~12~
Κοιτούσα ξανά και ξανά έξω από το παράθυρο μου. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να βγω σήμερα. Όμως, η Κλειώ ήθελε να μου πει κάτι πολύ σημαντικό. Εγώ πάλι πιστεύω πως θα μου πει καμία χαζομάρα πάλι.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην φιγούρα του Βίκτωρα. Πίσω του για άλλη μια φορά βρισκόταν ο Τζάκσον. Μα καλά τι έχει πάθει αυτό το παιδί;
Χωρίς να το σκεφτώ κατέβηκα με γοργά βήματα τις σκάλες και έτρεξα στην αγκαλιά του.
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησα χαρούμενη.
«Ηρθα να σε δω αλλά και να σου μιλήσω.» είπε και αφού μου έπιασε το χέρι πήγαμε στο σπίτι μου. Κάθισε στον καναπέ και με κοίταξε.
«Θα μου πεις;» του λέω σταυρώνοντας τα χέρια μου κάτω από το στήθος.
«Εμ...μου αρέσει κάποιος αλλά δεν ξέρω αν είναι ομοφυλόφιλος. Για να δω αν θα πρέπει να κάνω κίνηση ή όχι.» τον ακούω να λέει.
«Ε ωραία που είναι το πρόβλημα; Ρώτησε τον.» απαντάω σαν να είναι κάτι το φυσιολογικό.
«Ε ναι.. γιατί όλοι πάνε και ρωτάνε τον άλλον. Ε ψιτ είσαι γκέι; επειδή μου αρέσεις.» με ειρωνεύτηκε. Τώρα που το ακούω μου φαίνεται πολύ γελοίο.
«Σωστά.. ε ωραία άσε το πάνω μου. Θα πάω να του την πέσω.» του λέω και βάζω τα χέρια στην μέση μου. Όταν ξαφνικά μου έρχεται ένα μαξιλάρι στο κεφάλι.
«Είσαι πολύ ηλίθια!» φωνάζει. «Εσύ δεν είσαι να σου μιλάνε. Χαζομάρες λες.» συμπληρώνει. Εγώ; Χαζομάρες; Μα γιατί;
«Εσύ ξέρεις. Κάνε ότι θέλεις εγώ σου έδωσα δύο πολύ ωραίες λύσεις.» είπα θιγμένη.
«Ου με φώτισες με τις χαζομάρες σου. Αρχίζω να δικαιολογώ τον Τζάκσον που σε κοιτάζει συνέχεια εκνευρισμένος.» είπε και τώρα ήταν η σειρά μου να του πετάξω το μαξιλάρι.
«Μην ασχολείσαι με τον Τζάκσον. Αυτός είναι μια κατηγορία από μόνος του!» ξανά φωνάζω και αρχίζει να γελάει.
«Τόσο πολύ σου αρέσει ε;» ακούω τα λόγια του να βγαίνουν και να με χτυπούν ανελέητα.
«Πως σου ήρθε αυτό;» ψιθυρίζω.
«Φαίνεται στα μάτια σου και στο πρόσωπο σου αγάπη μου. Δεν μπορείς να μου κρυφτείς.» απαντάει κλείνοντας μου το μάτι.
«Δεν ξέρω αν μου αρέσει Βίκτωρ. Αυτό που ξέρω είναι πως κάνει τα πάντα για να μου σπάσει τα νεύρα.» είπα γεμάτη αγανάκτηση καθώς πέρασε από το μυαλό μου η σκηνή με το σουτιέν μου στην θέση της σημαίας.
«Και εσύ δεν πας πίσω όμως...» απάντησε και αυτός με την σειρά του ενώ ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε πάνω στα λεπτά χείλη του.
«Δεν το έκανα επειδή το ήθελα...» ψιθύρισα καθώς οι αναμνήσεις άρχισαν να εμφανίζονται στο μυαλό μου παίζοντας το δικό τους παιχνίδι με την καρδιά μου, βουλιάζοντας την περισσότερο στο κενό.
«Εγώ λέω να κάνεις κίνηση.» αναφώνησε χαμογελώντας μου.
«Εγώ πάλι λέω να σταματήσεις να λες χαζομάρες. Γιατί αν πάω να κάνω κίνηση θα ψάχνεις τα κομμάτια μου στην πόλη.» όλο αυτό μου ακούγεται τόσο εξωπραγματικό, πως θα μπορούσε ένα άτομο σαν τον Τζάκσον να νιώσει. Αυτός είναι τέρας του βάλτου, δεν νιώθει.
«Εγώ έχω το προαίσθημα.» ψιθύρισε καθώς σχεδίαζε ένα τόξο στον αέρα. Πάει τον χάσαμε.
«Έλα πάμε πρέπει να βρεθούμε με την Κλειώ.» λέω γρήγορα καθώς ψάχνω τα κλειδιά μου.
«Αυτά ψάχνεις;» τον ακούω να λέει. Σηκώνω το βλέμμα μου στα χέρια του και βλέπω τα κλειδιά μου. Χωρίς να το σκεφτώ και πολύ τρέχω και πηδάω πάνω του περνώντας τα πόδια μου δεξιά και αριστερά από την μέση του.
Έτσι όπως ήμασταν βγήκαμε έξω. Αυτός κλείδωσε την πόρτα όμως, δεν μου επέστρεψε τα κλειδιά.
«Έλα Βίκτωρ δώσε μου τα! Πρέπει να φύγουμε.» αναφώνησα εκνευρισμένη.
«Όχι δεν σου τα δίνω. Ούτως ή άλλος θα έρθω να κοιμηθώ σε εσένα σήμερα.» φώναξε και μα το θεό ήμουν έτοιμη να τον χτυπήσω. Τι είναι αυτά που λέει; Πότε είπαμε πως θα έρθει να κοιμηθεί σε εμένα; Και το κυριότερο γιατί τα κανονίζει χωρίς να με ρωτήσει;
«Πο-» δεν με άφησε να τελειώσω την πρόταση μου καθώς μου έκλεισε το στόμα με το χέρι. Καλά τον βαράνε;
«Ωπ! Take a room.» άκουσα μια φωνή πίσω μας. Δεν χρειαζόταν να γυρίσω γνώριζα πολύ καλά ποιος ήταν.
«Τα δωμάτια είναι πολύ κλισέ δεν μας εμπνέουν.» απάντησα καθώς κατέβαινα από τον Βίκτωρα.
«Και πρέπει όλος ο κόσμος να βλέπει αυτά τα...αίσχη.» είπε κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας.
«Εγώ δεν βλέπω κανέναν εδώ γύρω. Μόνο εσένα... δυστυχώς.» του είπα και εγώ γυρίζοντας του την πλάτη. «Πάμε;» ρώτησα απευθυνόμενη στον Βίκτωρ, ο οποίος με το ζόρι κρατιόταν να μην γελάσει. Που το βρήκε το αστείο ε;
«Εσείς οι δύο μαζί δεν κάνετε και χωριά δεν μπορείτε. Εγώ αυτό έχω καταλάβει.» λέει και ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια. Του φαινόμαστε και αστείοι του κυρίου Βίκτωρ.
«Α να σου πω; Σταματά το. Δεν μου αρέσει και δεν του αρέσω. Απλά δεν συμπαθούμε ο ένας τον άλλον. Εντάξει;» είπα εμφανώς εκνευρισμένη με την συμπεριφορά του. Δεν μου άρεσε όλο αυτό. Ένιωθα.. αβοήθητη στα λεγόμενα του.
Δεν προλάβαμε να πούμε οτιδήποτε άλλο καθώς είδαμε την Κλειώ να μας πλησιάζει τρέχοντας. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα από το κλάμα ενώ δάκρυα πάλευαν να κυλήσουν για άλλη μια φορά πάνω στα μάγουλα της.
«Τι έγινε;» ρώτησα και την έβαλα αμέσως μέσα στην αγκαλιά μου, χαϊδεύοντας της την πλάτη.
«Με...κεράτωσε.» είπε μέσα από τους λυγμούς της. Εκείνη την στιγμή ένιωσα την οργή να με κατακλύζει. Τον είχα προειδοποιήσει αλλά από ότι φαίνεται οι παλιές συνήθειες δεν κόβονται.
«Κάτσε λίγο με τον Βίκτωρ.» της είπα και απομακρύνθηκα από κοντά της. Τρέχοντας πήγα στο σπίτι του Τζάκσον να ρωτήσω που θα βρω το στρουμφάκι. Μόλις η πόρτα άνοιξε δεν είδα τον Τζάκσον αλλά το άτομο που έψαχνα.
Το χέρι μου προσγειώθηκε πάνω στο μάγουλο του.
«Είσαι τρελή!;» φώναξε καθώς έπιανε με το χέρι του το σημείο που τον χτύπησα.
«Πόσες φορές σου είπα ρε κάθαρμα να την προσέχεις;» τον ρώτησα και τον πλησίασα. Δεν απάντησε. Ε φυσικά τι να πει. «Γιατί το έκανες αυτό; Δεν μπορούσες να την χωρίσεις πρώτα και μετά να πας να κάνεις την δουλειά σου;» τον ρώτησα εξαγριωμένη.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις... Η κοπέλα... καταλάθος έγινε.» είπε και έσκυψε το κεφάλι.
«Μπορούσες να βρεις καλύτερη δικαιολογία!» συνέχισα να του φωνάζω ενώ τα μάτια μου πετούσαν σπίθες.
«Τι γίνεται εδώ;» ακούω την φωνή του Τζάκσον δίπλα μας.
«Τον φίλο σου ρωτά που το έχει δει και κάποιος.» είπα κάνοντας τα χέρια μου γροθιές.
«Μπορείς να ηρεμήσεις; Δεν κεράτωσε εσένα.. άλλη θα έπρεπε να αντιδράσει έτσι. Όχι εσύ.» είπε χαμηλόφωνα και με πλησίασε.
«Τζάκσον δεν...δεν μπορείς να καταλάβεις πως είναι αυτό το συναίσθημα. Το αίσθημα της απογοήτευσης ότι ίσως εσύ έκανες κάτι λάθος. Χίλιες φορές να τον χωρίσεις τον άλλον παρά να περάσει κάτι τέτοιο.» είπα και απλά έφυγα από εκεί. Αλήθεια γιατί αντέδρασα έτσι; Ίσως φταίει πως γνωρίζω από πρώτο χέρι πως είναι να μαθαίνεις πως η σχέση σου βρίσκεται και με άλλη ταυτόχρονα με εσένα. Τότε βέβαια ήμουν τρίτη γυμνασίου όμως, δεν έχει σημασία.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro