•ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1•
***°† • †°***
Τα δυνατά γέλια των δύο παιδιών αντιχούσαν σε όλο το Δάσος. Ο χαρούμενος αυτός ήχος ταξίδευε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων, γλυστρούσε στις κουφάλες των γέρικων δέντρων και χανόταν στο απέραντο γαλάζιο του ανοιξιάτικου ουρανού.
Ένας καφέ μπούφος φούσκωσε ενοχλημένα τα φτερά του στον ήχο αυτόν, είχαν διαταράξει τον ύπνο του. Στεκόταν στο κλαδί μιας γέρικης καρυδιάς και παρακολουθούσε το αγόρι να κυνηγάει το κορίτσι.
Το μικρό κορίτσι έτρεχε μη μπορώντας να συγκρατήσει το γέλιο της, αγνοώντας την ύπαρξη του μπούφου λίγα μέτρα πιο ψηλά. Γύρισε να κοιτάξει πίσω της και τα ασημένια μαλλιά της έπεσαν στο πρόσωπό της. Ο φίλος της δεν το έβαζε κάτω, συνέχιζε να τρέχει πίσω της. Ένιωσε να κουράζεται και τα πνευμόνια της να ζητούν απεγνωσμένα μια γουλιά οξυγόνο. Όμως συνέχισε να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Τα κλαδιά προσπαθούσαν να ανακόψουν την φόρα της και τα χόρτα να παγιδέψουν τα πόδια της.
«Όσο και να τρέχεις, θα σε πιάσω στο τέλος Αιθέρα!», άκουσε την φωνή του πίσω της.
Έκοψε λίγο ταχύτητα και κοίταξε δεξιά της. Τα μάτια της επεξεργάστηκαν το χοντρό κορμό του δέντρου και πνίγοντας ένα χαμόγελο έτρεξε κοντά του και κρύφτηκε από πίσω του. Το στήθος της Αιθέρα ανεβοκατέβαινε γοργά κάτω από το γκρίζο φόρεμά της μα η κοπελίτσα δεν έβγαζε κανέναν ήχο για να μην ακούσει ο φίλος της.
«Αιθέρα; Όπου και να κρύφτηκες το ξες ότι μπορώ να σε βρω εύκολα», γέλασε το αγόρι.
Η Αιθέρα κόλλησε την ράχη της στο σκληρό κορμό του δέντρου. Ήθελε να γελάσει μα δάγκωσε το χείλος της. Άρχισε σιγά σιγά να σέρνει το σώμα της προς την αντίθετη κατεύθυνση από την φωνή του. Έβγαλε ελαφρώς το κεφάλι της από την κρυψώνα της και έψαξε για τον φίλο της. Προς μεγάλη της έκπληξη το αγόρι δεν ήταν πουθενά. Έβλεπε μόνο παντού πράσινα δέντρα και φυτά και πέτρες. Γύρισε και μια κραυγή της ξέφυγε.
«Το είπα ότι θα σε βρω», καμάρωσε το αγόρι γελώντας. Στεκόταν ακριβώς πίσω της με τα πράσινα μάτια του να κοιτούν χαμογελαστά τα δικά της. Δεν φαινόταν να έχει κουραστεί, σε αντίθεση με την ίδια που βαριανάσαινε.
Η Αιθέρα τον χτύπησε στον ώμο με την μικρή γροφιά της. «Πως το κάνεις πάντα; Δεν είναι δίκαιο αυτό», παραπονέθηκε.
Το αγόρι γέλασε και την πήρε αγκαλιά. «Δεν φταίω εγώ που είσαι αργή και δεν ξες να κρύβεσαι», της είπε αλαζονικά και εισέπραξε άλλο ένα χτύπημα από την μικρή. «Αυτό υποτίθεται ότι έπρεπε να με πονέσει; Μαθαίνω να μάχομαι από τα εφτά μου και αυτό ήταν η πιο αδύναμη και χειρότερη κίνηση που θα μπορούσε να κάνει ο αντίπαλος»
Η κοπέλα κοίταξε με τα γκρίζα, ανοιχτόχρωμα μάτια της το πρόσωπό του. Ήταν ανέμελο και χαρούμενο. Δεν έβλεπε κακία μέσα στα παράξενα μάτια του, μόνο ευθυμία. «Μάθε μου και μένα τότε. Δείξε μου πώς να μην είμαι αδύναμη», του είπε με πείσμα.
«Δεν το χρειάζεσαι Αιθέρα. Θα είμαι πάντα εδώ να σε προστατεύω», της υποσχέθηκε σοβαρά.
Τα δύο παιδιά καθόντουσαν στις ρίζες του δέντρου. Με τα απαλά χορτάρια κάτω τους και τον ουρανό από πάνω. Τα πουλιά κελαϊδούσαν χαρούμενα τις μελωδίες του, κάνοντας συντροφιά στην μικρή παρέα τους. Η Αιθέρα πέρασε μια ασημένια τούφα που είχε ξεφύγει από την πλεξούδα της, πίσω από το αυτί της και βύθισε βαθιά το βλέμμα της στο δικό του. «Το υπόσχεσε;»
Το μελαχρινό κεφάλι του αγοριού έγνεψε καταφατικά. Ύστερα έσκυψε ελαφρώς και τα χείλη του άφησαν ένα απαλό, σαν χάδι, φιλί στο μάγουλό της. «Στο υπόσχομαι», ψιθύρισε.
Ένα κοκκίνισμα εμφανίστηκε στα ωχρά μάγουλά της. Ενιώσε να ντρέπεται και έσκυψε το κεφάλι της μένοντας να κοιτάζει τις μύτες των παπουτσιών της. Στ' αλήθεια το έκανε; Την φίλησε; Όπως φιλούσε ο μπαμπάς την μαμά. Άρα την αγαπούσε; Σήκωσε αποφασιστικά το κεφάλι της με περηφάνια και ετοιμάστηκε να τον αντιμετωπίσει.
Δυνατά ουρλιαχτά όμως διέκοψαν την κάθε προσπάθεια να μιλήσει. Η φωνή της σκάλωσε στο λαρύγγι της και αρνήθηκε πεισματικά να βγει. Κοίταξε τρομαγμένη τον φίλο της. Το αγόρι έμοιαζε να αφουγκράζεται κάτι. Ήχησαν οι καμπάνες.
Τα δύο παιδιά κοιτάχτηκαν με κομμένη την ανάσα περιμένοντας. Ένας χτύπος. Δύο. Τρεις χτύποι. Όλη στην μικρή πόλη γνώριζαν την σημασία αυτή. Ένας χτύπος, κάλεσμα. Δύο χτύποι, κίνδυνος . Τρεις, θάνατος...
Το νεαρό αγόρι πετάχτηκε όρθιο τραβώντας την Αιθέρα από το μικρό της χέρι. Έπαιζαν στο Δάσος από πέντε χρόνων, οπότε ποτέ δεν δυσκολεύτηκαν να βρουν τον δρόμο του γυρισμού. Η επιστροφή είναι πολύπλοκη για τους ανθρώπους, άλλοι δεν γνωρίζουν την σημασία της και άλλοι θα έδιναν τα πάντα για να έχουν ξανά όσα έχασαν.
Τώρα, έπρεπε να τρέξουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν ώστε να επιστρέψουν στην ασφάλεια των σπιτιών τους. Έτσι και πάλι έτρεχαν και αυτή τη φορά κάτι άλλο τους κυνηγούσε. Η Αιθέρα σκόνταψε και κλαψούρισε παραπονεμένα. «Δεν...μπορώ τόσο...γρήγορα!», πρόφερε λαχανιασμένα. Τα πλευρά της την πονούσαν αφόρητα. Δεν είχε τρέξει ποτέ στη ζωή της τόσο πολύ και τώρα φοβόταν πολύ.
Το αγόρι την τράβηξε ανυπόμονα από το χέρι. «Έλα λίγο έμεινε! Κάνε κουράγιο». Τα μάτια του εστίασαν στο μονοπάτι που ήταν σκαλισμένο ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν κοντά.
Μόλις έφτασαν στο μονοπάτι που οδηγούσε έξω από το πυκνό δάσος, ακούστηκε και πάλι ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό, συνοδευόμενο αυτή τη φορά από ένα άγριο βρυχηθμό. Το αγόρι σταμάτησε απότομα και η Αιθέρα έπεσε πάνω στην ψηλή κορμοστασιά του. «Γιατί σταματήσαμε;», ρώτησε ανυπόμονα κοιτώντας γύρω της. Το άγριο ζώο ακούστηκε πολύ κοντά τους. Το χέρι της γλιστρούσε στην παλάμη του, είχε ιδρώσει. «Τι συμβ...»
«Σσς!», έκανε. «Αυτό το πράγμα είναι πολύ κοντά μας». Κοιτούσε γύρω γύρω σαν να έψαχνε κάτι. Δεν προλάβαιναν να βγουν από το Δάσος, έπρεπε να κρυφτούν. Μόλις εντόπισε αυτό που ήθελε τράβηξε ξανά την μικρούλα πίσω του. Το διαισθανόταν, πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Σχεδόν ένιωθε την δίψα του για αίμα, την μανία. Πλησίασαν τρέχοντας ένα χαμηλό δέντρο με τεράστιο κορμό και εξίσου τεράστια κουφάλα, η οποία κρυβόταν πίσω από φυτά που έπεφταν πάνω της.
Έσπρωξε πρώτα την μικρή και ύστερα χώθηκε και εκείνος στο σκοτεινή "σπηλιά". Η υγρασία έκανε τα σώματά τους να ιδρώνουν περισσότερο και τα ρούχα να κολλάνε σαν δεύτερο δέρμα πάνω τους.
Η Αιθέρα άρχισε να διαμαρτύρεται όταν ξαφνικά σαν τις σταγόνες φθινοπωρινής βροχής, απρόσμενα, σωριάστηκε μια γυναίκα λίγα μέτρα πιο μακριά από την κρυψώνα τους.
Μια κραυγή τρόμου παραλίγο να ξεφύγει από τα χείλη της Αιθέρα, όμως την πρόλαβε σκεπάζοντας το στόμα της. Τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από την εύθραυστη μέση της και την έσφυξε πάνω του κρύβοντας της το αποτρόπαιο θέαμα.
Η γυναίκα ήταν ακόμα πεσμένη και το κορμί της πασαλιμένο με φρέσκο αίμα. Δικό της, πηχτό, κόκκινο, ζεστό αίμα. Τα μαύρα της μαλλιά έκρυβαν το πρόσωπό της. Η σιλουέτα της όμως προκαλούσε κάτι οικείο στο αγόρι. Από κάπου την ήξερε την γυναίκα. Ήθελε να βγει να την βοηθήσει, όμως δεν μπορούσε να αφήσει μόνη της την Αιθέρα, που έτρεμε σαν τρομαγμένο σπουργίτι.
Η γυναίκα άφησε μια απεγνωσμένη κραυγή προσπαθώντας να ανασηκωθεί. Οι κινήσεις της απελπισμένες σαν να φοβόταν κάτι. Έστρεψε το κεφάλι της και φώναξε ξανά κάνοντας τα πουλιά να πετάξουν μακριά τρομαχμένα. Το αγόρι είδε το πρόσωπο της γυναίκας. Το κορμί του πάγωσε στο δευτερόλεπτο. Τα μάτια της γυναίκας, καστανοπράσινα, τόσο όμοια με τα δικά του, κοιτούσαν τώρα τρομαχμένα ένα ζευγάρι κίτρινων δαιμονικών ματιών.
Ένα τεράστιο μαύρο, τετράποδο πλάσμα πλησίαζε αργά το θύραμά του. Το μέγεθός του έφτανε στο ύψος ένα μεγαλόσωμο σκυλί και το ξεπερνούσε. Το τρίχωμα του γυάλιζε κάτω από τις αχτίδες του ήλιου που κατάφερναν να τριπώσουν ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων. Οι πατούσες του ακουμπούσαν αθόρυβα στο έδαφος. Είχε μακριά, μυτερά αυτιά και ήταν τόσο αδύνατο που φαίνονται τα κόκαλα στα πλευρά του. Λεπτή μακριά ουρά. Μοιάζει σαν να βγήκε από την κόλαση. Σαν σάπιο. Το πιο τρομαχτικό απ' όλα όμως ήταν τα κοφτερά, ολόλευκα δόντια του τεράστιου πλάσματος.
Το τέρας έφτασε πάνω από το σώμα της γυναίκας. Εκείνη προσπαθούσε απεγνωσμένα να συρθεί μα το σώμα της ήταν πολύ πληγωμένο. Το ποτάμι των δακρύων της αυλάκωνε τα λερωμένα μάγουλά της. Εκλιπαρούσε για έλεος. Τα σαγόνια του πλάσματος άνοιξαν και τα σάλια του έτρεξαν λες και ήταν λυσσασμένο...
Ένα πράσινο βλέμμα, θολό, έπεσε πάνω στο αγόρι που έστεκε μαρμαρωμένο από τον τρόμο και το σοκ. Τα χείλη της κινήθηκαν σχηματίζοντας άηχες προτάσεις. «Μείνε εκεί που είσαι...Μείνε...»
Ξάφνου το σώμα του σαν να βγήκε από βαρύ λίθαργο. Πνίγοντας τα δάκρυα του που απείλησαν με ξαφνική εμφάνηση το αγόρι όρμησε από την κρυψώνα του προς το τέρας. «Μητέρα!»
Το πλάσμα γύρισε το κεφάλι του γρυλίζοντας. Αφήνοντας το θύραμά του στράφηκε με γρήγορες κινήσεις στο παιδί που έτρεχε κοντά στην πληγωμένη μητέρα του. Το αγόρι δεν δίστασε λεπτό, το μυαλό του είχε θολώσει και έβλεπε μόνο τα πράσινα μάτια της μητέρας του να τον κοιτάζουν άψυχα. Με την ψυχή να έχει αποστραγγιστεί από αυτά.
Ο πόνος που ακολούθησε ήταν σαν χιλιάδες μαχαίρια να τον καρφώνουν στο στήθος. Τα γαμψά νύχια του άφησαν βαθιές χαρακιές που ανάβλυζαν αίμα. Το αγόρι διπλώθηκε στα δύο και έπεσε σχεδόν αναίσθητος στο χώμα, λίγα εκατοστά πιο μακριά από την μητέρα του. Τα μάτια της ήταν ακόμα ανοιχτά...
Η Αιθέρα έτρεξε στο κατόπι του, μα το χτύπημα το δέχτηκε εκείνος. Κλαίγοντας έπεσε στα γόνατα μπροστά του. Έπιασε το χέρι του. Το δικό της έτρεμε, το δικό του κρύο. «Σε παρακαλώ μην πεθάνεις», ψιθύρισε. Δεν ήθελε να κοιτάξει την γυναίκα. Δεν τολμούσε. Φοβόταν τόσο πολύ...
«Υποσχέθηκες να είσαι πάντα εδώ». Ακούμπησε το κεφάλι της στο αιματοβαμμένο στήθος του. Τα ασημένια μαλλιά της βάφτηκαν χάλκινα.
Άκουσε ένα προειδοποιητικό γρύλισμα και σήκωσε το κεφάλι της. Κοίταξε το τέρας στα μάτια. Σε αυτά τα κίτρινα μάτια. Το σκυλί ή ότι άλλο ήταν αυτό το πλάσμα έκανε να την πλησιάσει μα φάνηκε να διστάζει. Μύρισε τον αέρα και έκανε ένα βήμα πίσω. Ύστερα έκανε ένα άλμα και έπιασε την γυναίκα από το λαιμό δαγκώνοντας δυνατά. Η Αιθέρα άκουσε τα κόκαλα να σπάζουν και ούρλιαξε «Αφησέ την! Φύγε!», σχεδόν δεν έβλεπε από τα δάκρυα της. Οι ώμοι της τραντάζονταν και η ανάσα της κοβόταν. Φοβόταν...
Κοίταξε. Η μητέρα του έμοιαζε με σπασμένη κούκλα, πεταμένη στο έδαφος, με το αίμα να τρέχει από την μύτη και το στόμα της. Η μυρωδιά του αίματος την έπνιγε.
Ο μαύρος δαίμονας άρχισε να πλησιάζει τα δύο παιδιά. Το κορίτσι έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά της το κεφάλι του αναίσθητου αγοριού. Τα απόκοσμα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της. Της γρύλισε απελευθερώνοντας για άλλη μια φορά τα μεγάλα, κοφτερά δόντια του. Στα σαγόνια του έσταζε αίμα της γυναίκας. Τα δόντια του δεν ήταν πια λευκά. Το μικρό παιδί δεν έκανε πίσω στη θέα τους. Δεν άφηνε τον φίλο της.
Έτοιμο να σκοτώσει και εκείνη όμως ξάφνου γύρισε το κεφάλι του και όρθωσε τα αυτιά του. Τρεις άνδρες πλησίαζαν καβάλα σε άλογα κρατώντας όπλα και σπαθιά. Το ψηλό ζώο όρμησε κατά πάνω τους αδιαφορώντας για τις αιχμηρές άκρες των όπλων που ήταν στραμμένα στην μεριά του.
Ένα χέρι άρπαξε την Αιθέρα, που βρέθηκε χωμένη στην αγκαλιά του πατέρα της, πάνω στο καστανό άλογό του. Η χαρά κατέκλυσε κάθε κύτταρο του κορμιού της αλλά κράτησε στιγμιαία. «Μπαμπά σώσε τον!»
Ο άνδρας έσκυψε πάνω στην σέλα του επιδέξια και άρπαξε το αγόρι βάζοντάς τον πίσω. Έριξε μια ματιά στην νεκρή γυναίκα. Αυτά τα καθάρματα είχαν επιστρέψει.
Έσφιξε την θυγατέρα του στην αγκαλιά του και σπιρούνισε το άλογο.
Η Αιθέρα δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω της.
Ο καφέ μπούφος που καθόταν όμως κρυμμένος στα φυλλώματα κοίταξε. Είδε τον τέρας να σκοτώνει, να δραπετεύει. Άνοιξε τα φτερά του και πέταξε μακριά. Το αλύχτισμα έσκισε την βαριά σιωπή του Δάσους, προμηνύοντας το κακό που μόλις άρχιζε...
***°† • †°***
Η Αιθέρα καθόταν στα σκαλοπάτια της εισόδου του σπιτιού της. Δεν την ένοιαζε που το φόρεμά της γέμιζε σκόνες και βρωμιά. Το ήρεμο γκρίζο της βλέμμα ακολουθούσε τα άλογα, τις μεγάλες άμαξες, τα κάρα και τους περαστικούς που ταξίδευαν προς άγνωστη κατεύθυνση μπροστά από τα κάγκελα της αυλής. Τα μάτια της στάθηκαν σε έναν άνδρα ντυμένο στα μαύρα που βλασφημούσε θεούς και δαίμονες. Η μεγάλη ρόδα της αμαξάς είχε κολλήσει σε μια λακκούβα.
Κάτι υγρό ακούμπησε το χέρι της και η κοπελίτσα έσκυψε το κεφάλι με τα όμορφα ασημένια μαλλιά της. «Νιώθεις και εσύ μόνος;», μουρμούρισε στο στρουμπουλό κουτάβι στα πόδια της. Τα δάχτυλά της κινήθηκαν απαλά στο κοντό και απαλό τρίχωμα του. Είχε ένα χρώμα λευκό με καφέ βούλες και ήταν ένα κουτάβι που λάτρευε να δαγκώνει όταν δεν το περίμενες. Η Αιθέρα τον σήκωσε στην αγκαλιά της και τον κράτησε κοντά στη καρδιά της.
Το κουτάβι κλαψούρισε και την κοίταξε με τα υγρά, καφέ ματάκια του. Το ζεστό του κορμάκι κρατούσε συντροφιά στην μικρή.
Στο σπίτι πίσω, η μητέρα της επέβλεπε την προετοιμασία για το μεσημεριανό τραπέζι. Ήταν όμορφη γυναίκα, ζεστή και καλοσυνάτη. Η Αμάριον έριξε μια ματιά στην θυγατέρα της από το παράθυρο. Παιδί και κουτάβι καθόντουσαν ακόμη στο ίδιο σημείο. Η Αμάριον αναστέναξε. Η καρδιά της δεν άντεχε να βλέπει το παιδί της να χάνεται σε δρόμους μελαγχολίας και στενοχώριας.
Η Αιθέρα ήταν μικρή ακόμα. Θα το ξεπερνούσε γρήγορα. Δυστυχώς η ζωή σε δοκιμάζει, σου σκορπάει εμπόδια και μαζί και τα κομμάτια της ψυχής σου. Μαθαίνεις να είσαι δυνατός, να κρατάς όλα τα ματωμένα βέλη αλυσοδεμένα κάπου στο βάθος του πιο σκοτεινού και υγρού υπογείου της ψυχής. Είναι μικρή, επανέλαβε μέσα της.
Έδωσε την τελευταία οδηγία στο προσωπικό και βγήκε στο μπαλκόνι στην ευρύχωρη βεράντα, όσο γρήγορα της επέτρεπε η φουσκωμένη της κοιλιά. Οι σανίδες έτριζαν στο διαβά της αλλά η μικρή δεν φάνηκε να το προσέχει. Η Αμάριον, αδιαφορώντας και εκείνη για το λεπτό στρώμα σκόνης που κάλυπτε τα ξύλα, έκατσε δίπλα στην κορούλα της. Ναι σίγουρα σε διαφορετική περίσταση να μην τολμούσε να χαλάσει το ακριβό ύφασμα του φορέματός της.
Η Αιθέρα σήκωσε το όμορφο κεφαλάκι της μόνο για να αντικρίσει τα χαμογελαστά μάτια της μητέρας του. «Πιστεύεις ότι θα γυρίσει;», ρώτησε ευθέως με την γλυκιά φωνή της. Η Αμάριον κοίταξε σκεφτική την ίδια άμαξα που κοιτούσε τόση ώρα η μικρή, χωρίς να την βλέπει πραγματικά.
«Μια μέρα ίσως...», απάντησε στρέφοντας ξανά το βλέμμα της σε κείνη. Άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε την υγρή μύτη του κουταβιού με τον δείκτη. Ήταν λες και αποκτούσε και άλλο παιδί με αυτό το κουτάβι, όμως δεν μπορούσε να χαλάσει χατίρι στην Αιθέρα, όσο ζημιάρικο και αν ήταν. «Όταν ξεπεράσει τον πόνο του», πρόσθεσε.
Το πρόσωπο της κόρης της φωτίστηκε σαν ένας καλοκαιρινός ήλιος χάρις στην ελπίδα. «Και εγώ το πιστεύω», δήλωσε με ένα χαμόγελο στα χείλη της. Σηκώθηκε και τίναξε με τα μικρά χεράκια της την φούστα του φορέματος. Έσκυψε και έδωσε ένα πεταχτό φιλί στην μητέρα της, εισπνέοντας μια γουλιά από το άρωμά της. Κάνοντας μεταβολή μπήκε στη ζεστασιά του σπιτιού, παίρνοντας και τον Λου μαζί της.
Το βλέμμα της Αμάριον περιπλανήθηκε στα γύρω σπίτια. Στην περιοχή της τα σπίτια δεν ήταν τόσο πυκνοκατοικημένα και ήταν μεγάλα. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους εξαιτίας της τάξης τους. Τα άλλοτε ανοιχτά παντζούρια φάνταζαν κλειστά. Δεν ακούγονταν τρεχαλητά και γέλια παιδιών. Ο κόσμος που κυκλοφορούσε με τα πόδια ήταν λιγοστός. Πήγαινε και γύριζε, χωρίς να σταματάει να μιλήσει στον άλλον. Ακόμα και ο καιρός έμοιαζε να συμμερίζεται τις διαθέσεις τους.
«Άραγε θα το ξεπεράσουμε ποτέ;», αναρωτήθηκε σιγανά. Ύστερα πιάνοντας την κοιλιά της χαμηλά προσπάθησε να σηκωθεί γνέφοντας αρνητικά στην κοπέλα που πλησίασε να βοηθήσει την κυρία της. «Τα καταφέρνω Άνι», είπε και μπήκε στο σπίτι για να συνεχίσει να εκτελεί την συνηθισμένη της ρουτίνα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro