Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

✴Κεφάλαιο 35✴

«Και πως ήταν η εκδρομούλα; Δεν μας είπες», ρώτησε η Σαμάνθα κουνώντας το ασημένιο πιρούνι πέρα δώθε.

Ο Άνταμ έσκυψε προσποιούμενος πώς το πιρούνι εκτοξεύτηκε προς το μέρος του.

«Βρε ανάγωγη έχεις κανένα αποθημένο με πειρατές και θες να βγάλεις το μάτι κάποιου;», την μάλωσε Σκάρλετ που καθόταν δίπλα της με το βιβλίο των Μαθηματικών ακουμπισμένο αναπαυτικά στο τραπέζι, με το μολύβι στο κέντρο του λειτουργώντας σαν σελιδοδείκτης. «Και μην μου θυμίζεις αυτό το ταξιδάκι», πρόσθεσε ρίχνοντας τα πράσινα μάτια της πάνω στο αγόρι.

Ο Άνταμ δάγκωσε ένα κρουασανάκι βουτύρου. «Τόσο καλά πέρασες;», ρώτησε μπουκωμένος και η Σαμ έκανε μια γκριμάτσα αηδίας.

Ήταν η ώρα που είχαν κενό στα μαθήματα οπότε η καφετέρια του σχολείου ήταν σχετικά άδεια. Μόνο οι ποδοσφαιρική ομάδα έπαιρνε το πρωινό της και μια παρέα κοριτσιών της πρώτης. Η μοναδική ώρα όπου η σιγανή μουσική από τα ηχεία δεν καλυπτόταν από φωνές και γέλια.

Η Σκάρλετ έβγαλε ένα επιφώνημα. «Αντί να πάμε από κανονικό αυτοκινητόδρομο από αυτούς με την άσφαλτο, εμείς οργώσαμε χωματόδρομο. Τα χωράφια είναι έτοιμα τώρα για να σπαρθούν», είπε σαρκαστικά. «Πάνω κάτω πηγαίναμε», η κοπέλα έκανα ταυτόχρονα αναπαράσταση. «Με Πάρκινσον γύρισα πίσω»

Η Σαμάνθα κατάπιε ένα κομματάκι μπανάνας από την φρουτοσαλάτα της πριν μιλήσει ενώ η Βίκη γελούσε. «Τουλάχιστον ήρθες σε επαφή με την φύση και του προγόνους σου», είπε και εισέπραξε μια κλοτσιά κάτω από το τραπέζι. «Άου!», αναφώνησε.

«Εσύ Σαμ, πώς πέρασες το Σαββατοκύριακο;», ρώτησε ο Άνταμ.

«Με την Νταϊάνα είδαμε θρίλερ. Βασικά είδα μόνη μου γιατί εκείνη καθόταν στην ταρατσούλα μόνη της. Δεν ξέρω αλλά κάτι την απασχολούσε εκείνη την ώρα αλλά μετά ήταν καλύτερα. Και την επόμενη μέρα πήγαμε στην Βίκη»

Η καστανή κοπέλα έγνεψε με μάτια που έλαμπαν. «Δεν μας είπες Σαμ, πως ήταν η ταινία;», ρώτησε σκανδαλιάρικα.

Η Σαμάνθα την κοίταξε με προσποιητό μίσος. «Προδότρα»

Το γέλιο του Άνταμ γέμισε το τραπέζι τους. «Τι ταινία ήταν;»

«Ο Εξορκιστής...», μουρμούρισε η κοπέλα.

«Ω πάντα μου άρεσε το σημείο που κατεβαίνει ανάποδα την σκάλα και...»

«Ντάξει φτάνει!», αναφώνησε αγανακτισμένη η Σαμάνθα, προκαλώντας το γέλιο της παρέας. «Δεν τις είδα αυτές τις σκηνές γιατί κρυβόμουν κάτω από το πάπλωμα. Γελάστε όσο θέλετε αναίσθητα όντα»

«Εγώ τώρα προσβλήθηκα», γέλασε ο Άνταμ και η Βίκη έκανε πως σοκαρίστηκε με τον χαρακτηρισμό που τους απέδωσε.

«Τώρα που το λέμε, η Νταϊάνα γιατί λείπει σήμερα; Έχουμε Κέρβερο πρώτη ώρα, το ξέχασε;», ρώτησε η Βικτώρια σπρώχνοντας τα γυαλιά της στη μύτη της. Τον τελευταίο καιρό απέφευγε τους φακούς επαφής όμως ήταν καιρός να το αρχίσει ξανά. Είχαν αρχίσει να την εκνευρίζουν καθώς γλιστρούσαν διαρκώς.

«Την πήρα τηλέφωνο αλλά δεν το σήκωσε», απάντησε η Σκάρλετ πίνοντας μια γουλιά από το ζεστό καφέ ρόφημα σε χάρτινο κυπελάκι. «Μάλλον την πήρε ο ύπνος», είπε. «Συνηθισμένα», ανασήκωσε τους ώμους της. Έπιασε τα ακουστικά της και τα σύνδεσε στο κινητό της. Η μουσική την βοηθούσε να συγκεντρωθεί στις δυσνόητες μαθηματικές πράξεις. Ήταν μία ωραία συντροφιά όσο οι σκέψεις της δούλευαν σε ταχείς ρυθμούς προκειμένου να αποτυπώσουν μια πράξη, έναν τύπο και να βρουν την άκρη στο μπερδεμένο κουβάρι των αριθμών και συμβόλων.

«Ξεκινάει η περίοδος των αγώνων», είπε ο Άνταμ με ενθουσιασμό και η Σαμ κοίταξε την ομάδα πάνω από τον ώμο του.

«Θα παίξει και εκείνος ο ωραίος;»

«Ξέρεις Σαμ, ο πιο ωραίος από εκεί είμαι εγώ και πίστεψέ με δεν θες να γνωρίσεις μερικούς από αυτούς», ο Άνταμ την κοίταξε μέσα από τις βλεφαρίδες του.

«Μμ, είσαι ο πιο βλάκας από εκεί»

Το αγόρι λύγισε το σώμα του προς τα πίσω και πήρε μια ονειροπόλα έκφραση καθώς κοιτούσε έναν πίνακα ανακοινώσεων πίσω της. «Μα τι έρωτας είναι αυτός;», αναρωτήθηκε αναστενάζοντας. Πρόλαβε χάρη στα γρήγορα αντανακλαστικά του να σκύψει πριν τον βρει στο πρόσωπο ένα κομμάτι ροδάκινου.

«Πως και από εδώ αυτός; Αφού συνήθως είναι εξαφανισμένος», απόρησε η Βικτώρια κοιτώντας διακριτικά στο πλάι καθώς καθόταν τόση ώρα με το ένα πλευρό της να ακουμπάει στο τραπέζι.

Όλων τα μάτια στράφηκαν στον Ζέντερ που εισέβαλε στην καφετέρια εκείνη την ώρα.

«Πως φαίνομαι; Είμαι καλή;», ρώτησε η Σαμάνθα στρώνοντας τα μακρυά ξανθά μαλλιά της.

«Λέτε να έρθει εδώ;», ρώτησε με την σειρά της η Βίκη.

Προς μεγάλη τους έκπληξη ο όμορφος άνδρας εντόπισε το τραπέζι τους και ξεκίνησε να πλησιάζει. Τα ίσια σκούρα μαλλιά του ήταν ατιμέλητα και έπεφταν ανάλφρα στο μέτωπό του κάνοντας τον πιο γοητευτικό.

Τρία ζευγάρια μάτια τον είδαν να σκύβει και να λέει κάτι στον Άνταμ ο οποίος φάνηκε να ξαφνιάζεται και σηκώθηκε από την θέση του και τράβηξε τον Ζέντερ μερικά μέτρα μακριά προκειμένου να συζητήσουν κάτι.

«Τι λέτε να λένε;», αναρωτήθηκε η Βίκη κοιτώντας διακριτικά. Ο Άνταμ φαινόταν να δυσφορεί με αυτά που άκουγε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Δεν έχω ιδέα αλλά σίγουρα θα μάθουμε», ψιθύρισε πίσω η Σαμάνθα. «Αχ, μα τι τέλειος που είναι;», αναστέναξε κοιτώντας την πλάτη του ψηλότερου άνδρα.

Η Σκάρλετ κοπάνησε το βιβλίο στο τραπέζι και τράβηξε τα ακουστικά από τα αυτιά της. «Έλεος δεν βαρέθηκες; Γιατί εγώ πραγματικά βαρέθηκα να σε ακούω», γκρίνιαξε ενώ τύλιγε τα μαύρα καλώδια προσεχτικά γύρω από τα δάχτυλα των χεριών της πριν τα πιάσει με ένα μεταλλικό συνδετήρα. Η Σαμ αναλογίστηκε τον ναυτικό κόμπο που αποτελούσαν τα δικά της κάπου μέσα στην τσάντα της.

«Εσύ είσαι ξινή»

Η Βικτώρια διέκοψε και αυτόν τον τσακωμό. Η προσοχή της πλέον ήταν στραμμένη πάνω σε μια γυναίκα που κοιτούσε με αγωνία ψάχνοντας κάτι ή κάποιον. Είχε κουρασμένα μάτια και πιασμένα τα μαλλιά της. «Αυτή δεν είναι η κύρια Σάρα;», ρώτησε μπερδεμένη.

Τα δύο κορίτσια ακολούθησαν το βλέμμα της. «Πράγματι...», μουρμούρισε η Σκάρλετ.

«Έχει απαίσια όψη. Λέτε να έχει συμβεί κάτι;», η Βικτώρια περιεργάστηκε το πρόσωπο της χλωμής γυναίκας.

«Μείνετε εδώ, θα πάω να μάθω», είπε επιτακτικά η κοκκινομάλλα και σηκώθηκε την ίδια στιγμή όρθια ορθώνονται το χέρι της για να την δει η Σάρα. Η άλλη γυναίκα την πρόσεξε και ξεκίνησε να πλησιάζει με γοργό, σχεδόν ανυπόμονο βήμα την νεαρή κοπέλα. Έμειναν να συζητάνε λίγο και ξαφνικά η συζήτηση απέκτησε έναν έντονο ρυθμό.

«Μα τι κάνει; Μαλώνει με την κυρία Σάρα;», απόρησε η Σαμάνθα πίνοντας μια γουλιά από τον κρύο πλέον, καφέ της Σκάρλετ. Η πικρή γεύση του καφέ της προκάλεσε μια έκφραση αηδίας και παράτησε το κυπελάκι πίσω στο τραπέζι ενώ παρατηρούσε την Σκάρλετ να επιστρέφει. Το συνήθης χρώμα του δέρματός της είχε στραγγίσει από το πρόσωπο της και είχε βαφτεί με μια χλωμή απόχρωση.

Ο Άνταμ πρόσεξε την κοπέλα και ακούμπησε τον Ζέντερ στον ώμο προσπερνώντας τον και πλησίασε και εκείνος το τραπέζι. «Τι έγινε;»

«Η Νταϊάνα...», η φωνή της χάθηκε καθώς σωριαζόταν στον πάγκο. Οι υπόλοιποι την κοιτούσαν μη καταλαβαίνοντας τι έχει συμβεί. «Έχει εξαφανιστεί από το Σάββατο το πρωί», είπε με φωνή ήρεμη. Ο εγκέφαλός της δυσκολευόταν να αποτυπώσει το γεγονός. Της φαινόταν αδύνατο να να έχει συμβεί. Νεκρική σιγή απλώθηκε ανάμεσά του καθώς όλοι προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν την αλήθεια από το πρωταπριλιάτικο αστείο.

«Τι ακριβώς προσπαθείς να πεις τώρα;», ο Άνταμ βρήκε πρώτος τη μιλιά του. Στα μάτια του μαινόταν καταιγίδα. «Σκάρλετ μίλα!», γρύλισε.

«Δεν ξέρω τι συνέβη. Έφυγε για ιππασία το πρωί και δεν γύρισε το βράδυ και δεν φάνηκε την επόμενη μέρα. Εχθές το απόγευμα ξεκίνησαν οι αστυνομία να την ψάχνει και σήμερα δήλωσαν επίσημα των εξαφάνισή της»

Η Σαμάνθα δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυα φόβου που κύλησαν στο μάγουλό της. Τα χείλη της έτρεμαν ενώ έλεγε δύσπιστη: «Το πρωί η κυρία Σάρα είχε πει ότι δεν θα την άφηνε ξανά το βράδυ να βγει καθώς είχαν γίνει αυτές οι περίεργες επιθέσεις και δολοφονίες»

Όλοι είχαν ακούσει καθώς ήταν πρώτο θέμα συζητήσεων στις παρέες, στις ειδήσεις και στις εφημερίδες. Όλοι γνώριζαν και όλοι έστω και κρυφά ανησυχούσαν. Ο φόβος είναι ύπουλος και απλώνει τις ρίζες του όμοια με κισσό, δεν το προσέχεις στην αρχή μα όταν το νιώσεις είναι αργά να το ξεριζώσεις. Οι ρίζες είναι τόσο βαθιές που ακόμα και να αφαιρεθεί, το σημάδι μένει για πάντα καθώς και ο σπόρος. Κανένας όμως δεν τολμούσε να πει κάτι. Κανένας δεν τολμούσε να αφήσει το μυαλό του να πάει στο κακό, στο θάνατο, στο αίμα. Κανένας δεν ήθελε να φανταστεί το σώμα της κάπου τσακισμένο και ματωμένο να κείτεται πάνω στο κοκκινοβαμένο χιόνι. Χωρίς ανάσα, χωρίς ψυχή.

«Μην τολμήσετε να πείτε αυτό που σκέφτεστε!», φώναξε η Σκάρλετ. «Θα την ψάξουμε και εμείς! Θα την βρούμε. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε έτσι απλά»

«Η αστυνομία δεν έχει κανένα νέο; Τι στην ευχή; Πόσο δύσκολο είναι να βρουν μια κοπέλα με άλογο;», ρώτησε η Βίκη βγάζοντας τα γυαλιά της. Μπορεί να μην ήταν τόσο πολύ δεμένη με την παρέα και να μην ήταν φίλες πολύ καιρό, το σκουλήκι της αμφιβολίας όμως και του φόβου φώλιαζε και στην δική της καρδιά.

Η Σκάρλετ την κοίταξε και κούνησε αρνητικά το κόκκινο κεφάλι της. «Ο Ντέιμον βρέθηκε έξω από τους σταύλους αγριεμένος. Το άλογο φαινόταν τρομοκρατημένο και η Νταϊάνα άφαντη. Είναι πολύ πιθανό η Νταϊάνα να έχει μείνει μόνη της κάπου μέσα στο δάσος, μα το χιόνι που πέφτει ασταμάτητα δεν βοηθάει στο να παραμείνουν ίχνη και να εντοπίσουν εύκολα τα σκυλιά την κοπέλα»

Πίσω από τον Άνταμ, ο Ζέντερ άκουγε σιωπηλός την συζήτηση. Ήταν ο τελευταίος που είχε δει την πριγκίπισσα  να φεύγει καλπάζοντας μακριά του τώρα ήταν εξαφανισμένη. Χωρίς να πει κουβέντα έκανε μεταβολή και έφυγε με μεγάλες δρασκελιές. Κανένας δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται την απουσία του.

«Θα πάμε να την ψάξουμε στο δάσος και εμείς. Εγώ δεν θα κάτσω με σταυρωμένα χέρια», δήλωσε ο Άνταμ με πάθος και καστανούς καθρέφτες α γυαλίζουν σαν να καιγόταν από πυρετό.

«Σε παρακαλώ ας την βρούμε», κλαψούρισε η Σαμάνθα.

Ο Άνταμ γονάτισε μπροστά της και τύλιξε τα δυνατά μπράτσα του γύρω της και η κοπέλα αφέθηκε στην αγκαλιά του αποκαμωμένη. «Θα την βρούμε ο κόσμος να χαλάσει»


▫️▫️▫️▫️
Το χιόνι στροβιλιζόταν ασταμάτητα όλο το βράδυ γύρω της και δεν θέλησε να την λυπηθεί ούτε το πρωί. Το σώμα της έτρεμε όμοιο με ψάρι έξω από την λίμνη. Ένιωθε σαν ψάρι που δεν μπορούσε να αναπνεύσει, που αδυνατούσε να ζήσει. Το γαλάζιο βλέμμα της παρατηρούσε τις χοντρές τούφες που χόρευαν γύρω της κάποιον χορό.

Μέσα στην ζάλη της νόμιζε ότι το χιόνι δημιουργούσε σχήματα, τη μια στιγμή φαντάστηκε ένα ελάφι και την άλλη ένα λαγό με φουντωτή ουρά.

Έχωσε τα δάχτυλά της μέσα στο λευκό στρώμα γύρω της και έφερε λίγο από αυτό στα χείλη της. Διψούσε αφόρητα. Πονούσε αφόρητα. Νύσταζε αφόρητα.

Τα ρούχα της κολλούσαν πάνω της, βαριά. Μετά από πολλή ώρα είχε βρεθεί στην άκρη ενός γκρεμού. Το δάσος αποφάσισε να την οδηγήσει στην ακτή. Πίσω της τα δέντρα, μπροστά της το χάος του ωκεανού. Δεν είχε διαφυγή. Δεν ήθελε να γυρίσει ξανά πίσω στα δέντρα που έμοιαζαν να την γιουχάρουν, να την κοροϊδεύουν και να γελάνε με την αδυναμία της. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος μπροστά στη φύση και για αυτό την καταστρέφει. Την καταστρέφει για να επιβληθεί καθώς ο άνθρωπος θέλει πάντα να κυβερνά. Μα τώρα εκείνη ήταν αδύναμη μπροστά στην φύση. Ήταν μόνη και το δάσος δεν νοιαζόταν. Τα κλαδιά της έκοβαν το δέρμα, της τραβούσαν τα μαλλιά, της έσκιζαν τα ρούχα. Εκδίκηση.

Κοίταξε κάτω. Έπρεπε να περάσει από ένα στενό πέρασμα για να βγει στην ακτή, μα το πονεμένο της πόδι την πρόδωσε και σε μια ξαφνική υποχώρηση μιας πέτρας κάτω από τη μπότα της, βρέθηκε στο παγωμένο νερό. Το χέρι της σκίστηκε πάνω σε ένα κοφτερό βράχο και το νερό βάφτηκε κόκκινο. Όταν βγήκε ήταν ευγνώμων που χτύπησε μόνο το χέρι της. Προχώρησε πλέον τρέμοντας μερικά χιλιόμετρα πριν τα πόδια της την ρίξουν κάτω και μείνει εκεί, εξαντλημένη.

Ο βήχας δεν την άφηνε να πάρει μια κανονική ανάσα. Πονούσε όταν έβηχε. Με τρόμο είδε σταγόνες αίματος στην ανοιχτή παλάμη της όταν την τράβηξε πίσω μετά από ένα έντονο ξέσπασμα βήχα. Το χέρι της έτρεμε και έσφιξε τα δάχτυλα σε γροθιά. Έπρεπε να συνεχίσει. Σηκώθηκε αργά και προχώρησε μέχρι για άλλη μια φορά το σκοτάδι πέσει γύρω της. Την νύχτα όλα φαινόντουσαν τρομαχτικά, αλλόκοτα, παράξενα. Κοιτούσε τρομαγμένη και νόμιζε πολλές φορές ότι κάτι έτρεχε κατά πάνω της για να της επιτεθεί. Ζαλιζόταν. Κρατιόταν από τα δέντρα και έβηχε σε κάθε βήμα.

Μια σειρήνα περιπολικού έσκισε την σιωπή της νύχτας και το δάσος τραβήχτηκε φοβισμένο μακριά. Η Νταϊάνα δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι άκουγε μετά από τόσες ώρες έναν γνώριμο ήχο. «Περίμενε...», ψιθύρισε. Προσπάθησε να κάνει πιο γρήγορα με τις δυνάμεις που απέμειναν. Η αδρεναλίνη της έδωσε ζωή. Προχωρούσε με δυσκολία μα έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. «Μην με αφήσετε...», ένας σιγανός ψίθυρος. Είδε τα κόκκινα φώτα του φάρου να τρεμοπαίζουν ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων και να απομακρύνονται με ταχύτητα. «Εδώ είμαι», σκόνταψε και έπεσε κάτω. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της και απελευθερώθηκαν. Η σειρήνα έπαψε να ακούγεται. Έμεινε κάτω κλαίγοντας. Ο δρόμος δεν απείχε πολύ μακριά. Βρισκόταν μπροστά της μα εκείνη έχασε το κουράγιο της. Τα πόδια της δεν υπάκουσαν στην εντολή του μυαλού της. Το σώμα της ξάπλωσε στο κρύο στρώμα. Ήθελε να κοιμηθεί, νύσταζε. Ο μπαμπάς της θα ερχόταν. Ήταν σίγουρη ότι αύριο το πρωί θα ξυπνούσε και θα έβλεπε τα χαμογελαστά του μάτια να την κοιτάζουν γεμάτα αγάπη.

Ένα κίτρινο φως έπεσε στα μάτια της. Έτσι ήταν ο θάνατος; «Μπαμπά...», ψιθύρισε κλείνοντας τελικά τα βλέφαρα.

Μια ψηλή, μαύρη σιλουέτα στάθηκε μπροστά στα ανοιχτά φανάρια του αυτοκινήτου.  Τα φώτα χτυπούσαν την πλάτη του και με αυτόν τον τρόπο τα χαρακτηριστικά του παρέμεναν βυθισμένα στο σκοτάδι. Τα βήματα του άφησαν έναν απαλό ήχο καθώς προχωρούσε πάνω στο χιόνι. Έσκυψε. Η κοπέλα ήταν λιπόθυμη με το μάγουλο της να ακουμπάει το χιόνι. Τα μαλλιά της βρεγμένα και μπλεγμένα μεταξύ τους. Το λευκό της δέρμα γεμάτο γρατζουνιές, τα χείλη της είχαν μια σκούρα απόχρωση και ήταν λερωμένα με αίμα.

Πανικόβλητος την σήκωσε ψηλά, από το αφιλόξενο έδαφος και ξεκίνησε να την μεταφέρει προς το μαύρο τζιπ. Το κεφάλι της ακούμπησε στο στήθος του και τα χείλη της παραμιλούσαν. Ψηνόταν στον πυρετό.

Ο άνδρας άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου με το ένα χέρι και την έσπρωξε για να ανοίξει. Τοποθέτησε το αδύναμο σώμα της κοπέλας πάνω στο κάθισμα και έβγαλε το δερμάτινο μπουφάν του με γρήγορες κινήσεις και την σκέπασε. Μπήκε στην θέση του οδηγού και πάτησε το γκάζι. Οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι στο κρύο, στις ασθένειες. Έπρεπε να την πάει όσο το δυνατόν πιο σύντομα σε εκείνο το άθλιο λευκό κτίριο με τα χιλιάδες μηχανήματα που έσωζαν την ζωή. «Διάολε», βλαστήμησε.

Πάτησε απότομα φρένο και τα λάστιχα του αυτοκινήτου άφησαν σημάδια στην άσφαλτο. Κατέβηκε με γρήγορες κινήσεις και βρέθηκε στο πλευρό της κοπέλας που ριγούσε. «Πόσο ανόητη είσαι που δεν πρόσεχες; Γιατί δεν με κάλεσες;», της είπε ξέροντας ότι η κοπέλα δεν τον ακούει. Της αφαίρεσε το βρεγμένο μπουφάν της και την σκέπασε ξανά με το δικό του. Βγήκε και ξαναγύρισε με ένα μπουκαλάκι εμφιαλωμένο νερό. Ακούμπησε το μάγουλο της και έστειλε ένα κύμα Δύναμης πάνω της για να την ζεστάνει. Πράγματι μετά από λίγο η θερμοκρασία της σταθεροποιήθηκε και το σώμα της έπαψε να τρέμει. Άνοιξε προσεχτικά το καπάκι και έφερε το μπουκάλι στα χείλη της, βρέχοντάς τα λίγο και αφήνοντας την να καταπιεί δύο γουλιές. Δεν της έδωσε παραπάνω.

Άφησε το κεφάλι της πίσω απαλά και ξεφύσηξε. Είχε ακούσει τον πυροβολισμό, μα το δικό του άλογο παρέμεινε ήρεμο δεν φαντάστηκε ότι το δικό της θα αντιδρούσε κατά αυτόν τον τρόπο. Τα παιδιά είχαν ψάξει όλο το δάσος και δεν κατάφεραν να την εντοπίσουν. Έψαχνε διαρκώς και εκείνος στέλνοντας διερευνητικά κύματα Δύναμης να σαρώσουν την περιοχή μα έπεφτε σε ένα γνωστό λευκό τοίχος. Αν τον καλούσε, θα την έβρισκε αμέσως. Μα τα χείλη της παρέμεναν σφραγισμένα μη τολμώντας να πει το όνομα του. Μόνο τώρα, παίρνουσε από αυτό τον αυτοκινητόδρομο τυχαία και άκουσε την φωνή της. Ήταν πολύ σιγανή, αδύναμη. Οι αισθήσεις του ήταν σε πλήρη λειτουργία για το παραμικρό και ήταν τυχερός. Εκείνη ήταν κοντά.

Τα μάτια του κοιτούσαν συχνά την αναίσθητη μορφή της που είχε μαζευτεί σε ένα κουβάρι σαν μικρό γατάκι, από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου όσο οδηγούσε με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο στις ταχύτητες. Ήταν η Τρίτη, έπρεπε να την προστατεύσει. Ανησυχούσε μήπως δεν διεκπεραιώσει το καθήκον του. Αυτό ήταν. Ναι. Όμως ένιωθε ένα παράξενο σφίξιμο στο στήθος μέχρι να την βρει. Κούνησε το κεφάλι του παίρνοντας το βλέμμα του από την κοπέλα. Ήταν καθήκον του.

Ήταν πολύ τυχερή που δεν την είχε βρει κάποιος δαίμονας, γιατί θα την σκότωναν. Όχι επειδή γνωρίσουν ποια ήταν, αλλά γιατί είναι ανεξέλεγκτοι πλέον. Ο άνδρας βάρεσε την γροθιά του στο τιμόνι βρίζοντας. Έριξε άλλη μια ματιά πάνω της. Το αίμα στο κεφάλι της φαινόταν ακόμη φρέσκο καθώς η πληγή της δεν έκλεινε. Δεν μπορούσε να χωνέψει πως τόσες μέρες περιφερόταν ολομόναχη και χτυπημένη στο δάσος. «Πως στην ευχή επέτρεψα να συμβεί αυτό Νταϊάνα;», ψιθύρισε. Η κοπέλα σαν να το διαισθάνθηκε μουρμούρισε κάτι σε μια παράξενη γλώσσα και εκείνος την είχε ξανακούσει. Ήταν η Λευκή Γλώσσα.

Ο μεγάλος κόκκινος σταυρός φάνηκε σαν φάρος από μακριά. «Λίγο έμεινε, υπομονή», μουρμούρισε με φωνή βραχνή. Έστριψε το τιμόνι και πάρκαρε γρήγορα την BMW, δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Βγήκε και με γρήγορες κινήσεις τράβηξε την κοπέλα στην αγκαλιά του κρατώντας την γερά κοντά του και προχώρησε στο νοσοκομείο. Οι γιατροί έσπευσαν να τρέξουν βλέποντας την κατάσταση της, η οποία φαινόταν πιο τρομαχτική στο τεχνιτό φως και ο άνδρας μόρφασε.

«Μην ανησυχείτε, είναι σε καλά χέρια. Θα γίνει καλά», του είπε ένας γιατρός καθώς τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της ενώ την έπαιρναν σε ένα φορείο κάπου στο βάθος. Το χέρι της κρεμόταν σαν άψυχης κούκλας από το φορείο.

Έμεινε ακουμπισμένος στον τοίχο για μιάμιση ώρα να περιμένει. Όταν ο γιατρός φάνηκε ο Ζέντερ τον πλησίασε κοιτώντας απευθείας τα μάτια του. «Θέλω να μάθω για την κατάστασή της και να με αφήσεις να περάσω και αργότερα να ξεχάσεις ότι με είδες»

Ο γιατρός κοιτούσε σαν υπνωτισμένος τα αγριεμένα γκριζογαλάζια μάτια. «Η ασθενής έχει υποστεί διάσειση ελαφράς μορφής με την πρόσκρουση σε μυτερό υλικό, καθώς πνευμονία και αφυδάτωση. Χορηγήθηκαν παυσίπονα, αντιπυρετικά και της βάλαμε όρο. Θα γίνει σύντομα καλά καθώς την προλάβατε εγκαίρως», είπε με φωνή μηχανική και όταν ο Ζέντερ έγνεψε κοφτά, τον προσπεράσει και έφυγε για να επισκεφτεί κάποιον άλλον ασθενή.

Ο Ζέντερ κινήθηκε χωρίς να τον παρατηρήσει κανείς και άνοιξε την πόρτα με το νούμερο 342 από την οποία μόλις είχε βγει ο γιατρός. Τα μάτια του σάρωσαν το μικρό δωμάτιο πριν πέσουν πάνω στο σκεπασμένο με σεντόνια σώμα της. Έκλεισε σιγανά την πόρτα πίσω του και την πλησιάσε. Το πρόσωπο της ήταν καθαρό και οι γρατζουνιά στο φρύδι της κρυμμένη κάτω από ένα τραύμα πλαστ. Το χτύπημα στο κεφάλι της ήταν και αυτό φροντισμένο κάτω από λευκή γάζα. Τα μάτια της κλειστά και η αναπνοή της ήρεμη σαν απαλό αεράκι.

Αυτή τη φορά ήταν εκείνος υπεύθυνος για την κατάσταση της. Κατηγορούσε τον εαυτό του που κάθε φορά έκανε τα ίδια λάθη δίπλα της. Τα μαλλιά της ήταν ξέπλεκα και απλωμένα στο μαξιλάρι. Τα άγγιξε απαλά με τις άκρες των δαχτύλων του, έμοιαζαν με μαύρα γυαλιστερά φίδια. Ύστερα τα έσυρε στον ώμο της και από εκεί στο τυλιγμένο με γάζες χέρι της. Κάθησε στο κρεβάτι δίπλα της και έμεινε εκεί να την παρατηρεί, παρέα με το μηχάνημα που δήλωνε ότι η καρδιά της πάλευε για την ζωή της ακόμη. Όταν άκουσε λάστιχα κάτω να φρενάρουν απότομα και πόρτες να χτυπάνε κατάλαβε πως ήταν η ώρα του να φύγει.  Έσκυψε και άγγιξε το μέτωπο της σπάλα με τα χείλη του. «Λυπάμαι πολύ...», ψιθύρισε.

Την κοίταξε για μια στιγμή ακόμα πριν εξαφανιστεί στον διάδρομο.

Στο δωμάτιο 342 όρμησε η Σάρα με τον Μπράιαν στο κατόπι της. Μια κραυγή χαράς συνοδευόμενη με δάκρυα ανακούφισης γέμισε το χώρο. Και τα μάτια της κοπέλας τρεμόπαιξαν πριν ανοίξουν και συναντήσουν αυτά των γονιών της και των φίλων της. Ξαφνικά ξεκίνησε να κλαίει.

«Όχι γλυκιά μου, μην κλαίς. Όλα καλά», έλεγε πνιχτά η Σάρα καθώς έπαιρνε την κόρη της προσεχτικά στην αγκαλιά της προσέχοντας να μην μπερδευτεί με τα σωληνάκια στο χέρι της κόρης της. «Πέρασε γλυκιά μου»

Έξω, στο προαύλιο χώρο του νοσοκομείου ο άνδρας ακουμπούσε στο καπό του αυτοκινήτου ακούγοντας τις χαρούμενες φωνές και τα δάκρυα.

«Τι θα γίνει αρχηγέ; Θα αλλάξεις και επάγγελμα; Πράκτορας CSI;». Ο Ίαν εμφανίστηκε από το πουθενά λες και κατασκόπευε.

«Θα ήσουν το πρώτο καθίκι που θα έχωνα στην στενή, για αυτό τράβα μέσα στο αμάξι πριν μείνεις χωρίς γλώσσα», αστειεύτηκε ο Ζέντερ καθώς άνοιγε την πόρτα.

«Ώ να γιατί σε θέλουν όλα τα θυληκά. Θέλω μερικά μυστικά γιατί στέρεψε η λίμνη»

Ο Ζέντερ κούνησε το κεφάλι του καθώς έστριβε το κλειδί και η μηχανή έπαιρνε μπροστά με ένα μικρό βρυχηθμό.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro