Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

✴Κεφάλαιο 25✴

«Ναι μαμά. Ναι, είναι όλα εντάξει. Αποφασίσαμε να πάμε σινεμά», είπε η Νταϊάνα ενώ στεκόταν στο διάδρομο του σπιτιού της Σκάρλετ. Κρατούσε το ακουστικό με το ένα χέρι και με τα δάχτυλα της έπαιζε με το καλώδιο του παλιού μπεζ, σταθερού τηλεφώνου. Το χτυπημένο χέρι της ακόμα της χάριζε αραιά και που σουβλιές πόνου.

«Και τι ώρα θα γυρίσετε;», ρώτησε από την άλλη άκρη της γραμμής η Σάρα.

Η Νταϊάνα σήκωσε το βλέμμα στο ταβάνι με απόγνωση. «Ο,τι ώρα τελειώσει το έργο». Μια μικρή καφέ αράχνη έπλεκε τον ιστό της ακριβώς πάνω από το κεφάλι της. Βλέποντας την, θα μπορούσε να παρομοιάσει κάθε άνθρωπο με μια αράχνη. Όλοι ανήκουν σε ένα διαφορετικό είδος αράχνης. Με δηλητήριο ή χωρίς, επικίνδυνες ή φιλήσυχες. Όλες ύφαιναν τον δικό τους ιστό. Άλλες μικρό, άλλες μεγάλο, άλλες έναν και άλλες πολλούς. Σε αυτό το εύθραυστο, διάφανο νήμα, οι άνθρωποι πιάνουν και χάνουν ευκαιρίες που τους καθοδηγούν στην δημιουργία της πορείας τους πάνω στη Γη.

«Και τι έργο θα δείτε;», ακούστηκε η φωνή της μητέρας της από το μικρόφωνο.

Η Νταϊάνα μετατόπισε ανυπόμονα το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο. Σκέφτηκε να κάνει πλάκα λέγοντας ότι θα παρακολουθούσαν την ταινία "50 Αποχρώσεις Του Γκρι" και δάγκωσε το χείλος της, γιατί η μητέρα της πρώτα θα λιποθυμούσε και μετά θα σκεφτόταν ότι η σεζόν της ταινίας έχει περάσει. Εξάλλου είχε διαβάσει τα βιβλία της Ε. Λ. Τζέιμς και αναρωτιόταν αν ήταν η μοναδική που θύμωνε απίστευτα με την Αναστάζια Στιλ. «Δεν ξέρω ακόμα. Θα δούμε φτάνοντ...», η φωνή της κόπηκε και έμεινε να κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

Μια από τις πόρτες του στενού -με τις πολλές οικογενειακές και όχι μόνο φωτογραφίες στους τοίχους- διαδρόμου άνοιξε και εμφανίστηκε ένα ψηλό αγόρι που φορούσε μόνο τα απαραίτητα. Δεν είχε προσέξει ακόμα την Νταϊάνα. Η φωνή της μητέρας της ακουγόταν τσιριχτή από το ακουστικό και η Νταϊάνα ψέλισε στα γρήγορα: «Συγγνώμη, πρέπει να κλείσω. Με φωνάζουν». Και λες και η Σάρα μπορούσε να δει από τις μικροσκοπικές τρυπούλες του ακουστικού, πριν προλάβει να διαμαρτυρηθεί η Νταϊάνα τοποθέτησε το ακουστικό στη βάση του και γύρισε προς την κουζίνα.

Μπαίνοντας στην σύγχρονη, σχετικά με το παλιό σταθερό τηλέφωνο, κουζίνα την υποδέχτηκαν οι φωνές των κοριτσιών.

«Μα τι μου λες; Είμαι δυνατόν να υπάρχει σπίτι χωρίς τα απαραίτητα;», αναφώνησε η Σαμάνθα καθώς βροντούσε μια κατσαρόλα στον πάγκο της κουζίνας.

«Εννοείς πως είναι απαραίτητο να έχεις μπούκοβο; Αν δεν έχεις δηλαδή δεν θεωρείσαι μαγείρισσα; Μα τι 'ναι το μπούκοβο;», ρώτησε η Σκάρλετ την Νταϊάνα με νεύρο.

«Σκάρλετ, πολύ θα ήθελα να συζητήσουμε για το μέλλον σας ως νοικοκυρές αλλά στον διάδρομο υπάρχει ένας μισόγυμνος άνδρας», είπε χαμηλόφωνα η Νταϊάνα διακόπτοντας τον καυγά των κοριτσιών.

Η Σαμ παράτησε το ψάξιμο και κοίταξε με ανανεωμένο ενδιαφέρον την Νταϊάνα. «Που 'ναι τον;», ρώτησε έχοντας μια πονηρή έκφραση στο παιδικό πρόσωπό της. Η Νταϊάνα της έδειξε με το χέρι πως της είχε στρίψει.

Η Σκάρλετ σήκωσε τα χέρια της με αγανάκτηση, φυσώντας μια κόκκινη τούφα μαλλιών που είχε πέσει στα μάτια της. Άλλοτε, είχαν ήρεμο χρωματισμό στο φύλλο ελιάς, τώρα όμως γυάλιζαν εκνευρισμένα. «Ε τώρα τα έχω δει όλα!», αναφώνησε. «Σηκώθηκε πριν τις οχτώ ο Ντάνιελ;»

«Ντάνιελ; Εννοείς τον αδελφό σου;», ρώτησε η Σαμ καθώς τα μάτια της σπίθιζαν. Τίναξε τα μακρυά, ξανθά μαλλιά της και ίσιωσε την αόρατη γραβάτα της. Η Νταϊάνα γέλασε.

«Κάτω τα χέρια από τον αδελφό μου!», άστραψε και βρόντηξε η Σκάρλετ.

«Μην φωνάζετε κορίτσια. Να 'μαι, όλος δικός σας». Η πόρτα της κουζίνας είχε γεμίσει με τη ψηλή παρουσία του μεγάλου αδελφού της Σκάρλετ. Εξακολουθούσε να φοράει μόνο τα απαραίτητα. Δεν φαινόταν να έχει ξυπνήσει μόλις τώρα. Τα μάτια του γυάλιζαν γεμάτα όρεξη και διάθεση. Είχαν την ίδια απόχρωση με της αδελφής του. Μόνο που τα μαλλιά του δεν είχαν το χρώμα της ώριμης φράουλας αλλά καστανό.

Η Σκάρλετ όρμησε πάνω στον αδελφό της τραβόντας τον έξω από την κουζίνα παρά τις διαμαρτυρίες του. «Έλα να σουλουπωθείς λιγάκι γιατί ή από υπερβολική βλακεία ή από ξανθιά θα πας εσύ»

Μόλις έμειναν οι δυο τους, η Σαμ με την Νταϊάνα ξέσπασαν σε γέλια. Η πρώτη έπιασε ξανά την κατσαρόλα και άρχισε να ψάχνει στα ντουλάπια για κάποιο μπαχαρικό. «Πολυ ωραίος τόσο μπροστά όσο και πίσω», σχολίασε. Η Νταϊάνα στριφογύρισε τα μάτια της και βάλθηκε να τσιμπάει λίγο την σαλάτα που είχε κόψει προηγουμένως η Σαμ. Κάθησε σε μια από τις καρέκλες του μικρού στρογγυλού τραπεζιού και παρακολουθούσε τις κινήσεις της φίλης της.

Η Σκάρλετ μπήκε φουριόζα στην κουζίνα μετά από πέντε λεπτά. «Τελικά δεν αποφασίσαμε το είδος της ταινίας που θα δουμε», ενημέρωσε καθώς κοιτούσε κάτι στην οθόνη του κινητού της που δονήστηκε πάνω στο τραπέζι.

«Πάντως όχι από αυτές που το ποπ κορν ακούγεται πιο δυνατά από την ταινία», σχολίασε η Νταϊάνα. «Η Βίκη θα αργήσει;»

«Μόλις έστειλε μήνυμα. Σε λίγη ώρα θα είναι εδώ». Η πρασινομάτα έκατσε στην καρέκλα δίπλα στην Νταϊάνα. «Τι λέτε για θρίλερ;»

«Θρίλερ η μικρή μου αδελφή; Όχι όχι. Ανησυχώ για την ψυχική σου υγεία». Ο Ντάνιελ μπήκε στην κουζίνα γεμάτος κέφι. Ντυμένος προς μεγάλη απογοήτευση της Σαμ. «Με τόσο ωραίες φίλες χρειάζεστε κάποιον να σας προστατεύει, έναν ήρωα ή έναν ιππότη ας πούμε. Εσείς τα κορίτσια ονειρεύεστε ιππότες με λευκά άλογα», έκλεισε το μάτι στην Νταϊάνα.

Το γαλανό βλέμμα της έπεσε ξανά στο μαγείρεμα της Σαμ. Πρώτον ήταν ο αδελφός της κολλητής της και δεύτερον δεν την ένοιαζε κανένα άλλο αγόρι εκτός από...από... Ούτε εσύ ξες τι θες, μουρμούρισε το διαβολάκι. Αυτόν δεν τον είχε διώξει;

«Οπότε λέω να έρθω μαζί σας», συνέχισε ο Ντάνιελ αρπάζοντας ένα αγγουράκι από την πιατέλα με την σαλάτα.

«Εσύ να κάτσεις στα αβγά σου», του αντιγύρισε η αδελφή του δίνοντας ένα μικρό χτυπηματάκι στο χέρι του. «Και επίσης πιο πολύ σε Ακέφαλο Καβαλάρη φέρνεις. Στην περίπτωσή σου σε Ξεβράκωτο Καβαλάρη, μιας και έχεις ακόμα το κεφάλι σου. Άχρηστο είναι έτσι και αλλιώς». Τον κοίταζε από την κορυφή ως τα νύχια με βλέμμα ανωτερότητας.

Ο Ντάνιελ περιορίστηκε στο να της κάνει μια γκριμάτσα κοροϊδεύοντας την και εκείνη την στιγμή τα δύο αδέλφια έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους.

Την επόμενη μισή ώρα έκατσαν όλοι μαζί να δοκιμάσουν την "μαγειρική" της Σαμάνθα. «Πως σας φαίνεται;», ρώτησε μόλις δοκίμασαν μια πιρουνιά.

Η Σκάρλετ άφησε κάτω το πιρούνι της και την κοίταξε ειρωνικά. «Πόσο δύσκολο είναι να βράσεις ένα νερό και να το προσθέσεις σε ήδη έτοιμο φαγητό;»

Η Σαμ έκανε μια γκριμάτσα. «Και πάλι θέλει τεχνική και φαντασία να ξες πόση ώρα πρέπει να αφήσεις το νερό στα νουντλς», έκανε δήθεν θιγμένη. «Και επίσης δεν φταίω εγώ που δεν έχεις μπαχαρικά στο σπίτι σου. Θα έφτιαχνα μια μακαρονάδα με ιδιαίτερη ιταλική σάλτσα», πρόσθεσε.

«Κορίτσια μην αρχίζετε...»

«Και το μπούκοβο που κολλάει; Και συγγνώμη άλλη φορά θα φέρω όλα τα μπαχαρικά της αγοράς», συνέχισε απτόητη η Σκάρλετ. Οι δύο κοπέλες είχαν παρατήσει, η μια τα νουντλς με γεύση κοτόπουλο και η άλλη την σαλάτα και κοιτούσαν εκνευρισμένες η μία την άλλη. Ο Ντάνιελ από την άλλη συνέχισε να τρώει και να παρακολουθεί λες και έβλεπε κάποια μεξικάνικη σαπουνόπερα.

Το κουδούνι της εισόδου ήχησε διακόπτοντας το μπουρίνι που είχε ξεσπάσει στο τραπέζι της κουζίνας.

«Εγώ πάω να ανοίξω», δήλωσε η Σκάρλετ και εξαφανίστηκε από τον χώρο. Η Σαμ την ακολούθησε προφανώς για να πάει στο δωμάτιο της Σκάρλετ.

Η Νταϊάνα σηκώθηκε από το τραπέζι. Πήρε το δικό της πιάτο και της Σαμ και τα πήγε στον νεροχύτη. Έστριψε την βρύση στο κόκκινο κυκλάκι και το ζεστό νερό κύλησε πάνω στα χέρια της και την γαλάζια πορσελάνη.

«Να έρχεσαι πιο συχνά στο σπίτι. Δεν βλέπω συχνά φίλες της Σκάρλετ και τώρα που σας γνώρισα θα χαιρόμουν πολύ να σας βλέπω», άκουσε πίσω της την φωνή του Ντάνιελ συνοδευόμενη από τον ήχο του πιρουνιού πάνω στην πορσελάνη.

«Όποτε ερχόμαστε εσύ είτε λείπεις είτε κοιμάσαι. Οπότε δεν ξέρω αν τύχει ξανά», του απάντησε η Νταϊάνα καθώς έπλενε τα πιάτα. Ο Ντάνιελ ήταν πολύ συμπαθητικό αγόρι, με χιούμορ και εξυπνάδα όπως και η Σκάρλετ και θα της άρεσε να τον γνωρίσει αν οι προθέσεις του δεν ήταν αυτές που είναι. Ναι ήταν εμφανίσημος σαν την αδελφή του αλλά η Νταϊάνα δεν ενδιαφερόταν. Ένιωθε το βλέμμα του να την καίει όσο ήταν με γυρισμένη την πλάτη και αυτός της προκαλούσε νευρικότητα. Δεν της άρεσε ποτέ κάποιος να κοιτάζει όταν έκανε κάτι. Ούτε όταν διαβάζει, ούτε όταν ζωγραφίζει ούτε όταν κάνει κάποια δουλειά. Το μισούσε. Πάνω στην απροσεξία της ακούμπησε τον λερωμένο πάγκο και το κοντό, πλεκτό φόρεμα της λερώθηκε με μια αποτυχημένη σάλτσα της Σαμ. «Γαμώτο...», ψιθύρισε.

«Θα έπρεπε να είσαι πιο προσεχτική», άκουσε την φωνή του Ντάνιελ ακριβώς πίσω της αυτή τη φορά. Το στήθος του ακούμπησε την πλάτη της καθώς έσκυψε να αφήσει και το δικό του πιάτο στον νεροχύτη. «Μείνε έτσι όπως είσαι»

«Είναι εντάξει. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Εγώ φταίω», έκανε να απομακρυνθεί από την αγκαλιά του μα ο Ντάνιελ της πέρασε στη μέση μια λευκή πόδια με ραμμένα τριαντάφυλλα πάνω στο ύφασμα της. Έσφυξε σαν ζώνη γύρω από το μαύρο φόρεμα τα λευκά κορδόνια.

Η Νταϊάνα ξέφυγε και τον κοίταξε στα μάτια. «Ευχαριστώ αλλά...», άρχισε να λύνει την ποδιά. «Συνέχισε εσύ. Εγώ κουράστηκα», πέρασε την ποδιά από το κεφάλι του Ντάνιελ και έφυγε από το δωμάτιο πριν προλάβει να την σταμάτησε. Άκουσε πριν κλείσει την πόρτα του δωματίου της Σκάρλετ το γέλιο του και το νερό να τρέχει πάλι. Τον συμπάθησε τελικά.

Μέσα στο δωμάτιο μαινόταν ο Γ' Παγκόσμιος. Η Νταϊάνα έσκυψε για να αποφύγει μια ιπτάμενη φούστα και έκατσε στο κρεβάτι δίπλα στην Σκάρλετ. Πάνω στο ημίδιπλο κρεβάτι ένας σωρός από ρούχα δημιουργούσε την οροσειρά των Άλπεων. Η Σαμ προσπαθούσε να βρει κάτι στην ντουλάπα της Σκάρλετ που να ταιριάζει στην Βίκη, μιας και έχουν τον ίδιο σωματότυπο. Η Νταϊάνα έκανε ένα νεύμα στην Σκάρλετ και εκείνη απλώς ξεφύσηξε.

«Νταϊάνα, ευχαριστώ. Ειλικρινά δεν θα το πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσα να κάνω ιδιαίτερα με τον Άνταμ», ένα ζευγάρι γκρίζα μάτια καρφώθηκαν λάμποντας στο πρόσωπο της Νταϊάνα.  «Ο Άνταμ μου αρέσει και...», η Βικτώρια δεν συνέχισε καθώς το πρόσωπο της βάφτηκε με το ίδιο χρώμα που είχαν οι τοίχοι του δωματίου. Η Νταϊάνα της χαμογέλασε.

Η Σκάρλετ λάτρευε το κόκκινο χρώμα. Ο ένας τοίχος όμως ήταν βαμμένος με μπογιά μαυροπίνακα. Η Σκάρλετ είχε γράψει πολλά στιχάκια πάνω σε αυτόν με κιμωλία. Υπήρχαν και ζωγραφιές της Νταϊάνα, κάτι ορνιθοσκαλίσματα της Σαμ και πολλά άλλα που όσο τα κοιτούσε τόσο το μυαλό της πλημμύριζε με αναμνήσεις. Σε μια άλλη γωνιά του κόκκινου τοίχου υπήρχαν πολλές φωτογραφίες δικές τους, κολλημένες η μία δίπλα στην άλλη. Χαλί δεν υπήρχε πάνω στο ξύλινο πάτωμα, μόνο ρούχα πεταμένα.  Η Νταϊάνα περιεργάστηκε για πολλοστή φορά το δωμάτιο της Σκάρλετ: λευκές κουρτίνες με το ρολόι του Μπιγκ Μπεν ζωγραφισμένα πάνω, μια μικρή βιβλιοθήκη, ένας καθρέφτης με όλα τα καλλυντικά, τις κρέμες και τα κοσμήματα, ένα μαύρο ρολόι τοίχου, μια ψηλή, ξύλινη ντουλάπα με μια Σαμάνθα να ψάχνει σαν λαγωνικό το εσωτερικό της, ένας τεράστιος μπεζ, λουτρινος σκύλος στο πάτωμα και ένα γραφειάκι με ένα λάπτοπ, πορτατίφ και βιβλία. Απλό αλλά όμορφο.

«Φτάνει να το σκέφτεσαι συνέχεια», είπε η Νταϊάνα όταν παρατήρησε την Βίκη να δαγκώνει αγχωμένη τα νύχια της.

Η Σαμ γύρισε και την κοίταξε. «Η Ντάνι έχει δίκιο», της είπε. «Θα σου βρούμε τώρα κάτι. Θα πρέπει να είναι απλό ώστε να μην σκεφτεί ότι έψαχνες ώρες τι να φορέσεις γιατί αλλιώς θα δει ότι λιώνεις για αυτόν. Οπότε θα βρούμε κάτι όμορφο και...Μα τι 'ναι αυτό;», αναφώνησε ξεκρεμώντας μια μάλλινη ζακέτα σε μουντό καφέ χρώμα. Την κοίταξε αηδιασμένη. «Την προορίζεις για εκδρομές με το γηροκομείο;»

Η ώρα περνούσε και η Σαμ όλο άλλαζε γνώμη για την καταλληλότητα των ρούχων. Τα κορίτσια είχαν βαρεθεί να περιμένουν. Η Βίκη είχε ακουμπήσει την πλάτη στον τοίχο και τα πόδια στο πάτωμα και παρακολουθούσε την Σαμάνθα, η Σκάρλετ είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι και διάβαζε κάτι στο ίντερνετ ενώ η Νταϊάνα κοίταζε μη ξέροντας πως να νιώσει την οθόνη του δικού της κινητού. Ένα μήνυμα από τον Σεμπάστιαν βρισκόταν στις ειδοποιήσεις της. "Θα σε περιμένω την Τετάρτη στις οχτώ έξω από το σπίτι σου".

Η κοπέλα έμεινε να το κοιτάζει για λίγο. Μετά την φωτιά η Νταϊάνα δεν τον είχε δει καθόλου. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι θα την περιμένει την Τετάρτη. Άραγε τι έχει σκεφτεί; Που θα πάνε; Ένιωσε μια σπίθα χαράς μέσα της αλλά παράλληλα και άγχος.

«Αυτό είναι!», αναφώνησε η Σαμ ξαφνικά κάνοντας τις υπόλοιπες να τιναχτούν τρομαγμένες.

Τελικά η Βικτώρια ήταν έτοιμη σε δέκα λεπτά. Η Σαμ είχε κάνει ένα θαύμα με τα μαλλιά και το ντύσιμο της. Είχε αφήσει λυτά τα ίσια, καστανά μαλλιά της και φούντωσε ελάχιστα τις αφέλειές της με το σεσουάρ και τέλος τόνισε λίγο τα αμυγδαλωτά μάτια της με μάσκαρα. Μια όμορφη μαύρη φούστα, ψηλόμεση με ένα κόκκινο απλό μπλουζάκι έντυναν το σώμα της τονίζοντάς το όμορφα. Για παπούτσια φορούσε τα μαύρα μποτάκια της. Ήταν απλή αλλά όμορφη. Η Βίκη χαμογελούσε ευτυχισμένη.

«Τι ώρα πρέπει να είσαι εκεί;», ρώτησε η Σκάρλετ ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της. «Είναι οχτώ και σαράντα»

«Χριστέ μου! Θα έρθει να με πάρει σε είκοσι λεπτά από το σπίτι μου! Τουλάχιστον έχω τακτοποιημένη τη τσάντα μου», αναφώνησε η Βίκη. Άρχισε να βαδίζει πάνω κάτω γεμάτη αγωνία.

Τα τρία κορίτσια όρμησαν να την ηρεμήσουν. «Σταμάτα να ανησυχείς. Άμα γίνει κάτι πάρε τηλέφωνο και θα έρθουμε αμέσως»

«Όλα θα πάνε καλά, απλώς να είσαι ο εαυτός σου»

Η Σκάρλετ έπιασε την Βίκη από το χέρι και την τράβηξε προς την έξοδο. Η Βίκη ίσα που πρόλαβε να χαιρετήσει και να αγκαλιάσει την Νταϊάνα. «Θα σε πετάξω με το αυτοκίνητο γρήγορα εγώ», της έλεγε η κοκκινομάλλα.

Όταν η εξώπορτα έκλεισε οι άλλες δύο κοπέλες βάλθηκαν να τακτοποιήσουν το δωμάτιο που έμοιαζε με βομβαρδισμένο τοπίο.

«Πιστεύεις πως θα γίνει κάτι;», έσπασε την σιωπή η Σαμ. Δίπλωσε ένα μπλουζάκι και το έβαλε στην στοίβα με τα κοντομάνικα. 

«Δεν ξέρω. Σε αυτή την περίπτωση τα πράγματα είναι λιγάκι μπερδεμένα. Ελπίζω γιατί η Βίκη το αξίζει, το ίδιο και ο Άνταμ», είπε αναστενάζοντας η Νταϊάνα.

Η Σαμάνθα ακούμπησε ένα φόρεμα δίπλα της στο κρεβάτι και κοίταξε την Νταϊάνα. «Συμβαίνει κάτι;», ρώτησε η κοπέλα. Ήξερε την φύση της ερώτησης πριν καν οι λέξεις ξεφύγουν από τα ροζ χείλη της Σαμ.

«Θα ήθελες να μου μιλήσεις για τον Σεμπάστιαν;»

Η Νταϊάνα δεν είχε κρύψει τίποτα από τις φίλες της, εκτός από τις πιο βαθιές σκέψεις της. Αυτές ήταν αλυσοδεμένες μέσα στο μυαλό της και ανήκαν μόνο στην ίδια. «Τι θέλεις να μάθεις;»

«Νιώθεις αλήθεια πράγματα για εκείνον;», ζήτησε να μάθει η Σαμ.

Η Νταϊάνα έμεινε σιωπηλή. Ένιωθε σίγουρα κάτι; Όταν είχε χορέψει μαζί του την πρώτη φορά ένιωσε όμορφα και δεν ήθελε να τελειώσει το τραγούδι. Όταν όμως χόρεψε την δεύτερη φορά διψούσε για το φιλί του. «Δεν είμαι σίγουρη. Ξέρω όμως ότι περνάω πολύ όμορφα κοντά του και νιώθω πως είναι πολύ ζεστός και καλός άνθρωπος. Μου αρέσει το χιούμορ του και ο χαρακτήρας του υποθέτω»

«Και φυσικά είναι πανέμορφος», πρόσθεσε η Σαμ με μάτια που γυάλιζαν. «Αλλά να...», η κοπέλα δίστασε παίζοντας με ένα μαξιλάρι.

Η Νταϊάνα γέλασε. «Πες το Σαμ γιατί θα σκάσεις»

«Ξες, πιστέψαμε ότι σου άρεσε ο Ζέντερ. Όταν χορέψατε μαζί στην γιορτή η χημεία ανάμεσα σας ήταν εμφανής. Το βλέμμα, οι κινήσεις, όλα. Χορεύατε λες και δεν υπήρχε κανένας άλλος στην τραπεζαρία», της ξεφούρνησε.

«Ο Ζέντερ δεν είναι σαν τον Σεμπάστιαν. Και μου αρέσει ο Σεμπάστιαν, ο Ζέντερ με εκνευρίζει πιο πολύ. Είναι στιγμές, σχεδόν πάντα μην σου πω, που είναι κρύος σαν ψυγείο, ψυχρός, απόμακρος και σκοτεινός. Με τρομάζει... Έχει κάτι το αδάμαστο μέσα του», κατέληξε.

«Για αυτό είναι και απίστευτα ποθητός», παρατήρησε η Σαμ. Η Νταϊάνα της πέταξε ένα μαξιλάρι που προσγειώθηκε στο γελαστό πρόσωπό της. «Εσύ όμως, μήπως νιώθεις για αυτόν κάτι;». Πέταξε το μαξιλάρι πίσω της και κοίταξε σοβαρά αυτή τη φορά την φίλη της.

Η Νταϊάνα γέλασε άκεφα. Πέρασε σκεφτική τα δάχτυλά της μέσα στις μαύρες τούφες, χτενίζοντάς τες. «Γιατί νιώθει εκείνος κάτι; Όχι Σαμ. Ώρες ώρες νομίζω ότι κρύβει κάτι...»

«Ανοησίες. Έλεος πια μ'αυτήν την καχυποψία σου. Τι μπορεί να κρύβει ένας κούκλος μαθητής της τελευταίας τάξης; Εκτός αν είναι ψυχοπαθής δολοφόνος. Εκεί το συζητάμε», δήλωσε η Σαμ χοροπηδώντας στο κρεβάτι για να έρθει κοντά στην Νταϊάνα, η οποία καθόταν στην άλλη άκρη.

«Ω μην μου πεις. Ξέρω. Είναι πολύ ρομαντικό», την ειρωνεύτηκε η Νταϊάνα καθώς η Σαμ βολεύτηκε στην αγκαλιά της. Η Νταϊάνα την έσφιξε πάνω της για μια στιγμή. Δεν μπορούσε να περιγράψει με λόγια την αγάπη που ένιωθε για αυτό το πλάσμα. Όπως ακριβώς και για την Σκάρλετ και τον αδελφό της. Την Βίκη και τον Άνταμ. Τους γονείς της και τον παππού της. Η αγάπη της ήταν απέραντη σαν το Σύμπαν. Δεν είχε τέλος και αρχή. Δεν είχε σύνορα και διακοπές.

«Φυσικά και είναι», έκανε η Σαμ ανοίγοντας διάπλατα τα γαλάζια μάτια της. «Ξέρεις, όταν πήγες να ψηθείς, ο Ζέντερ σε μετέφερε στο αναρρωτήριο και έμεινε μαζί σου πάνω από το κεφάλι σου. Ο Σεμπάστιαν πέρασε αφού έφυγε ο Ζέντερ, λίγο πριν έρθει η μητέρα σου. Όσο έλειπε ο Ζέντερ για να δει το άλογο, ο Σεμπάστιαν ρώτησε για την κατάστασή σου, σε κοίταξε και έφυγε. Ήταν πολύ περίεργη η συμπεριφορά του»

Η Νταϊάνα το σκέφτηκε λίγο. Ο Ζέντερ γιατί έδειξε τέτοια καλοσύνη; Και ο Σεμπάστιαν από την άλλη γιατί δεν έμεινε; Τουλάχιστον ήρθε. Αυτό της έδειξε ότι έστω και λίγο την νοιάζεται. Εξάλλου, θα διαπιστώσει την Τετάρτη τι ακριβώς να περιμένει από τον Σεμπάστιαν.

Η Σαμάνθα την κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα έπεσε ξανά στην αγκαλιά της. «Πάντως, ο,τι και να αποφασίσεις εμείς θα είμαστε μαζί σου και θα σε στηρίξουμε γιατί σε αγαπάμε»

«Και εγώ σας αγαπώ Σαμ», μουρμούρισε συγκινημένη η Νταϊάνα. Ακούμπησε το μελαχρινό κεφάλι της στο ξανθό της Σαμάνθα και οι μαύρες τούφες μπλέχτηκαν σε έναν πόλεμο με τις ξανθές.

«Απλώς να είσαι σίγουρη με ποιόν είσαι ερωτευμένη»

Η Νταϊάνα έμεινε σιωπηλή. Δεν ήξερε τι ένιωθε στην πραγματικότητα. Δεν ήξερε τι ήθελε. Δεν ήξερε που θα οδηγούσε όλο αυτό. Δεν ήξερε αν θα αποβεί μοιραίο όλο αυτό. Δεν ήξερε αν θα καταστραφεί σε μια μάχη ανάμεσα σε δύο άνδρες. Δεν ήξερε η καρδιά της για ποιόν χτυπούσε και αν χτυπούσε στα αλήθεια για κάποιον.

«Επειδή μας βλέπω να ξημερώνουμε εδώ, τι θα έλεγες για μια κούπα ζεστή σοκολάτα μέχρι να έρθει η Σκάρλετ;». Η Σαμ πήδηξε από το κρεβάτι τραβόντας από το χέρι την Νταϊάνα. «Αρκετά κλάψαμε την μοίρα μας»

Η Νταϊάνα χαμογέλασε. «Το έχω και εγώ ανάγκη». Και με αυτό ακολούθησε την Σαμ στην κουζίνα συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.






Καλησπέρα! Ή μήπως καλημέρα; Πότε δεν κατάλαβα τι λέμε μετά τις 12 π.μ. αφού αλλάζει η μέρα δεν θα έπρεπε να λέμε καλημέρα; Τέλος πάντων...ο κάθε άνθρωπος με τα προβλήματα του😅

Θα ήθελα να πω..ότι αυτό το βιβλίο είναι γραμμένο στο χέρι, με μολύβι, σε κόλλες Α4 και δεν είναι τελειωμένο. Έχει φτάσει σχεδόν στο τέλος του και είναι μέχρι στιγμής 231 σελίδες...οποτεεεεε θα υπάρξουν πολλά κεφάλαια ακόμα..η ιστορία θα αργήσει να τελειώσει...οπότε 😪 προχωράμε αργά μαζί🤓

Ιουλία (που έχει όρεξη και τελείωσε το κεφάλαιο στις 12 το βράδυ..ή πρωί όπως το πάρει κανείς) 🤕🤒🤢🤧

Νάνι τώρα😴♡

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro