Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

✴Κεφάλαιο 1✴


Έβρεχε με το τουλούμι. Είναι λες και είχαν ανοίξει οι καταρράκτες των ουρανών. Άφηναν το νερό τους να κυλήσει σε κάθε επιφάνεια της γης, σαν τα δάκρυα που κυλάνε στα πρόσωπα. Αλλά ο ουρανός ήταν όμορφος ακόμα και έτσι, όπως τα δάκρυα στολίζουν πολλές φορές τα μάτια σαν μικρά διαμαντάκια. Η νύχτα ήταν ήσυχη και που και που ακουγόταν το θρόισμα από το ελαφρύ φθινοπωρινό αεράκι, που κουνούσε τα φύλλα των δέντρων. Τα σύννεφα είχαν καλύψει τα μυριάδες αστέρια και το φεγγάρι ίσα που ξεπρόβαλλε πίσω από ένα πυκνό σύννεφο που έμοιαζε σα να το έτρωγε. Οι σιλουέτες των δέντρων έμοιαζαν με φαντάσματα καθώς οι σκιές τους αποικονίζονταν στον δρόμο. Και έτσι όπως ο άνεμος κούναγε τα κλαδιά, τα έκανε κάπως ανατριχιαστικά, κάνοντας το άλσος να φαίνεται σαν να έχει βγεί από εφιάλτη και το σκοτάδι να καταπίνει τις κραυγές τους καθώς και τα σπίτια που ήταν στη σειρά.

Η κοπέλα είχε γίνει μούσκεμα και έτρεμε παρόλο που δεν είχε ιδιαίτερο κρύο. Το υγρό μπλουζάκι της κόλλαγε πάνω της σαν δεύτερο δέρμα. Της άρεσε η δροσιά των επουράνιων σταγόνων πάνω στη σάρκα της. Σήκωσε στιγμιαία το βλέμμα της στο καλυμμένο με πυκνά, μαύρα σύννεφα ουρανό και προς στιγμήν η όρασή της θόλωσε από τα δάκρυα του ουρανού. Η βροχή έμοιαζε να κοπάζει σιγά σιγά και να δίνει τη θέση της σε ένα ψιλόβροχο. Η Νταϊάνα επιτάχυνε το βήμα της για δύο λόγους: πρώτον ήθελε να φτάσει μια ώρα αρχήτερα στο σπίτι της, δεύτερον εδώ και ώρα το ένστικτό της της φώναζε πως κάποιος την ακολουθούσε. Αλλά κάθε φορά που κοιτούσε πίσω δεν έβλεπε κανέναν. Το στήθος της βαρύ, με το άγχος να ρίχνει άγκυρα στην θάλασσα της ψυχής της.

Η βροχή να στάζει από τα ρούχα και τα μαλλιά της δημιουργώντας ένα ψύχος στην ζεστή επιδερμίδα της. Στη κορυφή του βρεγμένου δρόμου κοντοστάθηκε για μια στιγμή να αποφασίσει ποιά κατεύθυνση να ακολουθήσει. Αριστερά ήταν ένας κάπως στενός δρόμος που ίσα χωρούσαν δύο αυτοκίνητα και δεν υπάρχουν αρκετά φανάρια, επιτρέποντας έτσι στο σκοτάδι να απλώνει τις ρίζες του σαν κάποιο τοξικό φυτό. Αλλά γνώριζε πως ήταν πιο σύντομος για το σπίτι, στην ζεστασιά του οποίου λαχταρούσε να βρεθεί αμέσως. Το γνώριζε γιατί είχε κόψει αρκετές φορές το δρόμο άμα είχε αργήσει. Κοίταξε αναποφάσιστη δαγκώνοντας τα χείλη της τον δρόμο μπροστά της που ήταν λουσμένος με το κίτρινο φως των φαναριών. Τελικά επέλεξε να στρίψει στο στενό.

Τα βήματά της αντιχούσαν πάνω στην βρεγμένη άσφαλτο. Αν και υπήρχαν πολλά σπίτια, αυτή η περιοχή ήταν αρκετά αραιοκατοικημένη και τρομαχτική τις νύχτες. Όταν ήταν μικρή ερχόταν με τις φίλες της σ'αύτο το σπίτι, θυμήθηκε καθώς περνούσε έξω από ένα εγκαταλειμμένο οίκισμα με σπασμένα τζάμια ή από τον αέρα ή από κάποια παιδιά που ήθελαν να διαπιστώσουν αν όντως ήταν στοιχειωμένο. Η πόρτα ήταν παραβιασμένη και ο αέρας έκανε επιδρομές στο εσωτερικό του από το σπασμένο τζάμι, δημιουργώντας μια τρομαχτική μελωδία καθώς προσπερνούσε τα γυάλινα κομμάτια. Όντως πίστευαν πως ήταν στοιχειωμένο και κατοικούσαν σε αυτό σατανικά πνεύματα. Ένα χαμόγελο στόλισε τα σαρκώδη χείλη της μ'αυτήν της την ανάμνηση. Μια φορά τα αγόρια τις είχαν τρομάξει τόσο που δεν ξανάρθαν. Είχαν πάει υποτίθεται όλοι μαζί για κυνήγι φαντασμάτων και εκείνη έστησαν ολόκληρη επιχείρηση προκειμένου να τρομάξουν τα κορίτσια της παρέας. Σχεδόν άκουγε τα ουρλιαχτά των μικρών κοριτσιών που θύμιζαν την χαλασμένη σειρήνα ενός παλιού περιπολικού. Καθώς μεγάλωναν όμως η Νταϊάνα το επισκεπτόταν συχνά, άλλοτε για να βρει την ησυχία της και άλλοτε απλώς για να κάτσει να κάνει τα μαθήματά της το μεσημέρι. Δεν υπήρχε λόγος να πιστεύει σε ανόητες παιδικές φοβίες. Οι φίλες της ήξεραν πως όταν κάτι την απασχολούσε, που να την βρουν. Στους τοίχους αυτού του σπιτιού έβρισκε την γαλήνη ή και απαντήσεις σε ερωτήματα που την βασάνιζαν καθώς υπήρχε μια παλιά, ξεχαρβαλωμένη βιβλιοθήκη στην σοφίτα με διάφορα βιβλία με κίτρινες, σχεδόν κατεστραμμένες με το πέρασμα του χρόνου σελίδες, που δεν τα είχε βρει πουθενά αλλού, όσο και αν έψαξε. Με την πάροδο του καιρού είχε φτιάξει κάπως τη σοφίτα καθαρίζοντας την και προσθέτωντας καινούργια αντικείμενα. Ένας μοναχικός χώρος για μια ψυχή που λαχταρά την απομόνωση από έναν κόσμο που περιστρέφεται υπερβολικά γρήγορα.

Οι χτύποι της καρδιάς της συγχρονίζονταν με τον ήχο των βημάτων της καθώς προχωρούσε πάνω στο υγρό τσιμέντο. Σε όλη την έκταση του δρόμου έβλεπες λιμνούλες με νερό της βροχής, με τις σταγόνες να σχηματίζουν όμορφα, καλλιτεχνικά σχέδια.

Για μια στιγμή της φάνηκε σαν να είδε μια σκιά σ'ένα από τα παράφυρα που δεν ήταν σπασμένα. Της σοφίτας. Ξανακοίταξε προσεχτικά στενέβοντας τα μάτια της, σε μια προσπάθεια να διακρίνει στο σκοτάδι. Έκοψε λίγο το βήμα της αλλά δεν είδε τίποτα. Ίσως να της φάνηκε ή ίσως ήταν πράγματι στοιχειωμένο. Χαμογέλασε ξανά. Ήταν τρομαχτικό για όλους, μα για την Νταϊάνα κυριαρχούσε πάντα το ενδιαφέρον.

Είχε φτάσει σχεδόν στο τέρμα του δρόμου και έστριβε αλλά άκουσε ένα θόρυβο πίσω της και γύρισε σα σβούρα. Η αλογοουρά των βρεγμένων μαλλιών της τη μαστίγωσε στο πρόσωπο μα ο πόνος σχεδόν δεν έγινε αντιληπτός καθώς ο φόβος υπερίσχυε των συναισθημάτων. Προσπάθησε απεγνωσμένα να διακρίνει στο σκοτάδι μπροστά της όμως δεν τα κατάφερε. Δίχως φως τα χρώματα δεν αντανακλώνται, έτσι κάνουν το σκοτάδι κυρίαρχο της νύχτας.

«Είναι κάποιος εκεί;», φώναξε περπατώντας αργά με την όπισθεν. Ένιωθε το γρήγορο καρδιοχτύπι της κάτω από το βρεγμένο μπλουζάκι της.

Μια μαύρη σιλουέτα φάνηκε να την πλησιάζει γρήγορα. Ένα περίεργο σχήμα λες και δραπέτευσε από καποιον πίνακα αφηρημένης τέχνης. Όσο πλησίαζε ήταν όλο και πιο ευδιάκριτο. Μια ανδρική φιγούρα. Ένα ψηλό κορμί με κοντά μαλλιά και τα χαρακτηριστικά βυθισμένα στο σκοτάδι. Για μια στιγμή έμεινε μαρμαρωμένη να κοιτάζει, με τα πόδια της να μην υοακούν στις εντολές που μεταβίβαζε ο εγκέφαλος. Το ανδρικό κορμί κοιτούνταν με φόρα κατά πάνω της. Η κοπέλα πανικοβλήθηκε και άρχισε να τρέχει με όλες της τις δυνάμεις προς την κατεύθυνση που γνώριζε ότι ήταν το σπίτι της. Το πόδι της βυθίστηκε σε μια λακκούβα γεμάτη με το νερό της βροχής. Σκόνταψε. Βαριά βήμματα ακουλουθούσαν πίσω επικίνδυνα κοντά. Ο φόβος την κυρίευσε και το ένστικτο χτυπούσε κόκκινο. Το σκοτάδι την περικύκλωνε και την αγκάλιαζε ολόκληρη. Ανατρίχιασε. Ο χτύπος της καρδιάς της άτακτος. Το ζωτικό όργανο αυτό κόντευε να πεταχτεί έξω από το στήθος της. Σε λίγο φάνηκε από μακριά το σπίτι της και η ανακούφιση την κατέκλεισε. Η ανάσα της από το τόσο τρέξιμο έβγαινε με δυσκολία από τα ταλαιπωρημένα πνευμόνια. Αγωνιζόταν, πάλευε με τον ίδιο της εαυτό για μια γουλιά οξυγόνο. Δεν πρόλαβε όμως...

Χέρια δυνατά την γκράπωσαν από τη μέση και το σώμα της κόλλησε πάνω σ'ένα ψηλότερο. Ένιωσε τα νύχια του να σκάβουν την σάρκα της, την πόνεσε. «Άφησ...». Ο άνδρας της έκλεισε το στόμα εμποδίζοντάς την να ουρλιάξει, εμποδίζοντάς την να καλέσει για να σωθεί.

Ένιωθε τη ζεστή ανάσα του στο λαιμό της που βρωμούσε τρομερά αλκοόλ. Η μυρωδιά ήρθε να τρυπώσει στα ρουφούνια της. Να την ζαλίσει, να την αποδυναμώσει, να την ρίξει. Ένιωσε το δυνατό του σώμα να κολλάει το αδύναμο δικό της σε ένα σταματημένο αμάξι. Πάλεψε. Τον κλώτσησε. «Κάτσε ήσυχη σκύλα», έβρισε ο άνδρας.

Το χέρι του κινήθηκε κάτω από την μπλούζα της και σύρθηκε με λαγνεία πάνω στην επίπεδη κοιλιά της και άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω. Ένιωθε υγρασία να συσσωρεύεται στις άκρες των ματιών της, τα δάκρυα που δημιουργούσαν άγνωστα μονοπάτια στο πρόσωπό της. Η αηδία που ένιωθε εκείνη την στιγμή την έκανε να θέλει να αδειάσει το περιεχόμενο του στομαχιού της ακριβώς μπροστά της. Η Νταϊάνα προσπαθούσε απεγνωσμένα να του ξεφύγει αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Φόβος. Απόγνωση. Τα χείλη του άνδρα χάιδεψαν το αυτί της και η κοπέλα ένιωσε κάτι να την πιέζει στο κάτω μέρος της κοιλιάς της. Μόλις κατάλαβε τι ήταν αυτό το κάτι άρχισε να χτυπιέται περισσότερο. Τα χέρια του δυνατά, την κράτησαν φυλακισμένη στην άθλια αγκαλιά του.
Ανάθεμα την ώρα που επέλεξε αυτόν τον δρόμο. Φοβόταν πολύ. Δεν ήθελε αυτό το κάθαρμα να την αγγίξει. Ας την άφηνε. Άκουγε στο αυτί της τους μεθυσμένους του ψιθύρους. Ένιωθε στο σώμα της τις βάρβαρες κινήσεις του. Την πλήγωνε. Βόγγηξε, ένα βογγητό πόνου να ξεγλυστράει από τα   πονεμένα χείλη της. Παρακαλούσε κάποιον να την βοηθήσει άηχα, χωρίς να βγάζει μιλιά. Απλά μέσω της σκέψης της παρόλο που ήξερε ότι κανείς δεν θα την έσωζε. Τινάχτηκε άλλη μια φόρα και πάλι χωρίς κάποιο αποτέλεσμα.

«Σσς...είσαι πανέμορφη, μην αντιστέκεσαι», ένας βραχνός μα μπερδεμένος από το μεθύσι ψιθύρος.

Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Ο φόβος άρχισε να την παραλύει και οι δυνάμεις της να εξασθενούν. Έκανε μια ακόμα προσπάθεια και δάγκωσε την παλάμι του που σφράγιζε το στόμα της.

«Έϊ, σκύλα!», σφύριξε και δίνοντάς της ένα χαστούκι την έριξε πάνω σ'ένα σταματημένο αμάξι. «Μην είσαι κακό κορίτσι», κούνησε το δάχτυλό του ενώ με το άλλο έλυνε τη ζώνη του παντελονιού του.

Η κοπέλα δύσκολα διέκρινε τα χαρακτηριστικά του λόγω της νύχτας αλλά και του ποταμιού των δακρύων της που είχαν θολώσει την όρασή της. «Σε παρακαλώ όχι. Όχι», ψέλλισε εξασθενημένα.

Ο μεθυσμένος άνδρας ήρθε ξανά από πίσω της σηκώνοντάς την και στήνοντάς την πάνω στο αμάξι για άλλη μια φορά. Η Νταϊάνα μαζεύτηκε ανήμπορη να κάνει κάτι. Δεν θα σωζόταν. Αυτός θα την βίαζε. Η εισπνοή της έφερνε στο στόμα της το άρωμα και την γεύση του αλκοόλ. Το κορμί της ανατρίχιασε απο απέχθεια ενώ το δικό του πίεζε το δικό της. «Θα σου αρέσει»

Δεν υπήρχε σωτηρία. Δεν πίστευε ποτέ πως θα βρισκόταν σε μία τέτοια κατάσταση. Ποτέ μην λες ποτέ όμως. Δεν έβλεπε τίποτα. Το κεφάλι της γύριζε. Ζαλιζόταν αφόρητα.

«Σε παρακαλώ. Άφησε με σε παρακαλώ», ένας ψίθυρος χωρίς ελπίδα.

«Μη μιλάς...Έλα μην κουνιέσαι μωρό μου, θα είναι γρήγορο. Θα σου αρέσει θα δεις», επανέλαβε καθώς άρχισε να τρύβει τα χείλη του βίαια πάνω στα δικά της. Κρατούσε δεμένα τα χέρια της πίσω υπερβολικά δυνατά. Πλέον δεν ένιωθε τα άκρα της. Ακούμπησε το υγρό μάγουλό της πάνω στο κρύο, εξίσου υγρό καπό και άφησε ελεύθερα τα βουβά δάκρυά της να κυλήσουν.

Ένα αναφυλητό ξέφυγε από το στόμα της. Το μάγουλό της την έκαιγε και πονούσε. Ένιωθε τόσο απαίσια εκείνη τη στιγμή. Ένιωθε φτηνή, ξεφτυλισμένη. Ένα τίποτα στα χέρια αυτού του άνδρα. Θα την βίαζε και κανένας δεν θα βοηθούσε. Τον ένιωσε να της σκίζει την μπλούζα με έναν συριχτό ήχο. Η ανάσα του γρήγορη καθώς τριβόταν πάνω της. Ευχήθηκε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή. Τα μάτια αυτού του καθάρματος έλαμψαν στο σκοτάδι σαν πυρσοί τρελαμένα από την επιθυμία. Η Νταϊάνα τον κλώτσησε αλλά όπως ήταν αναμενόμενο δεν κατάφερε τίποτα, παρά μόνο να χτυπήσει το πόδι της στο αμάξι. Ένιωθε τόσο κουρασμένη. Το κεφάλι της γύριζε λες και βρισκόταν σε καρουζέλ και πονούσε φοβερά. Τόση δυσφορία. Τα χέρια του χούφτωσαν το στήθος της και βόγκηξε στο αυτί της. «Άσε με...»

Ξαφνικά το σώμα της απαλλάχτηκε από το αηδιαστικό βάρος του άνδρα και εκείνη σωριάστηκε στο κρύο έδαφος ανίκανη να κρατηθεί όρθια. Οι παλάμες της γδάρθηκαν ελαφρώς εξαιτίας της ανώμαλης προσγείωσης. Ένα γουργουριτό πόνου ακούστηκε από το στόμα της. Άκουγε δυνατούς θορύβους πίσω της. Αργά και διστακτικά γύρισε να δεί.

Ένας άλλος πιό ψηλός άνδρας, με τα χαρακτηριστικά του ένα με τη νύχτα, είχε αρπάξει από τον γιακά της μπλούζας τον "βιαστή" της. Κάτι του έλεγε και του έχωσε μια μπουνιά στο πρόσωπό του. Η φωνή του δυνατή αλλά δυσκολευόταν ο εγκεφαλός της να αναγνωρίσει τη σημασία των λέξεων. Αδυνατούσε να τοποθετήσει τις λέξεις σε μια ορθή πρόταση. Άκουσε βρισιές αλλά ένιωθε απίστευτα αδύναμη. Όλο της το κορμί έτρεμε και φώναζε από τον πόνο. Το σοκ χαραγμένο στα μάτια της. Γιατί; Ένα "γιατί", ζωγραφισμένο στη ψυχή της. Αδυνατούσε να συλλάβει το τι είχε διαδραματιστεί. Σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει πολύ και το σκοτάδι να την αγκαλιάζει ύπουλα, έτσι του παραδώθηκε με ευγνωμοσύνη.

«Εξαφανίσου πριν σε σκοτώσω κάθαρμα. Μόνο οι δειλές γυναικούλες
σαν εσένα επιτίθονται σε ανυπεράσπιστες κοπέλες. Άντε πήγαινε να γαμηθείς με κάνα πεύκο», γρύλισε θυμωμένος κοιτώντας τον μισολιπόθυμο άνδρα μετά από τόσο ξύλο που είχε φάει. Ένιωθε το αίμα του να ξεβράζεται από τις πληγές στις αρθρώσεις του.

Αίμα κυλούσε από τη μύτη και το στόμα του άλλου άνδρα ενώ το ένα μάτι του ήταν είδη μαύρο. Ίσως να το είχε παρακάνει τελικά. Κοιτώντας όμως το αναίσθητο κορίτσι εξοργίστηκε ξανά. Άρπαξε ξανά τον μεθυσμένο και άρχισε να τον βαράει μέχρι που το πρόσωπό του έγινε μια ματωμένη μάσκα. Ο άλλος προσπαθούσε απεγνωσμένα να τον σταματήσει παρακαλώντας μπερδεμένα καθώς πνιγόταν με το ίδιο του το αίμα. Τον άφησε να σωριαστεί αναίσθητος πλέον λίγα μέτρα πιο μακριά από την κοπέλα. Γρύλισε άηχα.

Ο νεαρός ξανακοίταξε την μαυρομαλλούσα κοπέλα. Ο αλήτης της είχε σκίσει το λεπτό μπλουζάκι της και διέκρινε και κόκκινες αμηχές στο λευκό δέρμα της. Την πλησίασε και γονάτισε μπροστά της. Οι ψιλές σταγόνες βροχής την είχαν μουσκέψει μέχρι κόκκαλο και έτρεμε. Και ο ίδιος ήταν βρεγμένος. Οι σταγόνες έσταζαν από τα μαλλιά του πάνω στο πρόσωπό του. Ανέπνεε ήρεμα. Έπρεπε να την συνεφέρει αλλά μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του σαν αστραπή. Εκείνη μετά από όλο αυτό που πέρασε θα ένιωθε απαίσια και φοβισμένη και το γεγονός ότι φορούσε στο επάνω μέρος μόνο το στηθόδεσμο θα τα έκανε όλα χειρότερα. Αναγκαζόμενος να το κάνει, έβγαλε τη μαύρη ζακέτα του και της την φόρεσε καθώς ο αέρας που είχε δυναμώσει φύσιξε στο πρόσωπό του. Ένιωθε το χέρι του αέρα να παρασέρνει την έξαψη και την αδρεναλίνη της στιγμής.

«Έϊ, ξύπνα, έλα καλό μου παιδί». Η κοπέλα αν και σίγουρα καλλονή και αρκετά μεγάλη, στα μάτια του φαινόταν παιδί. Την ταρακούνησε και εκείνη έκανε τρεις προσπάθειες για να μπορέσει τελικά να ανοίξει τα μάτια της. Το σώμα της φαινόταν ταλαιπωρημένο. Πληγές στα χέρια της έχασκαν ανοιχτές.

«Τι...τι συμβαίνει;», ρώτησε αδύναμα και οι αναμνήσεις πλημμύρισαν το νου της. Τινάχτηκε μακριά του και χτύπησε πάνω στο αυτοκίνητο. «Σε παρακαλώ μην μου κάνεις τίποτα»

Ο άνδρας την κοίταξε διασκεδάζοντας. Τα τεράστια, φοβισμένα μάτια της του θύμιζαν μια ράτσα γάτας, τη Σκοτσέζικη Φολντ. Προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο του. Ένα στραβό χαμόγελο σχηματίστηκε στα απαλά χείλη του. Πως στο διάολο βρέθηκε να κάνει το ιππότη για μια ανόητη που κυκλοφορούσε μόνη της μες τη νύχτα; Και τι δουλεία έχει αυτός να ασχοληθεί;

«Μην ανησυχείς δεν πρόκειται να σε πειράξω. Μένεις εδώ κοντά;», την ρώτησε με χαμηλή φωνή μη θέλοντας να την τρομάξει περισσότερο. Γιατί απλά δεν έφευγε; Βασικά αυτός ποτέ δεν ανακατευόταν με κάτι τέτοιες βλακείες. Αυτή δεν ήταν η δουλειά του αλλά ούτε και στον χαρακτήρα του ήταν να είναι καλό παιδί και να βοηθάει σε τέτοιες περιπτώσεις. Μπορεί να ήταν φαινομενικά κακός, μα όντως είναι. Άσχετα από το αν η δουλειά του ήταν το ακριβώς αντίθετο. Η κοπέλα συνέχισε να τον παρατηρεί φοβισμένη και επιφυλακτικά. «Έλα τώρα, ξέχνα τι έγινε. Πολλοί τέτοιοι...τύποι κυκλοφορούν», της είπε στολίζοντας καταλλήλως τη λέξη "τύποι".

Η Νταϊάνα είδε την ειλικρίνεια στο βλέμμα του και τον πίστεψε, αφού πρώτα το περιεργάστηκε δεκάδες φορές. Ένιωθε το μυαλό της να λειτουργεί σαν παλιός, αργός υπολογιστής μιας περασμένης δεκαετίας. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το στήθος της και μαζεύτηκε. Ένιωσε να ανακουφίζεται κάπως. Την είχε σώσει εξάλλου. Ακομα ήταν σοκαρισμένη και ψέλλισε μπερδεμένα. «Λίγο πιο πάνω»

«Πολύ καλά», της προσέφερε για άλλη μια φορά το ελκυστικό του χαμόγελο και τις έτεινε το χέρι του για βοήθεια. Σταγόνες αίματος δημιουργούσαν πορφυρά ρυάκια πάνω στην επιδερμίδα του. Το βλέμμα της επικεντρώθηκε ακριβώς εκεί. Καμία απάντηση εκ μέρους της. Ο άνδρας που στην ουσία δεν ήταν μεγαλύτερος από είκοσι χρονών, ανασήκωσε ειρωνικά το φρύδι του.

«Κοίτα αν θέλεις να τη βγάλεις κάτω κοιτώντας τα αστέρια εμένα καρφί δεν μου καίγεται. Προτιμώ αλλιώς να περάσω τη νύχτα μου». Κοίταξε το φρέσκο αίμα στις αρθρώσεις του και το βλέμμα της ακολούθησε τη διαδρομή μιας σταγόνας.Τα πολλά ασημένια δαχτυλίδια στα δάχτυλά του ήταν και αυτά γεμάτα με αίμα. Ένιωσε να αναγουλιάζει. Δεν ήθελε το δέρμα της να έρθει σε επαφή με το ζεστό αυτό υγρό. Το κορίτσι προσπάθησε να σηκωθεί μόνο του αλλά κάπου το'χασε. Τα χέρια της δεν μπορούσαν να στηρίξουν το αδύναμο σώμα της και τα πόδια της ήταν όμοια με ζελέ. Πεισματάρικο πλάσμα.

«Ω, έλα παιδί μου»,αναφώνησε με ανυπομονησία, πιάνωντάς την από το δεξιό καρπό του χεριού της. Τότε το κόκκινο υγρό πάγωσε στις φλέβες του και το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στο σημάδι του χεριού της που θύμιζε διπλό W.

«Ώστε εσύ είσαι. Είσαι μια από αυτές; Πως γίνεται;», ψιθύρισε και την κοίταξε έντονα με τα σκούρα μάτια του. Εκείνη κατεύασε το κεφάλι της κοκκινίζοντας κάτω από το έντονο βλέμμα του. Η φωνή του είχε γίνει πιο βαριά και μυστήρια.

Η Νταϊάνα τον κοίταξε μπερδεμένη μη καταλαβαίνοντας τι έλεγε. «Ποιά είμαι;», ρώτησε σμίγοντας χαριτωμένα τα φρύδια της.

Ο άνδρας την περιεργάστηκε προσεχτικά. Όντως η κοπέλα δεν ήξερε για πιο πράγμα της μιλούσε. «Ώστε δεν ξέρεις», κατέληξε μιλώντας αργά. Είχε δίκιο. Αποκλείεται να ήταν αυτή η κοπέλα αυτό που ίσως στο μέλλον να χρειάζονταν. Άλλο ήταν το καθήκον του.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και έκανε έναν μορφασμό, προφανώς την πονούσε. «Θα μου πεις τι στο καλό λες;», απαίτησε η μικρή αδύναμη μπροστά του.

Εκείνος έκανε ένα βήμα πίσω και μετά την πλησίασε και πάλι. Έκανε βλακεία. Όσα σκέφτηκε ήταν αδύνατα. Όσα έπραξε ανούσια. «Δεν θα θυμάσαι τι συνέβησε τώρα και πριν λίγο. Θα γυρίσεις πίσω ήρεμα και θα πετάξεις από το παράθυρο τη ζακέτα. Το κατάλαβες;». Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα δικά της. Ο ψίθυρός του χάδι στο αυτί της. Γνώριζε πως τη δεδομένη στιγμή μια ζέστη κατέλαβε το σώμα της, τα χέρια της, τα χείλη της.

Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Σαν να μην υπήρχε», της ψιθύρισε στο αυτί και απομακρύνθηκε από αυτήν την περιοχή. Το σημάδι δεν ήταν καθαρό αλλά και εκείνη απ'ότι διαπίστωσε δεν γνώριζε. Δεν ήταν αυτή άρα έκανε λάθος. Μάλλον...

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro