Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

•ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5•

Το φως από τα τρία μοναδικά κεριά του κηροπήγιου στο δωμάτιο, άγγιζε δειλά την ξύπνια σιλουέτα της κοπέλας. Το βλέμμα της παρατηρούσε στο σκοτάδι το πως έφτανε αργά στο τέλος της ζωής του το αριστερό λευκό κερί. Έβλεπε τα δάκρυά του να κυλάνε και να παγώνουν πριν ακουμπήσουν στο ξύλινο έπιπλο.

Ένα πράγμα που της δίδαξε η ζωή είναι ότι όλα κρατάνε λίγο, η ίδια κρατάει ελάχιστα. Ένα άνοιγμα και ένα κλείσιμο των βλεφάρων είναι η ζωή. Τα δάση και τα βουνά ζουν αιώνια, τα κύματα των ωκεανών δαμάζουν την στεριά επί ατέλειωτες δεκαετίες. Οι άνθρωποι όμως είναι περαστικοί, έρχονται και φεύγουν. Ο ένας μετά τον άλλον δίχως να παρατηρούν το πόσο αργά αλλάζει ο κόσμος γύρω τους, γιατί για εκείνους όλα περνάνε γρήγορα.

Έξω, πλησίαζε η ανατολή του ήλιου. Κανένας στο μεγάλο αρχοντικό δεν ήταν ξύπνιος. Όλοι βρίσκονταν στην αγκαλιά των ονείρων, σε έναν κόσμο θαυμάτων. Μακάρι και η ίδια να μπορούσε να τον επισκεφτεί έστω για μια νύχτα, δίχως αποσκευές και βάρη. Αλλά προφανώς η ζωή δεν θέλει να είναι τόσο ευλαβική μαζί της.

Ένα σιγανό χτύπημα την έκανε να στρέψει την προσοχή της στην πόρτα. Ο σκύλος που κοιμόταν στα πόδια της πολυθρόνας της σήκωσε και εκείνος το κεφάλι του με αυτιά όρθια. Σηκώθηκε και πλησίασε κουνώντας την ουρά του.

«Περάστε», είπε σιγανά η Αιθέρα, τυλίγοντας την ρόμπα σφιχτά γύρω από την νυχτικιά της.

Η πόρτα άνοιξε αργά τρύζοντας και στο άνοιγμα εμφανίστηκε το κεφάλι της η Άνι. Προφανώς έκανε λάθος αν νόμιζε ότι όλοι κοιμούνταν. Η σιωπή του σπιτιού αλλά και το άγριο της ώρας την παραπλάνησαν. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Τι συμβαίνει Άνι;»

«Καλημέρα Λαίδη μου. Με συγχωρείτε για την πρωτοβουλία αλλά έχω μάθει πλέον το πότε ξυπνάτε και σας έφερα τσάι με φρεσκοψημένο κέικ κόκκινου φραγκοστάφυλου. Μην φύγετε νηστική πάλι», είπε σιγανά η Άνι.

Η Αιθέρα για μια στιγμή αναρωτήθηκε τι γεύση να είχε αυτό το φρούτο. Δεν είχε δοκιμάσει ποτέ της. Ύστερα σαν να συνειδητοποίησε μόλις εκείνη την στιγμή, ότι η γυναίκα στεκόταν ακόμη στο κατώφλι του δωματίου της της ζήτησε να περάσει μέσα. «Σε ευχαριστώ πολύ Άνι. Δεν χρειάζεται όμως να ξυπνάς από τα άγρια χαράματα για αυτό», της είπε καθώς η γυναίκα άφηνε τον ασημένιο δίσκο πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι δίπλα της.

«Δεν μου είναι κάποιος κόπος κυρία. Και εξάλλου, μια ζωή ξυπνάω τόσο νωρίς. Για να φέρεις βόλτα ένα τέτοιο σπίτι, δεν μπορείς να το κάνεις από το στρώμα του κρεβατιού σου, όσο δελεαστικό και αν είναι. Μετά από τόσα χρόνια έγινε συνήθεια», εξήγησε χαμηλόφωνα. «Γάλα θέλετε;»

Η Αιθέρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Σιχαινόταν το γάλα στο τσάι. Ένιωθε άσχημα πλέον. Είχε παρατήσει ολόκληρη την έπαυλη στην πλάτη της Άνι και της γιαγιάς της, όταν η ίδια απουσίαζε για ώρες ολόκληρες τα πρωινά και όταν γυρνούσε κλεινόταν στην βιβλιοθήκη ή έπαιζε με την Άρυα. Άνοιξε το στόμα αλλά δίστασε να μιλήσει. Ήθελε να ζητήσει συγγνώμη, αλλά αυτά θα ήταν απλώς λόγια. Τα λόγια χάνονται σαν τις σταγόνες της βροχής μόλις πέσουν στο έδαφος. Αν όντως το μετάνιωσε, αυτό θα το έδειχναν οι πράξεις της. «Θα ήθελες να πιείς μαζί μου τσάι; Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ φραγκοστάφυλο», ρώτησε γρήγορα.

Η Άνι την περιεργάστηκε για μια στιγμή. Ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της και κρύφτηκε ξανά πίσω από μια σοβαρή μάσκα. «Το φραγκοστάφυλο έχει μια ελαφρώς γλυκόξινη γεύση. Δεν το έφτιαχνα ποτέ το κέικ γιατί δεν αρέσει στον πατέρα σας κυρία η γεύση τους. Όμως έφερε μερικά εχθές η αδελφή μου και σκέφτηκα πως θα ήταν κρίμα να πάνε χαμένα». Η Άνι ίσιωσε την πλάτη της και κοίταξε με μια στιγμιαία ανησυχία στα μάτια της. Η νεαρή Λαίδη είχε ένα κουρασμένο ύφος και το απειροελάχιστο φως το έκανε να γιγαντώνεται. Την έβλεπε που βασανιζόταν μέσα της αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Την είχε μεγαλώσει από μικρό κοριτσάκι. Ήταν τόσο χαρούμενο και ζωηρό πάντα. Έτρεχε, φώναζε και έπαιζε όλη την ώρα. Είχε και έναν φίλο. Τον έφερνε συχνά στην έπαυλη και τότε η ζωή της Άνι γινόταν πραγματικό μαρτύριο καθώς έκαναν άνω κάτω τους χώρους του σπιτιού και προκαλούσαν πονοκέφαλο με τις φωνές τους στην Αρχόντισσα. Όλα αυτά όμως φαντάζουν μη αληθινά πλέον, σαν μια πολύ μακρινή, σχεδόν ξεχασμένη ανάμνηση που κάποιος κάποτε της είχε διηγηθεί. Ένα φάντασμα στο παρελθόν.

Όλα αυτά σταμάτησαν σταδιακά την ημέρα που έχασε τον μοναδικό φίλο της. Ήταν περισσότερο σιωπηλή στο παιχνίδι της, δεν φώναζε. Συχνά καθόταν για ώρες στα σκαλιά περιμένοντας. Αργότερα όμως, η Αμάριον της έδωσε ξανά μια χαρούμενη λάμψη στα παιδικά ματάκια. Περίμενε αδελφάκι. Όλη μέρα έτρεχε στα πόδια τους και φώναζε για τα πράγματα που θα έκανε με την αδελφή της. Ήταν σίγουρη ότι θα ήταν κοριτσάκι. Έτσι το θέμα του φίλου της είχε περάσει στο παρασκήνιο, μα δεν είχε ξεχαστεί εντελώς. Παραμόνευε εκεί στις σκιές πίσω από τις βαριές κουρτίνες. Καρτερούσε την στιγμή που θα εμφανιζόταν ξανά. Δεν είχε ακουστεί ακόμη το κύκνειο άσθμα.

Αλλά η μοίρα συχνά έχει τα δικά της σχέδια. Είναι μια αράχνη, η οποία υφαίνει την ζωή του καθενός, με ατσάλινο ιστό. Ο ιστός άλλοτε είναι ισχυρός, δεν σπάζει, είναι όμορφος και άλλοτε είναι γεμάτος τρύπες, κομματιασμένος να κυματίζει από τις ριπές του ανέμου.

Εκείνη την νύχτα η Αμάριον πήρε πίσω αυτήν την λάμψη που χάρισε στα μάτια της κόρης της. Η γέννα της ήταν δύσκολη, παρότι είχε γεννήσει ξανά. Το παιδί είχε πάρει ανάποδη θέση στην μήτρα της. Ήταν αδύνατον να γεννηθεί δίχως θυσία μητέρας ή βρέφους. Ο γιατρός και η μαίες έδωσαν αληθινή μάχη με τον ίδιο τον Άρχοντα του Άλλου Κόσμου. Κρυμμένη πίσω από την Άνι, με πρόσωπο σοβαρό και μάτια όμοια με τρομαγμένου περιστεριού, βρισκόταν η Αιθέρα. Είχε τρυπώσει μέσα στον χαμό στο δωμάτιο της μητέρας της. Τα χεράκια της έσφιγγαν σε γροθιές τον ποδόγυρο του φουστανιού της τότε νεότερης Άνι. Μάταια προσπάθησε να την βγάλει από την κάμαρη. Η μικρή είχε πεισμώσει και δεν άφηνε την μητέρα της από τα μάτια. Τα ουρλιαχτά πόνου και οδύνης της Αμάριον φόβιζαν το μικρό παιδί. Ένιωθε την καρδιά του να τρεμοπαίζει μέσα στο στήθος της, κοντεύοντας να πεταχτεί έξω από αυτό.

Έβλεπε τον γιατρό στα πόδια της να της φωνάζει κάτι, τις μαίες να της κρατάνε τα χέρια και να της σκουπίζουν το ιδρωμένο μέτωπο και αίμα, πολύ αίμα. Το σεντόνι ήταν καταματωμένο και η σκήνη της θύμιζε τόσο έντονα την μητέρα του Έιρον. Η μαμά του πέθανε. Ήταν και εκείνη γεμάτη αίμα και δακρυσμένο πρόσωπο. Ούρλιαζε το ίδιο δυνατά και οι φωνές της προκαλούσαν πόνο στο κεφάλι της, έτσι γονάτισε σκεπάζοντας τα αυτιά της με τα χέρια της. Ο ήχος όμως δεν σταματούσε, ήταν το ίδιο δυνατός. Όλα της θύμιζαν εκείνη την μέρα. Εκείνη πέθανε. Άρα και η μητέρα της πέθαινε;

Την ίδια στιγμή, το πρώτο κλάμα του μωρού βύθισε το δωμάτιο στην σιωπή. Η Αιθέρα άνοιξε τα μάτια της και κατέβασε αργά τα χέρια της. Στην αγκαλιά της μαμάς της βρισκόταν ένα μωρό με κόκκινα σημάδια στο σώμα του, που πραγματικά φώναζε με όλη την δύναμη των πνευμόνων του. Η Αμάριον φαινόταν εξαντλημένη και δεν χαμογελούσε, παρά μονάχα κοιτούσε σοβαρή το νεογέννητο που κουνούσε τα χεράκια του πέρα δώθε. «Μαμά..», ψιθύρισε η Αιθέρα πλησιάζοντας διστακτικά το μεγάλο κρεβάτι.

Άκουγε την Άνι να κλαίει πίσω της, έβλεπε τις υπόλοιπες γυναίκες να στέκονται παγωμένες πλάι στο κρεβάτι, άκουγε τον γιατρό που μουρμούραγε κάτι πίσω από το παχύ μουστάκι του. Γιατί ήταν όλοι έτσι; Γιατί δεν ήταν χαρούμενοι; «Μαμά;»

Η Αιθέρα ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και πλησίασε το πρόσωπό της στην ξαπλωμένη φιγούρα. «Μαμά είσαι καλά;», ρώτησε με την γλυκιά παιδική φωνή.

Η ξανθιά γυναίκα γύρισε τα μάτια της πάνω στην μεγαλύτερη της κόρη. Τα παιδιά της, όλη της η ζωή. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε σε ένα χάδι το μάγουλο της μικρής. Η παλάμη της άφησε ένα κόκκινο αποτύπωμα πάνω στο απαλό της δέρμα. «Θέλω..να προσέχεις. Και τον εαυτό σου..αλλά και την μικρή σου αδελφή», η φωνή της ένας εύθραυστος ήχος. Οι λέξεις δραπέτευαν από τα χείλη της αργά, με τεράστια δυσκολία. Το δάχτυλό της παραμέρισε λίγο το λευκό ύφασμα που τύλιγε το μωρό. Χάιδεψε με το νύχι της απαλά το ροδαλό δέρμα του μωρού της. Ένα δάκρυ κύλησε από τα γαλάζια μάτια της και έπεσε πάνω στο μουσκεμένο σύννεφο των ξανθών μαλλιών της. «Άρυα..», ψιθύρισε. Τα μάτια της έκλεισαν αργά και παρέμειναν κλειστά για πάντα από εκείνη την στιγμή.

«Άνι;», η φωνή της Αιθέρα την επανάφερε στο τώρα. Είχε επιτρέψει στον εαυτό της να βυθιστεί ξανά σε μια οδυνηρή ανάμνηση. «Θα καθίσεις; Βέβαια θα ανάψουμε περισσότερα κεριά»

Η Άνι κούνησε το κεφάλι της και έστρωσε το γκρίζο φόρεμά της νευρικά. «Όχι Λαίδη μου, έχω πολλές δουλείες να κάνω ακόμη. Οπότε καλύτερα να πηγαίνω», είπε κοιτώντας αλλού. Ήθελε να κρύψει από την Αιθέρα τα δακρυσμένα μάτια της. Κανένας δεν ήταν ίδιος πλέον. Η Αιθέρα όμως το πρόσεξε. Δεν ήξερε τι να πει ή τι να κάνει. Παρότι την είχε ουσιαστικά μεγαλώσει, δεν είχε τόση άνεση μαζί της γιατί είχε απομακρυνθεί πριν πολλά χρόνια και είχε κλειστεί σε ένα κάστρο δικό της με πανύψηλα τείχη.

«Ότι χρειαστεί Άνι μην διστάσεις να με ενημερώσεις. Η γιαγιά είναι αρκετά μεγάλη πλέον για πολλά από αυτά. Μόνο μην της πεις ότι το είπα αυτό», μουρμούρισε και η γυναίκα γέλασε. Πήρε τον δίσκο στο χέρι της και αποχώρησε αθόρυβα από το δωμάτιο φροντίζοντας να μην πατήσει την ουρά του Λούσμαρι που χτυπούσε ασταμάτητα το παχύ χαλί.

Η Αιθέρα ήπιε μια γουλιά από το ζεστό τσάι της. Η γλυκιά του γεύση απλώθηκε στον ουρανίσκο της χαλαρώνοντας τις σκέψεις τις. Κράτησε το μικρό ποτήρι ανάμεσα στα δάχτυλά της. Η θερμότητα μετατοπιζόταν σταδιακά από το θερμότερο στο πιο ψυχρό, με τα δάχτυλά της να υιοθετούν αργά την θερμοκρασία του υγρού. «Τι με κοιτάς Λου; Δεν θεωρείς τον εαυτό σου αρκετά..», ο Λου γαύγισε διακόπτοντας την κοπέλα. «Χνουδωτό. Θα έλεγα, χνουδωτό», είπε με κωμικό ύφος. Δεν τολμούσε να τον αποκαλέσει "χοντρό". Ο Λου είναι πολύ ευαίσθητος εκτός από λιχούδης και η Αιθέρα δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι. Γεγονός που κατάντησε τον σκύλο να ζητιανεύει οτιδήποτε έβλεπε να σερβίρουν. «Η γιαγιά θα με σκοτώσει αν μάθει ότι σου έδωσα κέικ», χαμογέλασε στον μαλλιαρό σύντροφό της. Ο Λου ακούμπησε το χέρι της με την υγρή μύτη του και χαμήλωσε στα μπροστινά του πόδια, σηκώνοντας παράλληλα την μέση του. «Όχι Λου! Για όνομα δεν θέλουμε να σηκώσουμε όλη την έπαυλη στο πόδι», είπε αγανακτισμένη η κοπέλα. Ο σκύλος κλαψούρισε παραπονεμένα και η Αιθέρα έβγαλε ένα κοφτό επιφώνημα αγανάκτησης. «Είπα όχι λιγούρη». Ο Λου ξάπλωσε ξανά στο πάτωμα κοιτώντας με παράπονο. «Υποκριτή», σχολίασε η κοπέλα και ο Λου σήκωσε το κεφάλι ορθώνοντας τα αυτιά. Δεν πέρασε το μικρό του θέατρο.

Η Αιθέρα σηκώθηκε από τον καναπέ και πλησίασε στον μεγάλο καθρέφτη που υπήρχε στο δωμάτιο. Γύρω από τα καλλιγραφικά σχέδια που τον κοσμούσαν, είχαν γαντζωθεί τα βλαστάρια από ένα αναρριχώμενο φυτό που μεγάλωνε σε μια γλάστρα από πίσω του. Κάθε χειμώνα, τα πράσινα φύλλα του συνωστίζονταν μαζί με ροζ λουλούδια που άνθιζαν. Η φλόγα από τα κεριά τρεμόπαιζε στην αντανάκλαση. Τράβηξε την ζώνη της ρόμπας της και το ρούχο κατέληξε στο χαλί. Έφτασε με μικρά βήματα στην δίφυλλη ντουλάπα και έβγαλε τα ρούχα που θα φορούσε. Ένα εφαρμοστό υφασμάτινο μαύρο παντελόνι, μια λευκή πουκαμίσα με μανίκια που άνοιγαν και στένευαν στους καρπούς, ένα δερμάτινο γιλέκο από πάνω και μια χοντρή μαύρη ζώνη. Αμφίεση σχετικά σπάνια σε γυναίκες της τάξης της, ίσως και κατακριτέα. Παντελόνι φορούν μόνο οι άνδρες, σύμφωνα με τους άγραφους νόμους τους. Της ίδιας παρόλα αυτά της άρεσαν πολύ και αναρωτιόταν τι είδους στερεότυπα εμποδίζουν τις γυναίκες να φορέσουν ότι επιθυμούν.

«Λου θα φύγω, εσύ θέλω να προσέχεις την Άρυα όσο θα απουσιάζω», είπε ενώ φορούσε τις μπότες της. Τα μαλλιά της τα έπιασε σε μια χαμηλή αλογοουρά. Λάτρευε να τα έχει ελεύθερα αλλά η περίσταση το απαιτούσε. Έπιασε την κάπα της και τράβηξε το κέικ την τελευταία στιγμή πριν βρεθεί ανάμεσα στα σαγόνια του τετράποδου. «Έλεος Λου», τον μάλωσε. Βγήκε από το δωμάτιο αφού πρώτα φύσηξε το κερί. Ο Λου την ακολουθούσε κατά πόδας μέχρι έξω. Δεν συνάντησε κανέναν ούτε στο διάδρομο αλλά ούτε και έξω. Μια έντονη ομίχλη είχε απλώσει τα πλοκάμια της παντού. Σχεδόν δεν έβλεπε στο ένα μέτρο. Τα πάντα ήταν βυθισμένα σε ένα παγωμένο, λευκό σύννεφο. Έκανε τον γύρω μέχρι το πίσω μέρος της έπαυλης όπου φυλάγονταν τα άλογα και στεγάζονταν αποθήκες. Έσπρωξε την πόρτα των στάβλων και προχώρησε στο κοντό διάδρομο. Κάτω από τις μπότες της ένα λεπτό στρώμα από χρυσαφένια άχυρα. Στο τρίτο χώρισμα βρισκόταν ο Ελάιτζα. Το άλογο μόλις την αντιλήφθηκε χρεμέτισε πλησιάζοντας την πορτούλα του χωρίσματος. Από τα ρουθούνια του έβγαινε αχνιστή η ανάσα του.

Η κοπέλα τον σέλωσε και τον έβγαλε έξω από το χώρισμα. Πίσω, σε ένα σημείο του τοίχου που υπήρχε ρωγμή και κανένας ποτέ δεν την επιδιόρθωσε, ήταν ακουμπημένο ένα κομμάτι παλιάς ξύλινης παλέτας. Η Αιθέρα το έσπρωξε. Κάτι γκρι πετάχτηκε σφυρίζοντας και η κοπέλα πισωπάτησε τρομαγμένη. «Ανάθεμα!», γρύλισε. «Πώς μπήκες εδώ μέσα κοντό τέρας;», κοίταξε την γάτα που κάθισε στην γωνία και την κατέκρινε με το πράσινο βλέμμα της. Μισούσε τις γάτες. Όμως από την άλλη θαύμαζε το ανεξάρτητο πνεύμα τους, την αρχοντιά και την φινέτσα τους. «Φύγε από εδώ γκρι κατάρα», γκρίνιαξε κάνοντας απότομες κινήσεις με το χέρι της για να τρομάξει το ζώο. Η γάτα εξακολουθούσε να την κοιτάζει ατάραχη. Η Αιθέρα μισόκλεισε τα μάτια της. «Δεν τελειώσαμε χνουδόμπαλα». Η γάτα χασμουρήθηκε αποκαλύπτοντας τους μυτερούς κυνόδοντες.

Η κοπέλα έριξε μια απαξιωτική ματιά στον σκύλο που ατένιζε αδιάφορα την θέα από την ανοιχτή πόρτα. Έσκυψε ξανά στο άνοιγμα και αυτήν την φορά έπιασε αυτό που ήταν κρυμμένο στην τρύπα. Το αντικείμενο ήταν καλυμμένο με ένα καφέ κομμάτι υφάσματος, προστατευμένο από τα αδιάκριτα βλέμματα. Έβγαλε το κομμάτι πανί και το σπαθί γυάλισε ακόμη και σε αυτό το επίπεδο φωτισμού. Το ατσάλι ήταν σκαλισμένο σε όλο το μήκος του στο κέντρο, ενώ η λαβή είχε δύο πολύτιμους λίθους μοργκανίτη, οι οποίοι έλαμπαν σε κάθε κίνηση του ξίφους. Το τοποθέτησε κάτω από την κάπα της, στον γοφό της στην ειδική θήκη. Συνήθως το είχε πίσω στην ράχη της, όμως έπρεπε να είναι διακριτική. Δεν ήθελε κανένας να μάθει για την μυστική ασχολία της.

Πάτησε στον αναβατήρα και ανέβασε το σώμα της στη πλάτη του Ελάιτζα. «Λου πήγαινε μέσα», πρόσταξε το σκύλο καθώς οδηγούσε το άλογο έξω από τον στάβλο. Σπιρούνισε μια φορά απαλά και ο Ελάιτζα ξεκίνησε να καλπάζει. Οι πύλες ήταν ήδη ανοιχτές καθώς γνώριζαν την ρουτίνα της Λαίδη Αιθέρα.

Φτάνοντας στην πόλη έκοψαν ταχύτητα. Οι άνθρωποι μόλις είχαν ξεκινήσει να βγαίνουν για τις δουλειές τους. Οι καμινάδες ακόμη άχνιζαν από τις βραδινές φωτιές, τα παντζούρια δεν ήταν όλα ανοιχτά. Το φως στις λάμπες τρεμόπαιζε ακόμη, σε λίγο θα έρχονταν να τις σβήσουν. Τα πόδια του αλόγου χτυπούσαν στην πέτρα κάτω δημιουργώντας ένα ρυθμικό γδουπ, γδουπ, γδουπ. Μια γυναίκα σκούπιζε την είσοδο του σπιτιού της την ώρα που περνούσαν από δίπλα της. Το περίεργο βλέμμα της σκάλωσε έντονα πάνω στην κοπέλα και η Αιθέρα χτύπησε απαλά τα πόδια της για να προχωρήσει πιο γρήγορα ο επιβήτορας. Μόλις χάθηκαν από το οπτικό πεδίο της, σήκωσε την κουκούλα και κάλυψε το ασημένιο χρώμα της μακρυάς αλογοουράς της. Δεν ήθελε να την αναγνωρίσουν.

Έστριψε το άλογο σε ένα στενό και προχώρησε πιο βαθιά. Το γκρίζο βλέμμα της καρφώθηκε πάνω στην μισό κατεστραμμένη από τις βροχές και τον χρόνο πινακίδα. Ένας χουχουριστής είχε κουρνιάσει πάνω της, παρατηρώντας. Κατέβηκε από το άλογο και χτύπησε την πόρτα ρυθμικά τέσσερις φορές. Η πόρτα άνοιξε και ένας ψηλός άνδρας χαιρέτησε την κοπέλα. Η Αιθέρα πέρασε στο εσωτερικό του Τρυπημένου Βαρελιού, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον άνδρα που έπαιρνε το άλογο πίσω της. Ένα τόσο όμορφο άλογο θα τραβούσε την προσοχή όμως η κοπέλα είχε βάλει τους όρους της. Ήξερε που τον πήγαινε. Μαζί με τα άλλα άλογα.

Η Αιθέρα γύρισε κατεβάζοντας την κουκούλα. Η παμπ ήταν άδεια τέτοια ώρα, μονάχα ένας άνδρας κοιμόταν με το κεφάλι πάνω στο τραπέζι. Το ροχαλητό του ήταν όμοιο με τρίξιμο πόρτας.

«Δύσκολη βραδιά», σχολίασε ο ιδιοκτήτης καθώς καθάριζε μερικά ποτήρια. Οι καρέκλες ήταν όλες σηκωμένες και τοποθετημένες ανάποδα στα τραπέζια. Τα πάντα ήταν ξύλινα, όλα σε χρώμα του καφέ και το φως από τους πυρσούς πρόσθετε μια πορτοκαλί ζωηρή απόχρωση. Η Αιθέρα περιορίστηκε στο να γνέψει. Ήξερε τον δρόμο, τον επαναλάμβανε εδώ και χρόνια. Προσπέρασε τον άνδρα που ροχάλιζε και γλίστρησε πίσω από την μπάρα. Μια πόρτα οδηγούσε στο υπόγειο. Η κοπέλα κατέβηκε τα σκαλιά εισπνέοντας την μυρωδιά της κλεισούρας και της υγρασίας. Κλείνοντας η πόρτα πίσω της άκουσε τον ιδιοκτήτη να μουρμουρίζει: «Καλημέρα και σε σένα πριγκίπισσα». Αν ήταν άλλος στην θέση του και έκανε ανάλογο σχόλιο, θα του είχε ήδη κάνει το κεφάλι ένα με το τραπέζι αλλά κρατήθηκε. Τον είχαν ανάγκη.

Επί πόσα χρόνια, αυτό το πανδοχείο αντιπροσώπευε ένα μέρος προπονήσεων, προετοιμασίας και ερευνών. Το Τρυπημένο Βαρέλι δεν ήταν μονάχα μια παμπ, αλλά ήταν το αρχηγείο των Κυνηγών. Οι Κυνηγοί αποτελούν μια οργάνωση κρυφή από όσους κατέχουν εξουσία, με μέλη πολύ προσεχτικά διαλεκτά. Η Αιθέρα ήταν ένα από αυτά. Δεν υπήρχε κριτική για την θηλυκή φύση της, μήτε και για την καταγωγή της. Κανένας εδώ δεν την αντιμετώπιζε ως μια Λαίδη και αυτό της άρεσε. Την εκτιμούσαν για αυτό που ήταν ως πολεμίστρια, ως Κυνηγός.

Το υπόγειο βρισκόταν αρκετά μέτρα κάτω από την γη. Σε μερικά σημεία το ταβάνι έσταζε, δημιουργώντας υγρές λιμνούλες στο πάτωμα. Το μακρύ τραπέζι, ο τοίχος με τα όπλα, ο χώρος των προπονήσεων, η μικρή βιβλιοθήκη, όλα λούζονταν από τις φωτιές που έκαιγαν στους αναμμένους πυρσούς και τα κεριά.

«Καλώς την ασημομαλλούσα», σχολίασε μια από τις γυναίκες της οργάνωσης. Τα κοντά, μαύρα μαλλιά της ήταν άλουστα και βρώμικα, αλλά δεν φαινόταν να δίνει αξία σε αυτό. Στην Αιθέρα δεν άρεσε η αύρα της. Ήταν ανταγωνιστική σε εκνευριστικό βαθμό και ισχυρογνώμον. Την απασχολούσε υπερβολικά το να είναι η καλύτερη από όλους, η πιο ικανή και ισχυρή. Η Αιθέρα αυτό το απεχθανόταν, γιατί το έκανε σε υπερβολικό βαθμό, σε σημείο μνησικακίας. «Όπως πάντα γλυκομίλητη Αιθέρα», γέλασε παρασέρνοντας έναν άλλον μαζί της.

«Άστην ήσυχη Αμουνέτ», γαύγισε κάποιος από πίσω της. Η κοπέλα αναγνώρισε την φωνή του Τζαφάρι, του αδελφού της.

«Δεν χρειάζομαι υπερασπιστή Τζαφάρι», του απάντησε ήρεμα χωρίς να τραβήξει το ψυχρό βλέμμα της από την Αμουνέτ.

«Το ξέρω, απλώς η αδελφή μου μπορεί συχνά να γίνει πολύ μεγάλο βάρος», δικαιολογήθηκε ο νεαρός.

«Ο μικρός Τζαφάρι θέλει να γίνει ο ιππότης της Αρχοντοπούλας. Τι συγκινητικό», είπε κοροϊδευτικά η Αμουνέτ ενώ καθάριζε ένα μήλο και ο άνδρας δίπλα της γέλασε. Η Αιθέρα σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να πάρει πίσω την σκέψη περί της μη κριτικής για την καταγωγή. Στην περίπτωση της μαυρομάλλας αυτό δεν είχε υπόσταση. Όπως δίχως οξυγόνο δεν μπορεί να υπάρξει φωτιά, έτσι δίχως εμπιστοσύνη και ενότητα δεν μπορεί να υπάρξει ομάδα. Ευτυχώς υπήρχε ο Νέιγκαρ.

Η Αιθέρα προσπέρασε τα δύο αδέλφια αφήνοντας ασχολίαστο το υπονοούμενο στον αέρα. Είχε καταλάβει τα αισθήματα του Τζαφάρι για την ίδια, όμως δεν ήταν αμφίδρομα. Δεν ήξερε αν ποτέ θα είχε και αισθήματα για κάποιον. Δεν ήθελε.

«Κάναμε καμία πρόοδο;», ρώτησε τον Νέιγκαρ ο οποίος ήταν σκυμμένος πάνω σε έναν χάρτη του Απαγορευμένου Δάσους και έστρωνε τα γένια του με το χέρι. .

Ο άνδρας δεν σήκωσε το βλέμμα του. Ήταν ψηλός, μυώδης, με καστανά σπινθηροβόλα μάτια και μακριά μέχρι τους ώμους μαλλιά. Ο δημιουργός της οργάνωσης. «Οι ανιχνευτές χτένισαν την περιοχή από εδώ ως εδώ», είπε φτιάχνοντας νοητές γραμμές στον χάρτη. Η Αιθέρα αποκωδικοποίησε το σημείο. «Νομίζω ότι πλησιάζουμε σιγά σιγά. Δεν μπορούν για πάντα να παραμείνουν κρυμμένοι»

«Δεν υπάρχει τίποτα εκεί», επιβεβαίωσε ότι θα έλεγε ο Νέιγκαρ. «Από την άλλη μεριά υπάρχει ένα ρυάκι, ίσως είναι ένα καλό σημείο. Κανένα πλάσμα δεν έχει ζωή δίχως νερό», πρότεινε. Ο Νέιγκαρ γνώριζε τις γνώσεις της Αιθέρα πάνω στο Δάσος και του ήταν πολύτιμη.

Έγνεψε αργά. «Ναι θα στείλουμε ανιχνευτές ξανά απόψε και ας ελπίσουμε να σταθούμε περισσότερο τυχεροί»

«Γιατί δεν στέλνεις εμάς;», ρώτησε ενοχλημένη η Αμουνέτ.

«Γιατί εσείς μου είστε πολύτιμοι», απάντησε ο Νέιγκαρ τρίβοντας κουρασμένα τα μάτια του. «Τα μέρη είναι επικίνδυνα όταν δεν τα γνωρίζεις καλά και ειδικά τα δάση»

Ο άνδρας που καθόταν δίπλα της ανασηκώθηκε. «Η Αιθέρα γνωρίζει, γιατί δεν πάμε; Βαρέθηκα να περιμένω»

Ο Νέιγκαρ φάνηκε να χάνει την υπομονή του. Ήταν άγρυπνος ολόκληρο το βράδυ, συμπληρώνοντας μια μισή μέρα δίχως να κλείσει μάτι. «Γιατί ανόητε δεν γνωρίζει όλο το δάσος για να μας οδηγήσει. Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί και ανάθεμα, η υπομονή είναι το σημαντικότερο»

«Θα γεράσω περιμένοντας», γκρίνιαξε ο άνδρας και σηκώθηκε όρθιος φεύγοντας. «Αν γίνει κάτι καινούργιο ξέρετε που θα με βρείτε»

«Είμαι ο μόνος που θέλω να τον δολοφονήσω στον ύπνο του;», ρώτησε ο Τζαφάρι κοιτώντας το σημείο που εξαφανίστηκε η πλάτη του άλλου.

«Μωρέ και στον ξύπνιο του δεν θα είχα θέμα», σχολίασε ο φίλος του.

«Θα ανέβω πάνω για λίγο ύπνο. Σας παρακαλώ πολύ όταν ξαναγυρίσω μην βρω κανέναν νεοσύλλεκτο ματωμένο και κάποιον από εσάς χωρίς κεφάλι», είπε κουρασμένα κοιτώντας το χαμόγελο στο στόμα της Αμουνέτ. Η γυναίκα σήκωσε ψηλά τα χέρια δήθεν αθώα. Ήταν γνωστό ότι λάτρευε να βασανίζει τους νέους εκπαιδευόμενους.

Η Αμουνέτ σηκώθηκε και πήγε με χοροπηδηχτό βήμα στο σημείο που τρεις εκπαιδευόμενοι πάλευαν μεταξύ τους τόση ώρα, γεμίζοντας τον χώρο με αγκομαχητά και βρισιές. «Ωχ», ξέφυγε του Τζαφάρι.

Η Αιθέρα τον ακολούθησε από πίσω. Έβγαλε το πανωφόρι της και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι. Περιεργάστηκε με ενδιαφέρον τις δύο κοπέλες που πάλευαν μεταξύ τους σε μια μάχη με σπαθιά. Η μια φαινόταν να γνωρίζει αρκετά για την χρήση του, ενώ η πιο κοντή δυσκολευόταν να το κρατήσει σταθερό. Ένα σπαθί είναι βαρύ, πρέπει να μάθεις να χειρίζεσαι σωστά το βάρος του, να βρεις το κέντρο και το χέρι που βολεύει περισσότερο σε πιο σταθερά χτυπήματα. Η μάχη με δύο σπαθιά απαιτεί περισσότερη δεξιοτεχνία και εκπαίδευση. Απαιτείται ευκινησία, συντονισμός στις κινήσεις, ταχύτητα και δύναμη. Οι δύο κοπέλες πάλευαν για αρχή με ξύλινα όπλα για αποφυγή τραυματισμών. Η μια από αυτές είχε μια ουλή στο δεξί ζυγωματικό της. Κατάφερε ένα γερό χτύπημα με το πλάι του ξίφους στην πλάτη της αντιπάλου της και την έριξε στο σκληρό έδαφος. Σφυρίγματα και γέλια ακούγονταν από το μαζεμένο πλήθος. Η πεσμένη κοπέλα κλαψούρισε από τον πόνο αλλά δεν τα παράτησε. Στάθηκε ξανά όρθια και επιτέθηκε με το χέρι τεντωμένο αλλά ξανά η σημαδεμένη στο πρόσωπο, της χτύπησε με δύναμη το χέρι, ρίχνοντας το σπαθί κάτω.

Η Αιθέρα έκανε μια γκριμάτσα. Δεν πάλευε με το μυαλό της αλλά με τα συναισθήματά της, αυτά κρατούσαν το σπαθί. Ο αφέντης του σπαθιού όμως είναι η εξυπνάδα, το κοφτερό μυαλό. «Συγκεντρώσου», ψιθύρισε.

Η κοπέλα όμως ξάφνιασε την Αιθέρα. Με μια απότομη κίνηση άρπαξε το σπαθί που ήταν αφημένο πάνω στο τραπέζι μαζί με άλλα είδη όπλων. Ένα αληθινό σπαθί. Η Αμουνέτ άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένη παροτρύνοντας, επαινώντας το άδικο και το λάθος. Το συναίσθημα παρασέρνει συχνά σε λάθος μονοπάτια, σε σκοτεινούς παράδρομους. Η κρίση θολώνει από την ομίχλη της οργής, της ταπείνωσης. Η αντίπαλός πιάστηκε απροετοίμαστη. Σήκωσε τελευταία στιγμή το ξύλινο ομοίωμα και αυτό μετατράπηκε σε δύο κομμάτια, με το ένα από αυτά, μυτερό στραμμένο πλέον κατά της άλλης. Η κοπέλα σήκωσε το σπαθί ψηλά και το κατέβασε με φόρα. Ο ήχος της σύγκρουσης ήταν σθεναρός. Οι άνδρες της ομάδας έβγαλαν ένα ήχο επιδοκιμασίας. Η κοπέλα κοίταξε ξαφνιασμένη το μακρύ ατσάλι που ανέκοψε το χτύπημά της. Σήκωσε τα μάτια της και ζύγισε το σοβαρό πρόσωπο της Αιθέρα. Τραβήχτηκε πίσω ντροπιασμένη. Είχε παρασυρθεί. Η Αιθέρα κατέβασε το όπλο και έδωσε το χέρι στην πεσμένη γυναίκα που βρισκόταν ακόμη στο πάτωμα. «Όταν κρατάτε όπλο στα χέρια σας μην ξεχνάτε ποιοι είστε. Μέσα σε δευτερόλεπτα μπορείτε να μετατραπείτε σε χειρότερα από αυτά που κυνηγάμε», είπε με καθαρή, κρυστάλλινη φωνή.

«Ναι και όταν πάνε να σας κόψουν το κεφάλι, μην ξεχάσετε να είστε και ευγενικοί», σχολίασε ειρωνικά η Αμουνέτ. Μπήκε στον χώρο της εκπαίδευσης κρατώντας σπαθί.

Η Αιθέρα ανασήκωσε την άκρη των χειλιών της. «Μόλις είπα να μην παρασέρνεστε από τα συναισθήματά σας γιατί ποτέ δεν θα μάθετε να παλεύετε»

Η Αμουνέτ ανασήκωσε το φρύδι της. «Βρίσκεις;»

«Μάχη, μάχη, μάχη!», άρχισε να φωνάζει το μικρό πλήθος που βρισκόταν στο υπόγειο.

«Κορίτσια, σταματήστε! Κατεβείτε κάτω!», προσπαθούσε να ακουστεί πάνω από τις φωνές ο αδελφός της Αμουνέτ.

Οι δύο κοπέλες περπατούσαν κυκλικά δίχως να τραβούν η μια το βλέμμα από την άλλη. Η Αιθέρα προσπαθούσε να σκεφτεί γρήγορα. Κάποτε, όταν ήταν και η ίδια μαθητευόμενη έκανε λάθη, δεν σκεφτόταν καθαρά. «Έλα Αιθέρα, δείξε μας ότι είσαι τόσο καλή στη μάχη όσο και στα λόγια», φώναξε η μαυρομάλλα. Όλοι οι αντίπαλοι έχουν αδύναμο σημείο και της Αμουνέτ ήταν η υπεροψία της. Την έχει δει να παλεύει, ήταν πολύ καλή και γρήγορη. Η Αιθέρα όμως είχε μάθει πλάι στο Νέιγκαρ πειθαρχία.

Ζύγισε τις κινήσεις της αντιπάλου της. «Μιλάς πολύ», της είπε με το ύφος της ατάραχο. Κινούνταν γεμάτη νευρικότητα η Αμουνέτ και έτοιμη για το φονικό χτύπημα. Της θύμιζε λύκο, έτοιμο να κατασπαράξει την λεία του. Κρατούσε το σπαθί στο αριστερό χέρι. Ήξερε τι θα κάνει.

Η Αμουνέτ επιτέθηκε. Οι λεπίδες συγκρούστηκαν. Η Αιθέρα έκανε μια περιστροφή για να αποφύγει το επόμενο χτύπημα και πέτυχε την πλάτη της Αμουνέτ με την πλευρά του ξίφους που δεν κόβει. Αυτό φάνηκε να εξαγριώνει την γυναίκα η οποία γύρισε σαν σβούρα και κατάφερε ένα γερό χτύπημα στο πρόσωπο της Αιθέρα. Η κοπέλα ένιωσε στο στόμα της τη χάλκινη γεύση του αίματος.

«Επιτέλους απέκτησες λίγο χρώμα», πέταξε ειρωνικά η Αμουνέτ χαμογελώντας.

Η Αιθέρα βύθισε το βλέμμα της στο δικό της. Αυτή η γυναίκα δεν ήταν για καλό στους Κυνηγούς. Δεν έβλεπε κάτι καθαρό στο μαύρο βλέμμα της, παρά μόνο σκοτάδι.

«Έλα γατούλα, δείξε τα νύχια σου», συνέχισε να την προκαλεί κοροϊδευτικά.

Γατούλα. Η Αιθέρα φύσηξε τις τούφες μαλλιών που είχαν ξεφύγει από την κορδέλα στον αυχένα της. Προχώρησε σε μετωπικά, απανωτά χτυπήματα. Ένα, δύο, στο τρίτο η Αμουνέτ ξεκίνησε να πισωπατάει από την προσπάθειά της να αποκρούσει. Η Αιθέρα στριφογύρισε το σπαθί και τα όπλα διαμαρτυρήθηκαν στην τριβή, πριν της Αμουνέτ καταλήξει πεταμένο λίγα μέτρα πιο μακριά. Σήκωσε το πόδι και κατάφερε μια κλοτσιά στο στομάχι της και σημάδεψε με την μύτη του όπλου τον εκτεθειμένο λαιμό της Αμουνέτ. «Μάθε να ελέγχεις τα συναισθήματά σου», της γρύλισε μέσα από τα δόντια της. Χειροκροτήματα και επιφωνήματα συνόδευσαν την Αιθέρα όσο κατευθυνόταν στο τραπέζι για να πάρει την κάπα. Τοποθέτησε με μια κίνηση το σπαθί της στον γοφό.

«Ήσουν πολύ καλή», άκουσε την φωνή του ξανά πίσω της.

«Η αδελφή σου χρειάζεται περισσότερη συμπαράσταση αυτή τη στιγμή», είπε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει το κατσούφιασμα στο πρόσωπο του Τζαφάρι. Δεν την ένοιαζε. Η αγάπη είναι ένα συναίσθημα για όσους έχουν να προσφέρουν μια ζεστή καρδιά, η δική της φαινόταν παγωμένη, καταραμένη. Στο στήθος της βασίλευε ο χειμώνας. Ήταν σαν την Σελήνη, μοναχική. Ξεχνούσε όμως, ότι η Σελήνη φωτιζόταν από ένα άλλο ουράνιο σώμα.

Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια με την κάπα της να ανεμίζει πίσω της. Άνοιξε την πόρτα αλλά μια μορφή που έπεσε στα μάτια της την έκανε να την κλείσει γρήγορα. Άφησε μονάχα ένα μικρό άνοιγμα ίσα να μπορεί να δει με το ένα της μάτι. «Πάλι αυτός;», ψιθύρισε εκνευρισμένη. Δεν ήξερε γιατί της προκαλούσε εκνευρισμό ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Ίσως επειδή τον έβρισκε συνέχεια μπροστά της, ίσως ο τρόπος που την κοιτούσε σαν να γνώριζε κανένα μεγάλο μυστικό, ίσως το ότι δεν φαινόταν να επηρεάζεται από την παγωνιά της αλλά να ελκύεται από αυτήν, ίσως γιατί δεν μπορούσε να τον διαβάσει. Έμοιαζε με καμέλια, που επιζητάει την σκιά και το κρύο.

Ήταν αυτός, ο ίδιος άνδρας από τον χορό του Άρχοντα του Μόργκαλ. Ο ίδιος με εκείνον που χόρεψε για πρώτη φορά στην ζωή της. Ο ίδιος άνδρας που για έναν ανεξήγητο λόγο αντιπαθούσε. Τι δουλειά έχει εδώ πέρα;

Η Αιθέρα πλησίασε λίγο παραπάνω μπας και καταφέρει να ακούσει τι λέει με τον ιδιοκτήτη. Όσο και να τέντωσε το αυτί της κατάφερε μόνο σκόρπιες λέξεις να πιάσει, που δεν έβγαζαν κανένα απολύτως νόημα. «Γνωρίζω..ναι..μπλε συνήθως..γνωρίζεις..πόσο μακριά..έχει ακουστεί..». Δεν μπόρεσε να ακούσει περισσότερα, οπότε απλά περιεργάστηκε το σοβαρό πρόσωπό του. Δεν φανέρωνε εκείνη την ώρα κανένα συναίσθημα ή σκέψη. Φαινόταν προσηλωμένος σε αυτά που έλεγε ο ιδιοκτήτης της παμπ - το δικό του πρόσωπο δεν έβλεπε καθώς της είχε γυρισμένη την πλάτη. Τα μάτια του ακόμη και από αυτήν την απόσταση φάνταζαν όμορφα. Αυτό το σχήμα, τα πυκνά του φρύδια, οι σκούρες τούφες που είχαν ξεφύγει από τον κότσο του, το δέρμα του χεριού του που το έβλεπε για πρώτη φορά καθώς είχε ανασηκωμένα τα μανίκια της μαύρης πουκαμίσας του. Έβλεπε γερά χέρια, ικανά να προκαλέσουν γερή ζημιά σε μια μάχη. Είδε πρώτα το κεφάλι του να γυρίζει προς την κατεύθυνσή της και μετά τα μάτια του να εστιάζουν στην πόρτα. Η Αιθέρα κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο κρατώντας την ανάσα της. Μακάρι να μην με είδε.

«Τι είναι εκεί;», άκουσε την φωνή του πιο δυνατή, πιο καθαρή. Η Αιθέρα δάγκωσε τα χείλη της. Στεκόταν ακριβώς πίσω από την πόρτα. Δεν τολμούσε να κουνηθεί. Είδε την πόρτα να ανοίγει αργά.

«Δεν επιτρέπεται να πας από εκεί, αλλά αν επιμένεις τόσο πήγαινε αλλά μην τολμήσεις να κλέψεις ούτε σταγόνα από τα κρασιά μου», η φωνή του ιδιοκτήτη σταμάτησε τον νεαρό από το να ανοίξει εντελώς την πόρτα. Η Αιθέρα περίμενε με κομμένη την ανάσα. Κινδύνευαν να αποκαλυφτούν αν κατέβαινε αυτός ο άνδρας κάτω. Κινδύνευαν να καταστραφούν όλα.

Η πόρτα έμεινε για λίγες στιγμές ακόμη μετέωρη, πριν κλείσει ξανά. Η κοπέλα απελευθέρωσε την ανάσα που κρατούσε τόση ώρα. Κοίταξε ξανά προσεχτικά. Ο άνδρας είχε φύγει. Βγαίνοντας με γρήγορο βήμα το κρύο την χτύπησε απότομα. Το άλογο της ήδη την περίμενε. Έπιασε τα χαλινάρια και σκαρφάλωσε στην σέλα. Κάλυψε γρήγορα τα μαλλιά και σπιρούνισε. Ο Ελάιτζα ξεκίνησε παίρνοντας μακριά την Αιθέρα από το κακόφημο μέρος της πόλης του Λέντορ. Οι δρόμοι της πόλης ήταν πλέον γεμάτοι.

Το μυαλό της έπαιρνε τρελές στροφές. Τι γύρευε αυτός ο άνδρας στην συγκεκριμένη παμπ; Τι ρωτούσε; Τι έψαχνε ή ποιόν; Και το κυριότερο, ποιος ήταν που ο ιδιοκτήτης του Τρυπημένου Βαρελιού θα τον άφηνε να περάσει στην αποθήκη του μαγαζιού του; Με ποια δικαιοδοσία; «Ποιος είσαι;»

Καθώς έστριβε για να βγει στον κεντρικό, γεμάτο κίνηση δρόμο, δεν πρόσεξε το γκρίζο, σταχτί άλογο με τον αναβάτη του, να παρατηρούν, πίσω στο στενό.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro