Κεφάλαιο 8ο
Όταν σκοτώνουν τα κοτσυφια
23.6.2019
▬▬▬▬▬
Η ΕΥΤΥΧΊΑ ΈΡΧΕΤΑΙ σε μικρές δοσεις σε ακαθοριστες ώρες, εκεί που δεν την περιμένεις αναμενεις την διάρκεια και το μόνο που απομένει είναι η γεύση, η αφή, μια μικρή σπίθα.
Φοβόταν αυτό το αίσθημα και η ίδια ενώ έπιασε στο τρένο απευθείας την θέση στο παράθυρο, η θεσεις ήταν τόσο αναπαυτικες και το μικρό προσαρμοσμενο τραπεζάκι για ανάγνωση την έκανε να χαμογελάσει, ήταν πάλι εκείνη η ανεμοδουρα που έλεγε η μητέρα της τόσο απλά έβρισκε την διάθεση της, ο ουρανός οριακά ασπιλος και λευκός από το εκτυφλωτικό φως η ατμόσφαιρα όμως είχε μια όξινη αίσθηση σαν να επρόκειτο να έρθει καταιγίδα.
Βαθιά μέσα της πεθυμουσε τόσο πολύ την βροχή και το δέρμα της ριγουσε στην επιθυμία να δει τον ουρανό να πυκνωνει από τα σύννεφα μέσα στο καλοκαίρι, ήταν σαν πρόωρα Χριστούγεννα μέσα στον Ιούνιο.
Δεν είχε ξανά ανέβει σε τρένο και έτσι πριν καν μπει σε αυτό είχε πλασει εικόνες για το εσωτερικό του, κάτι σε κλασικές καμπίνες τρένου βλέπε Χάρι Ποτερ στο δρόμο για την σχολή μαγείας Χάγουαρντς η αλήθεια δεν είχε καμία σχέση με κλειστές καμπίνες, σκοτεινές προσπεράσεις από ατελείωτους αγρούς και τρομωδεις γέφυρες ότι πρέπει για μια επίσκεψη θανατοφαγων.
Το τρένο ήταν υπερσύγχρονο, με δερμάτινες θέσεις με τετράδες αντικριστες. Δεν την ενόχλησε που ο Γιανγκ όταν είδε πως εκείνη κάθισε στην τετράδα πήγε σε άλλη τετράδα, δίπλα της βολεύτηκε η Κιμικο και απέναντι γωνία ο Χιου Τζεν που της χάρισε ένα φευγαλέο χαμόγελο ενώ παρεδιδε τα εισιτήρια τους στον νεαρό ελεγκτή, η Κιμικο έμοιαζε να είχε ξεπεράσει το συναισθηματικο της σκαμπανεβασμα εάν μπορεί κανείς να το ονομάσει έτσι, παρήγγειλε μια κόκα κόλα διαίτης και άνοιξε αδιαφορα ένα περιοδικό κηπουρικής που βρήκε κάτω από την θέση της.
Η Λουν δεν είχε ταξιδέψει μαζί τους ότι και αν σήμαινε αυτό. Ο Τζεν είχε αποκοιμηθει με το κεφάλι του γερμενο στα δεξιά στο μαξιλάρι λαιμού του και λίγο έλειψε να χάσει το κράτημα του και να πεταχτεί όρθιος, βιάστηκε και τρομαξε την Κιμικο, κράτησε διστακτικά το μαξιλάρι λαιμού του και ο Τζεν δεν κατάλαβε τίποτα απολύτως, το στομάχι της αναστωθηκε από την έξαψη έκατσε στην θέση της και δεν γνώριζε τον λόγο που έπρεπε να δικαιολογηθει στην Κιμικο που παρακολουθουσε όλο ενδιαφέρον.
« Θα ξυπνούσε» ψιθύρισε και τα χείλη της Κιμικο λύγισαν σε ένα απρόσμενο χαμόγελο όλο νόημα, το ροζ κραγιόν της λαμπυριζε φάνηκε πως είχε ανανεώσει το μακιγιάζ της πριν μπει στο αυτοκίνητο για να πάνε στο τρένο « Καλά είχα καταλάβει πως τον προσέχεις » « Α - ναι» είπε βιαστικά κρατώντας αλλού το βλέμμα της για να μην βγει ενοχή συναισθημάτων.
« Σου αρέσει;» την ρώτησε τόσο ξαστερα που αυτόματα γούρλωσε τα μάτια της όλο ενοχη « Δεν σε αδικώ, ο Τζεν είναι πολύ ερωτευσιμος πίσω στο πανεπιστήμιο είναι αυτό που λέμε κελεπούρι» έψαξε δικαιολογία να αλλάξουν θέμα απευθείας γιατί το πρόσωπο της αναψοκοκκινιζε επικίνδυνα το πρόσωπο της, μάζεψε όλο το κουράγιο της και χαμογελασε.
« τα αγορια είναι μπελάς » η Κιμικο στήριξε στην παλάμη το σαγόνι της και φευγάτα χαμογελασε όλο αυτοπεποίθηση « Τα κορίτσια όμως; Δυναμικές, όμορφες, συναισθηματικές, εκτιμούν τα πάντα , ρομαντικές» η Εκάτη ανασηκωσε τα φρύδια της είχε καταλάβει καλά τα λογια της Κιμικο;
« πλάκα κάνω» είπε αποτομα και σκουντηξε τον ώμο της, το χαμόγελο της ήταν καταπιεσμενο, βιαστικο χωρίς ουσιαστική διάθεση και η Εκάτη ένευσε ακόμη και αν δεν ήταν η σωστή αντίδραση « Δεν είναι όμορφο;» ρώτησε σιγανά και της έδειξε ενα βραχιόλι σε στυλ χειροπέδας στο δεξί της χέρι, τα λεπτοκαμωμενα δάκτυλα της άγγιζαν την καμπύλη του βραχιολιου.
« Ναι πράγματι» η Κιμικο ξεφυσιξε και για μια στιγμή φάνηκε να κοιτάζει τον κοιμισμένο Τζεν « Είσαι καλύτερα τώρα;» ρώτησε χωρις δισταγμό κοιτώντας μόνο το βραχιόλι της Κιμικο « Α ναι όλα καλά» τόσο πειστική σκέφτηκε ειρωνικά και πίεσε τα χείλη της συγκαταβατικα παρατηρώντας πως η εκφωνητρια ανακοίνωσε πως περνούσαν στην Σιγκαπούρη, αναρωτήθηκε αν από εκεί μπορούσε να πάρει τηλέφωνο στο σπίτι της « Θα επιστρέψω» μουρμουρησε και με ευκολία σηκώθηκε από την θέση της χωνοντας το κινητό της τηλέφωνο στην πίσω τσεπη του τζιν της.
Ο διάδρομος με τις επενδύσεις ξύλου και πρασίνου δέρματος δεν ήταν δα τόσο κακόγουστοι. Ξεχνουσε πως το τρένο ήταν εν κίνηση περπατούσε σαν να ήταν σε σταθερό έδαφος και περνούσε τους διάδρομους, κάθε παράθυρο μια εικόνα που θύμιζε θολούρα γαλάζιου, πρασίνου, χαμηλή τζαζ μουσική, ηλικιωμένοι με βιβλία, νέοι χαμογελώντας σε ζωντανές κλίσεις, μιλώντας με ενθουσιασμό σε τόσες γλώσσες, νωχελικα βλέμματα και μελαγχολικά νεύματα, ευχήθηκε να είχε ακουστικά στα αυτιά της εκείνη την ώρα που διέσχιζε το τρένο να άκουγε εκείνο το ήλιθιο τραγούδι που άρεσε στον ήλιθιο prada.
Έπρεπε να του επιστρέψει τα παπούτσια κάποια στιγμή. Πέρασε να μπει σε μια άλλη τετράδα όπου βρισκόταν ήδη κάποιος. Η Εκάτη παρατηρούσε γρήγορα ένα αγόρι που βρισκόταν στην γωνία τα λεπτοκαμωμενα γυαλιά του με τον μεταλλικό σκελετό προκαλούσαν διαθλασεις φωτός, το βιβλίο που διάβαζε είχε τον τίτλο :
' Όταν σκοτώνουν τα κοτσυφια ' τα κορακι μαλλιά του κοντοκουρεμενα στα πλαϊνά του κεφαλιού του και ενώ έμοιαζε συγκεντρωμενος έριχνε συχνές ματιές έξω από το παράθυρο ενώ όλα γινόταν μια μπλε θολούρα, περνούσαν δίπλα από ένα ποτάμι και όλα θα ήταν ακομη πιο γοητευτικά αν ήταν πιο αργά. Προσπέρασε γρηγορα και αυτή την τετράδα.
Κάθισε σε μια άδεια καμπίνα και έκατσε σε ένα κάθισμα που κοίταζε από την αντίθετη μεριά του διαδρόμου, το καθαριστικό πατώματος λεμόνι ήταν παραδόξως μια από τις αγαπημένες της μυρωδιές, θυμιζε το σπίτι. Κυριακές που σηκωνόταν με κακή διάθεση για χιλιάδες λόγους, ένας από αυτούς ήταν η πρωινή σκούπα που έβαζε ο πατέρας της και ο Αρίων που τσακώνονταν με τον σκύλο του γείτονα, τι νοημοσύνη και αυτός.
Κοντεψε να συγκινηθεί και χαστούκισε τον καρπό της « Ξύπνα ηλιθια » μουρμουρησε κοφτά και σταθερά προσπάθησε να κάνει μια κλήση. Ανέβασε τα πόδια της στην καρέκλα και μετρούσε πάλι τα δευτερόλεπτα που θα άνοιγε η γραμμή, χρεώσεις ναι ναι παρακάτω, ακούγοντας την γνωστη πλέον φωνή της εκφωνητριας και έχασε την υπομονή της.
« Άη στο διάολο εσύ και η χώρα ξέρεις που να βάλεις τους περιορισμούς και τις χρεώσεις σου, ναι πες μου τώρα ότι ασχολείστε ολόκληρο κωλο κράτος με την ασφάλεια » ήταν παράτολμο να βάλει τα κλάματα σε κοινή θέα, μήπως να άρχιζε να ψάχνει περιστέρια να στειλει δύο λέξεις; είμαι καλά.
Πόσο κόστιζε να μιλήσει με τους ανθρώπους της; Τι αχάριστη κόρη που ήταν! Δάγκωσε με μανία το εσωτερικο ουλο της προκειμένου να συγκρατήσει τα δάκρυα της, ήταν σκέτη λύτρωση η σκέψη να τα αφήσει να κυλήσουν να σταματήσει να πιέζει το κεφάλι της, τις σκέψεις της ήταν σαν μια απειλητική βραχονησίδα, φαίνεται σαν στεριά αλλά δεν είναι τίποτα άλλο από βράχια, τσακίζουν τα δάκρυα.
Ακόμη και η αίσθηση τους μενει στο ανθρώπινο μάτι ένα μικρό τσούξιμο και ύστερα η υπνηλία της θλίψης. Η κούραση και η απογοήτευση, το διαρκές άγχος. Πέρασε βιαστικά από τους θαλάμους ήλπιζε να μην την παρατηρήσει η Κιμικο. Χώθηκε στο ευρύχωρο μπανιο και έκατσε στο καπάκι της τουαλέτας.
Ο Γιανγκ μάλλον θα την έλεγε σιχαμένη για αυτό. Γεμάτη ανακούφιση πήρε αγκαλιά το χαρτί τουαλέτας και συνεχώς όσο τα δάκρυα της εσβηναν στα κατά κόκκινα μαγουλα της αναλογιζονταν την επιλογή να γυρίσει σπίτι της. Δεν είχε σημασία κανένα ταξίδι εάν δεν μπορούσε να είναι σε επαφή με τους, ήταν αλλού είδους μοναξιά, αυτή που την τσιμπάει αμήχανα όταν η τετράδα μιλάει και εκείνη δεν έχει τίποτα κοινό μαζί τους. Δεν μπορεί να ανεχτεί την μυστικοπαθια και κατά κύριον το πόσο γρήγορα τα συναισθήματά της διογκωνονταν στην καρδιά της για τον Χιού Τζεν.
Μοιάζει με κομπάρσος στο έργο κάποιων άλλων και αυτός δεν ήταν ποτέ ο ρόλος της. Δεν ήξερε εάν τελικά θα πήγαιναν στους προορισμούς τους, η Λουν είχε εξαφανιστεί, ο prada έκανε την ζωή της δύσκολη, η Κιμικο ήταν ψυχρή όσο ο πάγος και ο Χιου Τζεν έκανε την επιθυμία της να φύγει να εξαφανίζεται.
Σκούπισε τα μάτια της και έμεινε για λίγο εκεί ακούγοντας τον κόσμο να έρχεται και να φεύγει, κορίτσια να συζητούν χαμηλόφωνα, γυναίκες να μιλούν στο τηλέφωνο και ατέλειωτα κλεισίματα της πόρτας. Έριξε νερό στο πρόσωπο της λες και θα εξαφανιζε το απαίσιο κοκκίνισμα της, λες και θα έκανε καλύτερα τα μαλλιά της ή τα μάτια της. Τι την είχε πιάσει αξαφνα και ήθελε να είναι προσεγμένη λιγότερο αττιμελητη ;
Ήταν γελοίο σε απελπιστικο βαθμό να σκέφτεται πως ο Χιου Τζεν θα συγκινούνταν αν είχε μακριά τα μαλλιά της, ή αν είχε πιο αδύνατα μπούτια. Κατευθυνομενη προς τον διάδρομο βρήκε τις θέσεις του Χιου Τζεν και της Κιμικο κενές, έριξε μια ματιά και στην διπλανή τετράδα για να βρει τον Γιανγκ, αφαντος. Αυθόρμητα κοίταξε το αγόρι με τα γυαλιά που φάνηκε να πρόσεξε την κατάσταση « Σε ψάχνουν σε όλο το τρένο » της είπε και η Εκάτη ξεφυσιξε μάταια « Ευχαριστώ» απάντησε και άρχισε να χτενιζει κάθε βαγονι.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro