, αυτό που ήξερε ήταν ότι και αυτά τα τρία άτομα είχαν ανάγκη να νιώσουν καλά, γιατί ανησυχούσαν. Αυτή η κουβέντα τους, ήξεραν πολύ καλά πόσο καλό έκαναν σε εκείνη. Είναι πολύ σημαντικό το να γνωρίζεις ότι έχεις κάποιον, που όταν σε καταβάλλει μια στενοχώρια να τρέχει κοντά σου και να κάνει τα πάντα για να χαμογελάσεις έστω για ένα δευτερόλεπτο. Ένα δευτερόλεπτο αρκεί να γαληνέψει την ψυχή, ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να καταλάβεις ότι αυτό το άτομο πρέπει να το αγαπάς με την ψυχή σου. Οι φίλοι στα δύσκολα φαίνονται.
Εκείνη την στιγμή το κινητό της έκανε έναν ήχο που ειδοποιούσε ότι κάποιος άλλος την καλούσε. Ο πατέρας της. Η καρδιά της σφίχτηκε. «Πρέπει να κλείσω. Σας ευχαριστώ πραγματικά όλους και σας αγαπώ πάρα πολύ». Δεν τους το έλεγε συχνά, να τώρα ένιωσε την ανάγκη να το ακούσουν από τα χείλη της.
«Ότι χρειαστείς μην ξεχνάς ότι ζούμε στον εικοστό πρώτο αιώνα! Υπάρχουν τα κινητά», φώναξε η Σαμ πριν τερματίσουν την κλίση.
Το κινητό έγινε ξαφνικά τόνους βαρύτερο στο χέρι της. Μη έχοντας άλλη επιλογή, έσυρε το δάχτυλο στην οθόνη. «Μπαμπά;»
«Όλα καλά αγάπη μου; Τακτοποιήθηκες; Ο παππούς σου πως είναι; Χρειάζεστε κάτι;»
Να μείνω μόνη μου για λίγο, ήθελε να του πει αλλά σιγκρατήθηκε. Τη δεδομένη στιγμή ένιωθε ένα παράπονο να την πνίγει. Ένιωθε το κενό της πατρικής παρουσίας στην ζωή της τον τελευταίο καιρό. Είχε ανάγκη τον πατέρα της και δεν το είχε καταλάβει. Η συνειδητοποίηση την χτύπησε κάνοντας την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα. Της έλειπε τρομερά. «Δεν χρειαζόμαστε κάτι. Όλα είναι καλά, θα είμαστε μια χαρά εδώ»
«Εσύ είσαι καλά;», ο Μπράιαν ρωτούσε με κάποια καθυστέρηση και η Νταϊάνα κατάλαβε πως πίσω από το ξαφνικό τηλεφώνημα βρισκόταν η μητέρα της. Μάλιστα εκείνη την ώρα θα του έκανε νοήματα. Δηλαδή ο πατέρας της πίστευε ότι ήταν καλά; Για αυτό δεν την πήρε τηλέφωνο με δική του πρωτοβουλία;
«Όχι! Δεν είμαι καλά», ξέσπασε. «Φτανει! Δεν αντέχω άλλο αυτήν την αίσθηση που με πνίγει! Δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει; Γιατί νιώθω έτσι; Νιώθω ότι...», η φωνή της κόπηκε και έσφιξε την κομψή συσκευή στο χέρι της. Ετοιμάστηκε να πει "ότι θα γίνει κάτι κακό" , όμως θα ακουγόταν ανόητη. Ήδη συμβαίνουν κακά στη ζωή της, σχεδόν κάθε μέρα. Ένιωθε απειλή, μεγάλη απειλή.
«Αγάπη μου, θέλω να...», άρχισε ο Μπράιαν αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη σκέψη του.
«Μην μου δίνεις σημασία μπαμπά. Απλώς έχουν μαζευτεί πολλά μέσα μου αυτό το διάστημα. Ξέρεις ότι δεν αντέχω την πίεση. Δεν έλεγξα τα συναισθήματα μου και κατέληξαν να με χειραγωγούν»
Άκουσε τον ανασρεναγμό του και παρόλο που δεν έβλεπε, ήξερε ότι η Σάρα θα τον κοιτούσε με απελπισία.
«Μην τα κρατάς μέσα σου τότε! Σου κάνει κακό»
«Μην με κατηγορείς για αυτό. Δεν εξαρτάται από μένα και προτιμώ τα προβλήματα μου να τα κρατάω για τον εαυτό μου». Γυρνώντας το κεφάλι της, η κοπέλα συνάντησε το βλέμμα του παππού της. Τον είχε ξυπνήσει; Άρχισε να νιώθει άσχημα.
«Νταϊάνα, δεν σε κατηγορώ. Θέλω μόνο το καλό σου», έλεγε η φωνή του πατέρα της, που κάποτε έφτανε να νιώθει την μεγαλύτερη ασφάλεια του κόσμο. Άλλωστε, κόρη και πατέρας, δεν λένε;
«Δεν ξέρω πλέον τι είναι καλύτερο και τι χειρότερο, τι καλό και τι κακό. Δεν ξέρω. Καληνύχτα μπαμπά. Πες της μαμάς να μην ανησυχεί, ξέρω ότι έχει ένα σπίτι να φροντίσει, μια δουλειά και τον Χάρι. Μόλις μπορέσει να έρθει θα την περιμένουμε. Να μην κατηγορεί τον εαυτό της. Σας αγαπώ», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Ένιωθε ότι είχε πει πάρα πολλά "σ' αγαπω" τις τελευταίες ώρες.
«Θέλεις να μιλήσεις;», ένιωσε το γέρικο χέρι στον ώμο της και ο καναπές βούλιαξε από το βάρος του Γκρέγκορι. Τι να του έλεγε; Ότι δεν ήθελε να πεθάνει; Ότι η κόρη του μαλώνει σχεδόν κάθε βράδυ με τον Μπράιαν; Ότι ο πατέρας της δεν ασχολιόταν πλέον με τα παιδιά του; Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Ήταν πάρα πολλά. Κοίταξε ξανά στα μάτια τον παππού της. Εκείνος της χαμογέλασε. «Το ότι πεθαίνω, δεν με κάνει να μην αντέχω την αλήθεια. Ξέρω ότι θέλεις να με προστατέψεις. Το ξέρω. Όμως ξεχνάς ότι μιλάω με την κόρη μου κάθε μέρα και καταλαβαίνω τι νιώθει το παιδί μου ακόμα και αν προσπαθεί να μου κρυφτεί»
Η Νταϊάνα ήξερε ότι δεν έπρεπε να πει πράγματα που απασχολούσαν την μητέρα του. Έγνεψε αρνητικά. Αυτό ήταν δικαίωμα της μητέρας της. Αυτό ήταν δικαίωμα κόρης πατέρα.
«Τότε κάτι άλλο;», τα μάτια του παππού της έλαμπαν πονηρά και η Νταϊάνα ξαφνιάστηκε.
▪️▪️▪️▪️
Ο Γκρέγκορι ανακάθησε έτσι ώστε να βλέπει την εγγονή του και όχι την φωτιά που έκαιγε, με προορισμό να σβήσει όπως και η ζωή του. Δεν τον ένοιαζε ακόμα και αν πονούσε όλο του το σώμα. Ήταν χορτάτος από τη ζωή και από εμπειρίες. Το μόνο του παράπονο, είναι ότι έχασε την Βαλεντίνα. Κοίταξε την μικρή που μιλούσε δίπλα του, παρακολουθώντας αφηρημένα τις φλόγες να χορεύουν. Έχει πολλά να περάσει ακόμα και την είχε διδάξει πολλά. Έχει δύσκολη μοίρα και ακόμα πιο δύσκολο δρόμο να διανύσει. Είναι όμως δυνατή. Θα τα καταφέρει, θα εκδικηθεί. Θα πάρει πίσω την ισορροπία και την θυσία της Βαλεντίνα. «Ο νεαρός σου έκλεψε την καρδιά με πολύ έξυπνο τρόπο», σχολίασε.
Η Νταϊάνα ανασήκωσε το φρύδι της. Το φως από τις φλόγες αντανακλούσε στα μαύρα μαλλιά της κάνοντάς τα να γυαλίζουν. «Έξυπνα;»
Ο Γκρέγκορι χαμογέλασε. Έφερε το χέρι του στο σαγόνι του και έτριψε τα ανύπαρκτα γενιά του. Πάντα ήθελε να έχει άλλα του προκαλούσαν φαγούρα. «Ναι έξυπνα. Η αδιαφορία του και ο χαρακτήρας που σου δείχνει ήταν έξυπνος τρόπος να σε σαγηνεύει»
Η κοπέλα φάνηκε να το σκέφτεται. «Η αδιαφορία του είναι αυθεντική. Απλώς έχει τύχει να βρίσκεται κοντά κάθε φορά που θα συνέβαινε κάτι. Αυτό είναι περίεργο», είπε. Έπιασε ένα μαξιλάρι του καναπέ και άρχισε να το πασπατεύει, σημάδι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον ηλικιωμένο άνδρα. «Είναι σκληρός, ψυχρός σαν παγόβουνο και πανέμορφος». Δαγκώθηκε, το τελευταίο δεν είχε σκοπό να το πει φωναχτά, αλλά ο παππούς δεν σχολίασε τίποτα. Φαινόταν να σκέφτεται κάτι.
«Και το αγόρι με το οποίο έχεις σχέση αυτό το διάστημα;»
«Δεν ξέρω καν αν αυτό είναι κανονική σχέση. Μου αρέσει, είναι το ακριβώς αντίθετο του άλλου, αλλά δεν νιώθω τόσο έντονα συναισθήματα κοντά του. Λείπει αυτή η φωτιά, γιατί δίπλα του νιώθω μια φλόγα. Έχω ήδη καεί μια φορά», κοίταξε το χέρι της, «Και ξέρω ότι πονάει πολύ». Ξεφύσηξε και έριξε το κεφάλι της στο μαξιλάρι στα πόδια της. «Τα έχω κάνει χάλια παππού», βόγγυξε. Η φωνή της ακούστηκε πνιχτή λόγο του μαξιλαριού.
Ένιωσε το χάδι του παππού στην πλάτη της και εμφάνισε το πρόσωπό της από το μαξιλάρι.
«Δεν μπορώ να γνωρίζω τις σκέψεις του νεαρού. Βλέπω ξεκάθαρα ότι φοβάσαι, ότι είσαι ερωτευμένη μαζί του. Όμως, το μόνο που θα πω είναι ότι μόνο εσύ γνωρίζεις τι είναι καλό για σένα. Το να μείνεις με εκείνον που είσαι και που σε κάνει κατά κάποιον τρόπο ευτυχισμένη ή να περιμένεις να δεις τι θέλει αυτός ο νεαρός»
Κατά κάποιον τρόπο ευτυχισμένη. Είναι ευτυχισμένη με τον Σεμπάστιαν; Αξίζει να τον διώξει από την ζωή της για ένα όνειρο; Δεν ήξερε.
Το βλέμμα της χωρίς να το καταλάβει είχε σκοτεινιάσει. Το υπέροχο γαλανό είχε μετατραπεί σε βιολετί. Ο Γκρεγκ παρακολουθούσε σαν γεράκι τις αντιδράσεις της. «Τι συμβαίνει Νταϊάνα; Ποιές σκέψεις σε βύθισαν στον πάτο του ωκεανού;»
«Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω. Έχω τόσα πολλά στο μυαλό μου, που κοντεύει να σκάσει», σταμάτησε για μια στιγμή, «Δεν ξέρω τι θα κάνω χωρίς εσένα. Όλες οι συμβουλές σου, η παρουσία σου, μου είναι τόσο σημαντικά όλα. Τόσο απροειδοποίητα...», πέρασε τα δάχτυλα της μέσα στα μαλλιά της ανακατεύοντας τις μπούκλες της.
Ο Γκρεγκ ξερόβηξε. «Γλυκό μου παιδί. Αυτά τα πράγματα δεν μπορούσες να τα προβλέψεις, έρχονται απροειδοποίητα, όπως είπες. Ο κίνδυνος πάντα καραδοκεί και παραμονεύει, άλλωστε αυτή είναι η αγωνία της ζωής και η γοητεία της»
Για άλλη μια φορά τα λόγια του δρούσαν σαν βαλεριάνα στις αισθήσεις της. Όλες αυτές οι φράσεις θα μπορούσαν να γραφτούν σε βιβλίο σαν αποφθέγματα. Ο παππούς της, τόσο λογικός και έξυπνος και η ψυχή του σαν ήρεμο ποτάμι. Μακάρι να του έμοιαζε όμως η δική της η ψυχή ήταν ενεργό ηφαίστειο. Δεν ήθελε εκείνος να πεθάνει, όχι ακόμα τουλάχιστον.
«Νταϊάνα, απελευθέρωσε το μυαλουδάκι σου απ' όλες τις σκέψεις που δεν έχουν λύση. Η λύση έρχεται απρόσμενα και στην ώρα της», και ύστερα πρόσθεσε γλυκά, «Κανένας δεν ξεφεύγει από την μοίρα»
Η Νταϊάνα έγνεψε. Όσο και αν τρέξεις, όσο γρήγορα και και αν πας, η μοίρα θα είναι ένα βήμα πιο μπροστά γελώντας.
Ένα κλειδί ακουγόταν στην πόρτα και μια πόρτα που άνοιγε της τράβηξε το ενδιαφέρον. «Αν είναι δυνατόν! Ακόμα ξύπνιος είσαι Γκρεγκ;», αναφώνησε η γυναίκα που μόλις μπήκε, με μάτια τεράστια από την έκπληξη. Δεν είχε παρατηρήσει την Νταϊάνα πίσω του και η κοπέλα είχε την ευκαιρία να την περιεργαστεί. Ήταν μια γυναίκα το πολύ πενήντα τριών ετών, στρουμπουλή και κοντούλα και με μαλλιά πιασμένα σε αυστηρό σινιόν στη βάση του κεφαλιού της. Η Ρίτα έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα και ύστερα στράφηκε στον παππού με ένα ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Η ώρα είναι έντεκα...περασμένες έντεκα!», αναφώνησε και πάλι κοιτώντας το ίδιο ρολόι στον τοίχο με την Νταϊάνα. «Απαιτώ να πας αμέσως να ξεκουραστείς! Ο οργανισμός σου δεν σηκώνει πολλά πολλά». Τα κάστανα μάτια της ενέπνεαν τρυφερότητα και καλοσύνη παρά τον αυστηρό τόνο της.
Η Νταϊάνα ένιωθε αμηχανία και λίγο υπεύθυνη για το ξενύχτι του παππού της, μα οι διαμαρτυρίες του παππού της της έδειχναν ότι ήθελε να βρίσκεται δίπλα της. Τα μάτια της γυναίκας έπεσαν πάνω της και η Νταϊάνα χαμογέλασε απολογητικά. «Είμαι η Νταϊάνα, η εγγονή του παππού», μουρμούρισε αμήχανη.
«Ώ έχω ακούσει πάρα πολλά για σένα κορίτσι μου! Μόλις τον βάλω για ύπνο θα τα πούμε», χαμογέλασε καλοσυνάτα και κοίταξε αυστηρά τον παππού με τα χέρια στη μέση.
Η κοπέλα έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο του παππού και ψιθύρισε καληνύχτα, ελπίζοντας να μην είναι η τελευταία φορά. Κάθησε πίσω στον καναπέ να περιμένει την Ρίτα. Αισθανόταν και η ίδια κουρασμένη και ήθελε να κοιμηθεί, παρόλο που ήταν νωρίς για εκείνη.
Η μεγαλύτερη γυναίκα μπήκε στο σαλονάκι και στάθηκε απέναντι στην Νταϊάνα, η οποία άργησε λίγο να την αντιληφθεί καθώς ταξίδευε στα σύννεφα για άλλη μια φορά. «Συγγνώμη, δεν σου συστήθηκα»
Η Νταϊάνα πετάχτηκε όρθια και αγκάλιασε την γυναίκα ξαφνιάζοντάς την. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που φροντίζετε τον παππού μου, σας οφείλω πολλά»
«Καταρχάς, μην μου μιλάς στον πληθυντικό, νιώθω πολύ μεγαλύτερη εστί», αστειεύτηκε η γυναίκα ελαφρύνοντας το κλίμα. «Να με φωνάζεις σκέτο "Ρίτα"». Η Νταϊάνα έγνεψε. «Μην με ευχαριστείς για τίποτα. Ο παππούς σου δεν είναι απλά ασθενής μου αλλά και φίλος μου. Και επίσης, σου έχει μεγάλη αδυναμία και τώρα βλέπω το γιατί»
Η Ρίτα άρχισε να κατευθύνεται προς την κουζίνα και η Νταϊάνα την ακολούθησε στον μικρό διάδρομο. «Μπορώ να ρωτήσω κάτι;»
«Ότι θες χρυσό μου», είπε κεφάτα. Άνοιξε το ψυγείο και άρχισε να ψάχνει το εσωτερικό του.
Δεν ήθελε να την στενοχωρήσει, έτσι ρώτησε το δεύτερο πράγμα που είχε στο μυαλό της. «Ρίτα, θέλω να πάρω τον παππού και εσένα φυσικά και να κάνουμε βόλτα στο Λονδίνο όπως κάνουμε πάντα. Είναι η αγαπημένη μας πόλη. Απλώς, τώρα με την κατάστασή του...», η φωνή της τρεμούλιασε από το παράπονο, «Δεν ξέρω τι ακριβώς μπορούμε να κάνουμε, ποιά είναι τα όρια»
Η Ρίτα άφησε το ψάξιμο και κοίταξε την κοπέλα. «Η λευχαιμία τον σκοτώνει γρήγορα και πραγματικά, είναι πολύ τυχερός που σε έχει. Αν είχε αποφασίσει να πάει καιρό νωρίτερα θα είχε σωθεί. Τώρα είναι δυστυχώς στο τελικό στάδιο», τράβηξε μια καρέκλα και έκατσε απέναντι στην συντετριμμένη κοπέλα. «Το μόνο που θα πρέπει να προσέξουμε να ξεκουράζεται καθώς τα συμπτώματα που έχει είναι κόπωση, πόνοι στα οστά και στις αρθρώσεις, επίσης, να μην ανεβάσει πυρετό. Όμως μια βόλτα θα ήταν ότι πρέπει για την ψυχολογία του», κατέληξε με βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Έχει ζήσει παρόμοιες καταστάσεις όμως εξακολουθούσε να μην αντέχει να βλέπει τον πόνο στα μάτια των συγγενών. Και αυτή η όμορφη κοπέλα είχε πολύ στα μάτια της. «Είμαι νοσοκόμα από τα νιάτα μου. Είδα πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν, να πονούν, να υποφέρουν και άλλους τόσους να γυρνάνε σπίτι τους υγιής. Έχω δει πολλά αλλά συνεχίζει να με θλίβει ο πόνος που αφήνει πίσω του το άτομο που φεύγει». Έκανε μια κοφτή κίνηση με το χέρι της σκίζοντας τον αέρα. «Τι κάθομαι και σου λέω τώρα χρυσό μου; Πεινάς;»
Η Νταϊάνα έγνεψε αρνητικά.
«Τότε πήγαινε να κοιμηθείς, ίδια φάντασμα είσαι»
«Ω, μην ανησυχείς, πάντα έτσι είμαι»
Η Ρίτα παρακολουθούσε την κοπέλα μέχρι να φύγει. Μετά από τόσα χρόνια συναναστροφής με ανθρώπους είχε μάθει να τους χαρακτηρίζει με την πρώτη ματιά. Είχε όμορφη ψυχή, όμως πάρα πολλή θλίψη στα μάτια.
Τα χαρακτηριστικά της, της θύμιζαν την κόρη της. Αισθάνθηκε σφίξιμο στην καρδιά της στην αναφορά στην κόρη της. Άραγε, θα γύριζε κοντά της ποτέ;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro