~3~
Σήμερα ξύπνησα νωρίς, έπρεπε να καθαρίσω το σπίτι γιατί θα ερχόταν ο καθηγητής μου. Δεν μου άρεσε που ξεκινούσα τόσο νωρίς το μάθημα, όμως η ψυχολογία θέλει θυσίες.
Η κουζίνα όπου θα καθόμασταν ήταν καθαρή, κοίταξα αλλη μια φορά γύρω μου, να δω αν όλα είναι στην θέση τους...και ναι όλα ήταν τέλεια. Αφού όλα λοιπόν είναι εντάξει μάλλον θα κάτσω στον καναπέ.
Την στιγμή που πήγα να κάτσω ήχησε το κουδούνι στον χώρο...πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα προς τα εκεί. Ανοίγοντας την πόρτα είδα τον κύριο Στάθη να μου χαμόγελα, έλα ομως που την ίδια στιγμή βγήκε και ο Τζάκσον απο το σπίτι του. Φορούσε μια άσπρη μπλούζα και ένα λαδί τζίν. Αχ ήταν τόσο...τόσο...τέλειος.
«Έμμα; Τι χαζεύεις τόση ώρα;» φώναξε ο κύριος Στάθης και εκείνη την στιγμή ήμουν έτοιμη να πηδήξω απο τον τρίτο. Ο Τζάκσον δεν γύρισε οπότε μάλλον δεν τον άκουσε. Γύρισα προς τον καθηγητή μου και αφού του είπα να περάσει μέσα ξεκινήσαμε το μάθημα... Αρχαία. Τι καλά που ξεκινάει η μέρα μου.
Δύο ώρες μετά κάθομαι στον υπέροχο καναπέ μου αγκαλιά με τα πατατακια και βλέπω ταινία στο λάπτοπ. Τι άλλο θέλω απο την ζωή; Να τρώω όσο θέλω και να μην παχαίνω αλλά άλλο αυτό.
Έπρεπε να πάω να πάρω σουτιέν όμως ποιος πήγαινε μέχρι τα μαγαζιά να πάρει; Ετσι αποφάσισα να παραγγειλω κάποιο απο το ίντερνετ. Έβαλα γρήγορα γρήγορα τα στοιχεία μου και όλα έτοιμα, αύριο θα είναι σπιτάκι μου.
Πήρα το κινητό στα χέρια μου και άρχισα να βλέπω ιστορίες στο Ινσταγκραμ, όταν αποφάσισα να ψαξω τον Τζάκσον στο ινσταγκραμ. Τίποτα καλά πως στο καλό το έχει; Παρατησα το κινητό μου και συνέχισα να βλέπω την ταινία μου.
«Έμμα! Έλα να με βοηθήσεις με τα ψώνια!» φώναξε η μαμά μου κουβαλώντας τις σακούλες του σούπερ μάρκετ. Πήρα μερικές από αυτές, τις τοποθέτησα στην κουζίνα και άρχισα να τοποθετώ τα πραγματα ένα ενα στην θέση τους.
«Πως πήγε το μάθημα;» με ρώτησε γεμάτη ενδιαφέρον.
«Ε καλά.» της απάντησα αδιάφορα.
«Με πήρε ο πατέρας σου τηλέφωνο.» είπε και ένιωθα τα νεύρα μου να χτυπάνε κόκκινο.
«Δεν θέλω να του μιλήσω!» της είπα, τα παράτησα όλα όπως ήταν και βγήκα από το σπίτι. Περπατούσα και έκανα κύκλους γύρω απο το σπίτι για να ηρεμήσω όταν κατάλαβα πως με ακολουθούσε κάποιος και το κυριότερο; Είχα ξεχάσει να πάρω μαζι μου το κλειδιά μου, το κινητό μου και νομίζω πως η μαμά μου πρέπει να είναι στο νοσοκομείο τέτοια ώρα. Είναι νοσοκόμα βλέπετε.
Επιτάχυνα το βήμα μου και προσπαθούσα να δω αν όντως με ακολουθούσε και ναι μάλλον ακολουθούσε εμένα. Ηρεμία Έμμα, ηρεμία. Έλεγα και ξανά έλεγα στον εαυτό μου αλλά δεν λειτουργούσε, κόντευε να με πιάσει κρίση πανικού. Θα πήγαινα έως το σπίτι της Κλειώ. Όμως, ήταν αρκετά μακρυά και ήμουν σίγουρη πως δεν θα μπορούσα να τρεξω μέχρι εκεί. Τότε πέρασα μπροστά απο το σπίτι του Τζάκσον, πήρα μια βαθιά ανάσα και έτρεξα προς την εξώπορτα. Με όσο θάρρος μου είχε απομείνει χτύπησα το κουδούνι.
Λίγα λεπτά αργότερα την πόρτα την άνοιξε μια ψηλή ξανθιά γυναίκα. Οουυυ ήταν πολύ όμορφη.
«Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι γλυκειά μου;» με ρώτησε γεμάτη απορία, την στιγμή που πήγα να της απάντησω ο Τζάκσον κατέβαινε τις σκάλες και χωρίς να το πολύ σκεφτώ. Γενικά δεν σκέφτομαι και πολύ το τι κάνω... φώναξα «Τζάκσον μωρό μου! Που να ήξερες πόσο πολύ μου έλειψες!»
Μητέρα και γιος με κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια, η μητέρα του έκανε στην άκρη και εγώ ετρεξα κοντά του αγκαλιάζοντας τον, πριν μιλήσει. Αυτός με έσπρωχνε και εγώ δεν εφευγα, είχα κολλήσει πάνω το σαν βδέλλα και φώναζα «Ωωω αγάπη μου μην ΝΤΡΕΠΕΣΑΙΙ. Η μητέρα σου καταλαβαίνει.» και αλλα παρόμοια, όταν απο επάνω κατεβαίνει μια κοπέλα γύρω στην ηλικία μας και με δάκρυα στα μάτια τον χαστουκιζει.
«Εισαι πολύ μεγάλος μαλάκας αγοράκι μου!» φώναξε και εξαφανίστηκε.
Νομίζω τώρα θα πρέπει να φύγω σιγά σιγά...αφού του χαμογέλασα, ο θεός να το κάνει χαμόγελο, σαν μικρό γκόμπλιν έμοιαζα, άρχισα να προχωράω προς την έξοδο, νομίζω προτιμώ τον βιαστή απ' έξω. Ναιπ...βιαστή σου έρχομαι ετοιμάσου! Την στιγμή που έφτανα στην ελευθερία μου, ακούστηκε η φωνή του πίσω μου.
«Κατσε. Εδώ. Που. Είσαι.» φώναξε και με άρπαξε απο το χέρι. Ε ψιτ φίλος το θέλω το χέρι μου! Κάπου μας οδηγούσε, μάλλον σε κάνα μπουντρούμι να με κλείσει εκεί για την υπόλοιπη ζωή μου, να μην δω ποτέ το φως του ήλιου! Κάποια στιγμη σταμάτησε να περπατά και έπεσα καταλάθος πανω του.
«Τι στο διάολο ήταν αυτό;!» γρίλισε κοιτώντας με γεμάτος οργή. Δεν του απάντησα έκανα τον σταυρό μου και κλείνοντας τα μάτια μου περίμενα την εκτέλεση μου. Ξαφνικά με άρπαξε απο τους ώμους και με "ακούμπησε" ,πιο πολύ θα έλεγα με πέταξε, στον τοίχο. Ένιωσα την πλάτη μου να πονάει αλλά δεν θα του κάνω την χάρη, τον κοίταξα στα μάτια και χαμογελώντας του απάντησα. «Ήθελα να σου κάνω χαλάστρα και το έκανα, τώρα μπορείς να με αφήσεις να φύγω;»
Με αυτή μου την απάντηση τα χαρακτηριστικά του προσώπου του άλλαξαν. «Με αυτήν. Που μου έκανες χαλάστρα...τα είχα ΤΡΕΙΑ χρόνια. Είχε ερθει εδώ...για κάτι πολύ σημαντικό και για τους δυο μας...και εσύ οχι μόνο το κατέστρεψες έκανες και την μητέρα μου να πιστεύει τα χειρότερα για εμένα. Ποσο σκύλα παιζει είσαι;»
Δεν ηθελα να δώσω σημασία στα λογια του όμως, ίσως είχε δίκιο...τώρα ντρέπομαι να αντικρίσω και την μητέρα του...θεέ μου.
«Φύγε ΤΩΡΑ απο το σπίτι μου. Και το καλό που σου θέλω να μην ξανά ανακατευτείς με την ζωή μου!» συνέχισε και με άφησε ελεύθερη απο το κράτημα του.
Χωρίς δεύτερη σκέψη έτρεξα και βγήκα έξω απο το σπίτι δεν με ένοιαζε αν ήταν εδώ ο άντρας απο πρίν...ήθελα απλα να εξαφανιστώ. Έτρεχα μακρυά απο την γειτονιά μου, μακρυά απο όλους και απο όλα. Σταμάτησα κουρασμένη κοντά σε ένα πάρκο και έκατσα εκεί κάνοντας κούνια, θα γυρνούσα σπίτι το πρωί...
Όση ωρα έκανα κούνια δάκρυα έτρεχαν απο τα μάτια μου καθώς σκεφτόμουν όλα όσα έγιναν σήμερα. Είμαι τόσο...δεν εχω λόγια.
......
Ακόμα ένα κεφάλαιο έφτασε στο τέλος του! Ελπίζω πραγματικά να το απολαύσατε!!! Περιμένω πως και πως τα σχόλια σας ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro