~19~
Οι ώρες στο σχολείο πέρασαν αρκετά γρήγορα, ιδικά μετά από την συζήτηση που είχα με τον Τζάκσον, το μυαλό μου βρισκόταν συνέχεια εκεί. Η συζήτηση μας έπαιζε ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου καθιστώντας το αδύνατον να παρακολουθήσω στην παράδοση του μαθήματος. Όχι πως με ενδιέφερε ιδιαίτερα.
Κοίταξα έξω από το παράθυρο τον γκρίζο φθινοπωρινό ουρανό. Ο αέρας φυσούσε απαλά τα κλαδιά των δέντρων ενώ τα φύλλα τους έπεφταν σιγά σιγά σαν σταγόνες βροχής στο παγωμένο έδαφος.
Το κουδούνι ήχησε μέσα στον χώρο βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. Πήρα την τσάντα μου και με αργά βήματα βγήκα έξω από την τάξη. Σήμερα ήθελα να φύγω μόνη μου, ήθελα να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα. Ίσως για μια φορά στην ζωή μου θα έπρεπε να είμαι ειλικρινής, μου άρεσε ο Τζάκσον αλλά, φοβόμουν.
Με σκυμμένο το κεφάλι και τα χέρια στις τσέπες βγήκα από τον χώρο του σχολείου. Ένιωθα κάποιον να με ακολουθεί όμως, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία και συνέχισα να προχωράω.
«Θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα αυτό;» άκουσα μια γνώριμη φωνή από πίσω μου να ρωτάει. Γύρισα και αντίκρισα τον Τζάκσον. «Να συνεχιστεί τι;» τον ρωτάω και εγώ με την σειρά μου.
«Να με αποφεύγεις Έμμα.» απαντάει και σταυρώνει τα χέρια στο στέρνο του.
«Δεν σε αποφεύγω.» λέω θιγμένη. Όχι ότι δεν είναι αλήθεια...
«Εγώ άλλα βλέπω όμως.» σχολιάζει ενώ άρχισε σιγά σιγά να με πλησιάζει. Η καρδιά μου άρχισε να πάλλεται και οι σφυγμοί μου να αυξάνονται προσπάθησα να μείνω όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμη.
«Να πας να σε δει οφθαλμίατρος τότε.» απαντάω και κάνω ελάχιστα βήματα μακρυά του.
«Χμμ εγώ πάλι νομίζω πως βλέπω πάρα πολύ καλά.» και χωρίς να το καταλάβω το χέρι του είχε τυλιχτεί γύρω από το χέρι μου τραβώντας με κοντά του. «Γιατί μας το κάνεις δύσκολο; Αφού το βλέπω πως με θέλεις...» συμπληρώνει ενώ για άλλη μια φορά το χέρι του άρχισε να χαϊδεύει το μάγουλο μου. «Σε θέλω και στο δείχνω...». Χαμήλωσα ελάχιστα το κεφάλι μου, ήξερα πως είχε δίκιο. Όμως, ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου φοβόταν να αφεθεί. «Έλα να το προσπαθήσουμε...» είπε. Βλέποντας με σιωπηλή, το χέρι του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά μου.
«Μπορώ να το σκεφτώ;» ρώτησα κοιτάζοντας τα μάτια του.
«Έχεις όσο χρόνο θέλεις.» ψιθύρισε όμως δεν με άφησε, συνέχισε να κρατάει τα χέρια του γύρω μου και να με παρατηρεί. Ένιωθα άβολα κάτω από το διαπεραστικό του βλέμμα όμως, δεν κουνήθηκα, μ' άρεσε η αγκαλιά του.
«Νομίζω πρέπει να πάμε σπίτι...» του λέω όμως, δεν κάνω καμία κίνηση να απομακρυνθώ. Δεν ξέρω κάτι με τραβάει πάνω σε αυτόν τον άνθρωπο. Όταν είμαι μαζί του ο χρόνος σταματάει δημιουργούμε τον δικό μας χρόνο, έναν χρόνο που χωράει μόνο εμάς τους δυο. «Θέλω να το προσπαθήσουμε...» του απαντάω πριν το μετανιώσω.
«Ωραία λοιπόν.» λέει και βγάζει το κινητό του από την τσέπη. «Σήμερα η ώρα τρεις έχουμε και επίσημα σχέση.» προσθέτει και αφού μου αφήσει ένα τρυφερό φιλί στο στόμα απομακρύνεται ελάχιστα. Το χέρι του τυλίγεται στο δικό μου μπερδεύοντας τα δάχτυλα μας. «Τώρα μπορούμε να πάμε σπίτι...» ψιθύρισε για ακόμα μια φορά στ' αυτί μου στέλνοντας μικρά ηλεκτρικά κύματα καταμήκος της σπονδυλικής μου στήλης. Χαμογέλασα αχνά και άρχισα να προχωράω. Είχα μάθημα σε λίγο.
«Γιατί βιάζεσαι τόσο;» ρωτάει σταματώντας απότομα με αποτέλεσμα να ποδοπατήσω.
«Έχω μάθημα σε λίγο και θέλω να φάω.» του απαντάω γρήγορα και αρχίσαμε να προχωράμε για άλλη μια φορά.
Μόλις έφτασα σπίτι μου άλλαξα ρούχα και περίμενα τον καθηγητή μου για να κάνουμε μάθημα. Κοίταξα το ρολόι, σε λίγες ώρες θα γιορτάζω μαζί με την παρέα μου τα γενέθλια μου. Καλύτερα δεν θα μπορούσα να περάσω την ημέρα μου.
Κατά την διάρκεια του μαθήματος ένιωθα πως κάτι είχα ξεχάσει. Αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τι. Και τότε σαν από μηχανής Θεός μου έρχεται στο μυαλό η φωνή του διευθυντή και πόσο μάλλον το γεγονός πως ξέχασα ότι έπρεπε να καθαρίσω το σχολείο με τον Τζάκσον.
«Αμ...ξέχασα κάτι πολύ σημαντικό! Και δεν σας ενημέρωσα. Ο διευθυντής μας ήθελε στο σχολείο για ένα... πρότζεκτ που ετοιμάζουμε και ξεχάστηκα σήμερα τελείως. Θα σας πείραζε να συνεχίζαμε το μάθημα κάποια άλλη φορά;» διακόπτω τον καθηγητή μου και παρακαλάω τον Θεό να με λυπηθεί και να προλάβω να φτάσω γρήγορα στο σχολείο πριν το πάρει χαμπάρι ο διευθυντής.
Μόλις παίρνω το ναι βοηθάω τον καθηγητή μου να μαζέψει τα πράγματά του και αφού βγαίνουμε παρέα έξω. Τον αποχαιρετώ και πάω στο σπίτι του Τζάκσον.
Την πόρτα μου ανοίγει η μητέρα του, η οποία για ακόμα μια φορά με κοιτάζει περίεργα. Το αγνοώ αυτό και της ζητάω ευγενικά να πει στον Τζάκσον ότι είμαι εδώ.
«Τζάκσον! Πρέπει να πάμε στο σχολείο! Ξέρεις για την δουλειά που μας έβαλε ο διευθυντής!» φωνάζω και κουνάω τα χέρια μου πάνω κάτω πανικόβλητη. Χωρίς να μου πει κουβέντα αποχαιρετά την μαμά του και φεύγουμε παρέα για το σχολείο. Φθηνά την γλιτώσαμε.
Αυτές ήταν οι πιο κουραστικές τέσσερις ώρες της ζωής μου. Είμαι εδώ και πέντε λεπτά στο σαλόνι καθισμένη και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Αν ξανά δω μαθητή να πετάει νερά και χυμούς κάτω θα τον πάω εγώ η ίδια στον διευθυντή! Και τα σκουπίδια τους από εδώ και πέρα μόνοι τους θα τα μαζεύουν!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro