•ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3•
«Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί!», η κοφτερή ματιά της ήταν όμοια με τον ψυχρό τόνο της.
«Θα κάνεις αυτό που λέω εγώ Αιθέρα!», ο Κάιν χτύπησε την παλάμη του πάνω στο ξύλινο έπιπλο που ονομαζόταν γραφείο. Πάνω στην επιφάνεια, ολόκληρο το εμβαδόν ήταν καλυμμένο από χαρτιά και τσιγάρα. Ένα όμως χαρτί ήταν η πηγή του κακού. Το μπορντό κερί που μερικές ώρες πριν αποτελούσε την σφραγίδα του φακέλου ήταν κομματιασμένο και το χαρτί ανοιγμένο διάπλατα μπροστά στον μεσήλικα άνδρα.
«Δεν είμαι το υποχείριό σου πατέρα και δεν είμαι υποχρεωμένη να σε συνοδεύσω», απάντησε με φωνή αρκετούς τόνους πιο χαμηλή. Κοιτούσε ευθέως τον Κάιν στα καστανά του μάτια. Ψυχρά, έντονα, σχεδόν άδειο από συναισθήματα.
Ο Κάιν σπάνια πλέον μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις πίσω από αυτά τα γκρίζα μάτια. «Και όμως, είναι η κληρονομιά σου, είναι το όνομά σου και η περιουσία σου. Είναι το καθήκον σου», έγειρε την πλάτη του στην πολυθρόνα.
Η Αιθέρα αν μπορούσε θα πέταγε το καταραμένο χαρτί να το καταπιούν οι φλόγες στο πέτρινο τζάκι. Ένιωθε με χέρια φιμωμένα, ανίκανη και ανήμπορη να ελέγξει την μοίρα της. Άραγε έπρεπε να παραδοθεί στην μοίρα δίχως αντίσταση; Μπορείς να ξεφύγεις από την μοίρα; Μπορείς να τρέξεις μακριά; Όχι. Θα είναι πάντα ένα βήμα μπροστά. Δεν μπορούσε να κατηγορήσει το πατέρα της επειδή ήθελε να σώσει την έπαυλη και την ζωή τους. Μπορούσε όμως να κατηγορήσει τον τρόπο. Ήταν υπεύθυνος για όλο αυτό. Οι πράξεις του τους οδήγησαν σε αδιέξοδο. Και για να σωθεί η μια κόρη, έπρεπε να θυσιαστεί η άλλη.
«Και αν χρειαστεί θα σε σύρω με το ζόρι», πρόσθεσε ο Κάιν βλέποντας την κόρη του να εξακολουθεί να παραμένει αμίλητη. Φύσηξε τον καπνό από το τσιγάρο και η λεπτοκαμωμένη μορφή της χάθηκε στην τεχνητή ομίχλη που δημιούργησε.
«Υπάρχουν και άλλοι τρόποι από το να καταστρέψεις την ζωή της κόρης σου»
«Α ναι; Για παρουσίασέ μου έναν»
Αν έκοβες τον τζόγο και τα παιχνίδια στις λέσχες, ίσως μας έμενε κεφάλαιο για να σωθεί η έπαυλη. Όμως δεν μίλησε. Γιατί; Διότι και μόνο που δεν περνούσε η ιδέα από το μυαλό του Κάιν, η περηφάνεια της ήταν μεγαλύτερη. Κοίταξε για άλλη μια φορά με το διαπεραστικό της βλέμμα και γύρισε να φύγει, όμως κοντοστάθηκε στην πόρτα με γυρισμένη την πλάτη, στον ήχο της φωνής.
«Στις έξι να είσαι έτοιμη. Έχουμε ταξίδι μπροστά μας»
Βγαίνοντας ένα μαλλιαρό κρεμ σκυλί την υποδέχτηκε κουνώντας ξέφρενα την ουρά του δεξιά και αριστερά. Ο Λου φαινόταν ο μόνος με χαρούμενη διάθεση εκείνη την ώρα. Η κοπέλα δεν του έδωσε σημασία και έτσι το τετράποδο διεκδίκησε την προσοχή της αφήνοντας ένα υγρό φιλί στο χέρι της. Η Αιθέρα χαμήλωσε στο ύψος του και χάιδεψε το απαλό τρίχωμα. «Έχω σπουδαία νέα. Θα πάμε στο Σακάρις. Ελπίζω να σημείωσες την ειρωνεία», μουρμούρησε. Την οικογένεια δεν την διαλέγεις.
«Κάνουμε συγκέντρωση στο διάδρομο και δεν με καλέσατε; Επειδή τα μαλλιά μου άσπρισαν σαν τα δικά σου δεν σημαίνει ότι είμαι γριά. Πολύ», μια γλυκιά και αρκετά ζωηρή για την ηλικία της Βάλενταιν στεκόταν πάνω από το κεφάλι της Αιθέρα. Εξακολουθούσε να φοράει ζωηρά χρώματα και όλα σε αποχρώσεις του πράσινου.
«Συγκεκριμένα θα ήθελα να κάνω απόδραση από τον διάδρομο παρά συγκέντρωση, γιαγιά», είπε καθώς σηκωνόταν ξανά όρθια. Ο Λου σαν να διάβασε τις σκέψεις τους ξεκίνησε να τρέχει στον διάδρομο προς την σκάλα, παρά τα χρόνια στην πλάτη του.
«Ω γλυκιά μου εγγονή, οι αποδράσεις είναι το καλύτερό μου. Νέα έβρισκα χιλιάδες τρόπους να αποφεύγω τα βαρετά δείπνα και τις ανούσιες συζητήσεις των πλούσιων κυρίων. Αν μπορούσα θα έβαζα στο λαιμό μου θηλιά και θα κρεμόμουν από τον πολυέλαιο του πατέρα μου. Αλλά μετά σκεφτόμουν ότι θα έχανα το ξινισμένο ήθος της μητέρας μου κάθε φορά που οι καλεσμένοι ζητούσαν να δουν την μοναχοκόρη τους και δεν έβρισκε τι να πει. Δεν φαντάζεσαι πόσο το διασκέδαζα», σχολίασε σκανδαλιάρικα. Τα μάτια της σπίθιζαν από ζωντάνια και εξυπνάδα.
«Αν σου περισσεύουν μερικές ιδέες θα ήθελα να μου τις πεις πριν αναχωρήσουμε για το Σακάρις», είπε δραματικά η κοπέλα καθώς κατέβαιναν τα σκαλιά. Στο κεφαλόσκαλο τις περίμενε η Άνι. Η Άνι ήταν χρόνια στην υπηρεσία της οικογένειας. Ήταν μια στρουμπουλή, στοργική αν και λίγο αυστηρή γυναίκα. «Άνι φέρε μας παρακαλώ δύο κούπες τσάι, από αυτό που έφερε ο πατέρας μου από το Χάιμπριτζ». Η γυναίκα έγνεψε και αποχώρησε σιωπηλή.
«Από το Χάιμπριτζ;», ρώτησε η γιαγιά της καθώς κάθονταν στις πολυθρόνες μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Ο χειμώνας βρισκόταν στο τέλος του πρώτου του μήνα και το νέο έτος ήδη χτυπούσε το τζάμι των σπιτιών.
«Είναι μπαχαρικά. Έχει μια έντονη αλλά ωραία γεύση, θα σου αρέσει»
Η μεγαλύτερη γυναίκα ανασήκωσε παιχνιδιάρικα το φρύδι της. «Πώς και άλλαξες προτίμηση; Εσύ για να αλλάξεις κάτι χρειάζεται να έρθει η συντέλεια»
Η Αιθέρα μειδίασε. «Καλό το τσάι με φρούτα και λουλούδια αλλά μου άρεσε η μυρωδιά του».
Την ίδια στιγμή η Άνι άφησε τον ασημένιο δίσκο στο τραπεζάκι ανάμεσά τους. Πάνω του, δύο λευκές πορσελάνινες κούπες που ανέδυαν έναν μεθυστικό, αρωματικό ατμό, που δημιουργούσε εικόνες της Ανατολής ακόμη και αν δεν είχες βρεθεί ποτέ εκεί. Στο πλάι ένα πιατάκι με βουτήματα. Ο σκύλος ξάπλωσε το κεφάλι του πάνω στα γόνατα της Αιθέρα. «Είσαι μεγάλος ζητιάνος», σχολίασε η Αιθέρα.
«Λοιπόν, για πες μου τι έγινε στο γραφείο του γιού μου», ρώτησε με πιο σοβαρό τόνο η Βάλενταιν. Έφερε την κούπα στα χείλη της και φύσηξε απαλά. «Πράγματι εξαιρετικό», εξέφρασε τον θαυμασμό της δοκιμάζοντας.
«Απαιτεί να πάω στην εκδήλωση του Άρχοντα Του Μόργκαλ», απάντησε.
Η γυναίκα μειδίασε. «Να υποθέσω δεν θέλεις». Η εγγονή της ήταν αρκετά λιγομίλητη και κλειστή. Μόνο στην ίδια επέτρεπε να μιλήσει κανονικά.
«Τι από όλα; Να πάω στον χορό; Να γνωρίσω επίδοξους μνηστήρες; Να παντρευτώ;», κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, προφανώς και απεχθάνομαι στην ιδέα»
Η Βάλενταιν γνώριζε τα λάθη του παιδιού του, τα έβλεπε καθημερινά. Μετά τον χαμό της Αμάριον έχει γίνει άλλος, ένας ξένος, κάποιος αγνώριστος. Έβλεπε την φλόγα που χόρευε σαν αντανάκλαση από το τζάκι στα μάτια της εγγονής της, όμως έβλεπε και την κρυφή παγωμένη φλόγα που έκαιγε στην καρδιά της. Τα σφιγμένα χείλη της. «Έχω βρεθεί στην ίδια θέση με σένα. Ξέρω πως νιώθεις»
Η Αιθέρα την κοίταξε. «Και τι έκανες;»
Η Βάλενταιν αναστέναξε. «Το καθήκον μου υποθέτω»
«Αν ζούσε όλα θα ήταν αλλιώς»
«Δεν μπορούμε να ζούμε με το αν. Ούτε με τα φαντάσματα του παρελθόντος»
«Το παρελθόν είναι το μέλλον μας»
Η Βάλενταιν ακούμπησε την κούπα πίσω στο πιατάκι και ο σιγανός ήχος της τριβής της πορσελάνης έκανε τον Λου να κοιτάξει με τα υγρά μάτια του προς την πηγή. «Πρέπει να προχωρήσουμε. Δυστυχώς είμαστε γυναίκες και στην κλειδαριά της περιουσίας είμαστε το κλειδί. Δεν συμφωνώ, όμως είναι η μόνη λύση για να σωθείς και εσύ και όλοι μας». Η γυναίκα κοίταξε το πορτρέτο της Αμάριον που παρέμενε κρεμασμένο επί χρόνια στην ίδια θέση. «Ο πατέρας σου παιδί μου έχει χαθεί σε σκοτεινούς δρόμους. Είσαι η μόνη που μπορείς να μας τραβήξεις από τον γκρεμό στον οποίο πέφτουμε»
Εμένα ποιος θα με τραβήξει όμως; Δεν ήταν εγωίστρια, απλώς θα προτιμούσε όλα να γίνουν σωστά. Το παράπονο είναι αυτό που της δημιουργεί κόμπο στο λαιμό. «Το ξέρω, γιαγιά», ψιθύρισε.
Ένα δυνατό ντονγκ συνοδεύτηκε από ακόμη τρία. Το εκκρεμές υπενθύμιζε την ώρα. Η καρδιά της σφίχτηκε. Δεν έπρεπε να φέρεται σαν μικρή και ανώριμη παιδούλα. Ήταν γυναίκα. Ήταν αδελφή, εγγονή, κόρη. Είχε στην πλάτη της ευθύνες, μιας έπαυλης και ενός μικρού παιδιού. Ήταν η Λαίδη Αιθέρα. «Πάω να δω πως τα πάει η μικρή», ανακοίνωσε ενώ σηκωνόταν.
Η Βάλενταιν έγνεψε με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη της. «Είσαι πολύ πιο τρυφερή από όσο θες να δείχνεις»
Η Αιθέρα στριφογύρισε τα μάτια της. «Έλα Λου»
«Ναι ναι, μην απαντάς όποτε δεν σε συμφέρει», φώναξε η γριά γυναίκα κουνώντας το χέρι της. Γύρισε τα μάτια της ξανά στις φλόγες, τις οποίες τις έβλεπε καθαρά χάρις στο κομψό ζευγάρι γυαλιών που φορούσε στην μύτη της. Έπιασε το βιβλίο της που είχε αφήσει προηγουμένως στο τραπεζάκι.
Η Αιθέρα χτύπησε απαλά με την γροθιά της την πόρτα. Ένα παιδικό "περάστε", της έδωσε την ώθηση να σπρώξει την πόρτα. Ο σκύλος βέβαια δεν ήταν το ίδιο ευγενικός καθώς όρμησε στην μικρή που καθόταν στο πάτωμα. Το κοριτσίστικο γέλιο γέμισε το μεγάλο δωμάτιο και η κοπέλα έκλεισε πίσω της την πόρτα. Άφησε τον εαυτό της να χαμογελάσει μελαγχολικά. Η μικρή ήταν μια μικρογραφία της Αμάριον. Ξανθά μαλλάκια με μπουκλίτσες, τα ίδια μάτια -το μόνο κοινό και των τριών τους. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Κάιν δεν ασχολείται σχεδόν ποτέ με την νεαρότερη του κόρη. Η μικρή τώρα φώναζε γιατί ο Λου είχε αρπάξει στα σαγόνια του μια από τις κούκλες της και έτρεχε πέρα δώθε. Μακάρι και η ίδια να έτρεχε έτσι στην ηλικία του. «Λου!», είπε αυστηρά και ο σκύλος ξάπλωσε κάτω κοιτώντας δήθεν αθώα και η Αιθέρα ανασήκωσε το φρύδι.
«Εσένα πάντα σε ακούει!», παραπονέθηκε η Άρυα.
«Γιατί εγώ τα λέω με πιο σοβαρό τόνο», είπε καθώς καθόταν στο χαλί δίπλα στην αδελφή της. «Εσύ είσαι μικρούλα και ο Λου θέλει να παίζει μαζί σου». Αναρωτιόταν τι στην ευχή σκεφτόταν όταν του έδινε αυτό το όνομα μικρή. Ήταν το χαϊδευτικό του Λούσμαρι.
Η Άρυα χώθηκε στην αγκαλιά της και τα μαλλιά τους μπλέχτηκαν. Χρυσάφι και ασήμι έρρεαν μαζί, ήλιος και φεγγάρι φώτιζαν συντροφικά. «Θα παντρευτείς; Θα παντρευτείς και θα φύγεις;»
Η Αιθέρα έκανε μια γκριμάτσα. Φαίνεται ότι ο "γάμος" της ήταν το δημοφιλέστερο θέμα συζήτησης σήμερα. «Εσένα ηλιαχτίδα μου αυτό να μην σε βασανίζει»
Η Άρυα σήκωσε το πηγούνι της και κοίταξε το πρόσωπο της μεγάλης της αδελφής. «Θα φύγεις όμως και εσύ», είπε με ένα αθώο ύφος, μια διαπίστωση σχεδόν φυσική.
«Όχι Άρυα. Δεν θα σε αφήσω. Δεν θα σας αφήσω». Άφησε ένα τρυφερό φιλί στην κορφή του κεφαλιού της. Τα μαλλιά της μύριζαν όμοια με της Αιθέρας, κόκκινη και λευκή γαρδένια. Η Άρυα δεν είχε γνωρίσει μητέρα. Η Αμάριον πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία την ημέρα της γέννας και ούτε ο γιατρός, ούτε η μαίες κατάφεραν να την σώσουν. Ήταν ή η ζωή του μωρού ή η δική της. Η Αμάριον θυσιάστηκε για να έρθει στην ζωή η μικρή της κόρη. Η Αιθέρα δεν θα μπορούσε να αμαυρώσει αυτήν της την θυσία. Όμως αν έβρισκε διαφορετικό τρόπο, θα τον ακολουθούσε.
Ήταν μπροστά εκείνη την μέρα. Ακόμα θυμάται το αίμα, το ματωμένο σημάδι που άφησε στο μάγουλό της, οι κραυγές πόνου, το κλάμα του μωρού και της Άνι. Εκείνη όμως δεν έκλαψε. Ούτε εκείνο το βράδυ, ούτε ποτέ ξανά. Αναρωτιόταν μόνο τώρα αν εκτιμήθηκε στα αλήθεια η θυσία αγνής αγάπης από εκείνη. Έφερε στη ζωή ένα πλάσμα που δεν γνώρισε ούτε μητρικό χάδι, ούτε πατρική αγκαλιά. Η Αιθέρα και η Βάλενταιν ήταν εκείνες που την μεγάλωσαν. Η Αιθέρα ωρίμασε απότομα εκείνη την νύχτα. Έμεινε χωρίς στήριγμα, δίχως μαμά. Η μαμά είναι το πιο ιερό σύμβολο στην ζωή όλων. Όλα όσα αγαπούσε χάθηκαν απότομα, το ένα μετά το άλλο. Κλείστηκε στο δωμάτιο των αναμνήσεων και πέταξε το κλειδί στο ποτάμι.
«Τι σκέφτεσαι;», ρώτησε η Άρυα παίζοντας με τα μαλλιά της Αιθέρα. Έπιανε τις ασημένιες τούφες και τις στριφογύριζε μεταξύ τους. Θαύμα θα ήταν αν ξέμπλεκαν αργότερα. Ίσως θα ήταν για καλύτερο να εμφανιστεί ξεμαλλιασμένη.
«Σκέφτομαι τι φορέματα να πάρεις μαζί σου» είπε και η μικρή άρχισε να χοροπηδάει πάνω κάτω φωνάζοντας χαρούμενα.
Δύο και μισή ώρες αργότερα, βρίσκονταν καθισμένοι στο εσωτερικό της άμαξας. Η συνοδεία τους αποτελούνταν από δύο μεταφορικά μέσα. Ο Κάιν ήθελε να ταξιδεύει σε ξεχωριστή δική του άμαξα, καθώς έπρεπε να είναι άνετα οι γυναίκες όπως έλεγε. Ο λόγος φυσικά ήταν οι κόρες του, με την μια βρισκόταν σε διαρκή πόλεμο ενώ την άλλη την απέφευγε όπως ο γάτος το νερό. Η Άρυα είχε πάψει πλέον να ρωτάει αν θα έρθει ο μπαμπάς μαζί. Και το πιο λυπηρό ήταν ότι το θεωρούσε φυσιολογικό. Η Αιθέρα χρειάστηκε να μεγαλώσει μερικά χρόνια ακόμη για να καταλάβει την πραγματική συμπεριφορά του Κάιν.
Στην διαδρομή, η μικρή φλυαρούσε ακατάπαυστα για τα φορέματα και τους χορούς που θα χάριζε και η Αιθέρα άκουγε με μισό αυτί, χαλαρώνοντας με το μονότονο ήχο από τις οπλές των δύο αλόγων στο πλακόστρωτο. Παραμέρισε με τον δείκτη της την βελούδινη κουρτίνα και παρατήρησε τον ουρανό. Είχε σκοτεινιάσει προ πολλού και στον ουρανό βασίλευε μόνο το φεγγάρι και τα άστρα. Όσον αφορά τα σύννεφα δεν μπορούσε να προσδιορίσει πραγματικά το χρώμα τους την δεδομένη στιγμή. Σκούρο λευκό; Γκρι; Ανοιχτόχρωμο μπλε; Παρόλα αυτά ξεχώριζαν από το βαθύ σκοτάδι του ουράνιου ωκεανού. Μυστήριο πράγμα τα άστρα, μυστήριο και σαγηνευτικό. Όπως το φεγγάρι, κάθε φορά ένιωθε σαν να μιλάει από μέσα της.
«Είναι το Φεγγάρι της Νύχτας, σήμερα»
Έστριψε το κεφάλι της προς την γιαγιά της που καθόταν απέναντι. Την κοίταξε παραξενευμένη. «Τι είναι;»
Η Βάλενταιν γέλασε. «Κάθε πανσέληνος έχει και το ξεχωριστό όνομά της», εξήγησε κεφάτα. Η εγγονή της εξακολουθούσε να την κοιτάζει χωρίς να εκφράζει την απορία της. «Κάποτε κάποιος μου το είχε πει»
Η Αιθέρα άνοιξε το στόμα της για να ρωτήσει όμως την διέκοψε η τσιριχτή φωνή της Άρυα. «Κοιτάξτε η έπαυλη!»
Η μικρούλα μπήκε μπροστά στο άνοιγμα που αντιπροσώπευε το παράθυρο και η Αιθέρα αναγκάστηκε να διπλώσει την κουρτίνα εντελώς για να βλέπει. Πρώτη φορά αντίκριζε την έπαυλη του Μόργκαλ. Είχε ακούσει πολλά για την αίγλη και τον πλούτο του συγκεκριμένου Άρχοντα. Βλέποντας όμως το κτίσμα με σάρκα και οστά, όλες οι φήμες επιβεβαιώθηκαν.
Οι ρόδες της άμαξας κύλησαν πάνω στο ψιλό χαλίκι με το οποίο ήταν στρωμένη η διαδρομή για το ανάκτορο που έμοιαζε σχεδόν με παλάτι. Σε όλο το μήκος του μονοπατιού δεξιά και αριστερά ο δρόμος φωτιζόταν από το κίτρινο φως των φαναριών. Η φλόγα έλαμπε μέσα από τα τζαμάκια σαν το φεγγάρι πάνω από το κεφάλι τους. Πολλές άμαξες, η μια πίσω από την άλλη προχωρούσαν στη σειρά από τις πανύψηλες πύλες. Και από τις δύο μεριές απλωνόταν τεράστια έκταση με κοντό καταπράσινο χορτάρι, αγάλματα και δέντρα με λευκούς κορμούς και βιολετί φύλλα. Ευθεία, όλες οι άμαξες σταματούσαν μπροστά στην είσοδο. Αρκετοί άνδρες ντυμένοι κομψά, αλλά με φθηνά υφάσματα υποδέχονταν τους καλεσμένους ανοίγοντας τις πόρτες. Καλωσόριζαν με μια βαθιά υπόκλιση και η κοπέλα σκέφτηκε πως το βράδυ θα έπεφταν με πόνους στη μέση στο κρεβάτι τους. Αν έπεφταν.
Ένας κοντός, φαλακρός άνδρας άνοιξε την πόρτα της δικής τους μαύρης άμαξας. «Καλώς ορίσατε στην έπαυλη του Άρχοντα του Μόργκαλ, Λαίδη μου», είπε με ευγενική, αλλά δυνατή φωνή. Χαμογέλασε στην Άρυα, η οποία του υποκλίθηκε. Η Αιθέρα προχώρησε δύο βήματα πιο μπροστά ενώ η γιαγιά της κατέβαινε εκείνη την ώρα και συνομιλούσε με τον οδηγό τους.
Κοίταξε την αρχιτεκτονική του σπιτιού. Ξεχείλιζε αρχοντιά και γούστο. Ήταν τόσο κομψό όσο σίγουρα θα ήταν και ο Άρχοντας απόψε. Εκτός από οικοδεσπότης, ήταν και περιζήτητος εργένης. Ίσως τελικά διασκέδαζε απόψε με την προσπάθεια των γυναικών να τον σαγηνεύσουν, φροντίζοντας βέβαια η ίδια να μένει εκτός οπτικού του πεδίου. Κάτι για το οποίο ήταν επίσης γνωστός, ήταν η αδυναμία του σε ξεχωριστές γυναίκες. Όχι, δεν θεωρούσε τον εαυτό της ξεχωριστή, αλλά τα καταραμένα μαλλιά της την καθιστούσαν σίγουρο στόχο. Μέχρι να τελειώσει η γιαγιά της και ο Κάιν με τις άμαξες, είχε ήδη μετρήσει όλα τα μακρόστενα παράθυρα της πρόσοψης. Τριάντα τρία, μαζί με αυτά της σοφίτας και όλα φωτεινά. Αυτά που δεν μέτρησε ήταν της πόρτας εισόδου και ακριβώς στον επάνω όροφο αυτά της μπαλκονόπορτας που οδηγούσε σε μπαλκόνι με σιδερένια, όμορφα μπλεγμένα σε σχέδιο κάγκελα.
«Είσαι εντάξει γλυκιά μου;», ρώτησε η γιαγιά ψιθυριστά στο αυτί της. Η Αιθέρα ήταν ένα κεφάλι ψηλότερη από την γυναίκα, η οποία είναι πολύ μικροκαμωμένη. Με τα χρόνια έχασε και άλλα εκατοστά από το ύψος της.
Η κοπέλα δεν απάντησε, απλά κοιτούσε σφιγμένη την είσοδο της έπαυλης καθώς ανέβαιναν τα πολλά σκαλιά. Το μάρμαρο αντανακλούσε το πάτημα των παπουτσιών τους, που διέθεταν ένα μικρό τακούνι. Η Άρυα ήταν κολλημένη δίπλα στην Αιθέρα, κοιτώντας μαγεμένη το χώρο γύρω της. Ο Κάιν προπορευόταν ένα βήμα μπροστά. Ήταν ευγνώμων που δεν υποκρινόταν τον στοργικό πατέρα, αλλά τον μικρό μεν αλλά περήφανο δε Άρχοντα του Σέπτορ. Οι Άρχοντές, έπαιρναν τα ονόματά τους από τα ονόματα των επαύλεών τους. Η έπαυλη Σέπτορ, ήταν τόσο γνωστή όσο και όνομα των περίεργων δέντρων στον κήπο του Άρχοντα του Μόργκαλ. Άγνωστη δηλαδή.
Όλοι οι καλεσμένοι έμπαιναν σε ουρά και περίμεναν την σειρά του για να ελέγξουν τις προσκλήσεις τους. Ήταν μια κρύα, δεκεμβριανή βραδιά, αλλά εσωτερικά τα δωμάτια ήταν κατάμεστα από κόσμο και ζεστά. Μέσα ήταν εξίσου όμορφη η έπαυλη. Ακριβοί πίνακες, κρυστάλλινοι πολυέλαιοι, ακριβοί καθρέφτες, γλάστρες με πράσινα φυτά και ξύλινα έπιπλα σε κάθε γωνιά των διαδρόμων, καλογυαλισμένα πατώματα, κόκκινα μακρόστενα χαλιά. Ο θόρυβος από τις φωνές και τα γέλια των ευδιάθετων καλεσμένων της προκαλούσε πονοκέφαλο.
«Να περάσετε όμορφα Άρχοντα Στόρεντχειλ»
Άκουσε την φωνή του υπηρέτη που έλεγχε τα χαρτιά. Ο πατέρας της, έγνεψε και ο άνδρας υποκλίθηκε στις γυναίκες που τον ακολουθούσαν πίσω. Όσο πιο μέσα προχωρούσε, τόσο πιο πολύ άρχισε να νιώθει δυσφορία. Σαν το ποντίκι σε παγίδα. Μπαίνοντας πίσω από το μπροστινό ζευγάρι, η ανάσα της κόπηκε. Το θέαμα ήταν πανέμορφο. Όχι δεν μιλούσε για τα πολύχρωμα φορέματα των κυριών που προκαλούσαν ζαλάδα, ούτε για το χρυσάφι που γυάλιζε στις κορνίζες των πινάκων, ούτε όμως και για τον τεράστιο κρυστάλλινο πολυέλαιο που άστραφτε σαν χιόνι κάτω από τις αχτίδες του ήλιου, το μεγάλο χώρο, ούτε την απαλή ζωντανή μουσική που παιζόταν σε μια γωνία από διαφορετικά όργανα. Αλλά για την θέα. Ερχόμενη δεν μπορούσε να αναλογιστεί ότι ήταν τόσο ψηλές και τεράστιες οι μπαλκονόπορτες. Ήταν διάπλατα ανοιγμένες και αντίκριζες ακριβώς απέναντι το ολοστρόγγυλο, λευκό φεγγάρι. Κρύο δεν έμπαινε καθώς ερχόταν σε σύγκρουση με την θερμότητα από τις φλόγες στο τζάκι, το οποίο ήταν και αυτό ένα ξεχωριστό έργο τέχνης, καθώς είχε την μορφή φτερών πουλιού, σκαλισμένων από λευκό μάρμαρο.
Το τιμώμενο πρόσωπο δεν ήταν πουθενά, αλλιώς θα έβλεπαν ένα πλήθος μαζεμένο γύρω του. Η Αιθέρα άρχισε να νιώθει δυσφορία με τόσο κόσμο.
«Αιθέρα, έλα μαζί μου», πρόσταξε ο Κάιν, κοιτώντας κάπου προσηλωμένος. Η κοπέλα ακολούθησε το βλέμμα του και θέλησε να ξεκινήσει να τρέχει. Πήρε μια κοφτή ανάσα και άφησε πίσω την γιαγιά και την αδελφή της να μπλεχτούν με το πλήθος. Η γυναίκα την ακούμπησε τρυφερά στη μέση, σε μια κίνηση στοργής και κουράγιου. «Αυτός είναι γιός ενός ντόπιου ευγενή. Θα σε συστήσω και είμαι σίγουρος ότι θα μαγευτεί από εσένα»
Η Αιθέρα ένιωσε να αναγουλιάζει. «Από μένα ή τον τίτλο μου;», ρώτησε με σφυριχτή φωνή και εισέπραξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα. Έξυπνη κίνηση εκ μέρους του να ξεκινήσει από τα χαμηλά, από τα πιο φιλόδοξα. Αυτό δεν ήταν όνειρο καμίας γυναίκας και σίγουρα όχι δικό της. Δεν ήθελε καν να παντρευτεί.
«Να είσαι ευγενική και χαμογέλασε επιτέλους», ψιθύρισε χαμογελώντας ψεύτικα ενώ πλησίαζαν προς την μικρή παρέα των ανδρών, οι οποίοι συνομιλούσαν εύθυμα.
«Αν δεν του κάνω, έχουμε όλο το βράδυ να βρούμε τον κατάλληλο αγοραστή», η φωνή της έσταζε ειρωνεία.
Ο Κάιν δεν πρόλαβε να απαντήσει γιατί ήδη είχαν φτάσει. «Τι ευχάριστη έκπληξη Στόρεντχειλ», αναφώνησε ο ένας από αυτούς. Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν χειραψία. Οι υπόλοιποι κοιτούσαν με ενδιαφέρον την Αιθέρα. Η κοπέλα κοίταξε αλλού, έχοντας μια έκφραση υπεροχής στο αγέλαστο πρόσωπό της.
«Που έκρυβες αυτό το σπάνιο διαμάντι, φίλε μου;», ρώτησε ένας άλλος και η Αιθέρα του έριξε μια ψυχρή ματιά. Πες και άλλα και θα σε λούσω με την σαμπάνια που κρατάς, σκέφτηκε.
Ο πατέρας φάνηκε να καμαρώνει δήθεν. «Ναι, είναι η μεγάλη μου κόρη, Λαίδη Αιθέρα Στόρεντχειλ»
Ο άγνωστος άνδρας έκανε κίνηση για χειροφίλημα και η Αιθέρα ένιωσε σαν να την αγγίζει γλώσσα φιδιού. Τράβηξε το χέρι της διακριτικά. «Σας ευχαριστώ για τα όμορφα λόγια σας», η φωνή της βγήκε σφιγμένη στη λέξη "όμορφα".
«Δεν σε έχουμε ξαναδεί Λαίδη μου, κρίμα να μας στερείται την όμορφη παρουσία σας», της είπε ο στόχος που είχε βάλει ο πατέρας της. «Ονομάζομαι Ντάριον. Σκέτο Ντάριον για εσάς»
«Ναι, πράγματι. Δεν έχω ξαναβρεθεί πέρα από το Λέντορ»
«Ελπίζουμε πως πλέον θα σας βλέπουμε συχνότερα. Έχετε πάρει την ομορφιά και την χάρη της Αρχόντισσας»
Η αναφορά στην μητέρα της ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ένιωθε τόσο έντονα να πνίγεται, η καρδιά της βροντοχτυπούσε στο στήθος της και ένιωθε μια ζαλάδα. Χρειαζόταν αέρα.
«Πράγματι Η Αρχόντισσα Αμάριον μάγευε με την παρουσία της σε κάθε χορό», σχολίασε ένας άλλος με προσποιητή νοσταλγία.
Υποκριτές και ψεύτες. Όλοι γύρω της. Έβλεπε παντού προσποιητά χαμόγελα και δήθεν ενδιαφέρον. «Πώς πάνε οι δουλειές Στόρεντχειλ;», ρώτησε ο Ντάριον. Το βλέμμα μου περιείχε μια υποψία χλευασμού που κατάφερνε να το κρύψει από όλους, εκτός από την ίδια. Τον κορόιδευε στην πραγματικότητα και ο Κάιν δεν το καταλάβαινε. Πόνεσε μέσα της πραγματικά. Για όλα. Για την κατάντια του πατέρα της, τη δικής της, τα όσα έχτισε η Αμάριον και χάθηκαν.
«Εμένα να με συγχωρείται. Πρέπει να δω πως τα πάει η μικρή μου αδελφή», υποκλίθηκε γρήγορα και άρχισε να απομακρύνεται χωρίς να περιμένει την τυπική συναίνεση των ανδρών και του πατέρα της. Ένιωθε το βλέμμα του να καίει την πλάτη της, όμως πραγματικά η περηφάνεια της δεν της επέτρεπε να παραμείνει ατάραχη και να χαμογελάει σε μια χούφτα ανδρών που δεν ήξεραν τι πάει να πει απώλεια, πόνος, θλίψη και λογάριαζαν τα πάντα σε χρυσά νομίσματα.
Η μουσική που παραγόταν από τα ξύλινα όργανα, το πιάνο, το βιολί, το τσέλο, δεν την χαλάρωναν, αντίθετα γιγάντωναν τον πόνο στο κεφάλι της. Έκανε ελιγμούς ανάμεσα στους παρευρισκόμενους για να βγει ξανά έξω. Η βεράντα ήταν γεμάτη από ρομαντικά ζευγάρια, η μοναχική καρδιά της δεν της επέτρεπε να πάει, όσο και να ήθελε. Τα βήματά της την οδήγησαν ξανά έξω. Σχεδόν τρέχοντας κατέβηκε τα σκαλιά και έστριψε δεξιά σε ένα μονοπάτι που οδηγούσε στον κήπο. Δεν μπήκε στον κόπο καν να φορέσει ξανά την κάπα της. Βγήκε με το φόρεμά της έξω. Το μονοπάτι ήταν φωτισμένο ευτυχώς και την οδήγησε σε ένα παραμυθένιο κιόσκι. Οι άσπρες κολώνες του ήταν καλυμμένες γύρω γύρω από αναρριχώμενο κισσό. Από το ταβάνι κρέμονταν δεκάδες μικρά φαναράκια. Και το σημαντικότερο, υπήρχε ηρεμία και ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν μια κουκουβάγια, τριζόνια και το μακρινό ποδοβολητό των πετάλων.
Ακούμπησε την πλάτη της στα κάγκελα και απλώς έκλεισε τα μάτια της. Δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτα. Σιγά σιγά οι ανάσες της σταθεροποιήθηκαν, ο χτύπος της καρδιάς της ξεκίνησε ένα πιο σιγανό ρυθμό και το σώμα της έχασε την θερμοκρασία του. Έξω είχε παγωνιά και εκείνη φορούσε μονάχα ένα λεπτό φόρεμα. Πίεσε με τα δάχτυλά της τους κροτάφους της. «Δεν περνάει με τίποτα», παραπονέθηκε σιγανά.
«Το κρύο δεν θα μπορούσε να σταματήσει τον πονοκέφαλο», μια ανδρική, βαθιά φωνή διατάραξε την ηρεμία της. Ένιωσε να δυσανασχετεί. Πουθενά δεν θα έβρισκε για λίγο την ηρεμία της;
«Δεν επέλεξα να υποβάλλω τον εαυτό μου σε βασανιστήρια για τον πονοκέφαλο, σερ», τον κοίταξε αμυντικά και χωρίς να την νοιάζει αν το ύφος της ήταν γεμάτο υπεροψία όπως και πριν λίγη ώρα με τους άλλους άνδρες.
«Τότε θεωρώ πως σας κατέστρεψα την κρυψώνα σας, Λαίδη»
Η Αιθέρα κοίταξε την διασκέδαση στο πρόσωπό του, δεν φαινόταν να ενοχλείται από το ύφος της. Τα μάτια του γυάλιζαν με μια μυστηριώδης λάμψη, και κάτω από το λιγοστό φως άλλοτε ήταν καστανά και άλλοτε πιο ανοιχτόχρωμα. Μάλλον πράσινα. «Με την παρουσία άλλου παύει να είναι κρυψώνα», πέταξε ελπίζοντας ο νεαρός άνδρας να διαθέτει την στοιχειώδη ευγένεια να φύγει. Έκανε λάθος όμως. Ο άγνωστος παρέμεινε εκεί, να ακουμπάει με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, πάνω στα κάγκελα κοιτώντας την προσεχτικά. Για πρώτη φορά η Αιθέρα ένιωσε άβολα κάτω από την ματιά του. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι σκεφτόταν, μόνο έβλεπε τα γρανάζια του μυαλού του να δουλεύουν. Κοίταξε αλλού νιώθοντας τα μάγουλά της να καίνε.
«Τι ή μάλλον ποιος σας έκανε να έρθετε στις ερημιές μόνη;», ρώτησε με κάπως βραχνή φωνή. Η φωνή του είχε κάτι το καταπραϋντικό και παράλληλα την αναστάτωνε, με έναν περίεργα ενοχλητικό τρόπο.
«Δεν πιστεύω ότι σας αφορά. Ούτε θα μιλούσα ποτέ σε έναν άγνωστο για το οτιδήποτε», του απάντησε ψυχρά και με θράσος. Γιατί απλά δεν έφευγε; Ίσως ήταν και λίγο θέμα παιδικής περηφάνειας που γεννήθηκε μέσα της. Ήταν η πρώτη που το βρήκε και δεν είχε σκοπό κάποιος να την διώξει από εκεί.
Ο Έιρον την παρατηρούσε. Στην τελευταία της φράση κοίταξε αλλού για ένα δευτερόλεπτο. «Πότε μην θεωρείς κάτι δεδομένο Λαίδη. Ίσως και να το κάνετε κάποτε». Δεν τον τρόμαζε το ύφος της, ούτε η αμυντική και κρύα στάση της. Απλώς ήθελε να γνωρίσει την ενήλικη Αιθέρα. Είχαν περάσει τόσα χρόνια και η παιδική ηλικία είχε βγάλει φτερά και είχε μεταναστεύσει στο παρελθόν. Μπροστά του έβλεπε μια συγκλονιστικά όμορφη γυναίκα, η οποία φαινόταν σαν να αδιαφορούσε πλήρως για αυτό ή δεν το γνώριζε καν. Αλλιώς δεν θα είχε πάει μόνη της στις απόμερες μεριές του κήπου. Τα ασημένια μαλλιά της, ήταν μαζεμένα χαμηλά στον αυχένα της. Ίσια και στολισμένα με χρυσά δαχτυλίδια στις μπροστινές τούφες που ήταν μπλεγμένες σε πλεξουδάκια. Φορούσε ένα σκούρο μπλε φόρεμα, με χαμηλό άνοιγμα στο στέρνο της. Η λεπτή μέση της στολιζόταν με πλατιά, σιδερένια ζώνη, σε χρυσό χρώμα, η οποία έκανε διάφορα καλλιγραφικά σχέδια. Παρόμοιο στιλ είχαν και οι επωμίδες στους ώμους της, με την διαφορά ότι επιπρόσθετα κρέμονταν από την μία ως την άλλη άκρη λεπτές, ασύμμετρες αλυσίδες σε κάθε ώμο. Τα μανίκια ήταν μακρυά μέχρι το έδαφος, με βαθύ κόψιμο για τα χέρια. Τα μάτια της τονίζονταν από σκουρόχρωμη σκιά. «Δεν θα έπρεπε να είστε εδώ. Μόνη»
«Πιστέψτε με μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου», απάντησε στον μαυροντυμένο άνδρα. Όσο δεν φαντάζεσαι, σκέφτηκε. Την έφερνε στα όριά της το γεγονός ότι δεν μπορούσε να διαβάσει αυτόν τον άνδρα. Η σκέψη να σηκωθεί να φύγει γινόταν ολοένα και πιο ζωντανή στα σχέδιά της.
«Επιτρέψτε μου..», ξεκίνησε ο Έιρον βγάζοντας την κάπα του αλλά η κοπέλα σήκωσε το χέρι της αμυντικά.
«Όχι, δεν σας επιτρέπω». Έπιασε τις άκρες του φορέματός της και ξεκίνησε για άλλη μια φορά για το επίπονο μεν αλλά ζεστό παρόλα αυτά εσωτερικό της έπαυλης. Και για να ήταν ειλικρινής, περισσότερο νευριασμένη από πριν. Ο νεαρός ήταν αγενής, θρασύς και δεν έβρισκε το κατάλληλο χαρακτηρισμό να του αποδώσει. Ίσως ήταν και η ίδια λιγάκι αγενής που δεν τον αποχαιρέτισε, μα ήταν το τελευταίο που την απασχολούσε.
Ο Έιρον χαμογέλασε. «Πεισματάρα όπως πάντα». Έβλεπε την λεπτή μορφή της να χάνεται σιγά σιγά στο σκοτάδι και εκείνος εξακολουθούσε να μένει στην θέση του. Δεν τον θυμόταν καθόλου. Λογικό φυσικά, ήταν μικρό παιδί τότε και τα παιδιά ξεχνούν. Κούνησε το κεφάλι του ελαφρώς για να διώξει τις σκέψεις και ξεκίνησε και εκείνος για τον ίδιο προορισμό. Καθώς πλησίαζε ένας από τους συντρόφους του τον φώναξε, το βλέμμα του όμως μαγνήτισε μια κάπα. Συγκεκριμένα η ίδια μπλε κάπα που είχε δει πριν λίγες μέρες. Ο ιδιοκτήτης της απομακρυνόταν με γρήγορο βήμα προς το πίσω μέρος της έπαυλης και για άλλη μια φορά δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του.
«Έιρον; Με ακούς;»
«Ναι», μουρμούρισε κοιτώντας τον σύντροφό του. «Πάμε μέσα εκτός αν θες να κάνεις ένα από τα αγάλματα του Μόργκαλ», αστειεύτηκε.
Η Αιθέρα στάθηκε πλάι στην γιαγιά της με μάγουλα κόκκινα. Η γυναίκα την κοίταξε χαμογελώντας. «Υποθέτω το κοκκίνισμα δεν είναι από κάποιον νεαρό που σου είπε κομπλιμέντο», γέλασε.
«Όχι γιαγιά», είπε κοιτάζοντας τα ζευγάρια που χόρευαν στην πίστα. «Απλά είχα βγει έξω. Πότε θεωρείς θα τελειώσει όλο αυτό;»
«Ω γλυκιά μου, μόλις άρχισε. Ο πατέρας σου ελπίζει να είναι καλεσμένος στο τραπέζι του Άρχοντα αργότερα. Παρεμπιπτόντως είναι έξω φρενών με την απουσία σου», απάντησε κάνοντας αέρα με την βεντάλια της.
«Ας προσευχηθούμε ότι δεν θα με βρει», σχολίασε ψάχνοντας για την Άρυα.
«Σε αντίθεση με σένα, η Άρυα απολαμβάνει τον χορό. Να εκεί», είπε δείχνοντας με την βεντάλια της. «Όταν μεγαλώσει θα έχει μεγάλες επιτυχίες»
Η Αιθέρα παρατηρούσε την αδελφή της καθώς χόρευε με ένα αγόρι ίσως στην ηλικία της κοντά. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο και έλαμπε μέσα σε αυτό κίτρινο χρώμα που είχε το ύφασμα του φουστανιού. «Τουλάχιστον είναι χαρούμενη»
«Σε αντίθεση με σένα», σχολίασε η γιαγιά της πειραχτικά. «Γιατί δεν χορεύεις και εσύ; Πάντα έλεγαν αν είναι να πεθάνεις, ας πεθάνεις τουλάχιστον διασκεδαστικά»
Η Αιθέρα ανασήκωσε το φρύδι της. «Ποιος το λέει αυτό;»
«Εγώ»
«Σώθηκα»
«Μην είσαι αναιδής νεαρή μου», η γιαγιά χτύπησε την βεντάλια στο χέρι της εγγονής της και εκείνη χαμογέλασε σχεδόν. «Ας κάνουμε μια βόλτα, έχουν πιαστεί τα πόδια μου τόση ώρα στην ίδια θέση», πρότεινε.
«Ναι είμαι σίγουρη ότι για αυτόν τον λόγο το θέλεις. Η Άρυα όμως..»
«Δεν είπα να πάμε σε άλλη αίθουσα Αιθέρα, να ξεκουράσω τα γέρικα πόδια μου θέλω», διέκοψε δήθεν θυμωμένη η Βάλενταιν.
Η κοπέλα την τράβηξε από το χέρι και ξεκίνησαν να περιφέρονται ανάμεσα στους εκατοντάδες καλεσμένους. «Αυτό το χρώμα είναι ξεπερασμένο πλέον», σχολίασε η γιαγιά της για μια γυναίκα με σκούρο πράσινο φόρεμα.
«Θα έλεγα ότι είναι αρκετά κομψό», παρατήρησε. Η γιαγιά της κούνησε το χέρι της δυσανασχετώντας. Όλο αυτό επειδή η γυναίκα φορούσε το αγαπημένο της χρώμα. Ήθελε μόνο εκείνη να ξεχωρίζει.
Ο ένας τοίχος ήταν καλυμμένος απ' άκρη σ' άκρη με έναν τεράστιο καθρέφτη. Μέσα από αυτόν παρατήρησε ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρωμένο σε ένα σημείο. Ο καθρέφτης της παρείχε την δυνατότητα να παρακολουθεί χωρίς να γυρίσει την πλάτη της. Ανάμεσα στο πλήθος ξεχώρισε έναν άνδρα, όχι πολύ μεγάλο αλλά ούτε πολύ νεαρό σε ηλικία. Η αύρα του ανέδιδε δύναμη, περηφάνεια, αρχοντιά. Αναμφισβήτητα ήταν ο αποψινός οικοδεσπότης. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που είχε στο μυαλό της η Αιθέρα. Ήταν σχετικά εμφανίσιμος, ίσως γοητευτικός και φαινόταν πραγματικά ζεστός. Το ενδιαφέρον του όμως είχε μονοπωλήσει μια από τις πιο εντυπωσιακές γυναίκες που είχε δει ποτέ. Ψηλή, με ίσια, στητή πλάτη στεκόταν κρατώντας κομψά την βεντάλια της. Έμοιαζε με ζωντανή φλόγα. Τα μαλλιά της ήταν ένας μακρύς χείμαρρός από κατακόκκινες μπούκλες. Οι μπροστινές τούφες ήταν πιασμένες πίσω από το κεφάλι της με μια χρυσαφένια χτένα που λαμπύριζε στο φως του πολυέλαιου, ενώ τα υπόλοιπα έπεφταν στο στήθος της. Το φόρεμά της και αυτό κόκκινο σαν το αίμα. Οι ώμοι της ήταν ακάλυπτοι, στο στήθος της στην κορυφή ένας φιόγκος με ένα σκούρο κόκκινο πετράδι στο κέντρο του, έδενε το ύφασμα που σχημάτιζε κυματισμούς στους ώμους της. Τα μανίκια στένευαν στη μέση του μπράτσου με μια χρυσή κορδέλα και άνοιγαν έντονα ξανά μέχρι τον καρπό της. Η ουρά του εντυπωσιακού φορέματος ήταν μακριά. Το λαιμό της κοσμούσε ένα στενό και σχετικά μεγάλο, χρυσό κολιέ, θύμιζε λίγο την ζώνη της Αιθέρα, αλλά μικρότερη πολλές φορές στο μέγεθος. Όλοι οι άνδρες της συντροφιάς, αλλά και οι γυναίκες φαίνονταν θαμπωμένοι από την παρουσία της. Κρέμονταν για την κάθε λέξη της από τα κόκκινα χείλη της. «Εντυπωσιακή γυναίκα», σχολίασε στην γιαγιά της.
«Έτσι ήμουν στα νιάτα της. Και ακόμη έχω τις κατακτήσεις μου», είπε με κωμικό ύφος η Βάλενταιν σηκώνοντας υπερήφανα το πηγούνι.
Η Αιθέρα χαμογέλασε στριφογυρίζοντας τα μάτια της και τότε το βλέμμα της διασταυρώθηκε με του περιζήτητου αριστοκράτη. Το χαμόγελό της έσβησε σαν τα ίχνη της καλοκαιρινής βροχής. Το στήθος της σφίχτηκε για άλλη μια φορά. Ο άνδρας την παρατηρούσε έντονα μέσα από τον καθρέφτη. Η κοκκινομάλλα δίπλα του μιλούσε αλλά εκείνος δεν φαινόταν να την προσέχει πλέον. Η ματιά του είχε αιχμαλωτιστεί πάνω στην ασημομάλλα ύπαρξη. «Γιαγιά», ψιθύρισε διστακτικά.
«Τι είναι παιδί μου;»
«Νομίζω ότι ο Άρχοντας έρχεται προς τα εδώ», πανικός κατέκλισε το κορμί της. «Γιαγιά..»
«Φύγε γλυκιά μου, θα τον καθυστερήσω εγώ»
«Μα..ο πατέρας»
«Θα τον αναλάβω εγώ Αιθέρα. Φύγε», έσπρωξε απαλά την εγγονή της. Δεν ήταν για τα δόντια του η Αιθέρα. Για όνομα δεν ήταν ένα κομμάτι κρέας και στα μάτια του Άρχοντα έβλεπε λαγνεία και τίποτε άλλο. Ναι να παντρευτεί, αλλά όχι και να ξεπουληθεί. Η Αιθέρα έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και προσποιήθηκε ότι δεν τον είχε δει και ξεκίνησε να προχωράει σχεδόν χωρίς να βλέπει που πηγαίνει. Μέχρι που η μύτη της συγκρούστηκε με κάτι σκληρό. Σήκωσε το βλέμμα της για να δει δυο γνώριμα πλέον, πράσινα μάτια.
«Ω για όνομα!», της ξέφυγε.
«Ναι και εγώ χαίρομαι που σας βλέπω Λαίδη», σχολίασε ο Έιρον με ένα φρύδι υπερυψωμένο.
Η κοπέλα τον παρατήρησε λίγο καλύτερα τώρα στο φως, γένια κοσμούσαν το πρόσωπό του, τα μαλλιά του, είχαν μια πολύ σκούρα, σχεδόν μαύρη απόχρωση του καφέ και ήταν μαζεμένα σε ένα κότσο πίσω από το κεφάλι του. Ήταν τεράστιος για το ανάστημά της, ψηλός, με φαρδιές πλάτες και στέρνο. Ο άνδρας ακόμη την κοιτούσε σιωπηλός και η κοπέλα συνειδητοποίησε ότι τον χάζευε τόση ώρα. «Να υποθέσω ότι προσπαθείτε να κρυφτείτε πάλι; Όλοι έχουν έρθει για να χορέψουν και εσείς..»
«Χορός!», αναφώνησε διακόπτοντας τον λόγο του Έιρον. «Χορέψτε μαζί μου σερ», πρόσταξε.
Ο Έιρον χαμογέλασε. «Όταν με προστάζετε δεν μου βγαίνει τόσο ευχάριστα να χορέψω μαζί σας» Η Αιθέρα του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα. Το διασκέδαζε! Ήθελε να την κάνει να παρακαλέσει. Ζύγισε τις επιλογές της. «Ο Άρχοντας μιλάει με μια ηλικιωμένη κυρία;»
Ο Έιρον κοίταξε πάνω από το κεφάλι της και τότε κατάλαβε γιατί έτρεχε όλο το βράδυ να ξεφύγει. «Ναι, και πιστεύω ότι όπου να ναι θα έρθει προς τα εδώ», παρατήρησε.
«Χορέψτε μαζί μου!»
«Ζητήστε το ευγενικά»
Η Αιθέρα πήρε μια κοφτή ανάσα και κατάπιε την υπερηφάνεια της. «Χορέψτε μαζί μου...παρακαλώ»
Ο Έιρον υποκλίθηκε τείνοντας το χέρι του και η Αιθέρα τοποθέτησε το μικρό χέρι της στην ζεστή παλάμη του. Ο άνδρας το φίλησε σε μια τυπική σύσταση. Ύστερα τοποθέτησε το χέρι του στην μέση της και η κοπέλα ανατρίχιασε. Ξεκίνησαν να κινούνται συγχρονισμένα στον ρυθμό της μουσικής μαζί με τα άλλα ζευγάρια. Πολλά βλέμματα στράφηκαν στον εντυπωσιακό καβαλιέρο και την ντάμα του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε βρεθεί σε τόσο κοντινή απόσταση από έναν άνδρα με σκοπό να χορέψει. Η τόσο κοντινή παρουσία της προκαλούσε νευρικότητα, ένα ρίγος και μια ζάλη. Καθόλου δεν της ήταν ευχάριστη όλη αυτή η εμπειρία. Ο Έιρον οδηγούσε σταθερά και επιδέξια. Δύο βήματα μπροστά, ένα δεξιά, ένα πίσω, ένα μπροστά και ξανά από την αρχή. Μια περιστροφή της ντάμας, λύγισμα της μέσης.
Τα μάτια του ήταν καρφωμένα με ένα αινιγματικό βλέμμα στα δικά της. Κανείς τους δεν μιλούσε. Το χρώμα στις ίριδες των ματιών του είχε σκουρύνει και η ματιά του τόσο έντονη που την έκανε να σκέφτεται ότι και εκείνος είχε επηρεαστεί. Λίγες στιγμές ή έναν αιώνα αργότερα ο χορός είχε τελειώσει. Απομακρύνθηκαν ο ένα από τον άλλο χωρίς να σπάσουν την οπτική επαφή. Ο Έιρον υποκλίθηκε για τελευταία φορά πριν χαθεί ανάμεσα στο πλήθος.
Η Αιθέρα κοίταξε διακριτικά προς το μέρος του Άρχοντα για να διαπιστώσει προς μεγάλη της ανακούφιση ότι είχε επιστρέψει στην συντροφιά του. Η κοκκινομάλλα όμως φάνηκε να την παρατηρεί προσεχτικά. Η κοπέλα γύρισε την πλάτη της και επέστρεψε κοντά στην γιαγιά και την Άρυα που καθόταν κατάκοπη δίπλα της. «Δεν ήξερα ότι χόρευες τόσο ωραία», της είπε η μικρή.
«Προσπαθούσα να σε φτάσω», απάντησε και η μικρή γέλασε.
Ο Κάιν δεν ήξερε που βρισκόταν, όμως μπορούσε να φανταστεί. Σε ένα από τα δωμάτια που ήταν προορισμένα μόνο για τους άνδρες με πούρα και τα λεφτά τους. Για το υπόλοιπο βράδυ χόρεψε άλλες τρεις φορές και αρνήθηκε τις διπλάσιες. Στο μυαλό της όμως έπαιζε ξανά και ξανά ο πρώτος της χορός και ούτε η παγωμένη σαμπάνια δεν κατάφερε να θολώσει το μπερδεμένο της μυαλό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro