✴Κεφάλαιο 21✴
Η δυνατή μουσική του μπαρ ξεχυνώταν έξω από τον σκοτεινό, όμορφα φωτιζόμενο χώρο. Ο ήχος της μεγάλης μηχανής σκέπασε για μια στιγμή την χορευτική μελωδία.
Ο Σεμπάστιαν έσβησε την μηχανή και γύρισε ελαφρώς το σώμα του προς την Νταϊάνα που τον αγκάλιαζε από τη μέση.
Τα γαλάζια μάτια της κοπέλας περιεργάζονταν το χώρο γύρω από το μπαρ. Δεν καταλάβαινε τι ήθελαν εδώ. Γιατί της είχε φέρει σε ενα τέτοιο μέρος. «Σεμπάστιαν...»
«Είπα να σε βγάλω για ένα ποτό μικρή», της είπε παιχνιδιάρικα. Με το κεφάλι του της έκανε νεύμα να σηκωθεί από την μηχανή. Το σώμα της ομως δεν υπάκουγε. Δεν πίνει πρώτον, δεν της αρέσουν αυτά τα μέρη δεύτερον. Μια φορά στη ζωή της ήπιε λίγο παραπάνω και ένιωθε λες και το μεθύσι δεν ειχε αποστραγγιστεί από τις φλέβες της ακομα. Για άλλη μια φορά έβλεπε γύρω της κορίτσια ντυμένα λες και είχαν τελειώσει στα καταστήματα τα σωστά νούμερα για το σώμα τους. Και η ίδια φορούσε φόρμα. Ένιωθε σαν ένα ξεχασμένο τριαντάφυλλο ανάμεσα σε έναν κήπο γεμάτο από ζιζάνια, ολα ίδια ακριβώς, ολα τοξικά.
Τελικά το βλέμμα της έπαψε να σέρνεται στο χώρο και κατέληξε στα ανυπόμονα μάτια του Σεμπάστιαν.
«Ζήσε μικρή»
Ο ψίθυρός του γαργάλισε την σάρκα του αυτιού της. Το σώμα της ανταποκρίθηκε σε αυτόν τον σιγανό ήχο. Ανατρίχιασε. Να ζήσει; Δεν ήξερε αν ήταν καλή ιδέα. Ειχε υποσχεθεί να μην ξαναδοκιμάσει κάτι τόσο ριψοκίνδυνο για τα δικά της δεδομένα. Όμως, να ζήσει της είπε.
Ίσως ανέλυε υπερβολικά πολύ τα πράγματα. Ίσως σκεφτόταν υπερβολικά πολύ και έχανε σημαντικές στιγμές από την ζωή της. Ίσως ζύγιζε υπερβολικά πολύ τις συνέπειες. Ζεις μόνο μια φορά, οπότε ζήσε αυτήν την μια φορά.
Τα χείλη της συσπάστηκαν σε ένα γλυκό χαμόγελο. Στηρίζοντας τα χέρια της στους σκληρούς ώμους του Σεμπάστιαν κατέβηκε από τον μαύρο ταύρο και στάθηκε αποφασισμένη μπροστά στον ξανθό νεαρό.
«Νόμιζα ότι ποτέ δεν θα αποφάσιζες», την πείραξε χαμογελώντας καθώς έσβηνε την μηχανή.
«Μην γίνεσαι δραματικός», γέλασε η κοπέλα. Δεν ήξερε τι ήταν ακριβώς αυτό που την έκανε ξαφνικά τόσο τολμηρή απέναντί του. Συνήθως ένιωθε αμήχανα και άβολα.
«Αποκτήσαμε θάρρος βλέπω», χαμογέλασε ο άνδρας.
«Είχες δίκιο απλά. Τα σκέφτομαι ολα τόσο πολύ που στο τέλος το κεφάλι μου θα εκραγεί», εξήγησε καθώς περπατούσαν στο μικρό πάρκινγκ.
«Το ρίσκο είναι από τα λίγα πράγματα που λατρεύω. Ο κίνδυνος, η αδρεναλίνη. Αν κάτι θες, μην σκεφτείς το τι θα γίνει μετά. Απλώς απόκτησε το»
Η Νταϊάνα δεν απάντησε. Απλώς σκέφτηκε ότι ίσως να παραήταν ριψοκίνδυνος και δυναμικός.
Μια ξανθιά κοπέλα στεκόταν στην είσοδο και μιλούσε με έναν τύπο που έμοιαζε με μπαλόνι. Μερικοί άνθρωποι λατρεύουν λίγο παραπάνω την γυμναστική. Τα μάτια της κοπέλας κοίταξαν έντονα τον Σεμπάστιαν και του χαμογέλασε ισιώνοντας το κορμί της. Εκείνος της έκλεισε το μάτι παιχνιδιάρικα. Η στιγμή ηταν όντως άβολη και ένιωσε ενα σφίξιμο στο στήθος. Την ήξερε; Του ήταν κάτι αυτή η κοπέλα;
Δεν ζήλευε. Οχι. Η ζήλεια είναι για τους αδύναμους. Η ζήλεια είναι για εκείνους που δεν μπορούν να κρατήσουν κάτι που θέλουν. Είναι για εκείνους που προτιμούν να τσακωθούν με τον άλλον παρά να διεκδικήσουν έντονα. Είναι για εκείνους που κάνουν υποχωρήσεις από φόβο αντί να επιμείνουν. Ο επιμείνων νικά. Η ίδια όμως, δεν διεκδικούσε κάτι. Αλλά γιατί ένιωσε έτσι;
Το βλέμμα της ξανθιάς έπεσε πάνω της και χαμογέλασε αποδοκιμαστηκά. Η Νταϊάνα ανταπέδωσε το χαμόγελο δυναμικά. Δεν έχει γεννηθεί θηλυκό που να μπορεί να καταστρέψει την δυναμικότητά της. Και ας φορούσε την μαύρη της φόρμα. Ασυναίσθητα χαμογέλασε.
«Νιώθω λες και φοράω στολή κλόουν», φώναξε στον Σεμπάστιαν πάνω από την μουσική, γελώντας. Το εσωτερικό του μπαρ ηταν αρκετά ελκυστικό. Φωτιζόταν αρκετά καλά και ήταν ευρύχωρο. Υπήρχαν μικρά ψηλά τραπεζάκια με εξίσου ψηλές καρέκλες. Όλος ο υπόλοιπος χώρος ειχε παραχωρηθεί αποκλειστικά για χορό. Η μουσική δυνατή και αρκετά καλή. Ήδη πολλά άτομα χόρευαν στον ρυθμό που υπαγόρευε ο Dj.
«Και ράσα να φόραγες πάλι θα ξεχώριζες», της ανταπέδωσε φωνάζοντας.
«Κομπλιμέντο ήταν αυτό;», αστειεύτηκε η κοπέλα καθώς προχωρούσαν ανάμεσα από το πλήθος που χόρευε ξέφρενα. Μύριζε το αλκοόλ, τον ιδρώτα και τον καπνό από τα δεκάδες τσιγάρα. Μισούσε την μυρωδιά του τσιγάρου. Κολλάει σαν ενοχλητική βδέλλα στα ρούχα και στα μαλλιά της, αντικαθιστώντας το άρωμα της.
Μια κοπέλα έπεσε πάνω της γελώντας. «Συγγνώμη γλύκα!», φώναξε σέρνοντας τα φωνήεντα προφανώς μεθυσμένη. Η Νταϊάνα περιορίστηκε στο να χαμογελάσει. Μισούσε τον συνωστισμό, τον πολύ κόσμο. Ένιωθε να ασφυκτιά. Δεν υπήρχε τίποτα πιο αναζωογονητικό από την ελευθερία να μπορείς να αναπνεύσεις.
Σχημάτισε στο νου της μια αγαπημένη εικόνα: νύχτα, το δυνατό φύσημα του αέρα, τα κύματα να γλύφουν δυνατά την στεριά και μουσική. Μεγάλη αντίθεση...
«Πραγματικά τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ; Νιώθω σαν σαρδέλα σε κονσέρβα», η φωνή της βγήκε δυνατή από το λαρύγγι της. Ξαφνιασμένη είδε τον Σεμπάστιαν να γυρνάει ελαφρώς τον κορμό του και να της λέει ξανά να ζήσει. Στρυφογύρισε τα μάτια της. Την είχε ακούσει πάνω από όλη αυτήν την βαβούρα;
Φτάσαμε επιτέλους στην μπάρα. Ακολούθησε το παράδειγμα του Σεμπάστιαν και κάθησε σε μια από τις ψηλές καρέκλες κοντά του. Όταν κατάφερε να βολεύει το σώμα της έστρεψε με δυσφορία το βλέμμα της πάνω στον "απαγωγέα" της.
«Δύο σφινάκια», ζήτησε κοφτά από τον μπάρμαν ο Σεμπάστιαν. Ο άνδρας έσπευσε να υπακούσει στην άκομψη παράκληση του Σεμπ.
«Σεμπάστιαν; Δεν πίνω. Δεν υπάρχει κάτι σε πορτοκαλάδα ας πούμε;», ρώτησε διστακτικά γέρνοντας προς τη μεριά του.
Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα απαλά χείλη του. «Δυστυχώς τελείωσε. Έχουν χαμομήλι, αλλά είναι πολύ βαρύ για σένα μικρή», απάντησε μεταξύ σοβαρού και αστείου. «Δεν θέλω να σε κουβαλάω μέχρι το σπιτι»
Η κοπέλα κοίταξε το μικρό ποτηράκι μπροστά της. Τι θα μπορούσε να κάνει ένα τόσο μικρό ποτηράκι άραγε;
Τα λεπτά της δάχτυλα τυλίχτηκαν γύρω από το εύθραυστο γυαλί και το έφερε στα χείλη της. Κατέβασε μονορούφι το διάφανο υγρό και αυτομάτως δυνατός, βήχας κατέλαβε τα πνευμόνια της. Άκουσε το γέλιο του Σεμπ δίπλα της. «Δεν είναι αστείο», γκρίνιαξε.
«Έτσι σε θέλω μικρή. Όμως σκέφτομαι να το κάνουμε περισσότερο ενδιαφέρον τι λες;»
Η κοπέλα έσμιξε με απορία τα φρύδια της. «Πιο ενδιαφέρον;»
«Θα πίνουμε όποτε δεν θα θέλουμε να απαντήσουμε. Όποιος δεν αντέξει θα κάνει κάτι που θα ζητήσει ο άλλος», είπε πίνοντας άλλο ένα σφινάκι ο όμορφος νεαρός δίπλα της.
Το σκέφτηκε λίγο. Ένιωθε ήδη μια μικρή ζαλάδα από το πρώτο κιόλας σφινάκι. Θα έχανε και το ήξερε, όμως ήταν αρκετά εγωίστρια ώστε να κάνει πίσω. «Εντάξει», συμφώνησε και ούτε η ίδια δινόταν να καταλάβει τι σκεφτόταν.
Έγνεψε στον μπάρμαν και εκείνος έβαλε έναν έτοιμο δίσκο πάνω στην μπάρα μπροστά τους. Πάνω στο δίσκο ήταν τοποθετημένα δέκα σφινάκια. Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια της. Κάποιες φορές ίσως πρέπει να υπερβαίνεις τα όρια σου, μαθαίνεις, ζεις, αποκτάς εμπειρίες και δυναμώνεις ίσως.
«Ξεκινάω λοιπόν. Φοβάσαι τον θάνατο;», ρώτησε πρώτος ο Σεμπάστιαν κοιτώντας την βαθιά στα μάτια, λες και προσπαθούσε να διαβάσει την ψυχή της.
Μα τι χαζή ερώτηση. «Άμα σου πω όχι, θα σου κάνει εντύπωση; Φοβάμαι ναι γιατί όλοι οι θνητοί φοβούνται το θάνατο. Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος του. Και γω φοβάμαι τη μοναξιά», απάντησε ευχαριστημένη που δεν χρειαζόταν να πιει ξανά αυτό το δηλητήριο.
Ο Σεμπάστιαν έγνεψε απλώς.
«Σειρά μου», μουρμούρισε. Δεν ήξερε όμως τι να ρωτήσει. Ήταν η ευκαιρία της να κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις. Ήταν ευκαιρία να λύσει απορίες. «Πιστεύεις ότι κάποτε θα συγχωρέσεις τον πατέρα σου;»
Το σώμα του Σεμπάστιαν κοκάλωσε στο άκουσμα της ερώτησης. Ήταν λες και ένα ξόρκι να πάγωσε το ξέφρενο μαραθώνιο του χρόνου. Είδε το πρόσωπο του άνδρα να συννεφιάζει. Είδε τα χαρακτηριστικά του να σκληραίνουν. Είδε τα μάτια του να αποκτούν μια πιο σκούρα απόχρωση από μια τρομαχτική παλέτα χρωμάτων.
«Δεν συγχωρώ», απάντησε με σταθερή φωνή. «Ανταποδίδω κάθε πράξη ανάλογα»
Το μυαλό της Νταϊάνα έπαιρνε γρήγορες στροφές. Αυτό που είπε δεν υποτίθεται ότι ήταν εν μέρη καλό; Δεν διατύπωσε τον Νόμο της ζωής; Αν προσφέρεις καλοσύνη, καλοσύνη θα λάβεις και αν κάνεις κάτι κακό θα υπάρξει Θεία Δίκη; Εκείνος όμως αυτό εννοούσε;
Κοίταξε πιο βαθιά στα μάτια του -όσο βαθιά μπόρεσε, γιατί στην πραγματικότητα το βάθος της λίμνης των ματιών του δεν ξεπερνούσε σε βάθος μια γεμισμένη μπανιέρα. Έβλεπε μόνο κενό και απέραντη ηρεμία. Την φόβιζε. Το πρόσωπό του, τα μάτια του, σκοτεινά μα παράλληλα ήρεμα.
Ήθελε τόσο πολύ να διαπεράσει με το βλέμμα της την θερμή του σάρκα και να αγγίξει την ψυχή του. Ήθελε να την δει, να την καταλάβει.
◽◽◽◽
Το στομάχι της πονούσε πλέον, διαμαρτυρόταν για το ασταμάτητο γέλιο της.
«Και εκεί που πίστευα ότι πλέον την έβαψα και ότι θα αλλάξω σχολείο για τρίτη συνεχόμενη φορά, χτυπάει το τηλέφωνο της σκύλας αυτής και το σηκώνει λέγοντας "δεν μπορώ μωρό μου τώρα έχω μάθημα"», συνεχίζει την διήγησή του ο Σεμπ. «Τι "μωρό μου" κυρά μου, που είσαι πιο αρχαία και από τις κολόνες του Παρθενώνα;»
Το γέλιο της Νταϊάνα μπλέχτηκε για άλλη μια φορά με τη δυνατή μουσική. Ήπιε ένα ακόμα σφινάκι. Τα προηγούμενα όλα, τα είχαν ήδη καταναλώσει. Όσο έχανε και αναγκαζόταν να πιεί, τόσο περισσότερο χαλάρωνε το κορμί της. Οι αισθήσεις της αποδυναμώνονταν και το κλίμα μετατραπόταν σε εύθυμη κατάσταση. Την δεδομένη στιγμή οτιδήποτε της φαινόταν υπερβολικά πολύ αστείο.
«Χαχα. Την προσφόνηση την απεύθυνε στον άνδρα της;», γέλασε ξανά κρατώντας το πονεμένο σημείο του σώματός της. Ένιωθε το αίμα στις φλέβες και αρτηρίες να κυλά με ταχύτερο ρυθμό.
«Το να είχε ερωμένο θα παραπήγενε! Φαντάζεσαι; Η κολόνα του Παρθενώνα να τα έχει με κανά μικρό; Άλλωστε πως ξέρουν και λένε ότι η γριά κότα έχει το ζουμί;», γέλασε παράλληλα με το δικό της γέλιο. «Ανατρίχιασε και η τελευταία τρίχα από το σώμα μου»
«Έλα φτάνει! Τουλάχιστον πες ευχαριστώ που δεν άλλαξες ξανά σχολείο. Το δικό μας λύκειο είναι πολύ αξιόλογο», χαμογέλασε η Νταϊάνα. Το ένιωθε. Ένιωθε σαν να είχαν κάνει ένα μικρό βήμα οι δυό τους. Ναι μεν υπήρχε ακόμα ένα τοίχος, αλλά είχαν πλησιάσει λίγο ο ένας τον άλλον. Έμαθε για εκείνον, για τη ζωή στην Ιταλία, για τις κακές παρέες του, για πράγματα που του αρέσει να κάνει. Χαλάρωσε στο πλευρό του...
«Πάντως», μίλησε ξανά ο Σεμπ, φυσώντας τον καπνό από το τσιγάρο που είχε φτάσει σχεδόν στη μέση της μικρής ζωής του. Ο λευκός καπνός σχημάτισε καλλιτεχνικά σχήματα στον αέρα πριν τα μόρια του διαλυθούν ανάμεσα στα ταχύτατα κινούμενα μόρια του αέρα. Δεν της άρεσε η ιδέα του να καπνίζει, μα της άρεσε η θέα του να καπνίζει. Ήταν ιδιαίτερα ελκυστική η εικόνα του. Την μαγνήτιζε ο τρόπος που τα χείλη του έκλειναν γύρω από το πορτοκαλί φιλτράκι, ο τρόπος που τα δάχτυλά του κρατούσαν το ναρκωτικό αυτό και ο τρόπος που ωθούσε τον καπνό έξω από το στόμα του.
«Έχασες το παιχνίδι», δήλωσε τελικά κοιτώντας την έντονα. Η ματιά του έκαιγε το σώμα της χειρότερα και από την αίσθηση του ποτού στον οργανισμό της.
«Και; Τι κέρδισες εσύ;». Έγυρε το σώμα της περισσότερο προς την μεριά του, κοιτώντας με τη σειρά της προκλητικά τα δύο πράσινα μάτια.
Ένιωσε την μυρωδιά του καπνού, μαζί με μια δόση κανέλας να γαργαλάει τα ρουθούνια της. Ίσως η πρώτη φορά που δεν την ενοχλούσε. Ο Σεμπάστιαν φύσηξε άλλη μια φορά τον καπνό μακρυά από το πρόσωπό της και έσβησε το τσιγάρο στο γυάλινο τασάκι. «Μου αρέσει η κανέλα σε συνδυασμό με το ποτό αυτό, όπως και αν λέγεται», του είπε. Το ποτό ήταν χρήσιμο σε ένα γεγονός, δεν χρειαζόταν να αναλύεις την κάθε σκέψη πριν την εκφράσεις με λέξεις.
«Γιατί λοιπόν δεν δοκιμάζεις και εσύ τον συνδιασμό αυτό;», ρώτησε σιγανά ο Σεμπ.
Η Νταϊάνα ένιωθε πλέον καθαρά στα χείλη της το άρωμα της ανάσας του. Μύριζε τόσο ξεχωριστά, τόσο όμορφα. Σχεδόν το γευόταν και ήθελε να το γευτεί αυτούσιο.
Ξαφνικά όμως ο Σεμπάστιαν σηκώθηκε όρθιος.
«Που πα...». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της γιατί ο ψηλός νεαρός την τράβηξε από το χέρι και έσυρε προς το κέντρο του μπαρ. Τα ξανθά μαλλιά του γυάλιζαν κάτω από τους τεχνητούς φωτισμούς που συνόδευαν τα κινούμενα κορμιά.
«Χόρεψε Νταϊάνα. Χόρεψε μαζί μου». Ο ψίθυρός του ένα ερεθιστικό χάδι στο αυτί της. Οι τρίχες στο σβέρκο της στάθηκαν προσοχή κάτω από το χτύπημα της θερμής ανάσας του. Τα χέρια του κινήθηκαν πάνω στο σώμα της αφήνοντας στο κατόπι τους πυρωμένα σημάδια. Την γύρισε ώστε η πλάτη της να ακουμπάει στο σκληρό του στήθος.
Τα βλέφαρά της σφάλισαν με το που η πλάτη της χτύπησε πάνω του. «Χόρεψε μωρό μου», μουρμούρισε σιγά ο Σεμπ στο λαιμό της.
Έκανε πράξη τα λόγια του. Έγυρε το κεφάλι της και ξεκίνησε να λικνίζεται στο ρυθμό της γρήγορης μουσικής. Το κεφάλι της γύριζε, ένιωθε το στομάχι της κόμπο σφιχτό, το σώμα της καιγόταν και εκείνη χόρευε. Χόρευε για εκείνη. Χόρευε για αυτόν. Χόρευε χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Λίκνιζε τους γοφούς της προκλητικά ακουμπώντας πάνω στον Σεμπάστιαν. Έσυρε τα χέρια της στη μέση της και από εκεί στο λαιμό της πριν καταλήξουν να εξαφανιστούν στο σύννεφο των μαύρων μαλλιών της. Ένιωθε κάτι το αναζωογονητικό. Ένιωθε πράγματι ότι ζει. Αυτό της είχε πει και είχε δίκιο. Ξεχνούσε να ζήσει και τώρα ένιωθε τι έχανε. Είναι πειρασμός αυτός ο άνδρας. Είναι ίδια η Κόλαση.
Γύρισε απότομα προς το μέρος του και συνέχισε να χορεύει για εκείνον πλέον, λυγίζοντας το σώμα της περίτεχνα. Ήξερε να χρησιμοποιεί το σώμα της, άλλωστε δεν πήγαν χαμένα τα μαθήματα χορού στο δημοτικό. Ήξερε, και τώρα το εκμεταλλευόταν. Τα γαλάζια μάτια της έκαιγαν τα δικά του.
«Γαμώτο είσαι καλή», χαμογέλασε ο Σεμπ στραβά. «Πρόσεχε μικρή γιατί κινδυνεύεις»
«Αλήθεια; Δεν φοβάμαι λοιπόν», δήλωσε με πείσμα στραβόνοντας το στόμα της σε ένα εξίσου ειρωνικό χαμόγελο.
«Λατρεύω να φοβούνται οι άλλοι»
«Δεν φοβάμαι»
«Θα φοβηθείς όμως»
Για άλλη μια φορά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη της με λόγια γιατί ο Σεμπάστιαν την έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Ένα ξαφνιασμένο επιφώνημα ξέφυγε από τα σαρκώδη χείλη της. Η πλάτη της είχε συγκρουστεί με τον κρύο, αφιλόξενο τοίχο του μπαρ. Το σώμα της είχε πιεστεί στον τοίχο με εκείνο του Σεμπ. Βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Τα πράσινα μάτια του κοιτούσαν βαθιά, διαπεραστικά τα δικά της. Τα χείλη του χάϊδευαν απαλά τα δικά της. Τα ακροδάχτυλά του έκαναν περίπατο στο λαιμό της. Με μια απότομη κίνηση σφράγισε το στόμα της με το δικό του. Ένιωθε ανακούφιση. Επιτέλους γευόταν τη βότκα από τα απαλά του χείλη.
Τα δικά της χέρια πήγαν να τον αγκαλιάσουν από το σβέρκο αλλά την εμπόδισε σηκώνοντάς τα πάνω από το κεφάλι της. Ένας αναστεναγμός δραπέτευσε από το στόμα της όταν τα δόντια του φυλάκισαν το χείλος της αλύπητα. Ανάμεσα στα σώματά τους δεν χορούσε η απόσταση. Ήταν μια ξένη, μια απρόσκλητη στο παθιασμένο φιλί τους.
Τα χείλη του ελευθέρωσαν το χείλος της και κινήθηκαν στο λαιμό της. Έγυρε το κεφάλι της πίσω στον τοίχο αναστενάζοντας. Ο Σεμπάστιαν δάγκωνε και απάλυνε τον πόνο με το υγρό χάδι της γλώσσας του.
«Ακόμ...ακόμα δε...δεν φοβάμαι», προσπάθησε να πει η Νταϊάνα ανύμπορη να προφέρει λέξη ανάμεσα στα ευχάριστα κύματα που καταλάμβαναν το κορμί της. Ένιωσε το χαμόγελό του πάνω στο λαιμό της.
Σήκωσε το καστανόξανθο κεφάλι του και την κοίταξε για άλλη μια φορά στα μάτια. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε αδιάκοπα. Η καρδιά της μια δονούμενη σφαίρα πλέον.
Δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου την έκφρασή του μέσα στο σκοτάδι του χώρου στον οποίο βρίσκονταν πλέον. Το χέρι του έσφυξε τη μέση της με δύναμη. «Όλα στον καιρό τους μικρή»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro