Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 19o

Το μυστήριο : Τζεν
29.6.2019
▬▬▬▬▬

ΜΈΣΑ ΣΤΑ ΆΓΡΙΑ χαράματα έψαχνε κουβέρτα καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι της, ποιος θα το περίμενε πως τόσο γρήγορα θα άλλαζε τελείως εποχή, το πρωί την βρήκε να κοιμάται αχόρταγα στο μαλακό στρώμα. Καθισμένη ανακουκουρδα ανάμεσα στα ανακατεμένα στρώματα πρόσεξε πως τα μαλλιά της ήταν έτοιμα να εκτοξευθούν, τα καθησυχασε με τα δάχτυλα της και με μάτια ακόμη πρησμένα, πήρε μια ανάσα ανακούφισης όταν θυμήθηκε πως ήταν στο δικό της μέρος, όσο μικρό και απλό να ήταν, ήταν δικό της, στις δέκα ακριβώς έτρεξε έξω από το διαμέρισμα της και μαθητές που μαζεμένοι σε παρέες απολάμβαναν τον καφέ τους, χρειάστηκε να ρωτήσει μια λατινοαμερικανη μαθήτρια για να της πει που θα έβρισκε κατάστημα ηλεκτρονικών ειδών.

Ύστερα από αυτό σκαρφάλωσε σε ένα παγκάκι στο πάρκο του πανεπιστημίου, μια οριακά αχανή έκταση με κοντοκουρεμενα δέντρα, ξεστεκια και παρτέρια πλυμμηρισμενα από λουλούδια της εποχής, η μυρωδιά τους έντονη σαν να ήταν άνοιξη ξέχασε την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού εκεί ήταν μια κρυψώνα που ο καιρός δεν θα τους έβρισκε, ο πιο παγωμένος Ιούνιος που θα ζούσε ποτέ.

Στο νέο της τηλέφωνο φρόντισε να προσθέσει μονάδες για κλήσεις στο εξωτερικό, βολευτηκε και πρώτα έκανε ένα τηλεφώνημα σπίτι της. Ήταν το μόνο πράγμα που είχε στο μυαλό της από την ημέρα που είχαν γυρίσει από την Σιγκαπούρη. Υποσχέθηκε πως δεν θα έβαζε τα κλάματα αν ακουγε για αλλη μια φορά την φωνή των γονιών της και με ανακούφιση άκουσε τον γνωστό ήχο της υπεραστικής κλήσης « Ελα χίπη, η αδερφή σου είναι» είπε κοντευοντας να πνίγει από την χαρά της, από την άλλη γραμμή ο Αρίων κραυγασε από τον ενθουσιασμό του, άρχιζε να φωνάζει σαν παρανοϊκός τους γονείς τους και η αντίδραση της ήρθε ασυνείδητα, έβαλε τα γέλια καλύπτοντας την ίδια στιγμή τα δακρυσμένα μάτια της.

« Πως είσαι; Πως είναι το πανεπιστήμιο;» μιλούσαν ταυτόχρονα κάνοντας διαφορετικές ερωτήσεις και εκείνη έβαζε τα δυνατά της να μην παρασύρεται τόσο γρήγορα στα κλάματα μόνο που άκουγε την φωνή τους « Είμαι πάρα πολύ καλά, εδώ κάνει κρύο ποιος θα το πίστευε, το πανεπιστήμιο; καλούτσικο, κόσμος πολύς κόσμος» προσπαθούσε να μη βιαστεί να καθαρίσει η κλήση όσο ήταν δυνατόν και κάθε λεπτό που περνούσε ήταν σαν να έχανε την αίσθηση του χρόνου « Ναι θα πάρω και την Καιτλιν μετά, πως τα πάνε τα μαθήματα;» ποιος θα το περίμενε πως θα ρωτούσε την μόνη ερώτηση που πισω στο σπίτι δεν ρωτούσε ποτέ γιατί οι γονείς της άρχιζαν έναν τεράστιο μονόλογο, το ζευγάρι καθηγητών γονέων της πάντα είχε νέες καταστάσεις από το σχολείο και μέσα σε ένα κλίμα ξεκινούσαν έναν ατελείωτο λόγο στον οποίο έκαναν παραπονα για το εκπαιδευτικό σύστημα, τους συναδέλφους τους και τα παιδιά που τους άλλαζαν τον άδοξαστο.

Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε βαρετό θέμα υπήρχε μόνο η ανάγκη να ακούει πράγματα που θύμιζαν το σπίτι της είτε ήταν η καθημερινότητα των γονιών της, στα μαθήματα τα οποία θα κοβόταν ξανά ο Αρίων, το σημερινό φαγητό τους, το σκυλί του γείτονα, η αντιπαθητική συμμαθήτρια της και η μουρλαμενη καλύτερη της φίλη Καιτλιν « Τα μαθήματα ξεκινούν την Δευτέρα .. Ναι την αναφορά την παρέδωσε ο Χιου Τζεν, πήγαμε σε πολλά μέρη .. Α δεν σας έχω πει για αυτόν;» χαμογελασε στον εαυτό της και άκουσε τα σκουξιματα του Αρίων.

« Ωραία κορίτσια έχει;» την ρώτησε ο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος αδερφός της και άκουσε τους γονείς της να τον μαζεύουν με υποδείξεις « Είναι λιγάκι σκληροπετσες ώρες ώρες » είπε και έφερε στο μυαλό της την χθεσινή Μπόρα που όταν την διέκοψε τα μάτια της άστραψαν από τον θυμό. Δεν το πολύ σκέφτηκε και άλλαζε θέμα συζήτησης « Πρέπει να πηγαίνω για να προλαβω το γεύμα » είπε στο τέλος στηρίζοντας στην πλάτη της στο ξύλινο στήριγμα.

« Ναι δεν τρώνε κατσαρίδες Αρίων ηρέμησε» ψέλλισε γελώντας και αποχαιρεστηκαν με την υπόσχεση να τους τηλεφωνήσει αργότερα το βράδυ. Έπρεπε να περάσει από την υποδοχή ώστε να λάβει το καρτελάκι της και τα δέκα βιβλία της.

Στον δρόμο της, έστειλε μήνυμα στην Καιτλιν, είδε και όλα τα άλλα μηνύματα που είχε αφήσει στον τοίχο αναρτήσεων της και έβαλε τα γέλια για να μην συγκινηθεί, ήταν ένα παραλήρημα από μηνύματα μεταξύ τρέλας και έγνοιας όπως η ίδια η Καιτλιν, σε αυτό τον κόσμο δεν υπήρχαν λόγια κατάλληλα μεταξύ αυτών των φίλων, χαμογελασε ζωηρά και τραβηξε ένα πλάνο τον χώρο γύρω της στέλνοντας το.

Όσο πλησιαζε στην τραπεζαρία στέλνοντας σαν μανιακή ένα κάρο μηνύματα χωρίς νόημα, θαυμαστικά και memes που περιέγραφαν τα συναισθήματα της, φατσουλες και καρδούλες γεμίζοντας γραμμές ολόκληρες, γράφοντας σε κεφάλαια και βγάζοντας ήχους πληθωρικής έκπληξης οταν η Καιτλιν απαντούσε αστραπή « Πρώτη φορά είσαι τόσο χαρούμενη τι τρέχει;» ασυναίσθητα κόλλησε το τηλέφωνο της στο στήθος της και γύρισε να δει τον Τζεν που κρεμόταν πάνω από τον ώμο της, θα μπορούσε να γλιστρήσει από τα χέρια της πάνω στην τρομάρα της και πήρε μια κοφτή αναπνοή.

« Μία σου και μία μου » της είπε χαμογελώντας απολογητικά ήταν λες και την είχε χαστουκισει με τα αρμονικά χαρακτηριστικά του τεταμένα σε ένα ευδιάθετο στυλ που του πήγαινε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, τα φθινοπωρινά ρούχα του πήγαιναν πολύ περισσότερο δεν τον έκαναν τόσο αδύνατο. Μύριζε σαν κατάστημα με καφέ και μέντα λιγότερο ανέμελος με τα ολοξανθα μαλλιά του περιποιημένα, η εικόνα του στο πανεπιστήμιο ήταν ακόμη πιο δύσκολο να την χωνέψει από αυτή του ανέμελου ταξιδιώτη που κοιμόταν πολύ και γελούσε ακόμη περισσότερο.

Χθες το βράδυ είχε φύγει πολύ αργά από το σπίτι και δεν είχε πει πολλά μαζί του, τα αγόρια είχαν κάτσει αμυδρά δυσθυμοι να δουν μια ταινία που ήθελε ο Γιαντζιν, ο Τζεν είχε αποκοιμηθει στο μπράτσο του άνετου κρεμ καναπέ έχοντας τα χέρια του ανοιχτά στο στήθος του Γιανγκ. Ο prada ήταν παράξενη υπόθεση όλη την υπόλοιπη βραδιά ήταν κουκουλωμενος με μια κουβέρτα κοιτώντας προς την μερια της ενώ συνομιλούσε με την κυρία Σάνχι.

Ήταν παράξενο γιατί ήταν τόσο ανόητος που νόμιζε ότι μάλλον δεν τον έβλεπε. Όταν ο Γιαντζιν προσφέρθηκε να την πάνε σπίτι ο Γιανγκ είχε διπλωθει στον καναπέ τεμπελικα ας πάει με τα πόδια είχε απαντήσει και η κυρία Σάνχι του είχε ρίξει μια ματιά δηλητήριο. Φυσικά και είχε γυρίσει μόνη της, τι είχε άλλωστε να φοβηθεί από την στιγμή που πήρε στον επόμενο δρόμο ένα διερχόμενο ταξί; το ευχάριστο ήταν το πόσο ενδιαφέρον άτομο ήταν τελικά η κυρία Σάνχι μια γυναίκα που συντηρουσε ένα παιδι στην ουσία μόνη της από την στιγμή που ο πατέρας του πετούσε σε όλο τον κόσμο. Για την ακρίβεια ίσως και δύο παιδιά μιας και ο Γιανγκ από ότι είχε μάθει είχε μεγαλώσει μαζί με τον Τζεν.

« Χθες το βράδυ δεν είχα την ευκαιρία να σε ευχαριστήσω για το γεύμα , η μητέρα σου είναι καταπληκτική μαγείρισσα » ξεκινησε και βύθισε το κινητό της τηλέφωνο στην τσέπη του μπουφάν της, ο Τζεν πήρε μια βαθιά εισπνοή και ξεκίνησε να περπατάει χαλαρά με τα χέρια της τσέπες της μπεζ καμπαρντίνας του « Δεν περίμενα να πεις κάτι τέτοιο αφού σε έβαλε να πλύνεις πιάτα, ήταν το φταίξιμο του Γιανγκ και εάν ήμουν ξύπνιος θα επέμενα να σε πάμε εμείς, βλέπω πήρες και νέο τηλέφωνο μοιάζεις χαρούμενη »

χαρούμενη; για την συσκευή; ποτέ παρόλα αυτά παρασύρθηκε από την έγνοια του σαν να ήταν κορίτσι τόσο ξένο με το ενδιαφέρον ενός αγοριού, πρόσεξε πόσο ήρεμος ήταν χωρίς ίχνος άγχους σαν να το είχε συνηθίσει, σαν να ζούσε με μια υποφαινόμενη αυτοπεποίθηση που την γοήτευε περισσότερο από όσο καταλάβαινε εκείνη την στιγμή, ήταν μια απόμακρη γοητεία που την έκανε να θελει να βρει πάση θυσία έναν τρόπο να κατανοήσει.

« Δεν πειράζει για τα πιάτα » και δεν έλεγε ψέματα ήταν πραγματικά ενταξει « Αργότερα θα μαζευτούμε στην καφετέρια και μετά για μπιλιάρδο θα έρθεις; Ο Γιανγκ θα με σκοτώσει που θα το πω αυτό αλλά χθες με ρώτησε αν έχεις παρέα να κατσεις στην καφετέρια, αν όχι έλα σε εμάς ναι;» η Εκάτη παρατηρούσε το πως κοκκινιζαν από το κρύο μάγουλα του και μέσα από το στήθος της η καρδιά της γενναιόδωρα της χάριζε μια αλλόκοτη χαρά.

« Είπε ο prada κάτι τέτοιο;» ο Τζεν της εγνεψε τα μάτια του έψαχναν κατι στον ανοικτό χώρο « Συνεβη τίποτα χθες το βράδυ; Εννοώ ενώ ήταν στην κουζίνα » ο τόνος στην φωνή του ήταν τόσο συνηθισμένος σαν να ρωτούσε τι ευχές φάει για μεσημεριανό, ούτε γεμάτος περιέργεια , ούτε καχύποπτα όλη η ψυχραιμία που απεπνεε έκανε την Εκάτη να εύχεται να μην άλλαζε ποτέ « Οχι » απάντησε με την καρδιά της να βαραίνει ύστερα νόμιζε πως δεν ήταν ειλικρινής, ήταν αστείο παρόλα αυτά δεν ήταν τίποτα όλη η συμπεριφορά του prada.

Της χαμογέλασε αποδεχομενος την απάντηση της « Όσο αναφορά αυτό που έλεγες για αργότερα έχω κάποιο διάβασμα να κάνω σε σχέση με το πανεπιστήμιο » εκεί ήταν το πρόβλημα της, όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να περνάει χρόνο μαζί τους πλέον που ήταν εκεί που επιθυμούσε, όλο το προηγούμενο διάστημα ανεχόταν κάθε απαράδεκτη συμπεριφορά πιστεύοντας πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, εκείνη την στιγμή που τα πράματα είχαν φτιάξει λιγάκι ήθελε χρόνο να ανακαλύψει νέα άτομα και να μην στοχοποιηθει από παρατρεχαμενους ως ένα άτομο που ήθελε να χωνεται σε ξένες δουλειές, ειδικά αυτές μιας χλιδατης κλίκας.

Ίσως έφταιγαν οι πρώτες εντυπωσεις που είχε εκλάβει από τον καθένα και όλα όσα είχε ανακαλύψει για την προσωπική τους ζωή. Ήταν κακο κριτήριο αυτό που έθετε μπροστά, παρόλα αυτά είχε καταλάβει πως εάν ήθελε να έχει επαφές με τον Τζεν θα είχε με όλη την παρέα του. Το άλλο φρικτό της υπόθεσης ποιος ήθελε να έχει απέναντι του αυτά τα άτομα; δεν ήταν η απειλή του φόβου αλλά της ανασφάλειας που θα αισθανόταν ξέροντας πως τα είχε κάνει σκατα μαζί τους.

Ήταν απίστευτα κακος ανθρωπος που άφηνε τις αδικίες να δίνουν και να παιρνουν σε αυτόν τον ανθυγιεινο κύκλο ατόμων; αν μιλούσε στον Τζεν θα άλλαζε η κατάσταση; Θα είχε κατανόηση; Θα ήθελε να βοηθήσει τους πάντες σωστά; Και ομως ενώ την μία στιγμή ήθελε με τόσο πάθος να του πει τι ήξερε από την άλλη κάθε ίνα της ύπαρξης της την τραβούσε πίσω από τα μαλλιά. Όσο και έντιμος να φαινόταν, η ειλικρίνεια του ήταν διπλωματική, δεν ήταν αυθόρμητη ήταν λες και δεν πηγαζε από την καρδιά του.

« Εντάξει τότε » είπε σαν να μην υπήρχε καποιο πρόβλημα με αυτό και έτσι έπρεπε να ήταν, της έλειπε λιγάκι αυτή η αίσθηση επιμονής πάνω του, η προσπάθεια να την μεταπείσει, υποχωρούσε πάλι ως νικητής ο Τζεν πάντα έτσι φαινόταν. Τι εγωίστρια που ήταν! Τι ήθελε παρακάλια; ήταν έτοιμη να τον χαιρετήσει για να τραβήξει τον δρόμο της στην υποδοχή μέχρι την στιγμή που το κινητό του τηλεφώνο φοβήθηκε από την λήψη ενός μηνύματος κατά πάσα πιθανότητα.

Η έκφραση του άλλαξε γρηγορα με αυτό που διάβασε στο μήνυμα που είχε λάβει, τα μάτια του γεμάτα ένταση καρφωθηκαν στην είσοδο όπου και απρόβλεπτα άρχισε να τρέχει με μεγάλες δρασκελιες.

Η απρόβλεπτη κίνηση του την έκανε να ακολουθήσει την πορεία του χωρίς ερώτημα, ανέβαινε τα σκαλιά δύο δυο και της φάνηκε δύσκολο να συμβαδίζει ίσα ίσα που έβλεπε την φιγούρα του στο βάθος του διαδρόμου να χτυπαει την κάρτα του και να τρέχει προσπερνωντας μαθητές με κινήσεις που δεν έκοβαν την φορα του, ακολουθησε χωρίς να μπει με κάρτα και ακόμη και αν αντιλήφθηκε πως μαθητές γυρνούσαν τα κεφάλια τους και κοιτούσαν, κατακοπη με τότε πνεύμονες της να πιέζονται να ανασάνει φυσιολογικά από την μύτη βρέθηκε στον διάδρομο με τις μεγάλες τζαμαρίες, σε μια λαόμαζα μαθητών που τραβούσαν φωτογραφίες κάτι στην πλευρα των ντουλάπιων.

Μέσα στην βαβούρα δεν αντιλήφθηκε ακριβώς τι συνέβη μέχρι την στιγμή που ο Τζεν βρισκόταν μπροστά, μπορούσε να διακρίνει το ξανθό κεφάλι του και μια στιγμή ύστερα ένας άλλος σιφουνας έφτασε ξεπνοος, τα χαρακτηριστικά του Γιαντζιν τεταμένα « Ε! Όλοι σας!» φώναξε με κομμένη την αναπνοή του τραβοντας την προσοχή του κάθε μαθητή « Δρόμο! Το σόου έλειξε!» οι μαθητές που άρχισαν να κρύβουν τα κινητα τους τηλέφωνα αραιωσαν αισθητά με ορισμένους από αυτούς να μουρμουρανε σε χαμηλούς τόνους, η Εκάτη βρήκε το θάρρος να πλησιάσει προς την φωλιά του εγκλήματος.

Όταν ξεκαθάρισε το τοπίο ο Τζεν φάνηκε να είναι καθισμένος στα γόνατα του αγγίζοντας με μια επιφυλακτικοτητα ένα μάτσο από άσπρα στίγματα που ήταν σκορπισμένα σε σχήμα καρδιάς στο πάτωμα, ήταν πέταλα στραπατσαρισμένα και κιτρινιασμενα « Τι στο διάολο είναι αυτό ;» ρώτησε ο Γιαντζιν και εσκυψε πάνω από το σχήμα, ψιλαφησε τα πέταλα που αποδείχθηκαν κολλημένα στα πάτωμα με κόλλα διάρκειας.

Πίσω από τις πλάτες τους ή Εκάτη διάβασε καθαρά στο κέντρο του σχεδίου την φράση δεν μπορείς να μου τα επιστρέψεις Μπ τα γράμματα βιαστικα και γραμμένο στα αγγλικά. Ο Τζεν σήκωσε το κεφάλι του και σοβαρά κοίταξε απευθείας στον Γιαντζιν « Κάλεσε κάποιον να καθαρίσει αυτή την ανοησία πριν γίνει αντιληπτό » πρώτη φορά ο χλιαρος Τζεν μιλούσε τόσο ψυχρά και έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο αηδιασμένος από αυτό το πράγμα στο έδαφος.

Ήταν παράξενο αλλά αυτό το αίσθημα ήρθε στην επιφάνεια και στην δική της καρδιά, αηδία μια ενδόμυχη απορία για το εάν γινόταν παράλογη. Εαν ο Τζεν έκανε έτσι τότε κάποια πράγματα ήταν σίγουρα. Το Μπ σήμαινε Μπόρα και το άτομο που είχε κάνει κάτι τέτοιο ήταν απελπισμένο. Απελπισμένο και ανατριχιαστικο όπως εκείνος που της έστελνε μηνύματα, κάποιος που δεν μπορούσε να αφήσει το μυαλό της να φτάσει.

Ο Γιαντζιν είχε επιστρέψει με κάποιον από το προσωπικό δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο απροσεγγιστος « Εξαφάνισε το και ύστερα θέλω να μιλήσω με τον πρύτανη, τι σόι φάρσες είναι αυτές; ο καθένας μπαίνει εδώ μέσα και κάνει τέτοιες γελοιότητες;» ξεκινησε ο Γιαντζιν και ο άνθρωπος του προσωπικού δεν ήξερε τι να πει, η επιρροή του Γιαντζιν ως απίστευτα αγαπημένος γόνος χρηματοδοτων του πανεπιστημίου ήταν διαπεραστικη όπως ένα μαχαίρι και ο Τζεν απότομα σηκώθηκε από την θέση του « άφησε τον, αυτός δεν φταίει. Υπάρχει κάτι που πρέπει να συζητήσουμε » ο Γιαντζιν έριξε μια τελευταια αχρείαστα θανατηφόρα ματια στον υπάλληλο, ο Τζεν απρόβλεπτα έπιασε το μπράτσο της Εκατης όχι τόσο μαλακά όπως θα έπρεπε, δεν ήταν επιθετικό αλλά σίγουρα επίμονο σαν να χρειαζόταν να τον ακούσει καλά « Αυτό να μείνει ανάμεσα μας ε; Κάτι μου λέει πως ξέρεις πολλά περισσότερα από όσα δείχνεις»


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro