Κεφάλαιο 4ο
Ξυπόλητοι άγγελοι
22.6.2019
▬▬▬▬▬
Η ΕΚΆΤΗ ΈΒΛΕΠΕ ένα πολύ ωραίο όνειρο που ξέχασε αμέσως με πικρία όταν άκουσε το επίμονο κουδούνισμα του κινητού της τηλεφώνου παράλληλα με τους κοφτους χτύπους στην πόρτα του δωματίου της . Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου σηκώθηκε άτσαλα φτάνοντας πρώτα την πόρτα, ανοίγοντας είχε ξεχάσει σχεδόν που είχε ξυπνήσει και που βρισκόταν, το πρόσωπο της Λουν την ταρακούνησε φέρνοντας την στην πραγματικότητα « Είσαι εντάξει; Ανησύχησα » δήλωσε κατεβάζοντας το κινητό τηλέφωνο από το αυτί της.
Η Εκάτη αισθάνθηκε τύψεις για τον βαρύ ύπνο που έριξε « Πόσες ώρες ..» έκανε να μιλήσει φυσιολογικά και η φωνή της έσβησε λιγο προς το τέλος. Η Λουν κοίταξε το ρολόι χειρός της « Δώδεκα ώρες, καλύτερα να ετοιμαστείς γρήγορα γιατι είναι ήδη έξαλλος » η Εκάτη αναφώνησε 12 ώρες; αυτό ξεπέρασε και την απόλυτη αναισθησία, θύμισε στον εαυτό της. Όσο αναφορά τον prada δεν την πολύ πειραζε που θα τον έκανε να περιμένει στην ζέστη, δεν ήταν από ζάχαρη.
Χρειάστηκε να ρίξει τόσο νερό στο πρόσωπο της για να ανοίξουν εντελώς τα μάτια της και με απαλές συνεχόμενες κινήσεις να χτενίσει πίσω τα μαλλιά της, σε μια κοτσίδα σήμα κατατεθέν της ακόμη και αν με δυσκολία πιανονταν στο μάκρος που είδαν. Η Λουν την περίμενε εξω από το δωμάτιο κοιτώντας απορροφημενη το κινητό τηλέφωνο της « Πως κοιμήθηκες λοιπόν;» ρώτησε μισοτρεχοντας στον διάδρομο που φωτιζονταν από το ζεστό πρωινό φως « Τρομερά, αν και πρέπει να έπαθα ψύξη » απάντησε η Εκάτη τριβοντας τον σβερκο της, μέσα στην βιασύνη της είχε ξέχασει να πάρει μαζί της το σημειωματάριο και τις λίστες που είχε παραλάβει από την ένωση πολιτισμού.
Ανέβηκε ξανά πάνω και όταν γύρισε πήγε σφαίρα στην είσοδο όπου όλοι περίμεναν στην σκιά, η ντροπή της κορυφώθηκε όταν παρατήρησε πως είχε ξεχάσει τελείως να φορέσει αθλητικά και ήταν με παντόφλες. Η Λουν κοιτούσε έκπληκτη ενώ η Κιμικο χαζογελασε λίγο πριν της γνέψει ένα καλημέρα, ο Χιου Τζεν χαμογελώντας πλησίασε κάνοντας πως δεν έγινε τίποτα, πήρε από τα χέρια της τα ντοσιέ « Θα πάω εγώ μια στα γρήγορα πάνω να στα φέρω εντάξει; Α ζητα του συγνώμη γιατί θα τον έχουμε να γκρινιάζει όλη την ημέρα » ήθελε να αρνηθεί να τον αφήσει να της φέρει τα παπούτσια και την μία στιγμή που στράφηκε να του μιλήσει είχε ήδη μπει μέσα στο ξενοδοχείο, κάτω από την πράσινη βεράντα βρισκόταν και ο prada με το επώνυμο πουκάμισο από μουσελινα φαρδύ στους ώμους του .
Ανέκφραστα παρακολουθουσε κάτι στο κινητό του τηλεφώνο μπλοκαροντας κάθε ανεπιθύμητο βλέμμα με σκούρα γυαλιά ηλίου, κατάπιε την περηφάνια της και πλησίασε με θάρρος και διαλλακτικοτητα « Καλημέρα σας λοιπόν, πως είστε; » ρώτησε χαμογελώντας, φυσικά και δεν θα τον τουμπαρε με αυτό παρόλα αυτά άξιζε η προσπάθεια γιατί όταν ανασηκωσε το βλέμμα του στάθηκε στο ύψος της « Εκνευρισμενος και ιδρωμένος, εσείς;» είπε σαρκαστικα τονίζοντας το εσείς σαν να παρατήρησε πως πλέον έπρεπε να τηρούν τους τύπους του πληθυντικού, σκέφτηκε να του πει πως δεν έδειχνε κακος και ιδρωμένος να ήταν.
« Εξαίσια » είπε παραβλεποντας την ξεγυρισμένη ειρωνεία, εκείνη την ώρα έφτασε λαχανιασμενος ο Χιου Τζεν κερδίζοντας ένα εξίσου απαυδισμενο βλέμμα του prada « Όλοι στην υπηρεσία της κυρίας Έλινγκτον» σχολίασε χαιρετωντας την ίδια στιγμή τους δύο φυλακές από την φρουρα στην είσοδο. Ο Χιου Τζεν κόντεψε να σκύψει να της φορέσει ο ίδιος τα λευκά πάνινα επίπεδα παπούτσια της και τον σταμάτησε γελώντας « Μπορώ και μόνη μου » ο prada άρχισε να μουρμουραει κάτι στα κινέζικα που ήταν σίγουρα κατάρες, άνοιξε δρόμο ανάμεσα τους άγαρμπα πιάνοντας τον ώμο τον δικό της και του Χιου Τζεν « Έχουμε δουλειά » η Εκάτη έδεσε τα κορδόνια και ακόμη κοιμισμένη στην ντροπιαστικη στιγμή που προηγήθηκε άφησε τον Χιού Τζεν να πάει πρώτος μπροστά, χαμογελώντας πράγματι όλο συμπάθεια.
Η αγουροξυπνημενη Εκάτη που κυριολεκτικά ζούσε με καφέ θα είχε άθλιο πρωινο χωρίς έναν και κατεπνιξε την επιθυμία της να τους ζητήσει να περιμένουν λιγο ακόμη για να πάρει καφέ από την τραπεζαρία του ξενοδοχείου. Θα ήταν απαράδεκτο! Εκνευρισμένη που δεν είχε ακούσει νωρίτερα το κινητό τηλέφωνο της για να ξυπνήσει να κάνει ένα παγωμένο ντουζ, να φάει ότι βρει μπροστά της και ύστερα να είναι έτοιμη στην ώρα της. Παρόλα αυτά θα έβαζε τον καλύτερο της εαυτό ακόμη και αν δεν γνώριζε καν που θα πήγαιναν. Στο πίσω κάθισμα κάθισαν άνετα τα τρία κορίτσια και ο prada πίσω από το τιμόνι πήρε τα κλειδιά από τον φυλακα, ο Χιου Τζεν κρατούσε τα ντοσιέ της, ντράπηκε να του ζητήσει να της τα δώσει είχε κάνει αρκετά εκείνο το πρωί.
Η Κιμικο πρότεινε να ξεκινήσουν με μια αναφορά στον Ναό του Σμαραγδένιου Βούδα « Θα έχει πάρα πολύ κόσμο » σχολίασε η Λουν σαν να μην της έκανε όρεξη να δει έναν ναο, η Κιμικο ήταν η 'πολυταξιδεμενη' και ήξερε απέξω τις διαδρομές, ήταν σίγουρα εκείνο το άτομο που όταν ταξίδευε θα έβγαζε αμέτρητες φωτογραφιες και θα μαθαινε - το κομμάτι με τις πληροφορίες το άφηνε στον Χιου Τζεν.
O prada είχε κάτι για να ακριβά μέρη δεν έμοιαζε με ταξιδιώτης. Η Λουν ήταν σαν την ατζέντισα του prada πάντα με μάτια χαμηλά και το σακακι καλό σιδερωμένο, εκείνο το πρωί φορούσε κάποιο πολύ γνωστό άρωμα που είχε δοκιμάσει και η ίδια με την Μπριανα για πλάκα παλαιότερα σε ένα κατάστημα καλλυντικών « Είναι βασιλικά παλάτια σε όλους αρέσουν, δεν έχεις πάει για κρίνεις » η Εκάτη ήθελε τόσο να συγκεντρωθει σε αυτά που έλεγαν μιας και συνήθως εκείνη ήταν η ψυχή της παρέας, ήταν ακόμη κουρασμένη και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τον καφέ σε χάρτινο ποτήρι στο στήριγμα, έπρεπε να είναι του prada γιατί τον είδε να πίνει από εκεί.
« Εσύ τι θες; Θα πάμε στον ναο πρώτα;» ρώτησε πιάνοντας την απροετοιμαστη ο Χιου Τζεν, είχε γυρίσει μάλιστα και την κοιτούσε από την θέση του συνοδηγού ανεβάζοντας πιο ψηλά στην μύτη του τα γυαλιά ηλίου του, του πήγαινε το άσπρο όπως και του prada μπορούσε να κάνει κάποιο με μέτριο δέρμα να νιώσει την ντροπή του αιώνα « Ναι ο ναός ακούγεται μια χαρά » ως απάντηση η Κιμικο γελασε πρόσχαρα « Χαίρομαι τόσο πολύ που έχεις και εσύ αυτό το μικρόβιο της περίεργιας για θρησκευτικά μέρη αλλού πολιτισμού, όταν πήγα για πρώτη φορά σε καθολικό ναο τα έχασα »
Η διαδρομή διέρκησε κάτι λιγότερο από μισή ώρα και ήδη είχε αρχίσει να νιώθει πιο άνετα ανάμεσα τους μιας και ακόμη και η Λουν ειχε αρχίσει να γελάει με κάνα δυο αστεία της Κιμικο - που τυχαινε να έχει πολύ αλλόκοτη αίσθηση του χιούμορ - ο prada είχε ρωτήσει δύο φορές αν ήθελαν να πάνε μετά για φαγητό και μέσα στην ολομέλεια μόνο η Εκάτη αυθόρμητα απάντησε με ένα καθόλου διακριτικό ναι! Ο prada έκανε μια γκριμάτσα του τύπου τέλος πάντων.
O prada οδηγούσε με μεγάλη επιδεξιότητα αλλάζοντας λωρίδες όταν αρχιζε ο συνωστισμος, στα βασιλικά παλάτια τους υποδέχτηκε μια σειρά από γιγάντια αγάλματα, πάνω από τέσσερα μέτρα ύψος με πελώρια ραβδία στα χέρια που στέκονταν πάνω σε μεγάλα βάθρα και μορφαζαν απαίσια. Τα προσωπα τους ήταν βαμμένα με ζωηρά χρώματα και ήταν ντυμενα με φανταχτερες στολές. Τα παλάτια απλώνονταν ως εκεί που έφταναν τα μάτια τους.
Οι ψηλοί, λεπτοδουλεμενοι πύργοι έμοιαζαν με χρυσές καμπάνες. Οι στέγες, σκεπασμένες με πράσινα και πορτοκαλιά κεραμιδια, οι αψίδες και τα τοξωτα παράθυρα είχαν περίτεχνες γυψινες διακοσμήσεις. Ανάμεσα σε αυτό το πελώριο συγκρότημα, χωμένος σε μια αυλή βρισκόταν ο Ναός του Σμαραγδένιου Βούδα. Εκατοντάδες παπούτσια ήταν αφημένα στην είσοδο.
Η Κιμικο πρώτη έσπρωξε πρώτη τα σανδάλια της και με την κάμερα υψηλής ανάλυσης να κρέμεται από τον λαιμό της ισιωσε το φουστάνι της, λευκό με μπορντό φιόγκους, τα μαλλιά της έλαμπαν κάτω από το φως του ήλιου, η Λουν κατεβαίνοντας από τα ψηλοτάκουνα της με την βοήθεια του Χιου Τζεν μάζεψε πίσω τα μαλλιά της, το κόκκινο κραγιόν της έμοιαζε πλέον με κοραλλι στο χρώμα.
Η Εκάτη παρακολουθησε τον prada να αφήνει τα παπούτσια του το ένα δίπλα στο άλλο δίπλα σε αυτά των άλλων σήκωσε τα γυαλιά του για να τα στερεωσει στην κορφή του κεφαλιού του, τα σκουρα καστανά μαλλιά του δεν έμοιαζαν με αυτά της Λουν. Η Εκάτη φοβήθηκε προς στιγμής πως όταν γύριζε δεν θα έβρισκε τα παπούτσια της, τι θα συνέβαινε αν σε κάποια κυρία γυάλιζαν τα άψογα ψηλοτάκουνα της Λουν; Προχώρησαν ξυπόλητοι πάνω στο ξύλινο πάτωμα που έτριζε.
Ψηλά, ένα μικρό αγαλματίδιο του Βούδα να κάθεται σταυροποδι τους κοιτούσε μέσα από μια γυάλινη θήκη, η Εκάτη έβγαλε το ντοσιέ και άρχισε να σημειώνει σημεία αναφοράς « Είναι από ατόφια σμαραγδοπετρα» ψέλλισε η Κιμικο με κατάνυξη και θαυμασμό « Ο βασιλιάς τον ντύνει με διαφορετική φορεσιά κάθε εποχή » οι ντόπιοι άναβαν κεριά, χρωματιστά μυρωδάτα λεπτά ξύλα και άφηναν μπροστά σε κάθε θεότητα κολιέ φτιαγμένο από άσπρα λουλούδια που μύριζαν βαριά, σαν υακινθοι.
Ο ναός ναός ήταν μικρός και η Εκάτη που υπέφερε από την ζέστη και τα πολλά αρώματα, λάτρεψε την μυρωδιά του πολυκαιρισμενου ξύλου και κάτι απο τα ρούχα του prada που ήταν στριμωγμενος μπροστά της. Πρέπει να ήταν κατακόκκινη όταν την κοίταξε φευγαλέα, μπορεί να μην έφταιγε το ότι κάθε ελκυστικό άτομο έχει τέτοια επιρροή στους άλλους αλλά η αφυδάτωση της « Θες να πάμε έξω;» την ρώτησε η Λουν κοιτώντας την ανήσυχα.
Η Εκάτη πρόθυμα χαμογελασε και την διαβεβαίωσε πως αισθανόταν πολυ καλά, μερικές έπιανε τον εαυτό της να σκέφτεται εάν η Κιμικο είχε κάποιο συγκεκριμένο λόγο που πάντα ήταν δίπλα γυρνούσε και έλεγε κάτι στο αυτι του prada, αγγίζοντας τον ώμο του για να τον παροτρύνει να ρίξει το ύψος του και ύστερα γελούσε καλύπτοντας τα χείλη της, ο prada αντιδρούσε χαμογελώντας και η Λουν διεκοπτε με τον πλέον τρόπο λέγοντας τους να βγαλουν φωτογραφίες από συγκεκριμένες γωνίες.
Όταν βγήκαν στην αυλή, ο ήλιος χτύπουσε και πυρωνε τις άσπρες πλάκες του δαπέδου, η αντηλια αφόρητη, χώθηκαν στις στοές έχοντας βρει τα υποδήματα τους. Ενω στις δροσερές στοες που ενώναν παγοδες ήταν γεμάτα καρότσια με πραγματευτες. Αδύνατα παιδιά, μισογυμνα με πανέξυπνα μάτια πουλούσαν χρωματιστά κεριά, λουλούδια, εικόνες ζωγραφισμενες σε ρυζοχαρτο, αγαλματακια του βούδα. Ο Χιου Τζεν την ρώτησε αν ήθελε να αγορασει κάτι. Η Εκάτη χαμογελασε και κίνησε προς το μέρος που πωλούσε λουλούδια, αγόρασε τις ίδιες ορχιδέες Nan Cho σε ροζ χρώμα, η Λουν πήγε να αλλάξει τα νομίσματα και όταν έπρεπε να πληρώσει την βοήθησε στις αντιστοιχίες.
Το νεαρό κορίτσι ήταν ξυπόλυτο και μάλιστα πολύ ιδιαίτερο με σκούρα πράσινα μάτια και κατάμαυρα μαλλιά, η Κιμικο της είχε πει να μην πλησιάζει αυτα τα παιδιά. Η Εκάτη προσέφερε τα παπούτσια της και χαμογελασε « Καλή τύχη » είπε στα κινέζικα κάνοντας το κορίτσι πολύ μικρό σε ηλικία να αστραψει ένα θαμπωμενο χαμόγελο, ο prada την έπιασε από ένα ψηλό σημείο του μπράτσου και την σήκωσε πάνω « Οτι και της δώσεις θα της το κλεψουνε » είπε βιαστικά μόλις κατέλαβε ότι ήταν ενοχλημένη απομάκρυνε το χέρι του και προχώρησε μπροστά. Μόνο που εκείνη δεν ενοχλήθηκε τόσο όσο άφησε να φανεί γιατί στο κάτω κάτω αν δεν έδειχνε ενοχλημένη θα κέρδιζε αλλόκοτα βλέμματα.
Η Κιμικο ξεροβηξε και κοίταξε την Εκάτη με ανησυχία « Δεν σκοπεύεις να συνεχίσεις ξυπόλυτη ε;» ο Χιου Τζεν πέρασε μπροστά κάνοντας την Λουν να ξαφνιαστει από την γρήγορη κίνηση του « Ντροπη μας να σε αφήσουμε έτσι » χαμήλωσε το κεφάλι της και γέλασε έτοιμη να την πιάσει νευρικό - γιατί ενώ ο φυσιολογικός άνθρωπος σε κάτι τέτοια γίνεται ντροπαλός - εκείνη ξεσπάει σε νευρικά γέλια για να καλύψει την αμηχανία της.
Ο Χιου Τζεν χαμογελασε απόλαμβάνοντας την άβολη ώρα που διάλεξε να πει κάτι τόσο απλό και δραστικό. Μαλλον την κοιτούσαν να σαν ήταν πραγματικά χαζή « Απλά θα πάω στο αυτοκίνητο να πάρω τις παντόφλες μου » έδειξε κάπου πίσω και χαμογελασε στον Χιου Τζεν που ένευσε με καλή διάθεση γύρισε να την συνοδεύσει « Εη εη» τους έκοψε o prada τραβώντας την προσοχή και των δύο.
Η Εκάτη νόμιζε πως θα τους αρχιζε στα βρισίδια μιας και πάλι θα ήταν αιτία καθυστέρησης, ο prada άφησε τα μοκασινια του μπροστά στα πόδια της - εάν δεν ήξερε τι ήταν τα ακριβά παπούτσια, εκείνη την ώρα έμαθε - ήταν δερμάτινα με όλες τις μεταλλικές λεπτομέρειες, συγκλονισμενη από την κίνηση χαμογελασε σαν ανόητη όπως έκανε συνήθως « Πάμε τώρα; Κάνει αφόρητη ζέστη » ο ξυπόλητος prada ήταν σαν ναός χωρίς αγάλματα, σαν λουλούδια χωρίς βάζο, σαν ποτάμι χωρίς γέφυρα.
Πήγε να πει κάτι και αναστέναξε αγανακτισμενος σαν να γνώριζε το πόσο ακαταδεκτη φύση ήταν « Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα » μουρμουρησε σαρκαστικά φυσικά και δεν φορούσε το ίδιο νούμερο με τον prada παρόλα αυτά τα πανάκριβα παπούτσια του, τα φόρεσε και χαμογελασε στην πλησμονη ντροπής. Η Κιμικο άστραψε ένα βλέμμα έντονο στην Εκάτη ενώ προχωρούσαν σιωπηλά, ο Χιου Τζεν δίπλα της δεν πήρε τα μάτια του από τον prada που ακόμη και ξυπόλητος περπατούσε άνετα, με τα πέλματα του προσεκτικά να αλλάζουν πλακάκια.
Αργότερα από μια υπαίθρια αγορα αγόρασε παντόφλες και του της προσέφερε όταν η Κιμικο κοιτούσε καφτάνια με την Λουν, όλες οι μυρωδιές της αγορας έκαναν στο στομάχι της να κλωτσάει, η ζωντανή αίσθηση του ναού και η δροσερή πνοή των στενών έκαναν την καρδιά της να καθαρίζει από κάθε αρνητικό συναίσθημα την σκέψη της να κατευθύνεται σε μια ανέμελη τροπή του κόσμου. O prada ρουθουνισε όταν στάθηκε μπροστά του « Ευγενικό εκ μέρους σας » ακούστηκε περισσότερο σαν να την πειραξε τραβώντας λίγο το ρ ενώ ήταν καθισμένος σε κάτι σκαλιά κάτω από σκιά.
Η Εκάτη χρειάστηκε πολύ κουράγιο για να μην βάλει τα γέλια η να μην κοιτάξει στο πρόσωπο του - γιατί είναι αμήχανο - να τον κοιτάει ενώ ήταν όρθια και εκείνος καθιστός, έπεφτε ήλιος στα μάτια της και αν κοιτούσε το πρόσωπο του θα έμοιαζε σαν τυφλοποντικας που ανακάλυψε ότι υπάρχει τόσο δυνατός ήλιος « Συνήθως δεν φοράω τέτοια ποιότητα αλλά τα δώρα είναι δώρα » η Εκάτη άθελά της ξινισε τα μούτρα « Δεν είχα καμία αμφιβολία » ο prada χαμογελασε ακουμπωντας το πρόσωπο του στην κλειστή γροθιά του, συνήθως αντιδρούσε διαφορετικά σε κάτι τέτοια.
« Έχετε καεί στο πρόσωπο » παρατήρησε ευχαριστημένος και εκείνη ακόμη και αν ένιωθε πως όντως το πρόσωπο της έκαιγε - επειδή ήταν ντροπή - είχε μάλλον καει. Σηκώθηκε και ενοχλημενα έβγαλε εκείνο τον ήχο τς την προσπέρασε με ευελιξία, η Εκάτη το βρήκε παιδιαστικο και δεν απάντησε σε αυτη την πρόκληση. Γύρισε στον πάγκο με τα καφτάνια παρατηρώντας πως η Κιμικο δραματικά έριξε ένα κόκκινο λεπτό πέπλο στο κεφάλι της, η Λουν που δύσκολα γελούσε δυνατα την είχε πιάσει από τους ώμους συνεχίζοντας κάποιο τραγούδι που άκουσε και η ίδια όταν πλησίασε αρκετά.
Η Λουν λιγότερο ρομποτική και ευγενική με τα μαλλιά της λιγο ανακατεμενα γελούσε και τα μάτια της έκλειναν, ανεμιζοντας ένα μεγάλο μπεζ καφτανι πάνω από το κεφάλι της. Δίστασε να διακόψει και έκατσε στην σκιά κάνοντας την πρώτη απόπειρα να τηλεφωνήσει σπίτι. Η αναμονη έμοιαζε με αιώνα περιμένοντας κάτι από την άλλη γραμμή, κάποια εκφωνητρια με τόσο ενρινη φωνή να την πληροφορεί για χρεώσεις, κοιτούσε τα αστραφτερά μαύρα παπούτσια και μετρούσε με χτύπους στα δάχτυλα της τα δεύτερα που μεσολαβουσαν.
Ο εκφωνητής τελικά μιλούσε για περιορισμό των κλήσεων, οι γονείς της θα είχαν τρελαθεί και εκείνη έκανε βόλτες για καφτάνια. Ο Χιου Τζεν έκανε ίσκιο στα μάτια του για να την κοιτάξει και πλησίασε κρατώντας δύο χαμηλά θαλασσιά κυπελάκια. Έκατσε στο ψηλό μάρμαρο και εκείνη βύθισε το κινητό της τηλέφωνο στην τσέπη της τσάντας της, ψηλές ξανθές τούφες κολλούσαν στο μέτωπο του σε εκείνη την κοντινή απόσταση πέρα από την ανυδρη ξερή αίσθηση της ζαλάδας της φάνηκε παράξενο ποσο διαφορετικοί ήταν οι άνθρωποι γύρω της, τα χρώματα τους, οι μυρωδιές τους, τα ρούχα τους, της ήταν τόσο δύσκολο να συγκεντρωθεί όταν τόσα πολλά πράγματα έτρεχαν γύρω της.
« Δεν βρήκα ποτήρια, ελπίζω να μην πειράζει» της είπε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια απλώνοντας προς την μεριά της το κυπελάκι, ο καφές παγωμένος που μάλιστα είχε και πάγο, τα χείλη της έσπασαν σε ένα χαμόγελο πριν καλά καλά προλάβει να το πάρει στα χέρια της « Είναι που κοιτούσες τον καφέ συνέχεια στο αυτοκίνητο» συμπλήρωσε ανασαινοντας βαθιά σχεδόν απολογητικά, η Εκάτη κράτησε με τα δύο της χέρια το χάρτινο κυπελάκι « Ευχαριστώ αλήθεια, που βρήκες καφέ εδω γύρω ; » ο Χιου Τζεν της χαμογέλασε αμυδρά στηρίζοντας πίσω τους ώμους του, τα μακριά του πόδια προσγειωμένα στο έδαφος έκαναν διαφορά σχέδια στο πλακόστρωτο, τα λευκά του αθλητικά είχαν γίνει γκρίζα.
« Λοιπόν, την βλέπεις εκείνη την κυρία;» ειπε και γύρισε προς το μέρος της δείχνοντας μια ηλικιωμένη που πουλούσε λουλούδια φορούσε ένα τόσο φανταχτερό καπέλο σε σύγκριση με τα τρύπια παπούτσια της, ένευσε και χαμήλωσε το βλέμμα της να μην βλέπει, την ενοχλούσε το θέαμα, ήταν κρίμα που δε μπορούσε να δωρίσει πάλι παπούτσια σε κάποιον άλλον, ήταν κρίμα που η φτώχεια δεν ήταν κάτι που αλλαζε ένας άνθρωπός μόνος του. Δεν ξυπνούσε κάνεις και έλεγε σήμερα θα αλλάξω τον κόσμο « Είναι φίλη μένει εδώ πολλά χρόνια ακόμη και αν είναι πολύ ακριβός ο καφές εδώ πάντα υπάρχει κάτι »
Η Εκάτη πρόσεξε ξανά πόσο εύκολα από την μία στιγμή στην άλλη η διάθεση της είχε κάνει κατακόρυφη βουτιά « Αντε πάμε» είπε πίνοντας μια γερή γουλιά από τον καφέ που ακόμη και αν ήταν από τους χειρότερους που είχε πιει ήταν και ο μόνος για τον οποίο ήταν βαθύτατα ευγνώμων « Να πάρουμε λουλούδια» ο Χιου Τζεν πιάνοντας προσεκτικά το χάρτινο κυπελάκι ήπιε μια γουλιά και ένευσε, νωχελικα φόρεσε τα γυαλιά ηλίου του και στήριξε την πλάτη του πίσω.
« Αντε έλα!» μουρμουρησε και σκουντηξε μαλακά τον αγκώνα του, ο Τζεν ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στον ψηλό πέτρινο τοίχο της αγοράς πίνοντας μονορούφι τον νερουλό καφέ, χαμογελασε ζωηρά και σκουντηξε με όμοιο τρόπο τον αγκώνα της « Θες να πας να πληρώσεις για τον καφέ ε;» δεν του απάντησε πάρα μόνο χάζεψε άλλη μια φορά την Κιμικο και την Λουν, τα γέλια τους γέμιζαν την μικρή πλατεία και ο prada καθισμένος στα σκαλιά που είχαν γεμίσει παιδιά φορούσε ακουστικά και έμοιαζε πλήρως απομακρυσμενος από τα δρώμενα σαν αντικοινωνικο γυμνασιοπαιδο.
Το δέρμα της που αναπόφευκτα κολλούσε από την ζέστη όταν ήρθε σε επαφή με το γυμνό χέρι του Τζεν γύρισε αμυδρά το κεφάλι της για να μην φανεί ότι της φάνηκε παράξενο « Αντε έλα, εσύ το είπες» το χέρι του ήταν τόσο δροσερο στον ώμο της και πρόθυμα του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
▬▬▬▬▬
偉大な愛をもって
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro