Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

✴Κεφάλαιο 18✴

«Επιτέλους λίγο ήλιος. Δεν άντεχα άλλη βροχή, ειδικά παραμονή Χάλοουϊν», γκρίνιαξε η Σαμάνθα.

«Μα γιατί; Αφού η βροχή και οι αστραπές προσδίδουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα», ρώτησε η Σκάρλετ.

«Μπορεί», μουρμούρισε η άλλη κοπέλα. «Αλλά και πάλι, είναι τρομαχτικά και από την άλλη, πώς θα βγεις για φάρσα ή κέρασμα;»

Η Σκάρλετ ανασήκωσε τα μάτια της στο ταβάνι ανύμπορη. «Λες και θα πήγαινες για φάρσα ή κέρασμα»

Τα κορίτσια προχωρούσαν μέσα στον κεντρικό διάδρομο για να συναντήσουν την Νταϊάνα, η οποία τις περίμενε στα ντουλαπάκια. Το σχολείο ήταν άδειο καθώς απόγευμα Πέμπτης μόνο η ποδοσφαιρική ομάδα βρισκόταν στο χώρο για την καθιερωμένη προπόνηση. Είχαν περάσει τόσο γρήγορα οι εβδομάδες, λες και οι μέρες κυλούσαν σε έναν φουσκωμένο χείμαρρο χρόνου. Πλησίαζε το Χάλοουϊν. Κάθε χρόνο κάποια ομάδα των τελευταίων τάξεων αναλάμβανε την διοργάνωση και διεξαγωγή μιας γιορτής. Φέτος έτυχε ο τροχός της τύχης να σταματήσει στην δική τους παρέα.

Καθώς προχωρούσαν οι αδειανές σκιές τους τις ακολουθούσαν πιστά. Ήταν περίεργη η αίσθηση ενός άδειου σχολείου. Άλλοτε γεμάτο φωνές και ζωντανές παρουσίες, τώρα γεμάτο σκιές. Για κάποιον περίεργο λόγο θύμιζε την ψυχή ενός ανθρώπου.

«Επιτέλους! Μα γιατί αργήσατε;», γκρίνιαξε η Νταϊάνα με νεύρο. Ήταν γνωστή για την υπομονή της...
«Περιμένω εδώ και μια ώρα σαν τη γλάστρα»

«Συγγνώμη, μα η Σαμ είχε την ανάγκη να ρίξει μια ματιά στα αγόρια την ώρα της προπόνησης», είπε με ειρωνικό ύφος η Σκάρλετ και η Νταϊάνα στριφογύρισε τα όμορφα γαλανά μάτια της. «Και τώρα θα κάνεις υπομονή ένα λεπτό ακόμη». Η Σκάρλετ άνοιξε το ντουλαπάκι της συνδιάζοντας τον κατάλληλο κωδικό. Έβγαλε τρια χοντρά ντοσιέ με τις σημειώσεις και τα σχέδια του σχολείου, με τα φύλλα να πετάγονται δεξιά και αριστερά.

«Ο χορός τελικά που θα στηθεί; Αποφασίσατε;», ζήτησε να μάθει η Σαμ.

«Η πρώτη σκέψη ήταν στο γυμναστήριο αλλά εκεί ο χώρος είναι λίγο μικρότερος απο της τραπεζαρίας», απάντησε η Νταϊάνα καθώς προχωρούσαν πιο βαθιά στο κτίριο. Η Σκάρλετ συμφώνησε. Οι κόκκινες τούφες των μαλλιών της θύμιζαν μαρμελάδα φράουλα. Κάποιες στιγμές ζήλευε που εκείνη γεννήθηκε με μαύρα σαν τις μαύρες τρύπες του σύμπαντος μαλλιά. Σκεφτόταν ότι το μαύρο αποδεδειγμένα από την φυσική ήταν απουσία χρώματος. Το μαύρο δεν είναι χρώμα, εκείνη δεν είχε χρώμα. Για την ίδια όμως, το μαύρο ήταν το ομορφότερο χρώμα στην τελική. Με αυτό γεννήθηκε και με αυτό θα πορευόταν. Το μαύρο είναι όλα τα λυπητερά συναισθήματα μαζί αλλά και κανένα. Κενό.

Ο φύλακας του σχολείο, ένας άνδρας γύρω στα πενήντα, με μια αφύσικη καμπούρα και σκυθρωπό ύφος, τους άνοιξε την μεγάλη πόρτα της τραπεζαρίας. «Ό,τι χρειαστείτε θα είμαι απέξω», πέταξε άχρωμα και απότομα πριν βγεί.

«Ναι μην κλέψουμε κανένα κουτάλι», σχολίασε η Σαμ.

«Πάνω απ'όλα η καλοσύνη», πετάχτηκε η Σκάρλετ κοιτώντας με μάτια πράσινα και χαμογελαστά.

Τα κορίτσια τράβηξαν δυο καρέκλες μπροστά στη σκηνή γιατί η Νταϊάνα προτίμησε να σκαρφαλώσει πάνω της και να κάτσει στην άκρη με τα πόδια της να κρέμονται χαλαρά. Δεν την ένοιαζε που τα λευκά Adidas της σκόνιζαν την σκηνή. Θα τα καθάριζαν όλα στο τέλος έτσι και αλλιώς.

«Λοιπόν, πρώτα απ'όλα, όλα τα τραπέζια θα μεταφερθούν αλλού γιατί μικραίνουν τον χώρο. Για αυτό για καλή τύχη της Σαμ, θα χρειαστούμε τη βοήθεια των αγοριών», ξεκίνησε η Σκάρλετ σημειώνοντας τα βήματα που θα ακολουθούσαν. Ο ήχος που έκανε το στυλό καθώς γρατζουνούσε τη σελίδα χαρτί έκανε την Νταϊάνα να ανατριχιάσει. «Έπρεπε να τα είχαμε κάνει πιο νωρίς και όχι τελευταία στιγμή», μουρμούρισε στερεώνοντας μια τούφα που έπεφτε στα μάτια της, πίσω από το αυτί.

«Συμφωνώ. Αλλά και πάλι όλα όσα θα χρειαστούμε είναι στα κουτιά στο μαγειρείο», είπε η Σαμ. Κοιτούσε γύρω της δαγκώνοντας τα χείλη της σκεφτική.

Η Νταϊάνα σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει πάνω στην σκηνή, με τα βήματά της να αντιχούν απόκοσμα. «Θέλω κάτι που οι άλλοι δεν έχουν κάνει, για αυτό αγοράσαμε όλα τα πράγματα. Δεν θα είναι ως συνήθως σαν εκθεσιακός χώρος αλλά αληθινό πάρτι. Ας βγούμε λιγάκι από τους κανόνες». Σταμάτησε μπροστά στα κορίτσια.

«Εσύ; Έξω από κανόνες;», έκανε δύσπιστα η Σκάρλετ.

«Οι κανόνες είναι για να παραβιάζονται», της έκλεισε το μάτι η κοπέλα. Η αλήθεια είναι ότι όλη της η ζωή είναι ένας κανόνας. Όλη της την ζωή είναι υποχρεωμένη να ακολουθεί τους κανόνες, να είναι τέλεια σε όλα, να μην έχει ψεγάδια, να είναι υπάκουη και σωστή. Είχε βαρεθεί πια. Οι κανόνες κάθε άλλο παρά καλό κάνουν συχνά. Οι κανόνες είναι σαν πειρασμός, πάντα θα τους παρακούσουν. Και για την ίδια έστω και έτσι, ήταν μια μικρή ελευθερία από αυτές τις αλυσίδες.

«Άρα τώρα, αν δεν κάνω λάθος, γιατί αν κάνω διορθώστε με παρακαλώ, έχουμε περισσότερη δουλεια;»

Τα δυό κορίτσια κούνησαν το κεφάλι τους ταυτόχρονα και η Σαμ κατσούφιασε. Βούλιαξε το σώμα της στην καρέκλα και κοιτούσε με μίσος τις δυο φίλες της. Ήταν τόσο αστεία.

Η Νταϊάνα γέλασε. «Όχι Σαμ. Τις κολοκύθες ήδη τις έχει ετοιμάσει η μαγείρισσα, αφού την παρακάλεσα εκατό φορές. Τα τραπέζια θα μεταφερθούν σε λίγο, τα ηλεκτρικά και τα σχετικά θα μπουν αύριο με την επιμέλεια του Μάικ, ο οποίος μάλιστα δέχτηκε να φτιάξει απ'ότι βλέπεις όλα τα φώτα με τα μηχανήματα. Δεν θα είναι μόνο ο Dj. Τέλος, εμείς θα φροντίσουμε την διακόσμηση»

«Και όλα αυτά για να μην κουραστεί ο πισινός σου», συμπλήρωσε γελώντας η Σκάρλετ.

«Και τα φαγητά; Επίσης τι ακριβώς θα πιούμε; Το ζουμί από τις κολοκύθες;», ρώτησε η Σαμ με νεύρα. Το Τσιουάουα είχε επιστρέψει και απειλούσε να κατασπαράξει κόσμο.

«Ναι και θα αμολύσουμε ζωντανές νυχτερίδες όπως στο Χάρι Πότερ», ειρωνεύτηκε η Σκάρλετ. Τα πράσινα σμαράγδια της κατακεραύνωναν τα μπλε ζαφείρια της Σαμ. Ήταν τόσο όμορφα τα μάτια της Σκάρλετ. Λάτρευε το πράσινο χρώμα, ειδικά στα μάτια των αγοριών.

«Μην ανησυχείς Σαμ, μας έσωσε η κύρια Μάγκντα. Προσφέρθηκε με χαρά να φτιάξει όλα τα γλυκά και τα μικροφαγητά. Τα ποτά τα ανέλαβε η Κερκ. Οπότε όχι μεθυσμένοι έφηβοι στις τουαλέτες ξανά»

Η Σαμ χτύπησε χαρούμενη παλαμάκια, μιας και θα είχαν λιγότερη δουλειά να κάνουν. Η Σκάρλετ απλά γέλαγε τόση ώρα.
Μπορεί να τα κανόνιζαν όλα την τελευταία στιγμή, αλλά έτσι ήταν η Νταϊάνα. Άφηνε α πάντα για την τελευταία στιγμή και πάντα τα προλάβαινε όλα στην ώρα της. Ποτέ δεν έχει αφήσει κάτι που έπρεπε να κάνει.
Βλέποντας τις δύο φίλες της να γελούν χαμογέλασε. Της πρόσφεραν για λίγα δευτερόλεπτα γαλήνη από το άγχος.

«Επομένως, τι διακόσμηση θα κάνουμε», ρώτησε η ξανθιά.

Η Νταϊάνα δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Σκέφτηκα στην αρχή όταν μπει ο κόσμος, σε παρένθεση, οι δύστροποι, αδιάφοροι και τα λοιπά μαθητές, ο Μάικ να βάλει μια τρομαχτική μελωδία. Ξέρετε, σαν αυτή του Εξορκιστή». Η Νταϊάνα αδιαφόρησε για το σχόλιο της Σαμ για το πόσο πρόσφατη ταινία θυμήθηκε. Όσα θρίλερ έχει δει η ίδια από μικρό παιδί η Σαμ ούτε τα είχε ονειρευτεί. «Αλλά, μπορεί να βάλει και μια άγνωστη για να είναι πιο ωραίο. Ο χώρος θα θυμίζει νεκροταφείο. Και τα υπόλοιπα θα τα δείτε. Α Σκάρλετ, σου έχω μια επιπλέον δουλειά, θα μακιγιάρεις τα παιδιά. Θα σου πω μετά τι εννοώ. Θέλω τα πάντα να φαίνονται αληθινά. Θα έχουμε και Χάρο», γέλασε μιας και ήξερε τον κατάλληλο που θα τον υποδυόταν. Κοίταξε τα κορίτσια αγχομένη. Πράγματι αυτό που σχεδίαζαν ήταν δύσκολο, μα όχι ακατόρθωτο. Μαζί όλα μπορούσαν να τα καταφέρουν. Και διέθεταν και την Νταϊάνα. Η καλλιτεχνική της φύση ήταν ένα δυνατό όπλο μαζί με την φαντασία της.

«Και μετά θα έχει χορό;», ρώτησε η Σαμ. Η Νταϊάνα έγνεψε. «Αυτό και τα φώτα είναι δουλειά του Μάικ»

«Θα βάλουμε και αράχνες;», ρώτησε δήθεν αθώα η Σκάρλετ.

Η Νταϊάνα την κοίταξε σοβαρή. «Ναι, φυσικά. Σκέφτηκα να βάλουμε ζωντανές»

Η Σαμάνθα γούρλωσε τα ήδη μεγάλα μάτια της και τραύλισε κάτι του τύπου αν αστειεύονταν.

«Μα και βέβαια κάνουμε πλάκα. Να φέρουμε τον κόσμο θέλουμε, όχι να τον διώξουμε», έσπευσε να την καθησυχάσει η Σκάρλετ.

Την υπόλοιπη ώρα οι τρεις κοπέλες σχεδίασαν στο χαρτί το πλάνο του πάρτι με την διακόσμηση και τα φαγητά. Τις θέσεις των ηθοποιών και τις φάρσες. Το ποτάμι του χρόνου κύλησε αρκετά γρήγορα. Πάντα όταν περνάς καλά ο χρόνος τρέχει γρήγορα. Δεν τον νοιάζει αν εσύ θέλεις να χαρείς λίγο παραπάνω κάτι. Δεν προλαβαίνεις να κλείσεις τα βλέφαρα των ματιών σου και πρέπει ήδη να φύγει η χαρά σου. Ο χρόνος ίσως να είναι ο ερωμένος της ζωής. Είναι και τα δύο άτιμα.
Τα τρια κορίτσια πέρασαν χρόνο ξανά μαζί μετά από πολύ καιρό. Καμιά υποχρέωση, κανένα διάβασμα, κανένας να τους ενοχλεί. Κανένας εκτός από τον ερωμένο της ζωής.

«Τέλος», τεντώθηκε να ξεπιαστεί η Σαμ. «Έμεινε μόνο να φωνάξουμε τα αγόρια να τραβήξουν τα τραπέζια; Πάω εγώ», δήλωσε η Σαμ με ένα αγγελικό ύφος σχεδιασμένο στο γλυκό της πρόσωπο. Η Σκάρλετ ξερόβηξε και η Νταϊάνα την ευχαρίστησε. Η Σαμ είχε ήδη σηκωθεί.

Κάπου στη μέση της διαδρομής η μικροκαμωμένη κοπέλα κοντοστάθηκε. «Δεν έχει σκοτεινιάσει εντελώς έτσι δεν είναι;»

Χρειάστηκαν δύο λεπτά μέχρι να την πείσουν ότι ο Σπάιδερμαν ήταν καλός και ότι δεν θα της επιτεθεί κανένα ζόμπι από το ντουλαπάκι του επιστάτη. Φυσικά και είχε σκοτεινιάσει, φθινόπωρο είναι. Το καλό ήταν ότι τα αγόρια θα ήταν στα αποδυτήρια τώρα, μα και στο γήπεδο να πήγαινε υπάρχουν προβολείς.

«Νταϊάνα», είπε η Σκάρλετ μόλις έφυγε η Σαμ. «Δεν ήθελα να μιλήσω μπροστά της γιατί θα άρχιζε πάλι να λέει ότι είναι ρομαντικό και λοιπά. Πρόσεξες όμως πως ο Ζέντερ έμοιαζε σαν να σε παρακολουθούσε τόσο καιρό;»

Η κοπέλα σταμάτησε ότι έκανε και συνοφρυώθηκε. Δεν το είχε παρατηρήσει μέχρι που της το είπε. Κατά κάποιον τρόπο μετά την μέρα που την άφησε μούσκεμα σπίτι της της είχε κάνει εντύπωση που συχνά το βλέμμα της διασταυρωνόταν με το σκοτεινό δικό του. Δεν υπήρχε ίχνος ενδιαφέροντος στην έκφραση των ματιών του. Αλλά το βλέμμα του συχνά ήταν καρφωμένο πάνω της. Ήταν πολύ περίεργο. Ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε την παρουσία του. Θα μπορούσε να τον παρουσιάσει με πάγο. Αλλά ήξερε, ήταν σίγουρη ότι μέσα του έκαιγε μια δυνατή, φονική φωτιά. Μια φωτιά που τσουρούφλιζε την σάρκα της κάθε φορά που τον ένιωθε κοντά της. Δεν της είχε ξαναμιλήσει από τότε και φαινόταν ιδιαίτερα πρόθυμος να μην το ξανακάνει. Ήταν απλώς τρομαχτικός.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.

«Καλύτερα να προσέχεις. Μοιάζει επικίνδυνος», την συμβούλεψε η Σκάρλετ.

«Μα τον έχω γνωρίσει. Είναι, εμ, απλώς δεν είναι αυτό που φαίνεται τώρα. Μάλλον...»

«Μην είσαι χαζή φίλη μου. Οι άνθρωποι δεν είναι αυτό που φαίνονται. Εκείνος προφανώς κάτι θα ήθελε από σένα. Και ξες τι θέλουν τα αγόρια σαν αυτόν»

Η Νταϊάνα έμεινε σιωπηλή. Ο άνθρωπος δεν κρίνεται από την πρώτη συνάντηση. Ένα άτομο κρύβει το πραγματικό του πρόσωπο πίσω από πολλές πόρτες. Και ο Ζέντερ σίγουρα δεν είναι ανοιχτό βιβλίο.

«Δεν έχεις ακούσει τη φράση πως ο διάβολος μπορεί να έχει αγγελικό πρόσωπο;», της είπε η Σκάρλετ. Εκείνη συνέχισε να σιωπά. Αργότερα θα καταλάβαινε πόσο δίκιο είχε αυτή η φράση.

Εκείνη την στιγμή τα φώτα τρεμόπαιξαν λίγο και η έντασή τους μειώθηκε αρκετά.

«Γαμώτο», έβρισε πνιχτά η Σκάρλετ. «Μείνε εδώ. Πάω να μάθω τι έγινε. Μισώ το σκοτάδι». Η Νταϊάνα όμως το λάτρευε. Η κοπέλα προχώρησε μέσα στο ημίφως ψιλαθιστά και βρήκε την πόρτα. Το άνοιγμα της συνόδευσε μια ακόμη βρισιά.

Η Νταϊάνα έμεινε μόνη της. Για κακή της τύχη τα φώτα τρεμόπαιξαν ξανά σιγανά και έσβησαν τελείως. Η αίθουσα βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι, με τις φιγούρες των τραπεζιών να φαντάζουν από άλλο κόσμο. Έμεινε ακίνητη για μια στιγμή. Για κάποιον λόγο ο παλμός της καρδιάς της αυξήθηκε μαζί με μια αίσθηση. Ένιωθε πως δεν ήταν μόνη. Τελείως ανόητο εκ μέρους της. Πριν μερικά λεπτά ήταν ολομόναχη, ούτε ακούστηκε να ανοίγει καμιά πόρτα. Γιατί ένιωθε ότι κινδύνευε; Παράλληλα μια απαίσια μυρωδιά που θύμιζε θειάφι πλανώταν στον άχρωμο πλέον αέρα. Μάλλον οι συζητήσεις περί φαντασμάτων, σατανικών πνευμάτων, λυκανθρώπων και μαγισσών την είχαν επηρεάσει σε μικρό βαθμό στον εγκέφαλο. Έσπευσε με σβέλτες κινήσεις να μαζέψει τα ντοσιέ και τις σημειώσεις, μόλις η όρασή της προσαρμόστηκε στο σκοτάδι. Μα γιατί είχε τρομάξει έτσι; Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε για μια στιγμή στα πνευμόνια πριν την αφήσει να αποδράσει. Το στυλό της έπεσε από τα χέρια και έσπευσε να το σηκώσει. Ο αυχένας της ανατρίχιασε ενώ το σημάδι της την ενοχλούσε ξανά. Με τα νύχια της το έξυσε γρήγορα, σαν υστερική. Έπαιρνε πλέον κοφτές ανάσες. Ένιωθε τον πανικό να πλησιάζει. Η απόφαση ήρθε να την καθοδηγήσει. Με γρήγορο βήμα, σχεδόν τρέχοντας, κατευθύνθηκε με προσανατολισμό την πόρτα. Ήταν τόσο έντονη η ανάγκη της να βγει που την έπνιγε.
Πριν φτάσει όμως τα φώτα επέστρεψαν τυφλώνοντάς της προς στιγμή. Έτσι δεν πρόσεξε και έπεσε πάνω σε κάτι ψηλό με δύναμη.

«Πρόσεχε», της είπε μια φωνή που άκουγε για πρώτη φορά. Ο νεαρός την έπιασε με το δυνατό του χέρι από την μέση πριν σωριαστεί κάτω από την δύναμη της πρόσκρουσης, που απ'ότι φαίνεται δεν τον επηρέασε ούτε λίγο. Με ένα βλέμμα πάνω του η Νταϊάνα τον αναγνώρισε αμέσως.

«Συγγνώμη, δεν σε πρόσεξα», κατάφερε να πει. Η ανακούφιση που επανήλθε το φως την έκανε ελαφρώς να τρέμει. Ο όμορφος νεαρός της χαμογέλασε ζεστά. Τα πράσινα μάτια του την μαγνήτιζαν. Ήταν τα πιο όμορφα πράσινα μάτια που ειχε δει. Τέτοιο χρώμα έμοιαζε ψεύτικο, προς στιγμή νόμισε ότι μαύρισαν. Νόμισε ότι το πράσινο αντικαταστάθηκε από το μαύρο...πόση φαντασία χρειάζεται; Φαίνεται ότι έχει αρχίσει να παραλογίζεται. Ψεύτικο χρώμα και μαύρα μάτια...Ανόητη. «Εμ, πρέπει να πηγαίνω». Η κοπέλα απομακρύνθηκε από κοντά του και άρχισε πάλι να τακτοποιεί τα πράγματα που πάνω στον πανικό της πέταξε κάτω υπό το σοβαρό βλέμμα του άνδρα. Ένιωθε άβολα που την κοιτούσε έτσι. Όμως της άρεσε. Ήταν όμορφος και τα σκούρα ξανθά μαλλιά του, έτσι όπως ήταν ανακατεμένα της άρεσαν. Μερικές τούφες έπεφταν στα μάτια του. Τα χείλη του στράβωσαν σε ένα μικρό χαμόγελο. Ένιωθε τον αέρα να λιγοστεύει. Έπιασε τα σκορπισμένα φύλλα ένα ένα βρίζοντας τον εαυτό της. Μα τι είχε πάθει και πανικοβλήθηκε έτσι;
Η φωνή του, μπάσα, την έβγαλε απότομα από τον εξάψαλμο που απεύθυνε στον εαυτό της.

«Εσύ δεν είσαι η Νταϊάνα;», ρώτησε σοβαρός. Κάτι της έλεγε ότι γνώριζε πολύ καλά ποιά ήταν.

Η κοπέλα του χαμογέλασε. «Αυτοπροσώπος. Εσύ είσαι;», αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι του. Τον κοιτούσε ευθέως στα πράσινα πετράδια που είχε για μάτια. Τα μάτια της τον φλέρταραν. Και φαινόταν ότι του άρεσε. Ούτε η ίδια δεν ήξερε πως μεταπηδούσε από το ενα συναίσθημα στο άλλο.

«Σεμπάστιαν». Από τα μαύρα; μάτια του πέρασε μια λάμψη. Τι απαίσιος φωτισμός.

Η Νταϊάνα έσκυψε να πιάσει το γνωστό στυλό που βρισκόταν ακόμα αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρύο έδαφος. Το έδαφος μπορεί να ήταν κρύο μα την ίδια είχε συνεπάρει η φωτιά που εξέπεμπε το αγέρωχο, ψηλό κορμί του Σεμπάστιαν. Η διαίσθηση της της έλεγε ότι παρά την εξωτερική του φωτιά, κάτι ήταν που την πάγωνε. Αυτός ήταν το ακριβώς αντίθετο του Ζέντερ. Φωτιά και πάγος. Περίεργο, αλλά δεν τον είχε σκεφτεί καθόλου τόση ώρα...

Κοντά στον όμορφο νεαρό ένιωθε αμηχανία. Μια έντονη αμηχανία.

«Έχω ακούσει πολλά για σένα», είπε σιγανά ο Σεμπάστιαν. Στεκόταν ακόμη στο ίδιο σημείο με πριν.

«Τα πιο καλά ελπίζω». Ένιωθε τόσο μη άνετα, που δεν ήξερε τι να πει και τι να απαντήσει. Εκείνον δεν φαινόταν να τον ενοχλεί. Απλώς την παρακολουθούσε σαν γεράκι. Ετοιμάστηκε κάτι να απαντήσει αλλά η Νταϊάνα μίλησε πρώτη. «Με συγχωρείς που σε διακοπτώ αλλά έχω δουλειά να κάνω», στάθηκε μπροστά του με τα χέρια σταυρωμένα. Έπαιζε διακριτικά με τα ασημένια της δαχτυλίδια στο ένα χέρι, σημάδι ότι είχε άγχος. Εκείνος κατσούφιασε κι έγυρε το κεφάλι του ελαφρώς στο πλάι. Το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω της καθόλου διακριτικά και εκείνη κόκκινισε.

«Γλυκιά», σχολίασε εκείνος. Η Νταϊάνα σκέφτηκε ότι ήταν κάπως πρόχειρα ντυμένη, με ένα λευκό κοντό φούτερ με κουκούλα και ένα στενό σκούρο μπλε τζιν. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε δύο ανάποδες γαλλικές πλεξούδες. Ξαφνικά συνήλθε. Από που και ως που την νοιάζει πως φαινόταν στα μάτια του. Με τι έπρεπε να κυκλοφορεί; Με βραδινή τουαλέτα; Το μόνιμο λεπτό τσόκερ ξάφνου την έπνιγε. Ξανά ήθελε να φύγει. Απομακρύνθηκε από κοντά του τραβώντας το φούτερ ώστε να καλύψει όσο μπορούσε την κοιλιά της.

«Είσαι και εσύ τιμωρία;», την ρώτησε βαριεστημένα.

«Τιμωρία; Γιατί;», ρώτησε μπερδεμένη. Μα τι παράξενος που ήταν.

Ο Σεμπάστιαν πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Νομιζω ότι με πήρε ο ύπνος στην τάξη και με έβγαλε έξω εκείνη η...τέλος πάντων κάποια. Για τιμωρία με βάλανε να βοηθήσω την βιβλιοθηκάριο αλλά και εκεί νομίζω ότι με πήρε ο ύπνος», απάντησε κωμικά. «Έτσι με στείλανε να βοηθήσω με κάτι τραπέζια», σήκωσε τα μάτια για μια στιγμή στο ταβάνι και μετά της χαμογέλασε. Της Νταϊάνα της ήρθε να γελάσει αλλά κρατήθηκε κοιτώντας αλλού. Φαινόταν αρκετά καλός.

«Τότε ας πιάσουμε δουλειά», είπε εύθυμα η Νταϊάνα. Την έκανε να ξεχαστεί. «Ας ξεκινήσουμε με αυτό το τραπέζι. Βοήθησε με να...», σταμάτησε να μιλάει γιατί η προσοχή του αποδέκτη της είχε στραφεί στην πόρτα. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκαν φωνές και βήματα. Μα πώς...

Η σκέψη της διακόπηκε καθώς οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα και μεσα όρμησε η θορυβώδη ομάδα και ανάμεσά τους ο Άνταμ με τις δύο φίλες της. Ο Σεμπάστιαν στάθηκε πλάι της. Τα ρουθούνια της χτύπησε το υπέροχο άρωμά του. Ο Άνταμ μόλις είδε τον δεύτερο να στέκεται στο πλευρό της σκυθρώπιασε. Τα αγόρια βάλθηκαν αμέσως να εκτελέσουν το καθήκον τους μέσα σε φωνές και γέλια, τόσο δυνατά που της πόνεσε το κεφάλι. Τα αγόρια όμως είναι η καλύτερη παρέα. Ανά δύο έβγαζαν τα τραπέζια από τον χώρο. Ο όμορφος νεαρός απομακρύνθηκε από δίπλα της χωρίς καμιά κουβέντα και πήγε να βοηθήσει. Σήκωσε πανέυκολα το τραπέζι και έσκασε ένα ειρωνικό χαμογελάκι στον απέναντί του. Μέχρι το τέλος όλοι ήταν μούσκεμα.

▪▪▪▪
«Είναι και αλαζονικός αν παραβλέψουμε το γεγονός ότι σήκωνε τα τραπέζια πανεύκολα και με απίστευτη ηρεμία χωρίς να κουραστεί καθόλου μέχρι το τέλος». Τα κορίτσια βρίσκονταν στον δρόμο του γυρισμού.   Η Σαμ καθόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ενώ η Σκάρλετ με την Νταϊάνα μπροστά.

«Σαμ, πότε επιτέλους θα σταματήσεις;», ξέσπασε η Σκάρλετ παίρνωντας για μια στιγμή τα μάτια της από τον δρόμο και κοιτώντας την από το καθρεφτάκι.

«Οδήγα εσύ. Αν σκοτωθούμε εξαιτίας σου το φάντασμά μου θα καταδιώκει το δικό σου για πάντα»

«Άκουσα τόσα που χόρτασα και για βραδινό», γκρίνιαξε η Σκάρλετ από τη θέση οδηγού.

«Οδήγα και μην ακούς»

Η Σκάρλετ την αγριοκοίταξε από το καθρεφτάκι του οχήματος αλλά δεν είπε τίποτα. Τι άλλο εξάλλου μπορούσες να κάνεις με το πεισματάρικο πλάσμα που άκουγε στο όνομα Σαμάνθα Μπένετ; Ο ήχος από το κινητό της Σαμ διατάραξε την ησυχία που άπλωσε τα πλοκάμια της στο μικρό χώρο του αμαξιού. «Ναι μαμά...», απάντησε εκείνη.

Η Σκάρλετ απευθύνθηκε στην Νταϊάνα. «Τι ήθελε αυτός;», ρώτησε εννοώντας τον Σεμπάστιαν.

Η Νταϊάνα ανασήκωσε τους ώμους. «Τίποτα σπουδαίο. Τον είχαν βάλει να μας βοηθήσει». Τα γρανάζια του μυαλού της άρχισαν ξανά να δουλεύουν πάνω στο γεγονός που δεν έβγαινε από το νου της. Τι ήταν αυτό που είχε πάθει μέσα στο σκοτάδι; Γιατί το ξεπέρασε τόσο γρήγορα; Σαν να μην συνέβησε... Έφταιγε η παρουσία εκείνου; Δεν φοβόταν το σκοτάδι. Αλλά μάλλον αυτό ήθελε να νομίζει.

Η κοκκινομάλλα ανασήκωσε τα φρύδια της ενώ έστριβε το τιμώνι. «Μάλιστα»

«Μην μου πεις ότι και αυτός είναι ψυχοπαθής δολοφόνος γιατί θα πηδήξω από το παράθυρο», σφύριξε η Νταϊάνα.

«Να σου πω την αλήθεια, όχι φαίνεται ζόρικος, απόμακρος αλλά κάτα μια έννοια καλός. Αλλά θα επιμείνω στην άποψη πως κάτι δεν μου αρέσει με τον Ζέντερ. Μπορεί να είναι μπλεγμένος στον υπόκοσμο»

«Σιγά μην είναι και ο Αλ Καπόνε», αστειέυτηκε η Νταϊάνα πασπατεύονταν την δεξιά πλεξούδα της.

«Αυτό πολύ θα ήθελα να το ξέρω»

«Αν είναι ο Αλ Καπόνε;»

«Όχι μωρέ. Αν είναι κακός»

«Σκάρλετ, ας το αφήσουμε στη μοίρα. Δεν έχει σημασία. Μην ξεχνάς ότι τα σενάρια που γράφει η ζωή, δεν τα γράφει ούτε ο καλύτερος συγγραφέας»

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro