Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

~26~

Άνοιξα απαλά τα μάτια μου. Περίεργη κοίταξα τον χώρο γύρω μου. Ο ήχος του μηχανήματος δίπλα μου έμοιαζε τόσο δυνατός που έκανε τα αυτιά μου να βουίζουν. Στο δωμάτιο εισχώρησε μια νοσοκόμα, η οποία χωρίς να ρίξει καμιά ματιά πάνω μου όδευσε προς το παράθυρο ανοίγοντας τις κουρτίνες.

Έκλεισα φευγαλέα τα μάτια μου καθώς το έντονο φως του ήλιου άπλωνε απαλά τις αχτίδες του. Μπροστά μου μέσα σε αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα πρόβαλε το σώμα του Τζάκσον ενώ από πάνω του βρισκόταν ο μικρός άγγελος.

Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε πάνω στα μάγουλα μου καθώς φώναζα το όνομα του. «Θέλω να τον δω!» φώναξα στην νοσοκόμα χωρίς να μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. «Σε παρακαλώ...» ψιθύρισα. Με τα μάτια μου στυλωμένα πάνω της την παρακαλούσα. Η γυναίκα απλά με πλησίασε και χάιδεψε το μάγουλο μου. Έβαλε το χέρι της στην τσέπη και έβγαλε μια βελόνα. Την πλησίασε απαλά πάνω στο δέρμα μου και με μια απαλή κίνηση εισχώρησε την βελόνα και άφησε το υγρό να κυλήσει μέσα στις φλέβες μου. Λίγα λεπτά αργότερα ένιωσα τα μάτια μου να κλείνουν.

"Μην τον αφήσεις μόνο του..." Άκουσα μια γαλήνια και γλυκιά φωνή. Σήκωσα απαλά το κεφάλι μου και είδα μια γυναίκα με πράσινα μάτια και κατάμαυρα μαλλιά. "Μην τον αφήσεις..." Επανέλαβε χωρίς να πάρει τα μάτια της από τα δικά μου.

«Ποιον να μην αφήσω;» ρώτησα όμως, δεν πήρα ποτέ απάντηση. Όσο σύντομα ήρθε άλλο τόσο σύντομα έφυγε.

Άκουγα διάφορους ήχους κυρίως μεταλλικούς. Ένιωθα το σώμα μου να κινείται όμως, παρά τις εντολές του εγκεφάλου μου, δεν μπορούσα να αντιδράσω. Κάτι δεν πήγαινε καλά μπορούσα να το αισθανθώ. Λίγες στιγμές αργότερα ένιωσα το κέντρο βάρους μου να μετακινείτε και το σώμα μου πιο ελαφρύ. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου όμως η προσπάθεια μου αυτή έπεσε στο κενό. Άκουσα ξανά ήχους μετάλλου και ένα κρύο αντικείμενο ακούμπησε πάνω στον καρπό μου. Για ακόμα μια φορά ένιωσα τον πανικό να κατακλύζει κάθε κύτταρο του σώματος μου. "Βαθιές ανάσες Έμμα..." έλεγα και ξαναέλεγα στον εαυτό μου.

Άκουγα βήματα να πλησιάζουν και να απομακρύνονται όμως, καμία φωνή. Δεν ήξερα πόσες ώρες ή μέρες είχαν περάσει αυτό που γνώριζα καλά όμως, ήταν πως μπορούσα να αντιληφθώ όλα όσα γινόντουσαν γύρω μου. Κάτι που μάλλον γνώριζαν καλά οι απαγωγείς μου. 

«Πρέπει να την ξυπνήσουμε.» άκουσα μια βαριά και συγχρόνως πολύ γνώριμη φωνή. Μετά από αυτό ακούστηκαν και άλλα βήματα ένιωσα για ακόμα μια φορά το σώμα μου να αιωρείται στο κενό.  Τα χέρια του ατόμου που με κρατούσε σφίχτηκαν γύρω από το σώμα μου καθώς άρχισα να ξυπνάω από τον λήθαργο στον οποίο με είχαν βάλει.

<<Σσσς μικρή θα σε βγάλουμε από εδώ σύντομα...>> ψιθύρισε αργά στο αυτί μου, ο άντρα που με κρατούσε. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου για να δω τον άνθρωπο που μου υποσχέθηκε πως θα με βγάλει, όμως άδικος κόπος το κεφάλι όπως και τα μάτια μου ήταν ακόμα πολύ βαριά.

«Ξύπνα την!» ακούω την γνώριμη αντρική φωνή.

«Είναι ξύπνια...απλά θέλει λίγο χρόνο μέχρι να συνέλθει αφεντικό.» απαντάει μια γυναικεία φωνή. Τι σύμπτωση έμοιαζε πολύ με της νοσηλεύτριας που μου χορήγησε το ηρεμιστικό, αλλά δεν μπορεί να ήταν αυτή. Ήταν πολύ καλή.

«Την θέλω τώρα ξύπνια.» φωνάζει χτυπώντας το χέρι του πάνω σε ένα τραπέζι μάλλον. 

Κάποιος άρχισε να με χτυπά απαλά στα μάγουλα μου ενώ η φωνή της κοπέλας να μου λέει να ξυπνήσω συνόδευε αυτούς τους χτύπους. Δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου δεν ήθελα να δω το πρόσωπο του απαγωγέα και πόσο μάλλον το μέρος στο οποίο βρισκόμουν. Όταν ξαφνικά ένα χέρι άρπαξε τα μαλλιά μου και πλησίασε το κεφάλι του στο αυτί μου. Χωρίς καν να μιλήσει μπορούσα να μυρίσω το τσιγάρο και το ποτό στην αναπνοή του, γεγονός που μου προκάλεσε αναγούλα.

«Αν δεν ξυπνήσεις με το καλό δεν θέλεις να δεις πως θα σε ξυπνήσω εγώ.» ψιθύρισε αργά στο αυτί μου. Έκανα αυτό που ήθελε, προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου. Δεν ήθελα να μάθω ποιος θα ήταν ο τρόπος που θα με ξυπνούσε.

Σιγά σιγά επεξεργάστηκα τον χώρο γύρω μου. Τα περισσότερα σημεία του δωματίου ήταν σκοτεινά, παράθυρα από ότι είχα καταλάβει δεν υπήρχαν. Τέλος, κοίταξα ένα ένα τα άτομα γύρω της, κανένα πρόσωπο δεν της ήταν γνώριμο εκτός από ένα.

«Εσύ;» ρωτάω αδύναμα.

«Ναι, πριγκιπέσσα μου εγώ.» είπε και πλησίασε κοντά μου. «Δεν θυμάμαι όμως αν έχουμε συστηθεί.» προσθέτει χωρίς να πάρει το πρόσωπο του από το δικό μου.

«Όχι δεν έχουμε συστηθεί. Αλλά, δεν χρειάζεται και όλας.» απαντάω και εγώ με την σειρά μου, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του.

«Καλώς!» απαντάει και απομακρύνεται από κοντά μου γυρνώντας στην αρχική του θέση. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συμπληρώνει «Δεστε την για ακόμα δύο μέρες! Χωρίς φαγητό μόνο νερό.» ύστερα γύρισε προς το μέρος μου. «Να σε δω τώρα πόσο σκληρή θα είσαι πριγκιπέσσα.». Δεν απάντησα, προσπάθησα να μείνω ανέκφραστη χαμογελώντας του αμυδρά. Κάτι που από ότι κατάλαβα τον εκνεύρισε. Χωρίς άλλη κουβέντα πήρε τα σκυλάκια του και απομακρύνθηκαν από το βρωμερό αυτό δωμάτιο.

Οι καρποί μου άρχισαν να πονάνε από τις βαριές αλυσίδες ενώ το στομάχι μου διαμαρτυρόταν από τις τόσες μέρες αφαγίας. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε πάνω στο πρόσωπο μου, γνωρίζοντας πως μάλλον δεν μπορούσα να στηριχθώ σε κανένα για να με σώσει.

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και ένας άγνωστος άντρας εισήλθε μέσα στον σκοτεινό χώρο.

«Γεια σου.» απάντησε και μου έδειξε ένα μπουκαλάκι με νερό. «Θέλεις;» ρωτάει και με κοιτάει γλυκά; μέσα στα μάτια. Κούνησα απαλά το κεφάλι μου θετικά. Πλησίασε κοντά μου και ακούμπησε το στόμιο του μπουκαλιού πάνω στα στεγνά μου χείλη. Το νερό που διέτρεξε τον ουρανίσκο μου ήταν τόσο δροσιστικό που με έκανε να κλείσω στιγμιαία τα μάτια μου. Λίγο πριν φύγει πλησίασε περισσότερο κοντά μου και ψιθύρισε «Θα φύγεις σύντομα από εδώ μην φοβάσαι.». Χωρίς άλλη κουβέντα σηκώθηκε και απομακρύνθηκε κλείνοντας την πόρτα πίσω του και αφήνοντας με ξανά στο σκοτεινό και βρόμικο αυτό δωμάτιο μόνη μου.

Παρά τα λόγια του βαθιά μέσα μου είχα αποδεχτεί την μοίρα μου, γνώριζα πως ίσως θα αφήσω την τελευταία μου πνοή σε αυτόν εδώ τον χώρο, μόνη μου, χωρίς κανένα στο πλευρό μου. Ήθελα για ακόμα μια φορά να δω την μητέρα μου, να την αγκαλιάσω και να της πω πόσο πολύ την αγαπάω. Ήθελα...να δω και τον πατέρα μου, να γίνουμε ξανά μια οικογένεια. Μόνο στην σκέψη πως αυτός ο άνθρωπος θα του έκανε κακό τρελενόμουν. Για ακόμα μια φορά τα δάκρυα κύλησαν επάνω στα μαγουλά μου και λίγες στιγμές αργότερα άρχισα να κλαίω με λυγμούς, παρακαλώντας τον Θεό να είναι όλοι τους καλά.

 Είμαι πολύ χαρούμενη που η ιστορία αυτή φτάνει στο τέλος της. Μα ακόμα πιο χαρούμενη είμαι που μοιράστηκα αυτό το υπέροχο ταξίδι μαζί σας!



Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro