Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

~22~

Σήκωσα απαλά το σώμα μου από το στρώμα. Κοίταξα γύρω μου το σκοτεινό δωμάτιο. Ένιωθα την παρουσία του μικρού αγγέλου γύρω μου, ήθελε να είναι σίγουρη πως θα κρατήσω την υπόσχεση μου, πως θα προσέχω τον αδελφό της. Ελπίζω μόνο να μην τρελένομαι σιγά σιγά.

Πλησίασα γοργά την ντουλάπα μου και αφού φόρεσα ένα τζιν με μια φούτερ βγήκα έξω από το σπίτι. Το σώμα μου κινούνταν μόνο του. Λίγες στιγμές αργότερα βρέθηκα έξω από το σπίτι του Τζάκσον. Λίγο πριν φτάσω στο κατώφλι είδα την πόρτα να ανοίγει. Γρήγορα κρύφτηκα πίσω από ένα αυτοκίνητο. Εκτός από την μορφή του Τζάκσον ξεχώρισα και άλλη μία φιγούρα.

«Όλα πάνε όπως έπρεπε να πάνε...» ακούω τον ξένο να λέει. Θα ορκιζόμουν πως αυτή την φωνή κάπου την ξέρω αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ από που. Την στιγμή όμως που τον βλέπω να γυρνάει, καταλαβαίνω ποιος είναι. Είναι ο Βίκτωρ, αλλά γιατί βρίσκεται εδώ; Από πού γνωρίζει τον Τζάκσον; Και το κυριότερο γιατί όλα πάνε όπως πρέπει;

Όταν βλέπω το Βίκτωρ να πλησιάζει κρύβομαι περισσότερο για να μην με δει. Κάτι δεν μου αρέσει καθόλου εδώ πέρα.

Μόλις βεβαιώθηκα πως ο Βίκτωρ έφυγε πλησίασα για άλλη μια φορά το σπίτι του. Αυτή τη φορά όμως χτύπησα την πόρτα, ήμουν αποφασισμένη πως σήμερα θα έπαιρνα τις απαντήσεις που ήθελα. Στο δεύτερο χτύπημα άκουσα βήματα ενώ λίγες στιγμές αργότερα άνοιξε η πόρτα.

«Εμμα; Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» τον άκουσα να λέει. Είχε δίκιο ήταν αργά το βράδυ. Όμως, δεν με ένοιαζε.

«Θέλω απαντήσεις.» του απαντάω και σταυρώνω τα χέρια κάτω από το στήθος μου.

«Τι απαντήσεις;» ρωτάει όμως, τον κοιτάω ανέκφραστη. Σήμερα θα έπαιρνα τις απαντήσεις που ήθελα.

«Γιατί ήταν εδώ ο Βίκτωρ;» ρωτάω και σηκώνω επιδεικτικά το φρύδι μου.

«Δεν χρειάζεται να σου πω...ότι είναι να στο πω θα στο πω...» απαντάει.

«Εντάξει...» απαντάω και εγώ με την σειρά μου και απομακρύνομαι από το σπίτι του.

Είχα δίκιο τελικά ήταν όντως πολύ καλός για να είναι αληθινός. Τώρα είναι που με τρώει ακόμα περισσότερο η περιέργεια. Ήθελα να μάθω οπωσδήποτε τι είχε συμβεί μεταξύ τους.

Πήρα το τηλέφωνο στα χέρια μου και έστειλα ένα μήνυμα στον Βικτώρ ζητώντας του να έρθει από το σπίτι μου.

Μισή ώρα αργότερα το κουδούνι ήχησε στον χώρο. Με το χαμόγελο χαραγμένο μόνιμα στα χείλη μου άνοιξα την πόρτα. Ο Βίκτωρ ενθουσιασμένος πέρασε τα χέρια του γύρω από την μέση μου αγκαλιάζοντας με.

«Τι κάνεις; Έγινε κάτι;» με ρωτάει περίεργος. Πριν απαντήσω τον κοίταξα εξεταστικά, δεν ήξερα αν θα έπρεπε να τον εμπιστευτώ.

«Απλά ήθελα παρέα. Για αυτό σου είπα να έρθεις.» απαντάω.

«Ωραία! Θα δούμε ταινία;» ρωτάει περίεργος.

«Φυσικά!» του απαντάω ενθουσιασμένη. «Βάλε εσύ την ταινία και εγώ πάω να φέρω κάτι να φάμε. Τοστ θέλεις;» συμπληρώνω.

«Ναι ναι.» απαντάει και κατευθύνεται προς το λάπτοπ ενώ εγώ όδευσα προς την κουζίνα. Κοίταξα το ποτήρι στο χέρι μου σκεπτική. Ήθελα όντως να μάθω την αλήθεια;

Έκλεισα απαλά τα μάτια μου προσπαθώντας να χαλαρώσω το σώμα μου. Θα έβρισκα μια άκρη, θα μάθαινα την αλήθεια. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα προς το σαλόνι.

«Εμμα...δεν μπορώ να κάτσω κάτι έτυχε...» μου λέει και σε μια στιγμή η προσπάθεια να μάθω την αλήθεια κατέρρευσε μπροστά μου.

«Σαν τι;» τον ρωτάω περίεργη.

«Δεν...δεν μπορώ να σου πω είναι πολύ προσωπικό.» απαντάει και εκείνη την στιγμή ήθελα απλά να ουρλιάξω να βγάλω όλη την ένταση που είχε μαζευτεί στο σώμα μου.

«Καλά.» απαντάω αδιάφορα.

«Άλλη φορά.» λέει και αφού μου αφήνει ένα απαλό φιλί στο μάγουλο απομακρύνεται κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Γρήγορα πήγα προς το παράθυρο και τον παρατηρούσα να δω που πηγαίνει. Θα εμένα και ολόκληρο το βράδυ αν χρειαζόταν. Ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε, είδα τον Τζάκσον να βγαίνει από το σπίτι του και να πλησιάζει ενώ λίγες στιγμές αργότερα ήρθε ένα αυτοκίνητο. Από μέσα βγήκε ο άντρας που είχα δει στο μπαρ το προηγούμενο βράδυ. Δάγκωσα ελαφριά το χείλος μου σε μια προσπάθεια να σκεφτώ κάτι γρήγορα για να μην χάσω την ευκαιρία που μου δινόταν απλόχερα.

Τότε τους είδα να πηγαίνουν όλοι στο σπίτι του Τζάκσον, ξέροντας τον αρκετά καλά σίγουρα θα τους οδήγησε στο δωμάτιο του για να μην τους ακούσει η μητέρα του άρα...δεν θα είχαν καμία δυνατότητα να δουν προς το αυτοκίνητο.

Άνοιξα σιγά την πόρτα και έτρεξα προς το αυτοκίνητο του άγνωστου άντρα. Έμεινα λίγα λεπτά κοιτάζοντας το καθώς το σχέδιο μου να μπω στο εσωτερικό του ναυάγησε καθώς ήταν αδύνατο να μπω σε ένα κλειδωμένο αυτοκίνητο. Δάγκωσα για άλλη μια φορά νευρικά το χείλος μου προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι και γρήγορα. Τότε το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο ποδήλατο μου. Έσφιξα τις γροθιές μου και πλησίασα προς το ποδήλατο, δεν θα έχανα τίποτα αν προσπαθούσα.

Ήμουν καθισμένη στο γρασίδι για αρκετή ώρα, περιμένοντας τον άγνωστο άντρα να βγει από το σπίτι. Όταν επιτέλους βγήκε παρατήρησα πως αυτός αλλά και ο Βίκτωρ παραπατούσαν. Ίσως αυτή να ήταν λοιπόν η ευκαιρία που περίμενα.

Μόλις ξεκλείδωσε το αυτοκίνητο σύρθηκα προς αυτό και με όσο το δυνατόν πιο αργές κινήσεις άνοιξα την πίσω πόρτα και εισχώρησα μέσα. Γέλια και τραγούδια ακούστηκαν από τους δυο άντρες καθώς καθόντουσαν και αυτοί με την σειρά τους στις θέσεις τους. Έκανα γρήγορα γρήγορα τον σταυρό μου ελπίζοντας να επιζήσω από την διαδρομή του θανάτου.

«Τι θα γίνει με την κοπέλα που είπες;» ρωτάει ο άντρας.

«Θα πάρει σύντομα αυτό που της αξίζει...» λέει ο Βίκτωρ και αναρωτιέμαι αν μιλάει για εμένα.

«Και πως θα γίνει αυτό;» ρωτάει όμως ένα σαρδόνιο χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του.

«Θα την αφήσω πάνω σου...» λέει και γελάει.

Το γέλιο του με έκανε να αναριγήσω ενώ κρύος ιδρώτας άρχισε να λούζει το κορμί μου. Ένιωθα πως κινδύνευα, όλα όσα γνώριζα άρχισαν σιγά σιγά να γκρεμίζονται ενώ άτομα που θα έδινα και την ζωή μου αποδεικνύονται ψεύτικοι. Πρέπει να φύγω γρήγορα από εδώ. Ξαφνικά ένα κινητό άρχισε να ηχεί στον χώρο, γούρλωσα τα μάτια μου και παρατηρούσα τις κινήσεις τους όταν διαπίστωσα πως το κινητό αυτό ήταν δικό μου.

«Σήκωσε το!» φωνάζει ο Βίκτωρ.

«Δεν είναι δικό μου!» του φωνάζει πίσω ο άντρας και εκείνη την στιγμή δύο ζευγάρια μάτια γύρισαν και με παρατηρούσαν. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γρήγορα ενώ το στομάχι μου είχε ήδη δεθεί κόμπος.

«Βρε βρε βρε...Δες τι έχουμε εδώ...» λέει ο Βίκτωρ. Με ειρωνεύτηκε; Ο Βίκτωρας που ξέρω εγώ δεν θα το έκανε ποτέ αυτό ή μήπως θα το έκανε; «Μεγάλε; Τελικά το σχέδιο προχώρησε πολύ!» συμπληρώνει χωρίς να απομακρύνει το βλέμμα του από πάνω μου. Τι έχει γίνει;

«Εμένα μου λες;» απαντάει ενώ ένα στραβό χαμόγελο στολίζει το πρόσωπο του. Το σώμα μου άρχισε να τρέμει και τα μάτια μου να κλείνουν. Όλα γύρω μου άρχισαν να θολώνουν και μετά...μαύρο.



Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro