✴Κεφάλαιο 4✴
Περπατούσε στους άδειους διαδρόμους ψάχνοντας να βρει έστω και κάποιο σημείο ζωής. Οι διάδρομοι ήταν κάπως άβολοι όταν ήταν άδειοι. Ναι μεν η πολυκοσμία δεν ήταν και ότι το καλύτερο αλλά έτσι όπως έβλεπε κάθε γωνία μοναχική ήταν όντως κάτι το περίεργο.
Επιτέλους είδε κάτι αγόρια από την τάξη του Άνταμ. Ο ένας ακουμπούσε στο κούφωμα του παραφύρου έχοντας σταυρώσει τα χέρια στο στήθος. Ενώ ο άλλος χάζευε στο κινητό του κάτι. Τα πλησίασε δυναμικά ξέροντας την επίδρασή της στο αντίθετο φύλο. Δεν το θεωρούσε κάτι σπουδαίο. Όχι. Απλά έτυχε να γεννηθεί όμορφη. Ο παππούς της συχνά έλεγε: Μην γεννηθείς όμορφος, αλλά να γεννηθείς ευτυχισμένος.
Τα αγόρια σταμάτησαν απότομα να μιλούν και ρίχνοντας μια ματιά σκούντηξαν ο ένας τον άλλον. «Έχετε δει τον Άνταμ;», ρώτησε ευθέος το πιο ωραίο από τους δύο. Τον είδε για μια στιγμή να χάνει τα λόγια του αλλά τελικά κατάφερε να βάλει σε τάξη τη σκέψη του.
«Νομίζω πως είναι πίσω και ξεναγεί τον καινούργιο», της είπε χαμογελώντας.
«Ευχαριστώ», η Νταϊάνα του χάρισε ένα χαμόγελο. Από το βλέμμα του πέρασε μια λάμψη καθώς είχε μπροστά του το πιο δημοφιλές κορίτσι του σχολείου. Μάλλον το δεύτερο δημοφιλέστερο καθώς η Καρολάιν την επισκίαζε εντελώς καθώς την Νταϊάνα δεν την ενδιέφερε και τόσο. Το να είσαι δημοφιλής είναι εύκολο, το να είσαι διαφορετικός σπάνιο. Τα αγόρια κυνηγούσαν και εκείνη το ίδιο και πολλά κορίτσια ήθελαν να της μοιάζουν. Όμως η Νταϊάνα ήθελε κοντά της πραγματικούς φίλους. Δεν επέλεξε αυτή να γεννηθεί όμορφη. Επομένως αν ήθελε μπορούσε άνετα να την ανταγωνιστεί. Αυτό όμως δεν είναι καν σημαντικό. Ξεχωρίζεις έτσι και αλλιώς. Ξεχωριστός είσαι για συγκεκριμένους ανθρώπους που είναι αυτοί που βρίσκονται στη ζωή σου.
«Θέλεις να σε συνοδέψω;», προσφέρθηκε ο νεαρός. Η ελπίδα χρωματίζει τη φωνή του.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Προτιμώ να πάω μόνη», είπε και ευχαριστώντας τους άφησε σύξηλους να κοιτάζουν το σημείο όπου πριν λίγο στεκόταν το κορίτσι που θα ήθελαν να έχουν.
Η Νταϊάνα έκανε το γύρο του σχολείου και έφτασε στο πίσω μέρος του. Μπροστά της απλωνόταν μια τεράστια έκταση με καταπράσινο κοντό γκαζόν. Υπήρχαν μαθητές που κάθονταν πιο πέρα αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει την γεροδεμένη κορμοστασιά του Άνταμ. Στα ρουθούνια της έφτασε το άρωμα από το χορτάρι, μοσχοβολούσε κυριολεκτικά. Το χώμα είχε στεγνώσει από την χθεσινή καταιγίδα και τίποτα δεν πρόδιδε το ξαφνικό ξέσπασμά της.
Βαριόταν να πάει μέχρι εκείνο το σημείο έτσι προτίμησε να πατήσει πάνω στο παγκάκι που βρισκόταν λίγα βήματα πιο πέρα. Ανέβηκε προσεχτικά και έψαξε πάλι με το βλέμμα της. Δυστυχώς όμως δεν τον βρήκε. Τη στιγμή που πήγαινε να κατέβει το πόδι της μάγκωσε σε ένα από τα χωρίσματα και γύρισε ενώ κατέβαινε. Βρέθηκε πεσμένη στο έδαφος. Ανασηκώθηκε με δυσκολία και έπιασε τον αστράγαλό της. Ένα επιφώνημα πόνο ξέφυγε από τα χείλη της. Τον είχε στραμπουλίξει άσχημα και ο πόνος ήταν οξύς.
«Βλέπω όλο κάτι παθαίνεις», μια φωνή υπερβολικά τέλεια, σαγηνευτική.
Η Νταϊάνα γύρισε μορφάζωντας από τον πόνο. Ήταν τόσο ηλίθια που ανέβηκε στο παγκάκι και έπεσε με τον πιο χαζό τρόπο. Από το ύψος στο οποίο βρισκόταν έβλεπε μόνο ένα ζευγάρι ποδιών. Σήκωσε αργά το βλέμμα της. Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο όταν αντίκρισε ένα χαμόγελο που έκοβε την ανάσα. Ένα ζευγάρι γκριζογαλάζιων ματιών την στόχευαν σταθερά. Διάβασε μέσα τους ειρωνία και ίσως και πρόσεξε ένα ίχνος αποδοκιμασίας. Μα ποιός νόμιζε ότι ήταν;
Σίγουρα είναι κούκλος, ακούστηκε η σκέψη της. Κούνησε το κεφάλι της. Όχι δεν ήταν. Είναι ένα αλαζονικό γαϊδούρι. Φυσικά! Πάλι το διαβολάκι στον ώμο της πετάχτηκε κουνώντας πέρα δώθε την ουρά του, ενώ το αγγελάκι στον δεξί της ώμο κουνούσε απογοητευμένο το κεφάλι του, με τα φτερά του να λάμπουν. Ωραία, τώρα άρχισε να τρελένεται. Η κοπέλα ξανακοίταξε τον άνδρα. Παρατηρούσε διασκεδάζοντας τόση ώρα. Ευτυχώς που δεν μπορεί να διαβάσει τη σκέψη της, σκέφτηκε και την ίδια στιγμή ένα χαμόγελο εμφανίστηκε πάλι στο στόμα του. Θεέ μου! Γιατί δεν μπορούσε να πέσει στην αγκαλιά του; Ξαφνικά σύνελθε.
«Όλο παθαίνω κάτι;», ρώτησε προσπαθώντας να φανεί χαλαρή. Τι στο καλό είχε πάθει; Εκείνος αντί να απαντήσει απλά συνέχισε να παρατηρεί διασκεδάζοντας. Πραγματικά ήταν εξοργιστικός. Με πείσμα προσπάθησε να σηκωθεί αλλά το πόδι της δεν της επέτρεψε. Ενα βογγυτό της ξέφυγε. Εκείνος που τόση ώρα κοιτούσε σαν να έψαχνε κάτι έστρεψε το βλέμμα του πάνω της και φάνηκε σαν να θυμήθηκε εκείνη την στιγμή την κατάστασή της.
Την πλησίασε και την σήκωσε πανεύκολα σε στυλ νύφης. Ανατρίχιασε στην μυώδη αγκαλιά του. Την μετέφερε στο κοντινότερο δέντρο. Το μεθυστικό άρωμά του της είχε τρυπήσει τα ρουθούνια.
«Τι στην ευχή ήθελες να παραστήσεις ανεβαίνοντας εκει πάνω;», τη ρώτησε μ'εκείνη τη φωνή ενώ έπιανε το πόδι της και το έβαζε πάνω στο γόνατό του. Της έβγαλε το παπούτσι για να μπορέσει να την αγγίξει ευκολότερα. Η Νταϊάνα κόκκινισε.
«Ωραία κάλτσα», παρατήρησε αυτός μ'ένα ειρωνικό χαμόγελο. Σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού της. Ωραία, σκέφτηκε η Νταϊάνα, τώρα μπορούσε να παιθάνει ελεύθερα. Όμως όχι! Σιγά μην άλλαζε τις κάλτσες με τον Μπάγκς Μπάνι για χάρη του. Αλλά τουλάχιστον ας μην τις έβλεπε. Τι ρεζιλίκι.
Όση ώρα αυτός έκανε μασάζ και κάτι τέτοια στο πόδι της, βρήκε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει καλύτερα. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του γυάλιζαν στο φως του ήλιου, μα μόλις έπεφτε σκιά πάνω τους έμοιαζαν με μαύρα. Στο αυτί του είχε ένα σκουλαρίκι, ή δύο δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά. Ελαφρύ γένι στόλιζε το πρόσωπό του. Ήταν αρκετά ψηλότερος από την ίδια. Αδιαφορώντας για την ψύχρα που υπήρχε φορούσε ένα λεπτό μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι. Κάτι αλυσίδες κρύβονται πίσω της καθώς κρέμονται στο λαιμό του. Πολλά τατουάζ ζωγράφιζαν το κορμί του. Το μελάνι κοσμούσε τόσο όμορφα το γυμνασμένο κορμί του. Ήταν τέλειος απλά. Ένα μικρό τατουάζ, ένα γράμμα μόνο, καλλιγραφικό I υπήρχε κάτω από το το αυτί του στον λαιμό του.
«Έψαχνα κάποιον και...Άου!», φώναξε καθώς αυτός έκανε μια ξαφνική απότομη κίνηση.
Το γέλιο του τρύπησε τα αυτιά της. Είχε την αγένεια να γελάει κιόλας ο...ο...δεν έβρισκε το κατάλληλο επίθετο. Ξεφύσηξε ενοχλημένη. «Συγγνώμη πριγκίπισσα αλλά πρέπει να γιατρέψω το πόδι σου, για αυτό κάτσε καλά μην στις βρέξω στον πισινό». Με έμπειρες και απαλές κι απαλές κινήσεις άγγιζε το πρησμένο δέρμα του ποδιού της. Στα δάχτυλά του γυάλιζαν δαχτυλίδια.
«Δεν σου έχουν πει ότι είναι αγενές το να κοιτάς επίμονα;», ρώτησε ειρωνικά. «Το ξέρω ότι το θέαμα είναι αξιοθαύμαστο αλλά δεν παύει να είναι αγενές»
Η Νταϊάνα στριφογύρισε τα μάτια της. Πόσο μεγάλη ιδέα είχε για τον εαυτό του; Η αλήθεια είναι ότι όντως ήταν πολύ όμορφος. Η ομορφιά του όμως φάνταζε επικίνδυνη. Εκείνος φάνταζε επικίνδυνος. «Είσαι καινούργιος εδώ; Δεν σε έχω ξαναδεί», αποφασίζει να πει τελικά.
Ο νεαρός κοίταξε το μελαχρινό κορίτσι. Τα βλέμματα τους κλείδωσαν. Εκείνος τελικά κοίταξε ξανά το πόδι της αδιάφορος. «Ναι, ήρθα σ'αυτό το δημοτικό φέτος», την πείραξε.
«Είσαι πάντα τόσο αγενής με όλους;». Η σωστή λέξη θα ήταν "μαλάκας", αλλά δεν ήθελε να χειροτερέψει την συνάντησή τους. Καυτός μαλάκας. Ώ, ας έσκαγε πλέον αυτή η φωνή.
«Αυτός είμαι πριγκίπισσα. Και δεν αλλάζω για κανέναν γαμημένο λόγο», απάντησε εκείνος. Η Νταϊάνα προτίμησε να μην το σχολιάσει. Ψώνιο σκέτο.
«Τα ψώνια δεν είναι τζέντλεμαν», της πέταξε χωρίς να την κοιτάξει. Μα πώς ήξερε πως τον είπε έτσι; Αφού εκείνη δεν το είχε πεί φωναχτά. Ίσως να το είχε μαντέψει από την έκφραση που θα είχε πάρει το πρόσωπό της. Εν τω μεταξύ παρατήρησε ότι ο πόνος είχε υποχωρήσει, σχεδόν δεν τον αισθανόταν.
«Νιώθεις καλύτερα;»
«Δεν πονάει πλέον τόσο πολύ. Εμ...ευχαριστώ. Είναι λες και είσαι ειδικός». Χωρίς να το θέλει είχε πει την τελευταία πρότασή της φωναχτά.
«Είναι μια από τις πολλές αρετές μου να είμαι ειδικός σε όλα», της λέει με ένα πονηρό χαμόγελο.
Πολύ ωραία, σκέφτηκε η κοπέλα. Έδωσα τροφή στο υπερεγώ του. Τα γκριζογαλάζια μάτια του έλαμπαν από ένα ιδιαίτερο φως. Τόσο όμορφα μάτια. Εκείνος ανασήκωσε το ένα φρύδι του. Αναρωτήθηκε για άλλη μια φορά μήπως εκείνος μάντεψε ξανά τι είχε σκεφτεί εκείνη. Ίσως να είναι και αυτή μια από τις πολλές αρετές του.
«Έτοιμη πριγκίπισσα». Της είχε ξαναφορέσει το παπούτσι. Το ότι την αποκαλούσε έτσι την εκνεύριζε. Το βλέμμα του δεν πρόδιδε καμία από τις σκέψεις του. «Και πρόσεχε λίγο. Δεν μπορώ συνέχεια να παριστάνω τον ιππότη σου». Η ειρωνία ξεχύλιζε στη φωνή του. Το χέρι του χτένισε τα μαλλιά του. Απλά δεν μπορούσε να πιστέψει στο ύφος του. Την κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω, προφανώς κρίνοντας το σώμα και την εμφάνισή της. Καθόλου διακριτικά χαμογέλασε ειρωνικά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Και φυσικά του έπεφτε λίγη. Από την εμφάνισή του έκρινε ότι δεν είναι καλός χαρακτήρας. Και είναι ολοφάνερο ότι αλλάζει κάθε βράδυ κοπέλα.
Η μελαχρινή κοπέλα τον κοίταξε μπερδεμένα μόλις ξανασκέφτηκε τα λόγια του. Ο άγνωστος νεαρός άρχισε αργά να την πλησιάζει σαν πάνθηρας. Ωραία, αυτό ήταν αρκετά άβολο. Αυτά τα υπέροχα σκοτεινά μάτια την υπνώτιζαν παρασέρνοντάς την σε άλλους κόσμους. Κόσμους που δεν ήξερε ότι υπήρχαν. Ξυπνούσαν επιθυμίες που δεν ήξερε ότι διέθετε, επιθυμίες βαθιά κρυμμένες. Εκείνος έσκυψε προς το μέρος της, η καρδιά της χτυπούσε ασταμάτητα. Ωραία, ποιανής δεν θα χτυπούσε; Φαίνεται ότι αυτός ο μελαχρινός νέος έπαιρνε πάντα ότι ήθελε. Όμως σταμάτησε και γύρισε να κοιτάξει πίσω του.
Η ειρωνία και η διασκέδαση είχαν χαθεί από τα μάτια του, που τώρα κοιτούσαν με περίεργο και ανεξιχνίαστο τρόπο. Οι μύες του κορμιού του σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν με κάθε ανάσα που έπαιρνε. Φαινόταν σαν να έψαχνε κάτι. Κοιτούσε προσηλωμένος, έτοιμος για κάτι.
«Συμβαίνει κάτι;», αναρωτήθηκε η Νταϊάνα ακόμα μπερδεμένη μετα από όλα αυτά. Τον είδε να ισιώνει το κορμί του.
«Γύρνα στη δουλειά σου», της είπε απότομα. Ξαφνικά η διάθεσή του είχε χαθεί. Τόση ώρα έπαιζε μαζί της. Εκνευρίστηκε σε μεγάλο βαθμό. Την ενόχλησε πολύ. Όμως αυτός είχε κάτι διαφορετικό. Ούτε το όνομά του δεν της είπε. Χωρίς να πει τίποτα, η κοπέλα άρχισε να απομακρύνεται. Λίγο πριν μπεί στο τεράστιο κτήριο στάθηκε και έριξε μια ματιά πίσω της. Όμως εκείνος δεν ήταν πουθενά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro