Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο 18ο

Μισοφέγγαρα
28.6.2019
▬▬▬▬▬

Η ΜΠΌΡΑ ΈΔΕΝΕ τα κορδόνια της όσο ο  Γιαντζιν έκανε μια προσπάθεια να της μιλήσει « Είναι αγένεια να φύγεις μέσα στην μέση του τραπεζιού » η παράκληση στην φωνή του δεν φάνηκε να μαλακώνει την Μπορα, τα βλέφαρά της τρεμοεπαιζαν από τον εκνευρισμό « Με εξοργίζει που την υπερασπιζεστε και όταν το παίρνεις εσύ στα αστεία ακόμη περισσότερο » ο Γιαντζιν δίστασε να ακουμπήσει τον ώμο της και μάζεψε τελικά τα δάκτυλα του, χαμήλωσε το βλέμμα του ανασαινοντας τραχιά..

« Δεν υπερασπιζομαι κανέναν » πίεσε τον δείκτη του στην γέφυρα των κοκκαλινων γυαλιών του να τα ανεβάσει λιγο πιο ψηλά , ομολογουμένως ο Γιαντζιν είχε αποδειχθεί ως εκείνος που είχε κάνει μεγάλη πορεία από τότε που ήταν μικρός, τότε τόσο αντικοινωνικος όσο και ο Γιανγκ, για αυτό τα βρήκαν κατευθείαν « Δεν μου φαίνεται σωστό όλο αυτό, δεν ημασταν έτσι παλιά » απάντησε η Μπόρα γιατί ίσως και να είχε δίκαιο στο κάτω κάτω.

« Μπι οι άνθρωποι αλλάζουν, όλοι μας μεγαλώνουμε » το χέρι της ακούμπησε το χερούλι χωρίς ίχνος ανακούφισης έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμη να φύγει ενώ δεν είχε πει αυτά που ήθελε « Αυτή η μέρα να πάει και να μην ξανά έρθει » ψέλλισε και ο Γιαντζιν ακούμπησε το χέρι της θαραλλεα, η κατατονικη θλιμμένη Μπορα δεν είχε τίποτα όμορφο για αυτό, ας ήταν η θυμωμένη « Να σε πάω σπίτι; Δεν δείχνεις πολύ καλά και αν ξανά κανονίσουμε συνάθροιση δεν θα είναι με την Κιμικο αν αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα » η Μπόρα τραβηξε το χέρι της και εγνεψε απογοητευμένα, την αληθινή όμως απογοήτευση μόνο ο Γιαντζιν θα την αισθάνθηκε να τον σπρώχνει ξανά στην γωνία του, να του θυμίζει την συμβουλευτικη του θέση.

« Δεν χρειάζεται μπορώ και μόνη μου » η ανεξάρτητη περίφανη Μπόρα που δεν γνώριζε όρια του εσφιξε λιγάκι το μπράτσο πριν φύγει προκαλώντας του μια διάχυτη ανάμειξη χαράς και λύπης, χαράς που μεν ήταν πάντα τόσο αυτοδυναμη, θλίψη που δε το άγγιγμα της ήταν παρηγορητικο και μόνο, γρήγορο και ασήμαντο για εκείνη όσο το χαιδεμα ενός πιστου ζώου.

Ο Γιαντζιν γύρισε στο σαλόνι κάνοντας μια διάθεση να σκουπίσει από πάνω του αυτή την αξιολύπητη στάση παρατήρησε πως ο Τζεν είχε κράτησε τον ώμο του Γιανγκ πίσω ενώ δύο άνθρωποι ούρλιαζαν ο ένας στον άλλο « Την είδες; Με έβρισε! Μου πετάει πράγματα!» ο Γιαντζιν στριφογυρισε τα μάτια του « Κάνεις σαν παιδί Γιανγκ σταματα να την ενοχλείς » συμβούλευσε το αγόρι με την χαλασμένη χωρίστρα και τις σατέν μπλε πιτζάμες.

« Εγώ την ενοχλώ; Έχει πρόβλημα μαζί μου » φώναζε ο Γιανγκ και η Εκάτη ετοιμαζόταν να του πετάξει τίποτα στα μούτρα έως την ώρα που η κυρία Σάνχι ήρθε μέσα με φόρα « Εσείς οι δύο κατευθείαν να πλύνετε τα πιάτα μου έχετε πάρει τα αυτιά » απευθύνονταν στην Εκάτη και τον Γιανγκ που έκοψαν την κουβέντα και παρισταναν πως δεν είχε γίνει τίποτα. Ο Τζεν έβαλε τα γέλια και η μητέρα του τον αγριοκοιτάζω.

« Χιου κάνε τους παρέα » ο Τζεν τιναχτηκε όρθιος για να διαμαρτυρηθει « Μαμα! Εγώ τι φταίω;» ο Γιαντζιν δεν χρειάστηκε να πει το παραμικρό πάρα να προσφερθεί να βοηθήσει και ο ιδιος, η Εκάτη πρώτη βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει συγνώμη από την κυρία Σάνχι με μια γρήγορη υπόκλιση « Θα το κάνω ευχαρίστως μόνο εγώ » η κυρία Σάνχι ανέκφραστη κοίταξε στενά τον Γιανγκ « Δείξε της που είναι η κουζίνα και βοήθησε την » είπε τελεσίδικα και ενώ πήγε να ανοίξει το στόμα του ο Τζεν του τραβηξε άγρια το μανίκι σαν να του έλεγε να το βουλώσει.

Ο Γιανγκ ρουθουνισε στο τέλος και προχωροντας μπροστά έσπρωξε τον ώμο της Εκατης η οποία αμέσως ανεβλεψε έκπληκτη. Όταν πλέον είχαν χαθεί από την τραπεζαρία ο Γιαντζιν πήρε μια βαθιά ανάσα « Κυρία Σάνχι με όλο τον σεβασμό θέλετε να σας βάλουν φωτιά στο σπίτι; να γίνει κάνα έγκλημα στην κουζίνα; να σπάσουν τα καλά πιάτα σας;» η μητέρα του Τζεν χαμογελασε τόσο αμυδρά ενώ τα μάτια της ήταν όλο σιγουριά.

« Καλό θα τους κάνει και οι δύο είναι σκέτη πυρ και μανία » ο Τζεν στήριξε το πρόσωπο του στην ανοιχτή παλάμη του και αναστέναξε « Είναι λες και βλεπω παιδιά δημοτικού να ζητούν απελπισμένη προσοχή το ένα από το άλλο, κοίτα τον Γιανγκ για παράδειγμα ξέρουμε τι χαζοβιόλης είναι, όταν κάνει έτσι με κάνει να νομίζω ότι συμπαθεί πολύ κάποιο άτομο » η κυρία Σάνχι εγνεψε « Ακριβώς αυτό » ο Γιαντζιν γέλασε όλο δυσπιστία « Τι λες να του αρέσει; Δεν υπάρχει περίπτωση » ο Τζεν ύψωσε το ένα του φρύδι γελώντας με αυτοπεποίθηση ως προς αυτό που πίστευε « Ποτε δεν ξέρεις, ο Γιανγκ είναι »

Παράλληλα ο Γιανγκ κάθισε στον πάγκο δένοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του « Πάρε μια ποδια μην λερώσεις αυτή την πολύτιμη πιτζάμα » μουρμουρησε ειρωνικά η Εκάτη φορώντας η ίδια μια λευκή η κουζίνα ήταν ευρύχωρη με μπεζ εξοπλισμό, έκανε να ανοίξει το πλυντήριο πιάτων και ο Γιανγκ γέλασε « Η κυρία Σάνχι πιστεύει ότι το πλύσιμο στο χέρι είναι καλύτερο καλύτερα να τα κάνεις έτσι » η Εκάτη κοίταξε επίμονα τις κατσαρόλες που ήταν στιβαγμενες στο ένα μέρος του νεροχύτη και ζαρωσε, τι θα έκανε ακόμη για να γίνει συμπαθής στην μητέρα του αγοριού που της άρεσε; δεν είχε βρει ευκαιρία να του μιλήσει ιδιαίτερα εκείνο το βράδυ.

« Κάνω; είπε να με βοηθήσεις » του θύμισε με τόνο παραπλήσιο απειλής, το αγόρι που ανέμελα τεμπελιαζε στον πάγκο χαμογελασε όλο ξιπασμο « Εγώ; Κάνε την δουλειά σου εγώ θα δίνω υποδείξεις » η Εκάτη ήταν κουρασμένη δεν ήθελε να λογομαχησει μαζί του, ήταν απίστευτα κουραστικό από ένα σημείο και μετά και έτσι ξεκίνησε μόνη της την δουλειά.

« Τι; Δεν θα αρχίσεις να να με βρίζεις;» ρώτησε ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα έκπληκτος, η Εκάτη γέμισε με ζεστό νερό την κατσαρόλα και περίμενε μέχρι να το νερο να φτάσει στην μέση για να τρίψει τον πάτο με το σφουγγάρι «Ε! Γιατί δεν μου απαντάς;» ρώτησε εκνευριστικα δυνατά κάνοντας τα δόντια της να τρίζουν από την απώλεια υπομονής, άδειασε την κατσαρόλα και ξεκινησε το τρίψιμο.

Κάμποσα λεπτά στην σιωπή και το μάταιο τρίψιμο του πάτου που είχε ξεραθεί από την επιφάνεια ψαριού έτριψε πιο επίμονα, εάν δεν μπορούσε να πλυνει μια κατσαρόλα τι μπορούσε να κάνει; Ο Γιανγκ στάθηκε για μια ολόκληρη αμήχανη στιγμή δίπλα φορώντας μια ποδια και ο ίδιος, πλησίασε και άπλωσε το χέρι του να πάρει την συγκεκριμένη κατσαρόλα από το χέρι της.

« Ρε χαζή , από την άλλη το σφουγγάρι » μουρμουρησε χαμογελώντας και σηκώνοντας το κεφάλι της διάβασε τις ηλιθιες καλές του προθέσεις να βοηθήσει, κοκκινιζαν τα αυτιά του όταν προσπαθούσε να συνεργαστεί κοινωνικά , παρά ήταν θυμωμενη για να του χαμογελάσει πίσω και το μόνο που έκανε ήταν να πετάξει το σφουγγάρι μέσα στην κατσαρόλα ώστε να το πάρει μόνος του « Ανέβασε τα μανίκια σου θα βραχούν » είπε όσο πιο συνηθισμένα μπορούσε και εκείνος ξινισε τα μούτρα του.

« βλέπεις να μπορώ;» έδεσε τα μαλλιά της και ενώ εκείνος έτριβε την τεράστια κατσαρόλα έκλεισε την βρύση και προσεκτικά σκουπιζοντας τα χέρια της στην ποδιά δίπλωσε το δεξί μανίκι της γεροντιστικης πανάκριβης μπλε πιτζάμας μέχρι τον αγκώνα του, και άφησε κάτω το σφουγγάρι δίνοντας της το άλλο του χέρι, του έριξε μια φευγαλέα ματια και ξεροβηξε όταν αντιλήφθηκε πως ήταν κατά κόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν οι ίριδες ήταν σαν αδύναμοι δακτύλιοι πρόσεξε πόσο περιποιημένος ήταν, σαν αγόρι που το φρόντιζε ακόμη η μητέρα του, ήθελε να τον ρωτήσει αν είχε ποτέ δείγμα ακμής αυτό το φαινομενικά λείο δέρμα και το στομάχι της γύρισε σαν να έφαγε κλωτσιά ,  αγγίζοντας προσεκτικά την άκρη τελείωσε το μανίκι του και αμήχανα τεντωσε τα χείλη της.

« Έτοιμος » τόνισε και αναρωτήθηκε αν ο prada είχε βλεφαρισει όταν κοιτούσε τα μανίκια του, την ενόχλησε που η αντίδραση του ήταν αυτή γιατί άρχιζε να νιώθει και εκείνη αμήχανα, ο κόμπος στο στομάχι της σκαρφάλωσε στο στόμα της, έπρεπε να το πάρουν στην πλάκα και να τελειώνουν, χαστούκισε τον ώμο του με δύναμη και παρατήρησε πόσο τραγικά άλλαξε η έκφραση του « Α! Σκύλα! Γιατί βαράς;» έτσι ήταν καλύτερα γινόταν πάλι ο απαίσιος ηλιθιος που ήταν, φωνακλας, χωρίς ίχνη ελκυστικοτητας και χαριτωμένης ντροπής.

Παραδόξως χαμογελασε όταν έστρεψε αλλού το κεφάλι της και σκέφτηκε ξανά την έκφραση του να αλλάζει με ταχύτητα φωτός, έπιασε μια άλλη κατσαρόλα και πήρε ένα νέο σφουγγάρι « Δεν θα μου ζητήσεις συγνώμη!» αναφώνησε και όταν τον κοίταξε έδειχνε ακόμη πιο αστείος από προηγουμένως « Εσύ θα ζητήσεις συγνώμη που έκανες την ζωή μου δύσκολη τόσες φορές;» ρώτησε όλο ενδιαφέρον και τα χείλη του καμπυλωσαν σε ένα φριχτά ειρωνικο χαμόγελο.

« Δεν το δραματοποιεις λίγο το πράγμα; Δεν είπα σε κανέναν ότι ψόφησες στο κλάμα στην παραλία» απάντησε λες και ήταν θιγμενος, του έριξε μια πλάγια ματια και ανέβασε τους ώμους της « Ούτε εγώ για τις επιστολές, τι πάει να πει αυτό;» ο Γιανγκ άφησε παραμερα την κατσαρόλα και κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια τον δείκτη του, πίεζε την καμπύλη του άκρου μια μεγάλη φούσκα αίματος κύλησε « Α - ού » μουρμουρησε και η Εκάτη έκλεισε την βρύση στάθηκε μπροστά με μεγάλα μάτια.

« Για να δω» είπε επίμονα και με το δεξί της χέρι έπιασε το δικό του, ένιωσε πως ο Γιανγκ τιναχτηκε νευρικά « Είναι πολύ παγωμένα και βρεγμένα» μιλούσε για τα χέρια της και εκείνη του έριξε μια σαστισμενη ματια « Αυτό είναι το πρόβλημα τώρα; κόκκαλο ψαριού σε τρύπησε;» ρώτησε και δεν έβρισκε εύκαιρη πετσέτα, δεν μπορούσε να λερωσει την λευκή ποδιά και τραβηξε λιγάκι το μανίκι της μπλούζας της, ο Γιανγκ πήγε να πει κάτι και τον έκοψε πιέζοντας τον δεικτη του στο μπλε μανίκι της.

« Είσαι αηδιαστική » μουρμουρησε περισσότερο σαν να εννοούσε κάτι άλλο, η έκφραση του συνεπαρμενη, τι τον είχε πιάσει; Κατεπνιξε την παρορμηση να τον αφήσει να ανταπεξέλθει στο πρόβλημα μόνος του και το χέρι του ήταν τελειως χαλαρό ενώ λίγο πριν νευρικά έκλεινε τα δάχτυλα του στην χούφτα του , παρατήρησε το χέρι του και της φάνηκε ενδιαφέρον το πως ήταν κοκαλιαρικα και μαλακά σαν κοριτσιού.

« Παρακαλώ » του απάντησε σαρκαστικά και ντροπιασμενος χαμήλωσε το βλέμμα του κοιτώντας μάλλον το χέρι του μέσα στο δικό της, αυθόρμητα χαμογελασε άλλη μια φορά και ενώ είχε στραμμένο το κεφάλι της χαμηλά σήκωσε ψηλά τα μάτια της « Ελα μην κάνεις έτσι δεν είναι τίποτα » προσεκτικά άφησε το χέρι του και εκείνος βλεφαρισε έντονα γυρνώντας αλλού το κεφάλι του « Σταμάτησε να τρέχει , αντε πήγαινε δεν σου πάει το πλύσιμο των πιάτων έτσι και αλλιώς » εσπρωξε μαλακά τον αγκώνα του και εκείνος καθάρισε τον λαιμό του κοιτώντας κάπου στα πλαϊνά τα πιάτα.

« Γιατί τι έχω εγώ που δεν μπορώ;» του έριξε μια ματιά, οι πιτζάμες του κόστιζαν περισσότερο από τέσσερα σύνολα δικά της και έμοιαζε άγνωστος με καθημερινές δουλειές « Γιατί είσαι εσύ δεν μπορώ να σε φανταστώ να πλένεις πιάτα» ο Γιανγκ τελικά έκανε ένα βήμα πίσω και με το άλλο του χέρι πήρε το πανάκι από τον παγκο « Ειναι η ώρα σου;» την ρώτησε κοιτώντας απέναντι στο ρολόι τοίχου και εκείνη ακολούθησε το βλέμμα του, δώδεκα και τέταρτο.

« Μπορείς να είσαι και εσύ πιο συχνά έτσι ξέρεις, όχι τίποτα άλλο να μην ζω κάθε μέρα αυτή την παράνοια της αστάθειας » του εξήγησε όσο πιο χλιαρά μπορούσε προκειμένου να μην το πάρει λες και ήθελε απελπισμένα να μιλούν έτσι κάτι ώρες, ο Γιανγκ ξεφυσιξε και την κοίταξε στο πρόσωπο όχι κατάματα γιατί η κοντινή απόσταση και τα βλέμματα τα επίμονα δεν του άρεσαν, το είχε εμπεδώσει, δεν είπε κάτι αλλά έκανε δύο βήματα και στάθηκε πίσω της αυτόματα εκείνη πήγε να γυρίσει το κεφάλι της και τα χέρια του κράτησαν τους ώμους της.

« Θέλω μόνο να δέσω την ποδιά σου!» είπε δυνατά και εκνευρισμενα μάλλον από την υπερβολική αντίδραση της και στάθηκε ακίνητη εν μέρη παθαινοντας ασφυξία από την ντροπή της βιασύνης της, γύρισε δίπλα της και έσπρωξε μια τούφα που έπεφτε στο μέτωπο του, έπιασε την άλλη κατσαρόλα από τα ράμεν « Θα κάνω τα μισά, σύμφωνοι;» του εγνεψε και χαμογελασε αμυδρά στον εαυτό της. 

[..]

Περασμένες έντεκα η Μπόρα πίεσε τον κωδικό ασφαλείας στην μεγάλη πόρτα εξόδου στην οικογενειακή της οικία , οι προβολείς με φώτο αισθητήρα άναψαν τυφλωνοντας την για μια στιγμή, έριξε μια διερευνητική ματια αναζητώντας κάποια ένδειξη άλλης παρουσίας.

Προχώρησε με τα βήματα της σταθερά παρατήρησε πως υπήρχαν φώτα στην τζαμαρία του δεύτερου ορόφου, οι γονείς της κατά πάσα πιθανότητα θα γευματιζαν και ένα απίστευτα ογκώδες βαρος άφησε το στήθος της, πήρε μια βαθιά αναπνοη και πέρασε στο φωτισμένο χολ, ένα νέο ζευγάρι παπούτσια βρισκόταν χωμένο στο χαλάκι, ανέβηκε στο σκαλακι σπρώχνοντας μακρια τα αθλητικά της, το αισθητήριο της εντόπιζε διαφορετική ουσία στην ατμόσφαιρα, αίσθηση ενός άλλου αρώματος και οι φωταψιες άρχιζαν να βγάζουν νόημα.

Κρέμασε τα κλειδιά της στο ειδικά κατασκευασμενο κουτί ασφαλείας για τα κλειδιά αυτοκινήτων και νυχοπατουσε προκειμένου να ανακαλυψει τι είδους επισκέπτες είχαν οι γονείς της που φορούσαν λευκά λιτα αθλητικά, η ισπανη Σεσιλια η οικιακή τους βοηθός πλησίασε με φορα και η Μπόρα την πήρε από το χέρι να ρωτήσει ποιος ήταν ο καλεσμένος « Ιδέα δεν έχω κυρία» απάντησε η λεπτοκαμωμενη μεσηλικη και η Μπόρα την κοίταξε προσεκτικά « Έγινε τίποτα; Γιατί είσαι έτσι έκπληκτη;» η Σεσιλια έκανε την ανιξερη ξεφυσωντας δυνατά.

« Θα μου καεί η πάπια» της είπε βιαστικά και έτρεξε στην κουζίνα, η Μπορα μπορούσε να την ακολουθήσει και να την ξανά ρωτήσει παρόλα αυτά οι μεγαλοι είσοδοι ήταν στο αίμα της, δίστασε εξαιτίας της εμφάνισης της, πως θα εμφανιζόταν έτσι μπροστά στους γονείς της; Η περιέργεια ήταν μεγαλύτερη και κατά αυτό τον τρόπο αποφάσισε να κάνει ότι κάνει γρήγορα χωρίς τύψεις.

Φούσκωσε το στήθος της και ανοίγοντας την πόρτα της τραπεζαρίας βρέθηκε απέναντι σε τρία έκπληκτα ζευγάρια ματιών, η μητέρα της ήταν έτοιμη να κάνει κάποια πρόποση και το ρυτιδιασμενο χαμόγελο του πατέρα της έσβησε σε μια έκφραση πλήρως αλλόκοτη, υπήρχε και κάτι ακομη.

Ήταν εκείνος ο νεαρός με τα άσπρα παπούτσια, ένα στεφάνι φωτός κύκλωνε τα ανοιχτοχρωμα στο χρώμα καστανά μαλλιά του , πρώτης κλάσης λευκό πουκάμισο και καλό σιδερωμένα πατζακια παντελονιού, εκείνος ήταν ο πιο έκπληκτος με τα ανοιχτοχρωμα σουρεαλιστικά μάτια του ορθάνοιχτα « Εσύ;» ρώτησε δείχνοντας την με τον δεικτη του, η Μπορα σαν να χτύπησε κεραυνός άνοιξε το στομα της να πει κάτι και η μητέρα της διέκοψε με αβεβαιότητα.

« Γνωρίζεστε;» γύρισε απότομα το κεφάλι της και τον κοίταξε ξανά το όχι της συνέπεσε με το δικό του ναι και έμειναν να κοιταζονται χωρις να έχουν ξεπεράσει την έκπληξη.

« Οι απόψεις διίστανται όπως και να έχει θα πρέπει να γνωριστείτε » είπε τόσο σοβαρά ο πατέρας της, αγελαστος και σκυθρωπος ανακινησε το κρασί στο ποτήρι του « και ποιος ο λόγος;» αντεκρουσε η Μπόρα μην σηκώνοντας τα μάτια της από το πρόσωπο του νεαρού « Ο λόγος είναι ότι ο καιρός κυλάει και ο κύριος Χάν είναι εδώ για να συζητήσουμε επισήμως τον αρραβώνα σου » η Μπόρα τίναξε αστραπιαία το βλεμμα της στην μητέρα της που παρέμενε στην θέση της πόδια διπλωμένα σε κομψό γυναικείο σταυροποδι , η χρυσή χειροπέδα στον καρπό της αστραφτε όπως το βλέμμα της, με μια αργή ευχαρίστηση που έκανε την Μπορα να παραλύσει από το θέαμα.

« Τι πράγμα;» ρώτησε χωρίς ίχνος δισταγμού σαν να ελεγε έμμεσα σας δίνω μια ευκαιρία να αλλάξετε αυτό που ξεστομισατε η μητέρα της σηκώθηκε για μια στιγμή από την καρέκλα και πλησίασε περπατώντας καμαρωτα, ο αέρας της νικήτριας ξεχείλιζε μαζί με την κολόνια της, ύψωσε τα φρύδια της και λεπτεπιλεπτα ακούμπησε την μέση της Μπορα « Γιατί δεν έρχεσαι να το συζητήσουμε;» ασυναίσθητα έσπρωξε το χέρι της να μη την ακουμπάει και έκανε ένα βήμα πίσω.

« Εγώ ποτέ δεν συμφώνησα σε κάτι τέτοιο!» είπε τόσο τραχιά τραβώντας ακόμη και την προσοχή των οικιακών βοηθών που διεσχιζαν το δωμάτιο φέρνοντας νέα πιατα, η Μπορα αισθάνθηκε μεθοδικά την παλάμη της μητέρας της να κλείνει στον καρπό της δεν φάνηκε να την τραβηξε αλλά να επέμεινε στο να βυθίζει τα καλό λυμαρισμενα νύχια της στο δέρμα της Μπορα , ήταν τόσο γαλιφικος ο τρόπος της ο κάθε ένας θα νόμιζε ότι απλά της ακουμπάει ψύχραιμα τον καρπο, τα μάτια της ατάραχα, το χαμόγελο της σαν αυτό της Μόνα Λίζα δυσάρεστο και μυστήρια ειρωνικό.

« Ελα καλή μου, ο Τζεμιν ήρθε από το Λονδίνο, τόσος δρόμος για να σε δει » το στήθος της Μπορας παλλονταν και μέσα στο κεφάλι της δονουνταν η λέξη Λονδίνο εάν αυτό το κάθαρμα που έστειλε λουλούδια έλεγε την αληθεια; εάν ακόμη και εκεί την είχε ακολουθήσει; εάν όλο ήταν ένα βρώμικο παιχνίδι πάνω στις πλάτες της; ποιος ήταν αυτός; ήταν μια τραγική σύμπτωση ή πολύ απλά η αρχή του αληθινού μαρτύριου της;

Σαστισμενη ανίκανη να βγάλει κιχ έκανε μια προσπάθεια να ελευθερώσει το χέρι της από το βίαιο κράτημα του φιδιού « Με συγχωρείτε είμαι σίγουρος πως η Μπόρα και εγώ μπορούμε να το συζητήσουμε μεταξύ μας, της ειναι νέο όλο αυτό, σίγουρα θα καταλήξουμε σε μια λύση» ο μυστήριος νεαρός ακουγε στο όνομα Τζεμιν Χάν και σιγα σιγά τα πράγματα γινόταν λιγότερο σκοτεινά και στην ίδια την Μπορα, οι Χάν ήταν υποψήφιοι στο κόμμα των παλαιών που υποστήριζαν συντηρητικές θέσεις και πήγαιναν φορτσατοι για πρωτιά στις εκλογές, είχαν παράδοση και θεωρούνταν μεγάλο τζάκι στο Πεκίνο.


Η μητέρα της μάζεψε διακριτικά το χέρι της και γύρισε μια ψυχρη ματια κατανόησης στα πλυμμηρισμενα από δάκρυα μάτια της Μπορα, ήταν σαν να έβλεπε από μια κουρτίνα θαμπαδας αν βλεφαριζε θα κυλουσαν μαζί με την αξιοπρέπεια της, κάλυψε τα χειλη της και έτρεξε προς το χολ. Τα βήματα της βαριά στις σκάλες κρατούσε την αναπνοή της μέχρι να ορμησει στο δωμάτιο της, έκλεισε την πόρτα με τόση δύναμη που μια ιδέα από σκόνη ήρθε στον αέρα από τα τοιχώματα, έριξε όλο το βάρος της στο κούφωμα της πόρτας και ρίγησε από τα απαρηγόρητα αναφιλητα της.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro