Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 23ο

Τα κύματα & ο φάρος
07.07.2019
▬▬▬▬▬

ΠΩΣ ΛΈΓΕΤΑΙ Η τάση κάποιου να αποφεύγει όλα του τα προβλήματα με φαγητό και ίντερνετ; Η Νόρα θα γνώριζε, της έριξε την πρόταση Πέμπτη πρωί όταν πήγαιναν μαζί στην τραπεζαρία « Ξέρω ένα μέρος πολύ πολύ ενδιαφέρον έχει ωραία κοκτέιλ » η Νορα εκτός από το ότι είχε το καλύτερο γούστο στο φαγητό, την μουσική, τις ταινίες, γνώσεις παντός επιστητού είχε αναπτύξει τρομερές δυνατότητες στην παρασκευή κοκτειλ και είχαν υποσχεθεί η μία στην άλλη πως θα έφτιαχναν παρέα κάποια στιγμή.

Τελικά η στιγμή θα παρέμενε ως σχέδιο και θα άρπαζαν ευκαιρία να περιηγηθούν στα φιλόξενα μαγαζιά της Σανγκάης μετά τις δέκα το βράδυ. Ηταν μια πρόκληση που η Εκάτη αρχικά θα απέρριπτε γιατί δεν ήταν άνθρωπος του αλκοόλ από την άλλη όταν το ζητούσε ένα άτομο που είχε επενδύσει στην παρέα τους ήταν δύσκολο να πει όχι, από την άλλη ήταν και η περιέργεια για την νυχτερινή ζωή μιας τελείως διαφορετικης χώρας.

Προσπάθησε να το δει περισσότερο εγκυκλοπεδικα και όταν μίλησε με την μητέρα της προηγουμένως στο τηλέφωνο είχε πει για έξοδο με μεγάλη παρέα. Κάτι ακομη περίεργο ήταν η σιγουριά των γονιών της κάθε φορα που μιλούσαν, πως εκείνη θα έχει παρέες, πως θα βρίσκεται στα πούπουλα επειδή ήταν μαθήτρια από το εξωτερικό. Ακόμη δεν είχε καταλήξει σε κάποιο σχέδιο ανακοίνωσης στους γονείς την παραμονή της στο πανεπιστήμιο.

Αυτή η σκέψη κυκλοφορούσε τόσο έντονα μέσα στο κεφάλι της που είχε ξεχάσει ακόμη και την φθηνή ιστορία με τον Χιού Τζεν και τον Γιανγκ, την Μπορα και ότι άλλο δεν έλεγαν αυτοί μεταξυ τους. Την τρίτη περίοδο κατά την ώρα της επικαιρότητας και ειδήσεων ένας μαθητής ήρθε και της άφησε ένα διπλωμένο χαρτί πάνω στα βιβλία της, πήγε να τον ρωτήσει και εκείνος εξαφανίστηκε τρέχοντας έχοντας διακόψει την παράδοση σε όλο το ακροατήριο.

Κόντεψε να πνίγει με το σάλιο της όταν ο Άγγλος λέκτορας την ρώτησε αν συνέβαινε τίποτα. Παρά ήταν ντροπιασμενη για να βγάλει άχνα έχωσε το χαρτί στην τσάντα της προκειμένου να δείξει πνεύμα κατανόησης των συνθηκών, όταν έλειξε η παράδοση ξεδιπλωσε το χαρτί και διάβασε σε σωστά στοιχισμενα κινέζικα μανιτάρι θα σε περιμένω στο σχόλασμα της τρίτης περιόδου.

Τσαλακωσε το χαρτί και το έχωσε στην τσάντα της, μάζεψε βιαστικά τα πράγματα της και βγήκε από την έξοδο κινδύνου προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο να πέσει πανω στον prada που κατά πάσα πιθανότητα θα περίμενε έξω από το ακροατηριο. Τι ήθελε πια; Δεν τα είχαν ξεκαθαρίσει;

Εάν κανένας από τους δύο δεν λυποταν για ότι έγινε που ήταν το κόλλημα; ήταν από την πρώτη μέρα σε αντίπαλα στρατόπεδα, μόνο εκείνη έκανε την ηλιθια κίνηση να πατήσει στο ναρκοπεδιο του. Καλύτερα να μάζευε τα δίχτυα του γιατί αν έψαχνε να σκαλίσει το ζήτημα Χιου Τζεν δεν ήταν δα τόσο ηλιθια που να πιστεψει πως ήθελε να της πει και τίποτα σπουδαίο.

Η Νόρα ακριβώς στις εννέα το βράδυ είχε φτάσει, ήταν τόσο καλά ντυμένη που η Εκάτη εξεπλάγην από το πόσο κομψά τελικά μπορούσαν να γίνουν τα μαλλιά της, οι γαλάζιες ανταύγειες σε συνδυασμό με κάστανο ξανθά μαλλιά της σε μια καλό χτένισμενη κοτσίδα και ένα κολακευτικό μαύρο φουστάνι έκανε την αθλητική Νορα, μια εναλλακτική Νορα από την Νέα Υόρκη που φορούσε ένα άρωμα ανάλαφρο σαν γιασεμί.

« Αντε, αντε βάλε παπούτσια» την παρακίνησε και κουμπωνοντας καλά τα μπουφάν τους κατέβηκαν στο κέντρο με την γραμμή λεωφορείων νούμερο 397. Βράδυ Πέμπτης και ο κεντρικός πεζόδρομος ήταν γεμάτο τουρίστες, γυναίκες ντυμένες με παραδοσιακά κιμονό και καταστήματα τίγκα στον κόσμο, μια πολυστοιχια από φώτα και κόσμο να κινείται σαν ζωντανο μελίσσι, μυρωδιές από ψητό κρέας, καλαμπόκι, καβουρντισμενο ρύζι, καλαμάρι και κάθε ψαρικο που τραβούσε η όρεξη της « Μην ανησυχείς θα φάμε πρώτα» της είχε πει σαν να είχε διαβάσει το μυαλό της και ανέβηκαν τα σκαλιά ενός καταστήματος με την ονομασία η νύμφη του Μακάο. Ήταν ένας ακόμη ιδιομορφος τίτλος για ένα κατάστημα που συνδύαζε φαγητό και ποτό.

Δεν ήταν αυτό που αρχικά είχε στο μυαλό της και προσπάθησε να κρύψει πως δεν και η καλύτερη επιλογή ενας χωρος κλειστός και χαμηλός στην μια μεριά του κάτω από το ύψωμα ήταν τα τραπέζια δείπνου και παραπάνω από την σκάλα το μπαρ του καταστήματος, ίσως την γοήτευσε λιγάκι η διακόσμηση, το γυάλινο πάτωμα και οι γυάλες που ήταν ενσωματωμένες στα πλαίσια του τοίχου αφήνοντας τριγύρω μια αντανάκλαση νερού.

Η μουσική με δυνατό μπάσο στο εσωτερικό όχι σε σημείο που να ενοχλεί τα αυτιά της, ήταν κατά κάποιο τρόπο μια εξισορροπημενη κατασταση είχε αρκετό κόσμο και από την πρώτη στιγμή που εισήλθαν στον χώρο των υποδοχής η Νορα την σκουντηξε « Κοίτα ποια μας κάνει νεύμα » η Εκάτη ξεκόλλησε το βλέμμα της από την μεταλλική όψη του νερού σε κάποιες γωνίες και ξεχώρισε στο βάθος ένα κορίτσι με ανοιχτά καστανά μαλλιά, αλαζονικό χαμόγελο όλο αυτοπεποίθηση.

Η Μπορα δεν ήταν αγνώριστη αλλά ήταν δύσκολο να καταλάβει αν ήταν εκείνη ή κάποια πασίγνωστη ηθοποιός, δίπλα της η Κιμικο και η Λουν, τα δύο αστέρια από καμελια και καραμέλα. Η Λουν μάλιστα είχε σηκωθεί όρθια και της πλησίασε με βήμα ντελικάτο πολύ πιο ανεξάρτητο από αυτό που θυμόταν η Εκάτη -η παρουσία της για κάποιο άγνωστο λόγο σήμανε σήμα κινδύνου στο μυαλό της, κατευθείαν το βλέμμα της έτρεξε τριγύρω να δει κάποιο σημάδι των αγοριών της παρέας της συμφοράς.

Η Λουν που φορούσε ένα λευκό μπλουζάκι μέσα από το μαύρο σαμεν παντελόνι χαμογελασε αποκαλύπτοντας ένα καλόπροαιρετο χαμόγελο, δεν είχε καμία σχέση με την Λουν που τους είχε αφήσει στα μισά του ταξιδιού το ότι δούλευε τους πάντες ήταν αλλη ιστορία « Τι ευχαριστη έκπληξη, ξανά συναντιομαστε!» η Εκάτη κοίταξε την Νορα που κοιτούσε το ίδιο παραξενεμενη.

« Χαίρομαι που σε βλεπω » είπε περισσότερο τυπικά πάρα ειλικρινά και η Λουν τους έδειξε με το βλέμμα της το τραπέζι της Μπορα και της Κιμικο « Θα θέλατε να φάμε μαζί;» η Νορα καθάρισε τον λαιμό της « Εμείς έχουμε κλείσει σε άλλο σημείο τραπέζι» εξηγήθηκε και η Λουν χαμογελασε άλλη μια φορά σαν να το περίμενε αυτό « Κερνάμε εμείς, η Μπορα θα χαρεί να κάτσετε μαζί» η Εκάτη δεν ήξερε πως τελικά πείστηκε, ήταν το τζάμπα φαγητό;

Η το ότι το ζητούσε η Μπόρα προσωπικά; την τελευταία φορά είχε αρνηθεί την βοήθεια της και φοβήθηκε πάλι μήπως η Μπόρα γυρνούσε την κουβέντα σε κάτι που δεν θα της άρεσε.

Η Νόρα δεν φάνηκε τόσο σιγουρη για αυτή την απόφαση παρόλα αυτά σκουντηξε τον ώμο της Εκατης να προχωρήσουν, η Μπορα της δέχτηκε με μια γρήγορη εντολή στον σερβιτόρο « Δύο νέα ποτήρια!» δεν έμοιαζε ευδιάθετη απαραίτητα και η Εκάτη στριμωχθηκε δίπλα της ενώ η Νορα ανάμεσα σε εκείνην και την Λουν « Γειά » είπε κοφτά η Κιμικο και γεμίζοντας το ποτήρι της με μια γερή δόση σοτζου την κατέβασε μονοκοπανιά.

Η Μπόρα ακολούθησε με ταχύτητα και έκανε νόημα στα κορίτσια να πιουν για χάρη της « Δεν έχουμε φάει» αποκρίθηκε η Εκάτη και η Νορα ήπιε με μεγάλη ευκολία το δικό της « Τι;» ρώτησε η Μπόρα αφηρημένη και η Εκάτη κοίταξε το ποτήρι της « Τίποτα » δοκίμασε λιγάκι και στράβωσε ξινισμένη το πρόσωπο της « Λοιπόν! Δεν θυμάμαι να έχουμε βγει έτσι όλες μαζί» δήλωσε η Λουν που σε αντίθεση με την Κιμικο και την Μπορα που κατέβαζαν αλκοόλ που επηρέαζε την συμπεριφορά τους ήταν στα νερά της.

« Νορα πως πάει η ψυχολογία;» η Λουν άνοιξε διάλογο με την Νόρα ενώ και τα δύο κορίτσια είχαν πολλά να συζητήσουν για τα νέα εξάμηνα που θα έρχονταν και οι δύο παρακολουθουσαν μαθήματα σχετικά και σχολίαζαν από νέες μεθόδους έως και μάρκετινγκ. Η Εκάτη είχε ακούμπησε την πλάτη της στο άνετο καναπεδάκι με το μπράτσο της Μπορα να κινείτε σαν νευροσπαστο ανά τακτά διαστήματα και να την σκουντα κάθε φορά που κατέβαζε ένα νέο ποτήρι.

« Εκάτη Έλινγκτον! Εάν θες τον Χιού Τζεν τίμησε με με το καλύτερο αλκοόλ της Σανγκάης!» φώναξε και η Εκάτη αυτόματα γούρλωσε τα μάτια της « Καλά! Καλά! Μπορείς να μην το φωνάζεις!» δεν ήταν παράκληση ήταν διάταγη και η Κιμικο διέκοψε με ένα βλέμμα τόσο χαμένο που έμοιαζε ετοιμόρροπη, το κεφάλι της χαμηλωνε απότομα και επανερχόταν « Πάνε να κάνουμε καμιά στροφή!» φώναξε και σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι τραγωδοντας στην πιο παράφωνη εκδοχή του ένα δημοφιλές κορεάτικο τραγούδι που έπαιζε εκείνη την ώρα.

Η Μπόρα και αυτή το μουρμουριζε κουνώντας με έναν αφηρημένο τρόπο τα χέρια της, έκλεινε τα μάτια της νυσταγμένη και η Κιμικο σηκώθηκε πάνω τρεκλιζοντας, η Εκάτη δεν το ήθελε αλλά έβαλε τα γέλια, όχι τόσο επειδή της φάνηκε αστείο αλλά ήταν κατι πηγαίο, έκανε αέρα στον εαυτό της με τα χέρια της και ύστερα μισό ζαλισμένη από τους ήχους έλιωσε στην θέση της.

Πάλι καλά για την Κιμικο που την συνόδεψε η Λουν και η Νορα κατευθείαν στα μπάνια μιας και παραλίγο να γκρεμοτσακιστει από τα σκαλακια. Η Μπόρα κοίταξε με μεγαλα μάτια το νέο της κινητο τηλέφωνο και οι ώμοι της τουρτουρισαν σαν να ανατρίχιασε, έκατσε αφήνοντας το βαρος της στον σιέλ καναπέ και με μια νυσταγμένη απάθεια έγειρε το κεφάλι της.

« Αυτός ο μπάσταρδος, αυτό το σκουπίδι ..» μουρμουρησε με μια τέτοια αηδία να καταλαμβάνει όλο το σώμα της, μαζεύτηκε και τα μάτια της καρφωθηκαν στα γόνατα της , η Εκάτη νόμιζε πως δεν έπρεπε να δώσει βάση στα λόγια μιας μεθυσμένης ύστερα κατάλαβε πως δεν ήταν οι μεγαλύτερες ασυναρτησίες για κάποιον που ήξερε για εκείνο το άτομο που της έστελνε μηνύματα.

« Νομίζει πως θα με τρομάξει » είπε ακόμη και ένα σκληρό χαμόγελο χάραξε μια πονεμένη γραμμή στα κόκκινα χείλη της « Αυτός με τα λουλούδια;» τόλμησε να ρωτήσει η Εκάτη και η Μπόρα εγνεψε ασυναίσθητα « Θα νομίζουν ότι είμαι εύκολη κατάλαβες; Ότι το κρύβω γιατί ντρέπομαι αλλά πίστεψε με .. Δεν έχουν ιδέα » σιγά σιγά η έκφραση της άλλαζε σε σαρωτική απάθεια , τα μάτια της ανέβηκαν στο ποτήρι που κρατούσε και ρούφηξε την μύτη της, δεν φάνηκε να ήξερε τι έλεγε και η Εκάτη ακόμη και αν δεν το επιθυμούσε έπρεπε να αρπάξει την μόνη ευκαιρία να ρωτήσει ότι έπρεπε να μάθει για την υπόθεση, ήταν εμφανές πλέον πως η Μπόρα είχε πολύ μεγαλύτερο προβλημα από εκείνην.

« Είναι κάποιος που ξέρεις;» την ρώτησε δίνοντας της θάρρος και εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της « Όταν ήμουν στο Λονδίνο κάποιο βράδυ ήμουν σε ένα παρόμοιο μέρος με μια παρέα που δεν γνώριζα καλά και ενώ ξεχαστηκαμε για λίγο το επόμενο πρωί που ήρθα στα λογικά μου ξεκίνησαν αυτά τα κωλο μηνύματα ..» είπε πίνοντας στο ενδιάμεσο μια γουλιά από το ποτήρι της, μορφασε στο κάψιμο « Κάτι μηνύματα .. Θεέ και Κύριε .. » ψέλλισε και εβηξε στην αναστροφή της παλάμης της.

« σε παρακολουθεί;» ρώτησε η Εκάτη ξέροντας ήδη την απάντηση η φωνή της δεν ήταν τόσο σταθερή και η Μπόρα γέλασε για να καλύψει την απογοήτευση της « Μόνο αυτό;.. Δεν μπορώ να τους πω ξέρεις, τα αγόρια δεν καταλαβαίνουν.. Εγώ είμαι τόσο ψηλά στα μάτια τους.. Και είναι ότι έχω.. Φοβάμαι πως αυτός που κουβάλησαν στο σπίτι μου οι δικοί μου για γάμους είναι αυτός .. Καταλαβαίνεις; Μέσα στο σπίτι μου» η Εκάτη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και δεν προσπάθησε καν να κρύψει το πόσο δυνατό χαστούκι ήταν αυτή η πληροφορία.

« Θα σε παντρεψουν;» ρώτησε μην ελέγχοντας τον τόνο της και η Μπόρα ήπιε και το δικό της ποτήρι « Θα είναι η τελευταία βολη τους » χτύπησε με δύναμη κάτω το κοντό ποτήρι και πήρε μια βαθιά ασταθή αναπνοή. Το μυαλό της Εκατης άρχισε να παίρνει τρελές στροφές πάρα την θολούρα που της δημιουργουσε το κλίμα.

« Πρέπει να βρούμε αυτόν πίσω απο τα μηνύματα και τα αγόρια μπορούν να βοηθήσουν, είστε φίλοι τόσα χρόνια .. Είναι υποχρεωμένοι να καταλάβουν» φαντάστηκε τα τρία αγόρια να μαθαίνουν για το ζήτημα και να ζαρωνουν από τον θυμό « Δεν νομίζεις πως μπορούν να πάθουν κατι;» της αντιγύρισε « Εάν δεν το καταγγείλεις στην αστυνομία θα το κάνω εγώ» της έδωσε πληρωμένη απάντηση, εάν πραγματικά φοβόταν για την ασφάλεια των ανθρώπων γύρω της τότε το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μπλέξει την αστυνομία.

Η Μπόρα δυσαρεστηθηκε με αυτό « Ξέρεις ποιο είναι το όνομα μου; Ξέρεις τι θα συμβεί στην οικογένεια μου αν ακουστεί κάτι τέτοιο έξω; Δεν θα έχουν καμία ελπίδα να ανεβάσουν το κόμμα που εκπροσωπούν » η Μπόρα δεν ήταν μια ακόμη τυχαία μαθήτρια στο Σανραιζ και αν προ λιγου ήταν έτσι στα μάτια της Εκατης πλέον γύρω από την εικόνα της έμπαινε μια γιγάντια ταμπέλα που θα είχε από την πρώτη μέρα γέννησης της η Μπόρα η κόρη των μεγαλύτερων μελλοντικών πολιτικών στην Κίνα.

« Για να είμαι ειλικρινής καρφί δεν μου καίγεται για αυτό αλλά ξέρεις που έρχονται όλα τα κύματα ε; στον φάρο στην άκρη του πουθενά » οι αντανάκλασεις από τα νερά του ενυδρείου έκαναν τα πρόσωπο της να μοιάζει σαν από ταινία που γυρίστηκε κάτω από το νερό « Να τώρα που μπορώ να ξέρω πως την αρρώστια μου την κουβαλας και εσύ » ψέλλισε με δυσκολία και η Εκάτη κατάλαβε απευθείας τι εννοούσε « Μην μου ζητάς να το κρατήσω μυστικό, τέτοια μυστικά έχουν άσχημο τέλος, αν αγαπάς τον εαυτό σου, την τιμή σου και τους φίλους κάνε το μόνο που έχει μείνει » παρακάλεσε πηδοντας πάλι σε ξένο στρατόπεδο μπλέκοντας τον εαυτό της σε ένα αρκετά μπερδεμένο σχοινί που λέγεται έγνοια.

« Ο Γιανγκ έχει δίκαιο για εσένα » η Μπόρα με τον δεικτη της χαϊδεψε την ακρη του δεικτη της την κονχη του ματιού της φάνηκε σαν να μην προσπαθούσε να δείξει συναίσθημα, δεν της εξήγησε τι εννοούσε πάρα μόνο ακούμπησε τα γόνατα της να συνεφέρει τον εαυτό της « Δεν μου αρέσει για εκείνον, φαίνεται σαν λάθος » μονολογησε παρατηρώντας στην είσοδο να πλησιάζει η Λουν και η Νορα που στηρίζαν τους ώμους της Κιμικο, η Εκάτη προσπάθησε να μην δείξει ενοχές που δεν είχε πει τίποτα στην Μπόρα για το θέμα εκείνο ακόμη και μέσα της είχε ήδη απαντήσει φαίνεται λάθος και είναι.

[..]

Η ανεκδιήγητη σιωπή που έπεσε σαν πανούκλα τα επόμενα λεπτά ήταν αφόρητη ακόμη και αν η Λουν έκανε φιλότιμες προσπάθειες να συνεννοηθεί με τις υπόλοιπες, με μια Κιμικο που είχε πέσει ξερή στο πλαι της και κάπου κάπου συνερχοταν ζητώντας να χορέψουν, με μια Μπόρα που είχε πιει το αμίλητο νερό και κοιτούσε με ένα απλανές βλέμμα το άγνωστο, με μια Εκάτη να μην μπορεί να ησυχάσει από την υπερένταση και την Νορα κατά πάσα πιθανότητα να πλήττει του θανατα.

Η Εκάτη ήθελε να σταματησει να κάνει μουρλα σενάρια να βρει μια γιγάντια δικαιολογία να γλιτώσει από το υπόλοιπο της ώρας που θα εμέναν εκεί και να παρατηρήσει καλύτερα την αλληλεπιδραση μεταξύ της Λουν και της Κιμικο. Η Λουν την είχε λιποθυσμενη στο ώμο της μάλιστα κάλυψε τα γόνατα της Κιμικο με το σακάκι της « Είναι σίγουρα καλά; Να καλέσω ένα ταξί;» πρότεινε η Εκάτη χωρίς να ξέρει καν να καλεί ταξί, η Λούν της χάρισε ένα χαμόγελο που δεν έλεγε πολλά.

« Μην ανησυχείς» της είπε μόνο « Καλά σε είδα εγώ! Νορα εσύ;» τρία κεφάλια γύρισαν στην πηγή ήχου και η Εκάτη πρόσεξε πως η Μπόρα δεν είχε κάνει καν τον κόπο να γυρίσει να κοιτάξει. Εκεί μπροστά στο τραπέζι πίσω από την θέση της Νορας βρισκόταν μία Ασιάτισσα με κατακόκκινα μαλλιά στον πιο σκούρο τόνο του κόκκινου, είχαν μια γαργαλιστικη λάμψη και το βλέμμα της έντονο λόγο των καλοσχηματισμενων φρυδιών της, η Νορα χαμογελασε σαν να ευχαρίστησε τον Θεό για την είσοδο της.

« Φέιρα! Τι σύμπτωση, να σου συστήσω την Εκάτη και την Λουν!» η Φέιρα πέρασε με τρόπο μια τούφα πίσω από το αυτί της σαν να φλέρταρε « Τα κορίτσια τα ξέρω, ποιος δεν ξέρει την αδερφή του Γιανγκ Σεονγκ και φυσικά την νέα σταρ του Σανραιζ» η Εκάτη μόλις που εντόπιζε ειρωνεία στην φράση της και άφησε την Λουν να μιλήσει πρώτη « Χάρηκα Φερα» απάντησε η Λουν και το κορίτσι απέναντι της εσμιξε τα φρύδια της « Είναι Φέιρα» τόνισε και η Λουν χαμογελασε σαν να μην ήταν και τόσο μεγάλο θέμα « Ναι αυτό»

Η Μπόρα με απουσια πλήρους διάθεσης έφτασε τι κινητό της τηλέφωνο όταν αντιλήφθηκε πως είχε νέο μήνυμα, εκ πρώτης όψεως φάνηκε να ξύπνησε απότομα από την ζαλάδα των προηγούμενων λεπτων, η όραση της καθάρισε και ανακαθισε διαβάζοντας προσεκτικά το νέο μήνυμά με αποστολέα αριθμό που δεν είχε καταχωρημένο βγες λίγο έξω μιλήσουμε. Τζεμιν

Τζεμιν; Τζεμιν; Αναρωτήθηκε απανωτά ενω το κεφάλι της δονουνταν, το κούτελο της πονούσε και ο λαιμός είχε στεγνώσει από την αφυδάτωση που αισθανόταν ήδη να τρυπαει πρώτα το στομάχι της. Τζεμιν! Εκείνος που φορούσε λευκά αθλητικά και ταιριαζε με τα στοιχεία του μπασταρδου που σκιαζε την ύπαρξη της τους τελευταίους μήνες που την έκανε να αμφισβητεί ακόμη και το σώμα της το ίδιο.

Ο τρόπος που σηκώθηκε τραβηξε την προσοχή των άλλων κοριτσιών και απευθείας έριξε μια στριφνη ματια γύρω της « Δεν θα αργήσω » κάνοντας την έξοδο της πατώντας με περισσότερη σιγουριά στο έδαφος πρόσεχε πως είτε τα πάντα γύρω της χόρευαν, είτε τα βλέφαρά της βαραιναν, οι μύες της χαλαροί και η διάθεση της έπλεε σε άγνωστα νερά.

Δεν χρειάστηκε να σταματήσει να ψάξει τον Τζεμιν γιατί ήταν εκεί έξω τα χέρια του στις τσέπες του παλτου του, ήταν σαν έβλεπε έναν γνωστό πινακα σε έκθεση που για άγνωστο λόγο της άφηνε μια πικρή αίσθηση, τα ανοιχτοχρωμα καστανά μαλλιά του τραβηγμένα απο το μέτωπο του στεκοταν εκεί με τα ζυγωματικά του ροδισμενα από το κρύο που την βρήκε απροετοιμαστη, τα λευκά αθλητικά του έφεραν εκείνη την αίσθηση πικρίας στα χείλη της, φαινόταν σαν να γλιστρούσε σε ένα ανεπιθύμητο όνειρο ενώ το μόνο που έκανε ήταν να περπατάει με φορα, με μένος που είχε γεννήσει η ουσία του ποτού, η ζαλάδα και η απάθεια που εκρυβε η θλίψη, δεν ήξερε αν τα ένστικτα της πυρωναν τον θυμό στο στήθος της ή το ότι προ λιγου δεν θυμόταν καν τι έλεγε.

Τρόμαξε από το πόσο δύσκολο της ήταν τελικά να σταματήσει στην θέση που έπρεπε παρασύρθηκε από το πόσο ρομαντικά ήταν το ζευγάρι μελι ματιών του νεαρού, αν δεν την κοιτούσε με ανησυχία τι ήταν; δεν θα άφηνε αυτή την αξιολύπητη παράσταση του να την πλανεψει « Με παρακολουθείς;» όταν μίλησε οι λέξεις εκτοξεύονταν και ο Τζεμιν με τα μελι πολλα υποσχόμενα μάτια παραξενευτηκε.

« Δεν είναι η εισαγωγή που σκόπευα να κάνω αλλά αν αυτό βοηθάει - όχι γιατί να το κάνω αυτό;» ρώτησε με τόση φυσικότητα που την έκανε να μορφασει ειρωνικά « Γιατί; Δώσε μου το τηλέφωνο σου» ανέβασε το τόνο της « Ορίστε;» η Μπόρα έδειξε την τσεπη του « Δώσε μου το είπα!» φώναξε χωρίς ίχνος συναίσθησης του χώρου « Γιατί να -» το σαγόνι του κλώτσησε.

« Δώσε το καταραμένο!» χωρις να πάρει την άδεια του άπλωσε το χέρι της και ο Τζεμιν την εμπόδισε με μια λαβή από τον καρπό της, μπλόκαρε την κίνηση της και η Μπόρα γούρλωσε τα μάτια της, αυτόματα χρησιμοποιησε το άλλο της ελεύθερο χέρι και πριν το σηκώσει ο Τζεμιν το κράτησε χαμηλά, έφερε τέτοια αντίσταση που για να φέρει σε ηρεμία την έπιασε πιο χαμηλά από τους ώμους και την κράτησε σε θέση προσοχής.

« Μπόρα είσαι στα καλά σου; Είσαι μεθυσμένη;» την ρώτησε και τα μάτια της κοίταξαν το έδαφος για να αποφύγει να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο, η δική του μυρωδιά ήταν περισσότερο σαν αυτή από φρέσκο πλυμένα ρούχα, σαπούνι μαλλιών και ακριβό ύφασμα, μια υπόνοια καφέ, τα μαλλιά της ήταν τόσο δροσερά στα μάγουλα της και το στήθος της φουσκωνε χωρίς να μπορεί να πάρει αέρα, φοβόταν πως θα ανέπνεε την εκπνοή του και η εγγύτητα τους θα γινόταν απροσδόκητα πληθωρική, κατακλυστικα ικετευε να μην ήταν εκείνος, να μην είχε ούτε μια στο εκατομμύριο σχέση με οτι συνέβαινε σε εκείνη, τα δάκτυλα του Τζεμίν την κρατούσαν στα πόδια της την ώρα που όλη η ανακατωση, η βαβούρα στην καρδιά της έγινε λοξιγγας.

« Μπόρα -» πήγε να πει « Εη! Μπόρα» το κορίτσι που με δυσκολία ξεπερνούσε το ένα εξήντα έπιασε τον ώμο της ετοιμόρροπης Μπόρα κάνοντας τον Τζεμιν να βοηθήσει και εκείνος « Εσύ στριβε » προειδοποίησε η Λουν και κούνησε κοφτά το κεφάλι της στον Τζεμιν. Ο νεαρός στεκοταν ακόμη κοιτώντας προς την Μπορα λες και είχε την ελπίδα πως θα του επέστρεφε την ματιά.

[..]

Υπάρχει μια τρισμεγεθη διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα μυθιστόρηματα ή τις ρομαντικές ταινίες που καταβροχθιζε όταν ήταν μόνη της, όλα κυλούν κατά έναν τέτοιο τέτοιο που είναι αναπόφευκτο το ξεχωριστό αγόρι να πέσει στον τρυφερό έρωτα της διαφορετικής, αυτής που νομίζει πως είναι εξισου ξεχωριστή από τα άλλα κορίτσια, πως το φως ξαφνικά της προσοχής του πέφτει πάνω της, πως παρά τις δυσκολίες καταλήγουν τόσο ερωτευμένοι, μοιράζονται μυστικά που τους δένουν και δεν χρειάζεται καν να μιλήσουν για να δώσουν στον άλλο αυτο που επιζητά, στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν τέτοιες συμπτώσεις όλα ήταν ρευστά και χλιαρά, παρακαλούσε τον εαυτό της να βρει το θάρρος να κάνει κάτι που σίγουρα θα της βγει σε κακο.

Έμοιαζε να πιστεύει πως θα ξεθυμανε ενώ κάθε δευτερόλεπτο που γυρνούσε στα δικά της προβλήματα ο Χιου Τζεν ήταν πρώτο και καλύτερο. Κατηγόρησε αρχικά το άλλο αγόρι που την έλουσε με καφέ γιατί.. Πάντα έτσι ήταν για εκείνη ο ενθουσιασμος που απεπνεε μια φυσική ηρεμία που νόμιζε πως θα έκανε και την δική της καρδιά να ηρεμεί - όταν ομως σταμάτησε να ζει με την φαντασίωση του Τζεν και εκείνης να κάνουν περίπατους, να βλέπει ονειρα όπου θυμόταν τελικά μόνο το πρόσωπο του, ένιωσε μια τρισακαταρατη αλλαγή στο πως σκεφτόταν.

Πριν μπορούσε να ζούσε με την ηρεμία πως της έφτανε να τον θαυμάζει να συνεχίσει να ονειρεύεται σαν να είναι ηρωίδα βιβλίου πως κάποια μέρα μακρινή θα συμβεί κάτι. Και όταν έλεγε κάτι δεν εννοούσε τίποτα από ότι θέλουν απεγνωσμένα κορίτσια της ηλικίας της, δεν φαντάστηκε ποτέ εκείνην να έρχεται κοντά σωματικά με κάποιο άλλο άτομο και αν το έκανε αμέσως αισθάνθηκε πως κάτι τέτοιο θα της χάλαγε όλο το όνειρο.

Φοβήθηκε πως ήταν πολύ μεγάλη για να σκέφτεται με αυτόν τον τρόπο, πως ξαφνικά με τα στάνταρ της θα συναντούσε κάποιο άτομο που ταυτόχρονα θα ήθελε να ερωτευτει τόσο πολύ, που θα ήταν αξιοπρεπής στις κινήσεις του, που θα ήθελε αυτό που ήταν, ακόμη και αν αυτό που ήταν, ήταν στραβοκομμενο, πρόχειρο και τώρα επιρρεπές σε κάθε κακο σχόλιο, ζητούσε εξωγήινο ή άνθρωπο στο κάτω κάτω;

Απέφευγε τόσο πολύ αυτή την συζήτηση με τον εαυτό της μήνες και ενώ η Καιτλιν ήταν τόσο αναλυτική και εξω καρδιά ενώ μιλούσαν για αυτά τα θέματα δεν μπορούσε να της πει πόσο πολύ φοβόταν ότι σχετιζόταν με τα έντονα συναισθήματα, δεν ήξερε πως την μία στιγμή ζητούσε το απόλυτο πρότυπο έρωτα που είχε πλασσει στο μυαλό της και από την άλλη όταν έκανε ένα βήμα μπροστά να αισθανθεί μόνο την υφή του τρελενονταν από τον πανικό που την καταλάμβανε.

Φοβόταν πως δεν έκανε τίποτα για να βρει αυτό που έψαχνε και κατά πάσα πιθανότητα εάν το αντίκριζε θα έτρεχε τόσο μακριά με όλη της την δύναμη - γιατί έτσι ήταν όταν ερωτεύεται κανείς για πρώτη φορά δεν βλέπει τι σκατα έχει μπροστά του, δεν ξέρει τι ακριβώς ζητάει. Μόνο που εκείνη ήξερε τι ζητούσε και φοβόταν πως εάν δεν το αποκτούσε θα έμενε πάντα σε αυτή την κατασταση, την αποφυγή, την δειλία να χαρίσει μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. Το χειρότερο όλων είναι να ανοίξει αυτή την θέση, να αφήσει κάποιον να την καλύψει που δεν ήταν στα μέτρα αυτής της θέσης.

Τότε τι θα έκανε; Πως θα έβρισκε το κουράγιο να ξεχάσει και να προχωρήσει; τα όνειρα της θα είχαν καταρριφθεί έως τότε; θα έψαχνε τα ίδια πράγματα στο ξεχωριστό άτομο; Ένας κόσμος ολόκληρος και δεν μπορούσε να βρει το δικό της άτομο, περίμενε και περίμενε και αν δεν ερχόταν; ο ερωτας μπορεί να μην είναι το παν να μην σβήνει όλα τα προβλήματα στον κόσμο, να μην την στέλνει στο πανεπιστήμιο, να μην κρατάει υγιείς τους ανθρώπους γύρω της αλλά για εκείνην δεν ήταν μόνο ένα σχολικό φασωμα, ένα ρηχό κομπλιμεντο, ήταν μια φουρτούνα που ήθελε να ζήσει, αν πρέπει να την περάσει να συναντήσει άλλες και αν εκεί η καρδιά της στηρίζονταν με σιγουριά, δεν φοβόταν να φερθεί όπως προσταζε αληθινά να ζούσε σε αυτήν.

Όσα σχέδια και να έπλεκε το δικό της μυαλό ποιο ήταν το αληθινό; φοβόταν να αντιμετωπίσει την αλήθεια της απόρριψης, δεν ήθελε να περάσει έτσι την πρώτη τρικυμία, ήθελε να κρατήσει λίγο ακόμη όσο και μετριοπαθης και αν ήταν. Εάν σταματουσαν να παίζουν σαν κασέτα στο μυαλό της τα λόγια του Γιανγκ ίσως συνεχιζε, υπήρχε τέτοια ντροπή εγκλωβισμένη μέσα της για το πως αντιμετώπισε τα αισθήματα της για τον Τζεν, για το πως μείωσε την αξία τους και της ονόμασε κατώτερη για κάποιον. Γιατί έπρεπε να την στεναχωρεσει έτσι;

Όχι ότι είχαν τις καλύτερες σχέσεις στο κάτω κάτω ή ότι θα έκαναν παρέα ποτέ αλλά και πάλι, εκείνη δεν ήθελε το κακο του, βρήκε όμορφο που έγραφε γράμματα κάπου, που ακούμπησε το ακουστικό στον ώμο της όταν ήταν θλιμμένη και κοκκίνισε όταν έπιασε το χέρι του. Ήταν αστείος όταν ήθελε και πολύ όμορφος όταν χαμογελούσε, τον προτιμούσε ξυπόλυτο με γιγάντια ρούχα, κλασική μουσική και αυτοσαρκασμό. Γιατί έπρεπε να την απογοητεύει έτσι; Γιατί έπρεπε να είναι τόσο ανόητος οταν ήθελε να είναι ειλικρινής μαζί του; τον λυποταν αυτό ήταν όλο; Αισθανόταν λύπη που ήταν τόσο ανυποψίαστος για την Κιμικο, που ακόμη και αν δεν του έδινε προσοχή ήταν ομαλός μαζί της, της μιλούσε και τα γατίσια μάτια του ήταν απύθμενα έλιωναν από τον ενθουσιασμό, όταν η Κιμικο δεν τον κοιτούσε πίσω η δική της καρδιά επαναστατούσε.

Από την άλλη έφερε στο μυαλό της την νύχτα στην Σιγκαπούρη που η ψυχή της άνθισε από την χαρά που έβλεπε δύο άνθρωπους να είναι τόσο χαρούμενοι, να μιλούν ψιθυριστά, να είναι μαζί όχι μόνο σαν οντότητες αλλα σαν αυρες, δεν υπήρχε λάθος στον έρωτα γιατί έπρεπε να νιώθει πως αυτη η ευτυχία δύο ανθρώπων έπρεπε να είναι η δυστυχία ενός άλλου; δεν θα έπρεπε να είναι τόσο ευαίσθητη με τέτοια θέματα παρόλα αυτά όσο και αν δεν ένιωθε πως έπρεπε να βοηθήσει στον Γιανγκ Σεονγκ, δεν υπήρχε δευτερόλεπτο που θα μπορούσε να φανταστεί δακρυσμένα τα μάτια του εκείνο το βράδυ. Ήταν τρελό το πόσο νοιαζόταν στο τελος για τον Τζεν, την Μπορα, τον Γιανγκ, την Κιμικο, την Λουν. Ήταν λες όσο και να προσπαθούσε να απομακρυνθεί ελκτικες δυνάμεις την έσπρωχναν στην είσοδο για τον δικό τους κόσμο. Περασμένες δώδεκα νόμισε πως ήταν έτοιμη να κάνει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro